Αριθμός 655/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 21 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Κ. του Η., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέκο Τευτσή, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Κ. του Π., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Ματέλλα, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2019 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 407/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3637/2022 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-4-2022 αίτηση και τους από 18-1-2024 προσθέτους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 18-04-2022 αίτηση προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, εκδοθείσα, με αριθμ. 3637/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο απέρριψε την από 22-07-2021 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της εκκαλούμενης, με αριθμ. 407/2020, απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και, συνεκδικαζόμενη, κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ, με τους, από 18-01-2024 πρόσθετους λόγους, ασκηθέντες με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, στις 18-01-2024, και επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον καθ’ ου οι πρόσθετοι λόγοι, στις 19-01-2024, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου … Θ. Π., και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτών (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. [1] Με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ εισάγονται γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (και όχι άλλων νομικών γεγονότων και καταστάσεων), οι οποίοι, αλληλοσυμπληρούμενοι, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του (ΑΠ 66/2022, ΑΠ 925/2015, ΑΠ 3/2015), διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία ως προς την έννοια των δηλώσεων βούλησης των μερών (ΑΠ 1241/2023). Παραβιάζονται οι κανόνες αυτοί όταν το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σ` αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων, ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους (ΟλΑΠ 26/2004, ΑΠ 755/2023, ΑΠ 151/2022). [2] Με τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1α του ΚΠολΔ ορίζεται, ότι αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 4/2023, ΟλΑΠ 3/2022, ΟλΑΠ 4/2021). [3] Κατά το άρθρο 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 αρ. 19 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης, που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ως ζητήματα σε σχέση με τα οποία η έλλειψη ή η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση, την κατάλυση ή την παρακώλυση του ασκούμενου δικαιώματος, όπως είναι και τα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της καταλυτικής αυτής ένστασης, και επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 9/2016, ΑΠ 672/2022, ΑΠ 890/2021). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 428/2023, ΑΠ 1226/2022, ΑΠ 34/2021). [4] Για την πληρότητα των από τον αρ. 1α και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγων αναίρεσης πρέπει με σαφήνεια να αναφέρονται στο αναιρετήριο, μεταξύ άλλων, οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005), έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, ενώ δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ’ επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 1402/2022, ΑΠ 1129/2022, ΑΠ 662/2022). Στην προκείμενη περίπτωση, ο από τον αρ. 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία των γενικών ερμηνευτικών κανόνων δικαίου των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, επικαλούμενος ότι παρά το ότι πρόβαλλε τον ισχυρισμό ότι τα τοπογραφικά διαγράμματα που είναι συνημμένα στις με αριθμ. …, … οικοδομικές άδειες ανοικοδόμησης του οικοπέδου του αναιρεσιβλήτου, τα οποία συντάχθηκαν με τις υποδείξεις του δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου, ως κυρίου του έργου και οικοπέδου, εμπεριέχουν δήλωση για την υλοποίηση των ορίων αυτού με συνολικό εμβαδό 506 τ.μ., 506 τ.μ. του οικοπέδου του αναιρεσιβλήτου και 263,70 τ.μ. του αναιρεσείοντος, ενώ στο συνημμένο στη με αριθμ. … οικοδομική άδεια ανέγερσης οικοδομής στο οικόπεδο του αναιρεσείοντος εμπεριέχεται δήλωση του δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος ότι το δικό του οικόπεδο έχει εμβαδό 263,70 τ.μ. και το οικόπεδο του αναιρεσιβλήτου έχει εμβαδό 492 τ.μ. και ότι και στα τρία τοπογραφικά διαγράμματα το εμβαδόν του οικοπέδου του παραμένει όμοιο, δηλαδή 263,70 τ.