Αριθμός 279/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε η πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Μιλτιάδη Δημητρόπουλο.
Της εφεσίβλητης: ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Γεώργιο Σταματογιάννη.
H εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. …………/2020 αγωγή, το οποίο με την με αρ. 3301/2022 απόφαση την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ο εναγόμενος με την με αρ. κατ. …………./2022 (αρ κατ. ……../2022 Εφ.Πειρ) έφεση, που ορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2), παράβολο δε εφέσεως δεν απαιτείται (ΚΠολΔ 495 παρ. 3 εδφ. τελευταίο σε συνδυασμό με 592 παρ. 3δ) και αυτό που κατατέθηκε [e-Παράβολο ……………/2022] πρέπει να επιστραφεί στον καταθέσαντα, ανεξαρτήτως της έκβασης του ενδίκου μέσου. Συνεπώς, η έφεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε, ότι με τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, τέλεσε νόμιμο γάμο, ότι για χρονικό διάστημα περισσότερο των τριών ετών, βρίσκονταν σε διάσταση και ότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, η τελική περιουσία του εναγόμενου αυξήθηκε με την απόκτηση των αναφερομένων στην αγωγή περιουσιακών στοιχείων, εκτιμωμένης της αξίας αυτής της αύξησης, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, στο χρηματικό ποσό των 230.826,27 ευρώ, το 1/3 του οποίου ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού δια των προτάσεων περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει ο εναγόμενος ως τεκμαρτή συνεισφορά της στην επαύξηση, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε κατ’ ένσταση ότι η ενάγουσα δεν συνέβαλε καθόλου στην οποιαδήποτε επαύξηση της περιουσίας του κατά τη διάρκειας της κοινής στα πλαίσια του γάμου τους συμβίωσης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένσταση του εναγόμενου περί μηδενικής συμβολής της ενάγουσας ως απαράδεκτη λόγω μη συνοπτικής προφορικής προβολής της και καταχώρισής της στα πρακτικά (ΚΠολΔ 591 παρ. 1 δ, 592 παρ. 3 δ) και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, με βάση τον τεκμαρτό υπολογισμό (1/3) της συνεισφοράς της ενάγουσας στα αποκτήματα του εναγόμενου, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του τελευταίου να της καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής το χρηματικό ποσό των 63.120,73 ευρώ. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος εκκαλών για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η εφεσίβλητη ενάγουσα συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας του με την παροχή των προσωπικών υπηρεσιών της για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών χωρίς να προσδιορίζει αν αυτές ήταν πέραν της νόμιμης υποχρέωσής της, ενώ αυτή δεν συνέβαλε καθόλου. Επιπλέον δε, ισχυρίστηκε με την έφεσή του ότι κατά τον χρόνο υπολογισμού της τελικής του περιουσίας υπήρχε οφειλή του, ύψους 60.471,52 ευρώ από στεγαστικό δάνειο που έλαβε για την ανοικοδόμηση της στο Κερατσίνι κειμένης οικοδομής, το οποίο μειώνει την αξία της περιουσίας του κατά τον κρίσιμο χρόνο και κατά συνέπεια του ύψους της επαύξησης και της τεκμαιρόμενης συμβολής της εφεσίβλητης.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος εναγόμενου, που προβάλλει με την έφεσή του, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εκτίμησε την αγωγή ως ορισμένη και παραδεκτή ως προς τη συμβολή της εφεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του με τις προσωπικές της υπηρεσίες στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών χωρίς να αναφέρεται στην αγωγή ότι αυτή ήταν πέραν την νόμιμης υποχρέωσής της και, περαιτέρω, έκανε δεκτό κατ’ ουσίαν αυτόν, αυτός κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος γιατί, ως προς το πρώτο σκέλος του (της αοριστίας της αγωγής), στην περίπτωση που η αγωγή στηρίζεται νομικά στην τεκμαιρόμενη συμβολή του ενός συζύγου (1/3) στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου, όπως και η κριθείσα, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται το είδος της συμβολής και στην περίπτωση των προσωπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, να αναφέρεται ότι αυτές ήταν πέραν της νόμιμης υποχρέωσης (ΑΠ 676/2024, ΑΠ 236/2024, ΑΠ 144/2024, ΑΠ 1451/2022 δημ ΝΟΜΟΣ). Ως προς το δεύτερο σκέλος του (κατ’ ουσίαν παραδοχή της συμβολής της ενάγουσας εφεσίβλητης με τις προσωπικές της υπηρεσίες) αυτός κρίνεται απορριπτέος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η εκκαλουμένη έκανε δεκτή την αγωγή με βάση την πραγματική συμβολή της ενάγουσας εφεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου εκκαλούντος, ενώ την έκανε δεκτή με βάση την τεκμαρτή συμβολή του 1/3 στην επαύξηση της περιουσίας. Σε σχέση με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος που επαναφέρει ο εκκαλών με την έφεσή του ότι η εφεσίβλητη δεν συνέβαλε καθόλου στην επαύξηση της περιουσίας, αυτός κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, γιατί ενόψει του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός αποτελεί ένσταση, εφόσον η βάση της αγωγής που έγινε και δεκτή κατ’ ουσίαν ήταν η τεκμαρτή συμβολή της εφεσίβλητης ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εκκαλούντος εναγόμενου και αφού δεν προτάθηκε παραδεκτά με συνοπτική προφορική ανάπτυξη και καταχώριση στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά (ΚΠολΔ 591 παρ. 1 δ) ήταν απαράδεκτος και ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ ο εκκαλών δεν παραπονείται με την έφεσή του ειδικά για αυτό το κεφάλαιο, επιπλέον, δεν συντρέχει κάποια περίπτωση εκ των εξαιρέσεων προβολής ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέων ισχυρισμών του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ούτε άλλωστε επικαλείται κάποια εξ αυτών ο εκκαλών. Αντίθετα σε σχέση με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι η περιουσία του κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής έχει παθητικό, ύψους 60.471,52 ευρώ από οφειλόμενο υπόλοιπο στεγαστικού δανείου, αυτός παραδεκτά προτείνεται (ΑΠ 362/2022, ΑΠ 193/2010 δημ ΝΟΜΟΣ), ενόψει του ότι αποδεικνύεται από έγγραφα (της δανείστριας τράπεζας) που επικαλείται (ΚΠολΔ 527 αρ. 6) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Με βάση τους περιεχόμενους στην έφεση και στις προτάσεις ισχυρισμούς τους οι διάδικοι συνομολογούν το μεταξύ τους γάμο, τη μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής συμπλήρωση υπερτριετούς διάστασή τους, που αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο της τελικής περιουσίας (ΑΠ 144/2024, ΑΠ 312/2023 δημ. ΝΟΜΟΣ), τα ακίνητα που απέκτησε ο εκκαλών κατά τη διάρκεια του γάμου και τα εμπράγματα δικαιώματα επ’ αυτών, καθώς και την αξία αυτών, που εξακολουθεί να έχει κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, συνολικού ύψους 189.362,19 ευρώ, τις οποίες δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη και τις οποίες δεν αμφισβήτησε ο εκκαλών με την έφεσή του, ούτε η ενάγουσα, η οποία δεν άσκησε έφεση. Περαιτέρω, από όλα τα έγγραφα και τις μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τις με αρ. πρωτ. ΔΣΠ ……, ……/5.10.2021 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά, ……….. …, που ελήφθησαν μετά από νόμιμη κλήτευση της αντίδικης πλευράς (…../30.9.2021 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμ. …………) και την με αρ. …../5.10.2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθη μετά από νόμιμη κλήτευση της αντίδικης πλευράς (……/28.9.2021 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμ. ….. .), που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 23.6.2006 ο εκκαλών έλαβε δάνειο από την Τράπεζα Κύπρου ύψους 210.000 ευρώ για την ανέγερση (προσθήκη καθ’ ύψος) του β’ και γ’ ορόφου και δώματος της στο Κερατσίνι στη συμβολή των οδών …………. κειμένης οικοδομής, την οποία ανήγειρε κατά τη διάρκεια του γάμου. Την 6.10.2017 και ενώ είχε ήδη επέλθει οριστική διάσταση των διαδίκων από τον Φεβρουάριο του 2016, το οφειλόμενο υπόλοιπο εκ του ως άνω δανείου ανήρχετο στο χρηματικό ποσό των 60.471,52 ευρώ (βλ. την κίνηση της καρτέλας δανείου της Τράπεζας Πειραιώς που απορρόφησε την Τράπεζα Κύπρου), το οποίο παρέμεινε αμετάβλητο και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Αυτό το υπόλοιπο του δανείου αποτελεί παθητικό της περιουσίας του εκκαλούντος και μειώνει το σε χρήμα αποτιμηθέν ύψος της ακίνητης περιουσίας του, ώστε μετά την ισόποση απομείωση αυτής η αξία της περιουσίας του, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, σε σχέση με την μηδενική αρχική του περιουσία κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου του (3.5.1981) να παρουσιάζει αύξηση που το ύψος της ανέρχεται σε (189.362,19 – 60.471,52) 128.890,67 ευρώ. Σ’ αυτήν την αύξηση η τεκμαιρόμενη συμβολή (1/3) της εφεσίβλητης ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των (128.890,67 : 3) 42.963,55 ευρώ, κατά το οποίο έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή της και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει ο εναγόμενος εκκαλών νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση εκτίμησε διαφορετικά το ύψος της αύξησης της περιουσίας του εναγόμενου, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, γι’ αυτό και πρέπει, αφού γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση, να γίνουν δεκτές εν μέρει η αγωγή και εν όλω η παραδεκτά προβληθείσα ένσταση του εκκαλούντος ως ουσιαστικά βάσιμες και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 42.963,55 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Τέλος πρέπει να καταδικαστεί ο εναγόμενος – εκκαλών στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εφεσίβλητης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 3301/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της με αρ. κατ. …………../2020 αγωγής.
Δέχεται εν μέρει αυτήν.
Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 42.963,55 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.
Καταδικάζει τον εναγόμενο – εκκαλούντα στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εφεσίβλητης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, που ορίζει στο χρηματικό ποσό των 1.200 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά την 5η Μαΐου 2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