Αριθμός 722/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ελένη Μπερτσιά, Kωνσταντίνα Νάκου και Λεωνίδα Χατζησταύρου – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 14 Μαΐου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χρήστου Μπαρδάκη, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, περί αναιρέσεως της 581/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον B. M. του R., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης …, που δεν εμφανίστηκε.
Το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5-3-2024 αίτηση αναιρέσεως της, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος των Ποινικών Ενδίκων Μέσων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Βασιλικής Χαλικιά και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 296/2024.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 1 εδάφ. β’ περ. β’ του νέου ΚΠΔ, που ισχύει από 1-7-2019, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Εφετών μπορεί, μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 507 του ίδιου Κώδικα προθεσμία, να ζητήσει την αναίρεση των αποφάσεων του Εφετείου, του μικτού ορκωτού εφετείου και των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, που ανήκουν στην περιφέρειά του και για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνος της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ). Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ .1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως τον νόμο (ΑΠ 1516/2022, ΑΠ 85/2021, ΑΠ 799/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ. 13/5-3-2024 αίτησή της, η Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών ζητεί την αναίρεση της υπ’ αριθμ. Δ ΜΕΚ 581/2024 απόφασης του Δ’ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία το Δικαστήριο αυτό έκανε δεκτή την από 14-2-2024 αίτηση του καταδίκου M. B. του R. και της A., περί καθορισμού συνολικής ποινής του. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 474 παρ.1, 504 παρ. 1, 505 παρ.1 στοιχ. β’, 507 ΚΠΔ), εντός της προθεσμίας των είκοσι ημερών από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης, στο τηρούμενο στη γραμματεία του Δικαστηρίου ειδικό βιβλίο, που έλαβε χώρα στις 19-2-2024. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς τη βασιμότητα του προβαλλόμενου με αυτήν λόγου αναίρεσης, χωρίς την παρουσία του ως άνω αναιρεσίβλητου, ο οποίος, αν και κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το από 2-4-2024 αποδεικτικό επίδοσης του γραμματέα του Σωφρονιστικού Καταστήματος … …, δεν εμφανίσθηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (άρθρ. 512 παρ. 1 εδ. ε’ και 340 παρ. 4 του ΚΠΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 551, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 165 του ν. 4855/2021, του ισχύοντος από την 1-7-2019 νέου ΚΠΔ, οι διατάξεις του οποίου, κατά το μέρος που αφορούν στον καθορισμό συνολικής ποινής, είναι ουσιαστικές, “1. Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα για τη συρροή. 2. Αν στις καταδίκες που απαγγέλθηκαν η κατά την επόμενη παράγραφο ποινή βάσης επιβλήθηκε από το τριμελές ή μονομελές πλημμελειοδικείο, αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το μονομελές πλημμελειοδικείο. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το Μονομελές ή Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων ή και από το Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αρμόδιο είναι το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων. Σε κάθε άλλη περίπτωση αρμόδιο είναι το μονομελές εφετείο. Το ανωτέρω κατά περίπτωση αρμόδιο Δικαστήριο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής έχει και τη δικαιοδοσία των παρ. 4 και 5 του άρθρου 80 ΠΚ. 3. Για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, ως ποινή βάσης λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη από αυτές, σε περίπτωση δε ίσης διάρκειας αυτών λαμβάνεται υπόψη η νεότερη απόφαση. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, αν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παράγραφο αρμοδιότητας λαμβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει την συνολική ποινή. 4. Η αίτηση για καθορισμό συνολικής ποινής υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική εντολή γι` αυτό. Εκείνος που καταδικάστηκε κλητεύεται και αν κρατείται, δεν προσάγεται στο δικαστήριο, μπορεί, όμως, να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο διοριζόμενο κατά τους όρους του άρθρου 42 παρ. 2. 