μ., οι πλευρικές διαστάσεις και των δύο οικοπέδων είναι αναλλοίωτες και όμοιες ενώ η αποθήκη του αναιρεσιβλήτου εφάπτεται επί του ορίου του οικοπέδου του τελευταίου, υποδηλώνοντας άμεσα ότι είναι το ανατολικό όριο του οικοπέδου του, ήτοι ότι η επίδικη εδαφολωρίδα δεν ανήκει στο οικόπεδο του αναιρεσιβλήτου, είναι απαράδεκτος. Και, τούτο, διότι δεν ιδρύεται ο παραπάνω επικαλούμενος λόγος αναίρεσης, διότι οι παραπάνω γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες αναφέρονται σε δικαιοπραξία και όχι σε άλλα πράγματα και καταστάσεις και υπό την επίφαση της ανωτέρω πλημμέλειας πλήττεται η εκτίμηση των τοπογραφικών διαγραμμάτων ως αποδεικτικών μέσων, ήτοι η ουσία της υπόθεσης η οποία, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 662/2022, ΑΠ 1173/2020). Περαιτέρω, οι παρακάτω από τον αρ. 6 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλούμενος: 1) με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, ανεπαρκή αιτιολογία ως προς το εμβαδόν του οικοπέδου του αναιρεσιβλήτου σε 507 τ.μ., διότι αυτός έχει εισέλθει παράνομα, από το έτος 1965, στο πεζοδρόμιο της οδού …, κατά 14,70 τ.μ. (1 μ. Χ 14,70), το οποίο εκλαμβάνει ως δικό του, χωρίς την επίδικη εδαφολωρίδα, εμβαδού 11,51 τ.μ., ώστε ο αναιρεσίβλητος συμπεριλαμβάνοντας και την επίδικη εδαφολωρίδα, στην πραγματικότητα να κατέχει 520,70 τ.μ., ενώ ο δικαιοπάροχος του αναιρεσιβλήτου, Π. Κ., πιστεύοντας από το έτος 1965, οπότε αιτήθηκε και έλαβε την …/… άδεια για ανέγερση μονοκατοικίας και κατόπιν την … άδεια ανέγερσης οικοδομής, θεώρησε ως αφετηρία του οικοπέδου του ένα μέτρο δυτικότερα ήτοι μέσα στο πεζοδρόμιο της οδού …, μείωσε τη νοτιοδυτική πλευρά, από 29 μ. σε 28,03 μ., και κατέλειπε από τότε την επίδικη εδαφολωρίδα στον δικαιοπάροχο του αναιρεσείοντος και στον αναιρεσείοντα, 2) με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού (στον οποίο από παραδρομή αναφέρεται ως από τον αρ. 5 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), για ασαφή και ενδοιαστική αιτιολογία ως προς το εμβαδό των όμορων οικοπέδων των διαδίκων και τις πλευρικές διαστάσεις αυτών και τη θέση των κτισμάτων μέσα στα οικόπεδα σε σχέση με την επίδικη εδαφολωρίδα εμβαδού 11,51 τ.μ. και τον τίτλο στον οποίο εμπίπτει αυτή, είναι απαράδεκτοι. Και, τούτο, 1) διότι δεν διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλουμένη παράβαση του άρθρου 1045 ΑΚ, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, ώστε να είναι εφικτή, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, η στοιχειοθέτηση των προβαλλόμενων λόγων αναίρεσης, ενώ δεν αρκεί η, κατά το δοκούν από τον αναιρεσείοντα, νοηματική μερική απόδοση αυτών ούτε η κατ’ επιλογήν του αναιρεσείοντος μνεία μερικών αποσπασμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης, και 2) υπό την επίφαση του παραπάνω αναιρετικού λόγου πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ουσία της υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: “Με βάση το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους διαδίκους με αριθμό … παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχίας …, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … και με αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, ο παππούς των διαδίκων Κ. Σ. του Β. απέκτησε την κυριότητα του με αριθμό … οικοπέδου του … οικοδομικού τετραγώνου της τότε κοινότητας …. Την 11/3/1985 απεβίωσε ο Σ. Κ. αφήνοντας τη με αριθμό … δημόσια διαθήκη του, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του άλλοτε συμβολαιογράφου … Γ. Π. και δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 318/7-3-1986 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με τη συγκεκριμένη διαθήκη ο αποβιώσας κατέλειπε, μεταξύ άλλων κληρονομιαίων στοιχείων, στη μεν σύζυγο του Μ. Κ. την επικαρπία του ανωτέρω οικοπέδου, στα δε τρία τέκνα του Η. Κ. (πατέρα του ενάγοντος), Π. Κ. (πατέρα του εναγόμενου) και Β. Κ. (μη διάδικο) την ψιλή κυριότητα διαιρετών τμημάτων του αυτού οικοπέδου, εμβαδού 252 τ.μ., 506 τ.μ. και 1.000 τ.μ. αντίστοιχα, όπως τα εν λόγω άρτια και οικοδομήσιμα διαιρετά τμήματα περιγράφονται στην προαναφερόμενη διαθήκη, και αποτυπώνονται στο συνημμένο σ’ αυτήν πρόχειρο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα σε χαρτί τύπου “μιλιμετρέ”. Η περιγραφή και αποτύπωση των τριών οικοπεδικών τμημάτων στη διαθήκη του εκλιπόντος είναι περιορισμένης ακρίβειας, όπως ευχερώς συνάγεται και από το γεγονός ότι η συνολική έκταση αυτών ανέρχεται σε 1.758 τ.