Αριθμός 1177/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη – Εισηγήτρια, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά και Διονύσιο Παλλαδινό, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Δεκεμβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βιργινίας Σακελλαροπούλου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Χ. Μ. του Θ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Σούφλα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 55/2022 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου …. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία: το …”, νομίμως εκπροσωπούμενο, που εκπροσωπήθηκε από την Πάρεδρο του ΝΣΚ Ελευθερία Χριστοπούλου.
Το Πενταμελές Εφετείο …, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14-9-2022 αίτησή της, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 915/2022.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα η οποία πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση την Πάρεδρο του ΝΣΚ του υποστηρίζοντος την κατηγορία και την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 14-9-2022 αίτηση της Χ. Μ. του Θ., κατοίκου …, για αναίρεση της 55/2022 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (…) (το οποίο δίκασε σε δεύτερο βαθμό και κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη για την αξιόποινη πράξη της απάτης με σκοπό τον παράνομο πορισμό περιουσιακού οφέλους σε βάρος του ΝΠΔΔ (…), από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2εΠΚ, για την οποία της επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης) έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις των άρθρων 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3 και 4 και 474 παρ. 1 και 4 του ΚΠΔ. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των προβαλλομένων αναιρετικών λόγων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 120 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ “Το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάδιο της δίκης”. Ήτοι πριν από την έναρξη της συζήτησης, εάν η εισαχθείσα σε αυτό υπόθεση, όπως εκτίθεται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή όταν εισήχθη με απευθείας κλήση στο κλητήριο θέσπισμα, υπάγεται κατά τα άρθρα 110 έως 115 του ΚΠΔ στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του. Μετά την έναρξη της συζήτησης η καθ’ ύλην αρμοδιότητα εξετάζεται με βάση τα δεδομένα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Έτσι, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, εάν κατά την πρόοδο της δίκης από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, κατά την κρίση του, τελέσεως κακουργήματος, θα πράξει κατά το άρθρο 120 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα ότι και το συμβούλιο πλημμελειοδικών. Άρα αν προκύπτουν στο ακροατήριο επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας για κακούργημα, χωρίς να δεσμεύεται από τον δοθέντα στην πράξη χαρακτηρισμό από τον εισαγγελέα κατά την άσκηση της ποινικής διώξεως, θα χαρακτηρίσει την πράξη ως κακούργημα, θα κηρυχθεί αναρμόδιο και θα παραπέμψει την υπόθεση στο ΜΟΔ ή στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Εάν η πράξη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα και δεν έχει ενεργηθεί κυρία ανάκριση, πρέπει η υπόθεση να διαβιβασθεί στον εισαγγελέα προκειμένου να παραγγελθεί κυρία ανάκριση, διότι δεν νοείται παραπομπή κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστεί για κακουργηματική πράξη, χωρίς να έχει προηγηθεί το στάδιο της κύριας ανάκρισης και της νομότυπης περάτωσης αυτής μετά τη λήψη της απολογίας του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σε αυτόν βαρύτερη κακουργηματική πράξη (ΑΠ 1275/2010). Για το λόγο μάλιστα αυτό προβλέφθηκε στην παράγραφο 3 του άρθρου 120 του νέου ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) η παραπομπή της υπόθεσης από το (πολυμελές) δικαστήριο στον Εισαγγελέα, προκειμένου ο τελευταίος να διατάξει τη διενέργεια κύριας ανάκρισης. Ήδη, όμως, μετά την τροποποίηση του άρθρου 120 του ΚΠΔ με το άρθρο 112 του Ν. 4855/2021, με την προσθήκη παραγράφου 4 ορίστηκε ότι “παραπομπή στον Εισαγγελέα δεν γίνεται εάν διενεργήθηκε κύρια ανάκριση ή ο χαρακτήρας της πράξης ως κακουργήματος προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος, ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά το νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση) ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκηση τις προϋποθέσεις (αρνητική υπέρβαση). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά της αναιρεσείουσας και της συγκατηγορουμένης της Π. Ζ. ασκήθηκε ποινική δίωξη και συγκεκριμένα κατά μεν της δεύτερης για τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης καθήκοντος και πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατά δε της πρώτης (αναιρεσείουσας) για ηθική αυτουργία στις ως άνω πράξεις, παραπέμφθηκαν δε αυτές, με κλητήριο θέσπισμα, στο ακροατήριό του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου … για να δικαστούν για τα ως άνω πλημμελήματα. Με την 89/2016 απόφασή του, το ανωτέρω Δικαστήριο, κρίνοντας ότι από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι οι αποδιδόμενες στις κατηγορούμενες πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν θεμελιώνουν τη νομοτυπική μορφή άλλης αξιόποινης πράξης και μάλιστα κακουργηματικού χαρακτήρα και ειδικότερα της απάτης σε βάρος ΝΠΔΔ και συγκεκριμένα του …, που τελέστηκε κατά συναυτουργία από τις κατηγορούμενες και κατ’ εξακολούθηση, από την οποία προκλήθηκε σε βάρος της περιουσίας του ως άνω ΝΠΔΔ ζημία ανώτερη των 120.000 ευρώ, όσο και του ποσού των 150.000 ευρώ (με βάση του τότε ισχύοντα ν. 1608/1951 “περί καταχραστών του Δημοσίου”) και ότι η εφαρμογή της απολύτως επικουρικής διάταξης του άρθρου 259 του ΠΚ αποκλείεται όταν η ίδια πράξη τιμωρείται από άλλη διάταξη, η οποία μόνη τυγχάνει εφαρμοστέα, κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ’ ύλην Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων …, προκειμένου οι κατηγορούμενες να δικαστούν για την ως άνω αξιόποινη πράξη, στο ίδιο δε Δικαστήριο παρέπεμψε τις κατηγορούμενες για να δικαστούν και για τις ως άνω πλημμεληματικές πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (την Π. Ζ.) και της ηθικής αυτουργίας σ’ αυτή (την αναιρεσείουσα), λόγω συναφείας, ως τελεσθείσες από τα ίδια πρόσωπα και στα πλαίσια του ίδιου βιοτικού συμβάντος. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων …, με την 76/2018 απόφασή του, εκδοθείσα υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, δεχθέν την αρμοδιότητά του καθ’ ύλην και απορρίπτοντας ως αβάσιμη την ένσταση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης περί της μη σύννομης παραπομπής της στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων …, διότι λόγω του κακουργηματικού χαρακτήρα της ως άνω πράξης της απάτης, έπρεπε να διαβιβασθεί η υπόθεση ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα προκειμένου να παραγγελθεί η διενέργεια κύριας ανάκρισης και να απολογηθεί για την ως άνω πράξη, προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για την πράξη της κακουργηματικής απάτης, για την οποία της επέβαλε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών και αθώα για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της πλαστογραφίας της συγκατηγορουμένης της Π. Ζ., την οποία επίσης κήρυξε ένοχη με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 δ του ΠΚ για τις αξιόποινες πράξεις της άμεσης συνέργειας στην κακουργηματική απάτη της πρώτης και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για τις οποίες της επέβαλε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών και δύο (2) ετών, αντίστοιχα, και συνολική ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών. Ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, επιληφθέντος σε δεύτερο βαθμό, κατόπιν εφέσεων των κατηγορουμένων, η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα επανέφερε με ειδικό λόγο έφεσης τον ίδιο ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό περί της μη σύννομης παραπομπής της από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο … στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων … για την ως άνω κακουργηματική πράξη της απάτης, χωρίς τη διενέργεια κύριας ανάκρισης και κλήση της σε απολογία. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμο τον προαναφερθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, δεχθέν ότι ορθά εισήχθη η υπόθεση για εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και στη συνέχεια, κατόπιν εφέσεως της αναιρεσείουσας, ενώπιόν του, και ότι δεν ήταν αναγκαία να διέλθει αυτή από το στάδιο της ανάκρισης. Ακολούθως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για την πράξη της κακουργηματικής απάτης με την αναγνώριση στο πρόσωπό της, της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε’ του ΠΚ, και της επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κρίνοντας επί του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, τον οποίο επανέφερε με ειδικό λόγο έφεσης, ότι δηλαδή νόμιμα το Τριμελές Πλημμελειοδικείο … παρέπεμψε την υπόθεση στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, και ότι δεν απαιτείτο να διαλάβει διάταξη για την ακολουθητέα περαιτέρω διαδικασία για την προκείμενη υπόθεση, με τα δεδομένα ότι δεν προηγήθηκε κύρια ανάκριση, καίτοι η αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα αξιόποινη πράξη είναι κακούργημα, και εχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιόν του, κρίνοντας επί της εφέσεως της αναιρεσείουσας, υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του και κατέστησε για το λόγο αυτό την προσβαλλόμενη απόφασή του αναιρετέα, σύμφωνα με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ, ο οποίος είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών προβαλλομένων λόγων αναίρεσης, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της ως προς την αναιρεσείουσα. Το ως άνω επωφελές αποτέλεσμα της αναίρεσης της Χ. Μ. πρέπει να επεκταθεί, κατ’ άρθρο 469 του ΚΠΔ και στην συγκατηγορούμενή της Π. Ζ. του Ν., που καταδικάστηκε με την ίδια απόφαση για άμεση συνέργεια στην τελεσθείσα από την αναιρεσείουσα κακουργηματική απάτη, και η οποία δεν άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης, και τούτο διότι ο παραπάνω λόγος περί υπέρβασης εξουσίας, για τον οποίο αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αρμόζει εν προκειμένω αποκλειστικά στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας. Επομένως, και ως προς αυτήν πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 522 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 55/2022 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου … ως προς την αναιρεσείουσα Χ. Μ. του Θ..
Επεκτείνει το ως άνω αναιρετικό αποτέλεσμα στην Π. Ζ. του Ν., συγκατηγορούμενη της αναιρεσείουσας, που επίσης καταδικάστηκε με την ως άνω απόφαση για άμεση συνέργεια στην τελεσθείσα από την αναιρεσείουσα αξιόποινη πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση, με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος προς βλάβη της περιουσίας ΝΠΔΔ (…), από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Σεπτεμβρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