5. Το δικαστήριο αποφαίνεται αφού ακούσει τον καταδικασμένο ή τον συνήγορο του, αν είναι παρόντες, καθώς και τον εισαγγελέα. Κατά της απόφασης επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα”. Από τη διάταξη του εδαφίου β` της παραγράφου 3 του ως άνω άρθρου 551 του ΚΠΔ συνάγεται ότι, όταν η καθορισθείσα αμετακλήτως συνολική ποινή δεν είναι η βαρύτερη, μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων και δεν πρόκειται να αποτελέσει τη βάση της νέας επιμέτρησης, αλλά πρέπει να συγχωνευθεί με άλλη βαρύτερη, τότε διασπάται και συγχωνεύονται οι επιμέρους ποινές, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να ληφθεί από αυτές μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τον σχηματισμό νέας συνολικής ποινής από αυτό που είχε ληφθεί προηγουμένως (ΑΠ 1282/2016). Εξάλλου, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του καθορισμού της συνολικής ποινής, κατά το άρθρο 551 του ΚΠΔ, προβαίνει μόνο στον καθορισμό της συνολικής ποινής (μιας μόνο), για όλες τις στερητικές της ελευθερίας ποινές και δεν έχει την εξουσία να προβεί σε νέα κρίση, ήτοι σε τροποποίηση των κατ` ιδίαν αποφάσεων, με τις οποίες επιβλήθηκαν οι συντρέχουσες ποινές, αν δε παρά ταύτα το πράξει δημιουργείται λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του νέου ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 18 του ν. 5090/2024, “Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση”. Η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη, σε σχέση με την αντίστοιχη του ισχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 ΠΚ, καθόσον με αυτήν: α) καταργήθηκε το ελάχιστο όριο επαύξησης της ποινής βάσης για κάθε συντρέχουσα ποινή, β) το ανώτατο όριο της επαύξησης μειώθηκε στο ένα δεύτερο, από τα τρία τέταρτα, κάθε συντρέχουσας ποινής και γ) μειώθηκαν τα ανώτατα όρια της συνολικής ποινής από τα είκοσι πέντε έτη στα είκοσι (έτη) στην περίπτωση της κάθειρξης και από τα δέκα έτη σε οκτώ (έτη) στην περίπτωση της φυλάκισης (ΑΠ 4/2021, ΑΠ 971/2021). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 97 του νέου ΠΚ, οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.1 και 96 Α’ παρ.1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή (ΑΠ 1516/2022).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δ’ Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την υπ’ αριθμ. Δ ΜΕΚ 581/16-2-2024 συγχωνευτική απόφασή του, προέβη στην επιμέτρηση των κάτωθι αναφερόμενων καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος του καταδίκου M. B. του R. και της A.: α) της υπ’ αριθμ. Β’ ΜΟΕ 723/2022 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με συνολική ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών και τριάντα ενός (31) μηνών και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ, β) της υπ’ αριθμ. ΣΤ ΤΕΚ 3450/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, γ) της υπ’ αριθμ. 6258/2016 απόφασης του Α’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, δ) της υπ’ αριθμ. 43303/2016 απόφασης του Ι’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με συνολική ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και έξι (6) μηνών, ε) της υπ’ αριθμ. 13/2018 απόφασης του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και στ) της υπ’ αριθμ. 69666/2016 απόφασης του Ζ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών. Κατά την επιμέτρηση αυτή, προέβη στον καθορισμό δύο (2) συνολικών ποινών, ήτοι: i) μιας, που αποτελείται από την ποινή βάσης μόνο, των οκτώ (8) ετών κάθειρξης και τριάντα ενός (31) μηνών και ii) έτερης, με συνολική ποινή φυλάκισης, δύο (2) ετών και τριάντα (30) μηνών, που αποτελείται από τις λοιπές συγχωνευθείσες αποφάσεις. Όμως, κατ’ ορθή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει ως βάση την βαρύτερη ποινή των οκτώ (8) ετών κάθειρξης και τριάντα ενός (31) μηνών και να επιμετρήσει σε αυτήν τις λοιπές, μετά και τη διάσπαση της υπ’ αριθμ. 43303/2016 απόφασης, (σύμφωνα με τους τεθέντες περιορισμούς), εν τέλει δε, έπρεπε να καθορίσει μία (1) μόνο συνολική ποινή. Επομένως, το δικάσαν Δικαστήριο που έκρινε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 94 παρ.1, 97 ΠΚ και 551 παρ.1 και 3 του ΚΠΔ και καθόρισε, κατά τα προαναφερθέντα, δύο συνολικές εκτιτέες ποινές, δεν ερμήνευσε, ούτε εφάρμοσε ορθά τις προδιαληφθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Κατά συνέπεια, η ως άνω υπ’ αριθμόν Δ ΜΕΚ 581/16-2-2024 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών πρέπει να αναιρεθεί, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, κατ’ αποδοχή της αίτησης αναίρεσης. Συνακόλουθα, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 519, 522 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ` αριθμ. Δ ΜΕΚ 581/2024 απόφαση του Δ’ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, περί καθορισμού, κατά συγχώνευση, συνολικής εκτιτέας ποινής για τον αιτούντα – κατάδικο M. B. του R. και της A.,
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαΐου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2024..
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