μ, ενώ η έκταση όλου του οικοπέδου ήταν 1.757 τ,μ., κατά το παραχωρητήριο. Μετά τον κατά την 15/7/1985 θάνατο της επικαρπώτριας Μ. Κ. ο πατέρας του ενάγοντος Η. Κ. αποδέχθηκε, με τη με αριθμό … πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς που συνέταξε η συμβολαιογράφος … Ε. Κ.-Ζ., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … και με αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, το περιελθόν σ’ αυτόν τμήμα οικοπέδου και το μεταβίβασε την ίδια ημέρα, κατά πλήρη κυριότητα, στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα, με τη με αριθμό … πράξη γονικής παροχής που συνέταξε η αυτή συμβολαιογράφος, που μεταγράφηκε νόμιμα, με αριθμό … στον τόμο … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …. Στην πρώτη από τις δύο συμβολαιογραφική πράξη (και επαναλαμβάνεται στη δεύτερη) αναφέρεται με επισημείωση με το χέρι, ότι το εμβαδόν του ανωτέρω οικοπέδου είναι 263,10 τ.μ., σύμφωνα με νεότερη εμβαδομέτρηση και χωρίς να επισυναφθεί στην πράξη σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα. Κατόπιν τούτου ο ενάγων κατέστη αποκλειστικός κύριος του ως άνω οικοπέδου, το οποίο βρίσκεται ήδη επί της οδού … του Δήμου … και συνορεύει νότια με την οδό αυτή, βόρεια με το με αριθμό … οικόπεδο, ανατολικά με το περιελθόν στον Β. Κ. τμήμα του με αριθμό … ευρύτερου οικοπέδου και δυτικά με το περιελθόν στον πατέρα του εναγόμενου Π. Κ. τμήμα του ίδιου οικοπέδου. Με βάση τη με αριθμό … οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας … ο πατέρας του ενάγοντας, ενόψει της τότε ανηλικότητας του τελευταίου, ανήγειρε στο οικόπεδο του διώροφη οικοδομή με υπόγειο. Στο τοπογραφικό διάγραμμα που είναι συνημμένο στην άνω οικοδομική άδεια ναι μεν εμφανίζεται το οικόπεδο του ενάγοντος να έχει εμβαδόν 263,10 τμ, πλην όμως το μήκος της βόρειας πλευράς (12 γ.μ.) δεν μεταβάλλεται σε σχέση με το σχεδιάγραμμα που επισυνάπτεται στη δημόσια διαθήκη του παππού των διαδίκων, ενώ και οι αντίστοιχες βόρειες πλευρές των δύο άλλων οικοπέδων έχουν ελαφρές αποκλίσεις (ως προς το οικόπεδο του εναγομένου από 29 γ.μ. της διαθήκης σε 28.03 γ.μ. και του Β. Κ. από 40,30 γ.μ της διαθήκης σε 41,07 γ.μ.). Εξάλλου, με τη με αριθμό … πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς που συνέταξε η συμβολαιογράφος … Ε. Α., που μεταγράφηκε νόμιμα, με αριθμό … στον τόμο … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, ο πατέρας του εναγόμενου Π. Κ. αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά του αποβιώσαντος πατρός του Σ. Κ., στοιχείο της οποίας αποτελούσε και το καταληφθέν κατά ψιλή κυριότητα σ’ αυτόν διαιρετό τμήμα των 506 τ.μ. του με αριθμό … οικοπέδου, που περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα στον ίδιο, καθόσον είχε ήδη μεσολαβήσει την 15/7/1985 ο θάνατος της επικαρπώτριας Μ. Κ. και έτσι το απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα. Το συγκεκριμένο οικοπεδικό τμήμα βρίσκεται επί της οδού … του Δήμου … και συνορεύει νότια με την οδό αυτή, βόρεια με το με αριθμό … οικόπεδο, ανατολικά με το οικόπεδο του ενάγοντος και δυτικά με την οδό …. Ο Π. Κ., ο οποίος είχε ανεγείρει επί του οικοπεδικού τμήματος του διώροφη οικοδομή και ξεχωριστή ισόγεια αποθήκη, απεβίωσε την 12/5/2001 στη …, αφήνοντας την από … ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 232/8-2-2002 πρακτικό συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και κηρύχθηκε κυρία με τη με αριθμό 3696/8-2-2002 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Με την εν λόγω διαθήκη ο θανών εγκατέστησε, μεταξύ άλλων, κληρονόμους του στο προαναφερόμενο οικόπεδο του κατ’ επικαρπία μεν τη σύζυγο του Μ. Κ., κατά ψιλή κυριότητα δε τον υιό του Δ. Κ. (εναγόμενο), οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά αυτή με τη με αριθμό … πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς που συνέταξε η συμβολαιογράφος … Ε. Α., που καταχωρήθηκε νόμιμα στο αντίστοιχο κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου …, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ο εναγόμενος την ψιλή κυριότητα και η μητέρα του την επικαρπία του ως άνω οικοπέδου. Επισημαίνεται, ότι μετά την υπαγωγή των οικοπέδων των διαδίκων στο Εθνικό Κτηματολόγιο, το οικόπεδο του ενάγοντος έλαβε ΚΑΕΚ … και το οικόπεδο του εναγόμενου έλαβε ΚΑΕΚ …. Με βάση, επίσης τις αντίστοιχες κτηματολογικές εγγραφές το εμβαδόν του οικοπέδου του ενάγοντος είναι 259,09 τ.μ., δηλαδή υπερβαίνει κατά 7,09 τ.μ. το εμβαδόν του οικοπέδου των 252 τ μ., που είχε καθορίσει κατά την κατάτμηση του με αριθμό … αρχικού ενιαίου οικοπέδου ο απώτερος δικαιοπάροχος των διαδίκων Σ. Κ. του Β., ενώ το εμβαδόν του οικοπέδου του εναγόμενου είναι 507 τ.μ. (…), δηλαδή υπερβαίνει κατά 1 τ.μ. το αντίστοιχα καθορισθέν από τον απώτερο δικαιοπάροχο των διαδίκων οικοπεδικό τμήμα των 506 τ.μ., οι διαφορές δε αυτές βρίσκονται εντός των ορίων ανοχής του Εθνικού Κτηματολογίου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η διώροφη κατοικία του ενάγοντος ανεγέρθηκε σε επαφή με το όριο των οικοπέδων των διαδίκων, έτσι ώστε η δυτική τοιχοποιία αυτής να αποτελεί ουσιαστικά υλοποίηση του προαναφερόμενου ορίου, ενώ η ισόγεια αποθήκη του εναγόμενου ανεγέρθηκε σε απόσταση 1,27 μέτρων από το κοινό όριο των οικοπέδων στη βόρεια πλευρά αυτών, τη γειτνιάζουσα με το με αριθμό … οικόπεδο, όπως προκύπτει από το εκ μέρους του εναγόμενου προσκομιζόμενο, με ημερομηνία … τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Φ. Μ., το οποίο αποτυπώνει τα όρια που εφαρμόστηκαν και κατά την κτηματογράφηση του Εθνικού Κτηματολογίου. Χαρακτηριστικό, εξάλλου, είναι το γεγονός ότι κατά το στάδιο της κτηματογράφησης έλαβαν χώρα, με βάση τα προσκομισθέντα από τους ενδιαφερομένους έγγραφα, δύο αναρτήσεις (Α’ και Β’ των προσωρινών κτηματολογικών διαγραμμάτων, στις οποίες με σαφήνεια αποτυπώνεται η μεν διώροφη οικοδομή του ενάγοντος σε επαφή με το κοινό όριο των επίδικων οικοπέδων, η δε αποθήκη του εναγόμενου σε μικρή απόσταση από το ανωτέρω όριο (…), όπως ακριβώς εμφαίνεται και στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα. Ο ενάγων, ωστόσο, που επικαλείται, εν προκειμένω, διαφορετική θέση του ορίου των δύο οικοπέδων, δεν υπέβαλε σχετική ένσταση στο αρμόδιο-Κτηματολογικό Γραφείο, ώστε να επακολουθήσει η διαδικασία χωρικής μεταβολής και διόρθωσης του κοινού ορίου. Ας σημειωθεί ότι ούτε και με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων θα μπορούσε να επιτύχει χωρική μεταβολή του ακινήτου του, καθώς μόνο αρμόδιο δικαστήριο γι’ αυτή είναι το κτηματολογικό δικαστήριο του άρθρ. 6 παρ 2 ν 2664/1998, όπως ισχύει. Ο ενάγων πρέπει να σημειωθεί ότι είναι πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμά του. Ο ισχυρισμός δε του εκκαλούντος ότι το οικόπεδο του εναγόμενου εισέρχεται και καταλαμβάνει τμήμα της οδού …, δεν αποδεικνύεται καθώς η οδός αυτή τόσο στο απόσπασμα διανομής οικοπέδων του δήμου … 1968-1970 (που προσκομίζει ο εναγόμενος), τόσο και στα πρόσφατα κτηματολογικά διαγράμματα έχει το ίδιο πλάτος 10 μ. σε όλο το μήκος της. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αποθήκη που βρίσκεται στο οικόπεδο του εναγομένου διαθέτει παράθυρο προς το σύνορο με το οικόπεδο του ενάγοντος, το οποίο (παράθυρο) έχει πρόχειρα κλειστεί και έτσι καταρρίπτεται ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η αποθήκη δεν έχει παράθυρο προς την πλευρά του οικοπέδου του ενάγοντος. Αντίθετα η διώροφη οικοδομή που έχτισε ο πατέρας του ενάγοντος τόσο στον ισόγειο όροφο, όσο και στον πρώτο όροφο δεν είχε ανοίγματα παραθύρων προς την πλευρά του οικοπέδου του εναγομένου (…). Η διάνοιξη των παραθύρων αυτών (…) έγινε αργότερα και εκτός αδείας. Από τη διαδικασία, επίσης, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού του ενάγοντος και της μαρτυρικής κατάθεσης του Β. Κ., περί σύστασης δουλείας διόδου 8,42 τ.μ, από την ανατολική πλευρά του οικοπέδου του και σε βάρος του όμορου οικοπέδου, που είχε περιέλθει στον ίδιο, εφόσον δεν υφίσταται αντίστοιχη καταχώρηση στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο …. Το κρισιμότερο στοιχείο κατά το δικαστήριο είναι η αποτύπωση των ορθοφωτογραφιών που χρησιμοποίησε το Εθνικό Κτηματολόγιο και που περιέχονται στην τεχνική έκθεση του Ν. Ο., δασολόγου, ειδικού σε θέματα φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών. Σε αυτές φαίνεται ότι το επίδικο τμήμα βρίσκεται εντός του οικοπέδου του εναγομένου. Επίσης κρίσιμο είναι και το απόσπασμα προσωρινού κτηματολογικού διαγράμματος κατά την πρώτη ανάρτηση κατά τη κτηματογράφηση του Δήμου … στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Σε αυτό το απόσπασμα διαφαίνεται ότι στο οικόπεδο του εναγομένου εμπίπτει η αποθήκη ως κτίσμα και το επίδικο εδαφικό τμήμα, ενώ το όριο του οικοπέδου του ενάγοντος εφάπτεται με το όριο του κτίσματος που ανέγειρε ο δικαιοπάροχός του και συνεχίζει προς βορρά και προς νότο σε ευθεία νοητή γραμμή, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ενάγοντος και των μαρτύρων του Γ.. Κ. και Κ. Κ. (στις ένορκες βεβαιώσεις αυτών) ότι το κτίσμα που ανήγειρε ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος μετατοπίστηκε ελαφρώς από τον μηχανικό προκειμένου να αποκτήσει μια πιο κάθετη θέση ως προς το δρόμο, θέση την οποία, όπως φαίνεται και από τα τοπογραφικά διαγράμματα τόσο του Ι. Κ. (που προσκομίζει ο ενάγων), όσο και του Φ.. Μ. (που προσκομίζει ο εναγόμενος) δεν απέκτησε ουδέποτε, αλλά το κτίσμα παρέμεινε να έχει μια λοξότητα ως προς την οδό … που περνά από μπροστά του. Από τα παραπάνω εκτιθέμενα αποδεικνύεται, ότι η επίμαχη εδαφική λωρίδα των 11,51 τ.μ., την οποία διεκδικεί ο ενάγων, βρίσκεται εκτός των ορίων του δικού του οικοπέδου και εντάσσεται στην ιδιοκτησία του εναγόμενου, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την εκ μέρους του τελευταίου προσκομιζόμενη, με χρόνο σύνταξης τον Απρίλιο του έτους 2019, τεχνική έκθεση εφαρμογής τίτλων του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Φ. Μ., ενώ δεν αναιρείται από το εκ μέρους του ενάγοντος προσκομιζόμενο, με ημερομηνία …, τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ι. Κ.. Ακολούθως ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε και την επικουρική βάση της αγωγής με τον ισχυρισμό συμπλήρωσης στο πρόσωπο του ενάγοντος και του δικαιοπαρόχου του χρόνου χρησικτησίας. Ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει στις προτάσεις του ότι ο δικαιοπάροχος του εναγομένου και ο εναγόμενος, μετά το θάνατο του πρώτου, εναπέθεταν πράγματα από την γεωργική τους απασχόληση στο επίδικο εδαφικό τμήμα. Βέβαια αναφέρει ότι αυτό γινόταν κατά παραχώρηση από τον ίδιο και τον δικαιοπάροχό του, αλλά από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε η παραχώρηση αυτή. Μάλιστα αναφέρει ότι πρώτη φορά δεν μάζεψε τα πράγματά του ο εναγόμενος κατά το έτος το 2018, όταν τον κάλεσε ο ενάγων να το πράξει, όμως δεν εξηγεί γιατί έγινε η αλλαγή αυτή, ενώ μέχρι εκείνο το έτος κάθε φορά που του ζητούσε να μαζέψει τα πράγματα αυτός συμμορφωνόταν. Αντίθετα, το δικαστήριο κρίνει ότι μέχρι το 2018, δηλ. όσο ζούσε ο πατέρας του ενάγοντος, δεν υπήρχε καμία διεκδίκηση του επιδίκου εδαφικού τμήματος, αλλά το πρώτον, όπως αποδεικνύεται και από το εξώδικο που στάλθηκε από τον ενάγοντα, η διεκδίκηση προέκυψε το 2018, ενώ μεταξύ των οικοπέδων των διαδίκων δεν υπήρχε ποτέ κάποιος φράχτης (…). Οι μάρτυρες δε του εναγομένου Δ. Ν. και Δ. Σ. στις ένορκες βεβαιώσεις τους αναφέρουν ότι ο εναγόμενος και ο δικαιοπάροχός του εναπόθεταν στο επίδικο εδαφικό τμήμα καυσόξυλα, οικοδομικά υλικά και αγροτικά εργαλεία. Ακόμη και ο μάρτυρας του ενάγοντος, Β. Μ., στην ένορκη του βεβαίωση, αναφέρεται σε ένα μπακλαβωτό πλέγμα που μπήκε για κάποια περίοδο μεταξύ των οικοπέδων των δύο διαδίκων προκειμένου να μην εισέρχονται τα ζώα του δικαιοπαρόχου του εναγομένου στο οικόπεδο του ενάγοντος, δεν προσδιορίζει όμως αν το σύρμα αυτό περιλάμβανε το επίδικο ή αν εφάπτονταν με το κτίσμα του ενάγοντος. Ούτε αποδεικνύεται από άλλο στοιχείο ότι ο δικαιοπάροχος του εναγόμενου είπε στον παραπάνω μάρτυρα για το επίδικο εδαφικό τμήμα ότι αναγνώριζε ότι ήταν του ενάγοντος. Κατόπιν τούτου, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, τόσο την κύρια βάση, όσο και την επικουρική βάση της ένδικης αγωγής, με αιτιολογία που συμπληρώνεται από το παρόν δικαστήριο και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν οι τέταρτος και πέμπτος λόγοι της υπό κρίση εφέσεως ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί επίσης ως ουσιαστικά αβάσιμος, σύμφωνα με τα παραπάνω αλλά και εκ του γεγονότος ότι με τη μη προσμέτρηση της επίδικης έκτασης στο οικόπεδο του ενάγοντος, όπως ο ίδιος αντίθετα επιδιώκει, δεν παραβλάπτεται η αρτιότητα και οικοδομησιμότητα του οικοπέδου του, το οποίο έχει πρόσοψη την απαιτούμενη πλευρά των 14 γ.μ. και εμβαδό, κατά το λειτουργούν κτηματολόγιο, 259 τ.μ., ενώ έχει οικοδομηθεί, όπως αναφέρθηκε με κτίσμα από το 1988…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του ενάγοντος ήδη αναιρεσείοντος κατά της εκκαλούμενης απόφασης, συμπληρώνοντας την αιτιολογία αυτής, με την οποία είχε απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή. Ειδικότερα, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο έκρινε: 1. Ότι η επίδικη εδαφολωρίδα εμβαδού 11,51 τ.μ. δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο κυριότητας του αναιρεσείοντος – ενάγοντος, ο οποίος κατέστη κύριος ενός οικοπέδου, το οποίο βρίσκεται ήδη επί της οδού … του Δήμου … και συνορεύει νότια με την οδό αυτή, βόρεια με το με αριθμό … οικόπεδο, ανατολικά με οικόπεδο Β. Κ. και δυτικά οικόπεδο του Π. Κ. και ήδη αναιρεσίβλητου, με παράγωγο τρόπο, και δη δεν περιλαμβάνεται στη με αριθμ. … συμβ/φική πράξη της συμβ/φου … Ε. Κ.-Ζ., που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω γονικής παροχής από τον πατέρα του Η. Κ., στην κυριότητα του οποίου είχε περιέλθει με τη με αριθμ. … πράξη της ιδίας ως άνω συμβ/φου, που μεταγράφηκε νόμιμα, για την αποδοχή της παραπάνω δημόσιας διαθήκης κληρονομίας του κληρονομούμενου πατέρα του Σ. Κ. του Β., έλαβε ΚΑΕΚ … και έχει εμβαδόν 259,09 τ.μ., που υπερβαίνει κατά 7,09 τ.μ. το εμβαδόν του οικοπέδου των 252 τ.μ. που είχε καθορίσει κατά την κατάτμηση του με αριθμό … αρχικού ενιαίου οικοπέδου ο απώτερος δικαιοπάροχος των διαδίκων Σ. Κ. του Β.. 2) Ότι η επίδικη εδαφολωρίδα, εμβαδού 11,51 τ.μ., περιλαμβάνεται στον τίτλο ψιλής κυριότητας του αναιρεσίβλητου – εναγόμενου, στου οποίου την ψιλή κυριότητα περιήλθε με τη με αριθμό … πράξη της συμβ/φου … Ε. Α., που μεταγράφηκε νόμιμα, για την αποδοχή της από την παραπάνω ιδιόγραφης διαθήκης, του κληρονομούμενου Π. Κ., οικοπέδου διαιρετό τμήμα του … οικοπέδου, εμβαδού (τμήματος) 506 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού … του Δήμου … και συνορεύει νότια με την οδό αυτή, βόρεια με το με αριθμό … οικόπεδο, ανατολικά με το οικόπεδο του αναιρεσείοντος-ενάγοντος και δυτικά με την οδό …, και έλαβε ΚΑΕΚ … και με εμβαδόν του οικοπέδου του εναγόμενου είναι 507 τ.μ., δηλαδή υπερβαίνει κατά 1 τ.μ. το αντίστοιχα καθορισθέν από τον απώτερο δικαιοπάροχο των διαδίκων οικοπεδικό τμήμα των 506 τ.μ., και οι διαφορές δε αυτές βρίσκονται εντός των ορίων ανοχής του Εθνικού Κτηματολογίου. 3) Ότι αμφότερα τα οικόπεδα καθώς και τρίτο οικόπεδο προήλθαν από την κατάτμηση, με την παραπάνω δημόσια διαθήκη, από τον κοινό απώτερο δικαιοπάροχο των διαδίκων-αρχικό κύριο Σ. Κ. του Β. του με αριθμό … οικοπέδου του … ο.τ. της τότε Κοινότητας …, σε αυτοτελή οικόπεδα εμβαδού 506 τ.μ. (του αναιρεσιβλήτου – εναγόμενου), εμβαδού 252 τ.μ. (του αναιρεσείοντος – ενάγοντος) και 1.000 τ.μ. του μη διάδικου Β. Κ.. 4) Ότι επί του οικοπέδου του αναιρεσείοντος ανεγέρθηκε, με τη με αριθμό … οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας …, από τον δικαιοπάροχο του αναιρεσείοντος – πατέρα του, διώροφη οικοδομή με υπόγειο σε επαφή με το όριο των οικοπέδων των διαδίκων έτσι ώστε η δυτική τοιχοποιία αυτής, στην οποία δεν υπήρχαν παράθυρα, να αποτελεί ουσιαστικά υλοποίηση του προαναφερόμενου ορίου, που συνεχίζει προς βορρά και προς νότο σε ευθεία νοητή γραμμή, και ότι η ισόγεια αποθήκη του αναιρεσιβλήτου ανεγέρθηκε σε απόσταση 1,27 μέτρων από το κοινό όριο των οικοπέδων στη βόρεια πλευρά αυτών, τη γειτνιάζουσα με το με αριθμό … οικόπεδο, με παράθυρο (ήδη πρόχειρα κλειστό) προς το σύνορο του οικοπέδου του αναιρεσείοντος. 5) Ότι στην επίδικη εδαφολωρίδα δεν άσκησε πράξεις νομής διανοία κυρίου ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος, Η. Κ. ούτε ο αναιρεσείων – ενάγων και ο τελευταίος άρχισε να διεκδικεί την εδαφολωρίδα, το πρώτον, το έτος 2018, ενώ στην επίδικη εδαφολωρίδα εναπόθεταν καυσόξυλα, οικοδομικά υλικά και αγροτικά εργαλεία ο δικαιοπάροχος του αναιρεσιβλήτου και, στη συνέχεια, ο τελευταίος, ως κύριοι αυτής. 6) Ότι δεν αποδείχθηκε ότι το οικόπεδο του αναιρεσιβλήτου εισέρχεται και καταλαμβάνει τμήμα της οδού …. 7) Ότι τμήμα 8,42 τ.μ. που συμπεριλαμβάνεται στο συνολικό εμβαδό του οικοπέδου του αναιρεσείοντος, δεν αποδείχθηκε ότι αποτελεί τμήμα του όμορου οικοπέδου του Β. Κ. επί του οποίου συστάθηκε απ’ αυτόν υπέρ του αναιρεσείοντος δουλεία διόδου 8,42 τ.μ.. Και 8) Ότι με τη μη προσμέτρηση της επίδικης εδαφολωρίδας στο οικόπεδο του αναιρεσιβλήτου δεν παραβλάπτεται η αρτιότητα και η οικοδομησιμότητα του οικοπέδου του αναιρεσείοντος, το οποίο έχει εμβαδόν 259,09 τ.μ., κτίσμα του έτους 1988 και πρόσοψη στο δρόμο 14 γρ.μ..
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσης, αλλά διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1033, 1192, 1045 ΑΚ, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη κτήσης από τον αναιρεσείοντα κυριότητας επί της επίδικης εδαφολωρίδας, με παράγωγο ή τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας. Επομένως, οι από τον αρ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πρώτος και δεύτερος (κατ’ εκτίμηση) λόγοι αναίρεσης, κατά τα οικεία μέρη αυτών, και πρόσθετος (κατ’ εκτίμηση) λόγος αναίρεσης, κατά τα οικεία μέρη αυτού, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Η αιτίαση, με τον πρόσθετο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, ότι η χρήση της φράσης “πλην όμως”, στο λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης “…Στο τοπογραφικό διάγραμμα που είναι συνημμένο στην άνω οικοδομική άδεια ναι μεν εμφανίζεται το οικόπεδο του ενάγοντος να έχει εμβαδόν 263,10 τμ, πλην όμως το μήκος της βόρειας πλευράς (12 γ.μ.) δεν μεταβάλλεται σε σχέση με το σχεδιάγραμμα που επισυνάπτεται στη δημόσια διαθήκη του παππού των διαδίκων, ενώ και οι αντίστοιχες βόρειες πλευρές των δύο άλλων οικοπέδων έχουν ελαφρές αποκλίσεις (ως προς το οικόπεδο του εναγομένου από 29 γ.μ. της διαθήκης σε 28.03 γ.μ. και του Β. Κ. από 40,30 γ.μ της διαθήκης σε 41,07 γ.μ.)…” αποδίδει ενδοιαστική αιτιολογία είναι αβάσιμη, διότι χρησιμοποιείται για την έκφραση από την προσβαλλόμενης σαφούς αντίθετης παραδοχής με το αμέσως προηγουμένως αναφερόμενο ως εμβαδό στο τοπογραφικό διάγραμμα. Αβάσιμη είναι και η αιτίαση, με τον αυτό παραπάνω λόγο, ότι η χρήση της φράσης “γεγονός που επιβεβαιώνεται” στο λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης “…Από τα παραπάνω εκτιθέμενα αποδεικνύεται, ότι η επίμαχη εδαφική λωρίδα των 11,51 τ.μ., την οποία διεκδικεί ο ενάγων, βρίσκεται εκτός των ορίων του δικού του οικοπέδου και εντάσσεται στην ιδιοκτησία του εναγόμενου, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την εκ μέρους του τελευταίου προσκομιζόμενη, με χρόνο σύνταξης τον Απρίλιο του έτους 2019, τεχνική έκθεση εφαρμογής τίτλων του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού…” αποδίδει ενδοιαστική αιτιολογία είναι αβάσιμη, διότι χρησιμοποιείται από την προσβαλλόμενη απόφαση ως επιβεβαιωτική της βέβαιης δικαστικής κρίσης αυτής. Λοιπές αιτιάσεις με τους αυτούς παραπάνω λόγους, από τον αρ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, ως προς τη θέση και πλευρικές διαστάσεις των οικοπέδων και το εμβαδόν αυτών, ως προς την θέση των αναφερόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση κτισμάτων, και, ειδικότερα ότι ήταν λογικό ο δικαιοπάροχος του αναιρεσίβλητου να ανεγείρει την αποθήκη, το έτος 1987 στο όριο των οικοπέδων και ενώ είχε ήδη ανεγείρει δύο οικοδομήματα στο οικόπεδο του προς το πεζοδρόμιο της οδού …, και μάλιστα ένα μέτρο μέσα στο πεζοδρόμιο, ως προς τη μεταβολή του εμβαδού των όμορων οικοπέδων σε σχέση με όμοιες πλευρικές διαστάσεις είναι απαράδεκτοι. Και, τούτο, διότι αποτελούν πραγματικά επιχειρήματα του αναιρεσείοντος που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο επικαλούμενος λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, ενώ αρκεί μόνο τι αποδείχθηκε και όχι γιατί αποδείχθηκε.
[4] Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 5 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημη με του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα”, των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (ΟλΑΠ 22/2005, ΑΠ 1043/2023, ΑΠ 696/2023). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση καθώς και οι κύριοι και πρόσθετοι λόγοι έφεσης μόνον όταν επαναφέρουν προς κρίση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό, και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 241/2023, ΑΠ 1841/2022). Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΑΠ 34/2023, ΑΠ 1841/2022). Δεν αποτελούν “πράγματα” οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ’ αυτούς, ούτε και οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (ΟλΑΠ 8/2013, ΑΠ 241/2023, ΑΠ 1287/2022). Για το ορισμένο του παραπάνω λόγου πρέπει να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά που τον συγκροτούν, όπως προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος προβολής του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και της επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, και, αν το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές υπό τις οποίες έγινε η επικαλούμενη παραβίαση (ΑΠ 1038/2023, ΑΠ 1026/2022). Στην προκείμενη περίπτωση, ο από τον αρ. 5β του άρθρου 560 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, με τον οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλούμενος ότι δεν έλαβε υπόψη τον (τρίτο) λόγο έφεσης με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι το ελάχιστο εμβαδόν της αρτιότητας του οικοπέδου του αναιρεσείοντος, το οποίο προέκυψε από την κατάτμηση από τον απώτερο κοινό δικαιοπάροχο των διαδίκων, Σ. Κ., του … οικοπέδου, κατά το χρόνο ανέγερσης των κτισμάτων, είναι 250 τ.μ. και ότι (αφενός) μετά την αφαίρεση της επίδικης εδαφολωρίδας, εμβαδού 11,51 τ.μ. και (αφετέρου) με τη μη προσμέτρηση της άτυπης δουλείας διόδου, έκτασης 8,42 τ.μ., που αφέθηκε υπέρ του αναιρεσείοντος από τον όμορο Β. Κ., το οικόπεδό του, που φέρει εμβαδόν 256,82 τ.μ., κατά το τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Φ.. Μ., και όχι 259,09 τ.μ., και έτσι φέρει εμβαδόν μόνο (256,82 – 8,42=) 248,40 τ.μ., με αποτέλεσμα η παραπάνω κατάτμηση να είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 περ. Αβ του α.ν. 431/1968, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, άκυρη, διότι οδήγησε στη δημιουργία μη άρτιου οικοπέδου, εμβαδού 248,40 τ.μ., είναι απαράδεκτος, λόγω αοριστίας. Και, τούτο, διότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο τα πραγματικά περιστατικά που τον συγκροτούν, όπως προβλήθηκαν από τον ενάγοντα-αναιρεσείοντα και ο νόμιμος τρόπος προβολής του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και της επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επειδή η προκείμενη υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ή ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, από την παραπάνω παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον παραπάνω ισχυρισμό και τον απέρριψε ως αβάσιμο, κρίνοντας ότι το οικόπεδο του αναιρεσείοντος είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, διότι έχει εμβαδόν 259,09 τ.μ., κτίσμα από το έτος 1988, και πρόσοψη σε οδό 14 γρ.μ..
[5] Με το άρθρο 560 KΠολΔ ορίζεται ότι “κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς…. 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε δικαστής του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο δέχθηκε ή δεν δέχθηκε τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ` ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.” Οι αμέσως πιο πάνω αναιρετικοί λόγοι απαριθμούνται περιοριστικά, αντιστοιχούν προς τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5, 7, 8 και 19 του άρθρου 559 KΠολΔ, προς τους οποίους, όμως, δεν ταυτίζονται απολύτως (ΑΠ 361/2023, ΑΠ 973/2023, ΑΠ 438/2023). Εξ’ αντιθέτου συνάγεται ότι κατά των αποφάσεων των ως άνω δικαστηρίων δεν επιτρέπεται αναίρεση για τους λοιπούς, αναφερόμενους στο άρθρο 559 KΠολΔ, λόγους, μεταξύ των οποίων και εκείνος του άρθρου 559 αρ. 11 γ, ήτοι της παρά το νόμο μη λήψης υπ’ όψη αποδεικτικού μέσου που αυτός επικαλέστηκε και προσκόμισε, και του αρ. 12, ήτοι της από το δικαστήριο παραβίασης των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 609/2023, ΑΠ 361/2023, ΑΠ 106/2023). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλούμενος: Α. με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, ότι α) παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των τοπογραφικών διαγραμμάτων που είναι αναπόσπαστα τμήματα της με αριθμ. … οικοδομικής άδειας του αναιρεσείοντος, και των με αριθμ. … και … οικοδομικών αδειών του αναιρεσιβλήτου, ως δημοσίων εγγράφων, λόγω του ελέγχου των διαγραμμάτων αυτών από τον αρμόδιο πολεοδομικό υπάλληλο, και β) δεν έλαβε υπόψη την (εξώδικη) ομολογία του δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου, Π. Κ., που έφεραν τα τοπογραφικά διαγράμματα αυτού ότι τα όρια του οικοπέδου του αναιρεσιβλήτου ήταν μέχρι την βορειανατολική τοιχοποιία της αποθήκης, διότι υπέδειξε τα όρια στον υπογράφοντα αυτά πολιτικό μηχανικό, και Β. με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, δεν έλαβε υπόψη την μαρτυρική κατάθεση του Β. Κ., οποίος κατέθεσε ότι παραχώρησε, ατύπως, στον αναιρεσείοντα 8,42 τ.μ. ανατολικά του αναιρεσείοντος και δυτικά αυτού ως παραχωρούντος, τα οποία αν αφαιρεθούν από το συνολικό εμβαδό των 256,82 τ.μ., θα καταστεί αυτό μη άρτιο και οικοδομήσιμο, είναι απαράδεκτοι, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν προβλέπονται στους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους αναίρεσης του άρθρου 560 ΚΠολΔ οι προβλεπόμενοι λόγοι αναίρεσης στο άρθρο 559 αρ. 12 για τον παραπάνω με στοιχείο-Αα-λόγο και 11γ για τους παραπάνω με στοιχείο-Αβ και Β-λόγους.
IΙΙ. Κατόπιν αυτών, και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης και πρόσθετος λόγος αυτής πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγο αυτής. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του προκαταβληθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-04-2022 αίτηση αναίρεσης και τους από 18-01-2024 πρόσθετους λόγους αυτής για αναίρεση της με αριθμ. 3637/2022 απόφασης του δικάσαντος, ως Εφετείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Απριλίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :