Αριθμός 486/2025
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2023, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Φραντζέσκα Γιαννακού, Ιωάννης Μιχαλακόπουλος, Σύμβουλοι, Σταυρούλα Λαμπροπούλου, Καλλιόπη Κατρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Σταυρούλα Χάρου, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 7 Φεβρουαρίου 2020 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την […], Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία […] που τον διόρισε με πληρεξούσιο και ο οποίος κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς του.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1995/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η αντιπρόσωπος του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Φραντζέσκας Γιαννακού.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση ζητείται η αναίρεση της 1995/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η από 23.10.2017 έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρείας και εξαφανίσθηκε η 6114/2017 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς καθ’ ο μέρος είχε κάνει δεκτή την από 23.2.2017 ανακοπή του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και είχε ακυρώσει το από 1.2.2017 κατασχετήριο έγγραφο, με το οποίο είχε επιβληθεί εις βάρος του αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία […] ως τρίτης, για την είσπραξη συνολικού ποσού 289.714,22 ευρώ, οφειλομένου από το Ελληνικό Δημόσιο με βάση το από 7.12.2016 πρώτο εκτελεστό απόγραφο της 769/2016 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του δημοσίου έργου […].
2. Επειδή, όπως αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, «με την με αριθμ. 769/2016 απόφαση του [Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς], η οποία εκδόθηκε επί της από 15.1.2010 προσφυγής – αγωγής της δικαιοπαρόχου της [αναιρεσίβλητης] ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία […] αναδόχου του έργου […] και επί της από 20.2.2009 αγωγής της ίδιας κατά του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, αφενός έγινε δεκτή η ανωτέρω προσφυγή, ακυρώθηκε η τεκμαιρόμενη απόρριψη από τον Υπουργό της από 30.9.2009 αίτησης θεραπείας που άσκησε η εν λόγω εταιρεία κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης από την Προϊσταμένη Αρχή του έργου της από 22.5.2009 ένστασής της κατά του 4ου Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών του έργου αυτού, αναγνωρίστηκε ότι το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει σε αυτήν τους αναλογούντες επί του ποσού των 621.590 ευρώ, τόκους υπερημερίας χρονικής περιόδου από 31.3.2004 έως 29.6.2009, με βάση το οριζόμενο στο άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 επιτόκιο, αφετέρου έγινε δεκτή η προαναφερθείσα αγωγή και υποχρεώθηκε το Δημόσιο να καταβάλει στην ανωτέρω εταιρεία τόκους υπολογιζόμενους βάσει του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003, επί των επιδικασθέντων με την με αριθμ. 1022/2008 απόφαση του [Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς] τόκων υπερημερίας (χρονικής περιόδου 31.3.2004 έως 29.6.2009) επί του ποσού των 621.590 ευρώ, από την επίδοση της αγωγής (20.2.2009) και έως την εξόφληση». Όπως, επίσης, αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η 769/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς επιδόθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με επιμέλεια της Γραμματείας του Διοικητικού Εφετείου, κοινοποιήθηκε, επιμελεία της αναιρεσίβλητης, στον Υπουργό Οικονομικών και στον Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, στη συνέχεια δε, κατ’ αποδοχή σχετικής αιτήσεως της αναιρεσίβλητης, κατέστη καταψηφιστική, χωρίς την καταβολή δικαστικού ενσήμου, ενώ με το υπ’ αριθμ. […] Πρακτικό Συνεδριάσεως της Τριμελούς Επιτροπής του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Πειραιώς, που εγκρίθηκε στις 14.11.2016 από τον Υπουργό Οικονομικών, έγινε αποδεκτή και αποφασίσθηκε η μη άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αυτής. Κατόπιν τούτων, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. […] έγγραφο του Νομικού Συμβούλου Πειραιώς διαβιβάσθηκε το ανωτέρω πρακτικό προς εκτέλεση στη Γενική Γραμματεία Υποδομών/Γενική Διεύθυνση Συγκοινωνιακών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Εν τω μεταξύ, στις 12.12.2016, η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία επέδωσε στον Υπουργό Οικονομικών αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω 769/2016 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την από 7.12.2016 επιταγή προς πληρωμή του συνολικού ποσού των 289.214,22 ευρώ για την ανωτέρω αιτία. Λόγω, όμως, της μη εκούσιας συμμορφώσεως του Ελληνικού Δημοσίου, η αναιρεσίβλητη επέβαλε κατάσχεση για την είσπραξη του προαναφερθέντος ποσού (συν 500 ευρώ για την εντολή προς εκτέλεση και τις επιδόσεις των κατασχετηρίων) εις χείρας, μεταξύ άλλων, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία […] με το από 1.2.2017 κατασχετήριο το οποίο της επιδόθηκε στις 2.2.2017. Ενόψει τούτου, η εν λόγω τραπεζική εταιρεία υπέβαλε την υπ’ αριθμ. […] δήλωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία δήλωσε α) ότι κατόπιν σχετικής έρευνας, προέκυψε ότι το Ελληνικό Δημόσιο έχει απαίτηση σε βάρος της εν λόγω τράπεζας, προερχόμενη από σύμβαση καταθέσεως, στο πλαίσιο της οποίας τηρείται στο κατάστημα της […] λογαριασμός, από τον οποίο δεσμεύθηκε το ποσό των 289.714,22 ευρώ, υπό τον όρο ότι η απαίτηση αυτή δεν έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού (άρθρο 4 του ν. 3068/2002), β) ότι επ’ ονόματι του καθ’ ού η κατάσχεση Ελληνικού Δημοσίου δεν υφίστανται άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα σε οποιοδήποτε κατάστημά της στην Ελλάδα, καθώς και γ) ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 985 του Κ.Πολ.Δ., το ως άνω ποσό που υπάρχει καλύπτει πλήρως το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση. Κατά της από 7.12.2016 επιταγής προς εκτέλεση, κάτωθι του από 7.12.2016 πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω 769/2016 αποφάσεως, το Ελληνικό Δημόσιο, επιδιώκοντας την ακύρωσή της, άσκησε την κατ’ άρθρο 199 παρ. 2α του Κ.Δ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 933 του Κ.Πολ.Δ., ανακοπή του, με χρονολογία καταθέσεως 10.1.2017 […] η οποία, με την 3683/19.5.2017 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, έγινε εν μέρει δεκτή και ακυρώθηκε η από 7.12.2016 επιταγή προς εκτέλεση, αφενός κατά το μέρος που αφορά στο κονδύλι λήψεως τέλους απογράφου ποσού 5.979,78 ευρώ και αφετέρου κατά το αιτούμενο υπερβάλλον ποσό τόκων υπερημερίας ποσού 50.197,76 ευρώ. Εν τω μεταξύ, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς την ένδικη, από 23.2.2017, ανακοπή, η οποία στρεφόταν κατά της από 7.12.2016 επιταγής προς εκτέλεση (η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, έχει μερικώς ακυρωθεί) και κατά του από 1.2.2017 κατασχετηρίου εις χείρας (μεταξύ άλλων) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας […] ως τρίτης, για την είσπραξη του συνολικού ποσού των 289.714,22 ευρώ∙ με την ανακοπή δε αυτή προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι το κατασχεθέν εις χείρας της […] Τράπεζας ποσό ύψους 289.714,22 ευρώ είναι ακατάσχετο, διότι ο τηρούμενος στο Υποκατάστημα […] της εν λόγω τράπεζας σχετικός λογαριασμός με αριθμ. […] εξυπηρετεί τις λειτουργικές ανάγκες του Εφετείου […], συνεπώς έχει ταχθεί προς άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού. Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε η ανακοπή ως απαράδεκτη καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της από 7.12.2016 επιταγής προς εκτέλεση, με την αιτιολογία ότι οι προβαλλόμενοι με αυτήν λόγοι είχαν προβληθεί αυτούσιοι με την προηγούμενη […] ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κατά της ίδιας αυτής πράξεως, επί της οποίας εκδόθηκε η 3683/19.5.2017 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, και επομένως, προβάλλονται απαραδέκτως, σύμφωνα με το άρθρο 935 του Κ.Πολ.Δ., που απαγορεύει τη μεταγενέστερη προβολή λόγων ακυρώσεως κατά της ίδιας πράξεως εκτελέσεως. Με την ίδια απόφαση έγινε δεκτός ο λόγος της ανακοπής που αφορούσε στο κατασχεθέν εις χείρας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ποσό ύψους 289.714,22 ευρώ και ακυρώθηκε το από 1.2.2017 κατασχετήριο έγγραφο καθ’ ο μέρος με αυτό επισπεύδεται αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της εν λόγω τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας. Επί εφέσεως της αναιρεσίβλητης εταιρείας, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη ήδη απόφαση, έκρινε ότι το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τον χρόνο ασκήσεως της ένδικης ανακοπής, εστερείτο ενεργητικής νομιμοποιήσεως για την άσκησή της. Για τον λόγο αυτόν, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση καθ’ ο μέρος αφορά στην αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της […], ως τρίτης, και δικάζοντας την ανακοπή, την απέρριψε κατά το μέρος αυτό, με την αυτή αιτιολογία. Ήδη, με την αίτηση αναιρέσεως προβάλλεται ότι η προπαρατεθείσα κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έχει εκδοθεί κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 10 του κ.δ/τος της 26.6.-10.7.1944 «Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου» και 145 παρ. 3β του ν. 4270/2014 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 933, 934, 985 παρ. 1 και 988 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.
3. Επειδή, στις 17.3.2023, μετά την κατάθεση της προβλεπομένης από το άρθρο 22 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) εκθέσεως, κατατέθηκε από την αναιρεσίβλητη εταιρεία το από 16.3.2023 υπόμνημα, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αλλά και μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, η χρηματική απαίτηση της εταιρείας […] που ερειδόταν στην υπ’ αριθμ. 769/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς (ποσού 232.866,78 ευρώ, όπως είχε αυτό διαμορφωθεί μετά την έκδοση της Α3687/2017 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς που ακύρωσε εν μέρει την από 7.12.2016 επιταγή εκτέλεσης της εταιρείας […]) πλέον: ποσού 21.503,75 ευρώ (που αφορούσε σε τόκους τόκων ομοίως επιδικασθέντες με την 769/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, χρονικού διαστήματος 9.12.2016 – 30.4.2019, που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην Επιταγή Εκτέλεσης και το ένδικο Κατασχετήριο) και ποσού 33.242,29 ευρώ (σε εξόφληση της υπ’ αρ. Α1490/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, που δεν σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση), και άρα συνολικού ποσού 287.612,82 ευρώ ή 234.116,84 ευρώ (όπως διαμορφώθηκε μετά την παρακράτηση από τη Διοίκηση φόρου τόκων 15% και τέλους χαρτοσήμου) εξοφλήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο δια της διοικητικής οδού […] σε δύο δόσεις: 150.000 ευρώ στις 13.10.2020 και 137.612,82 ευρώ στις 14.4.2021». Επίσης, προς απόδειξη των ανωτέρω προσκομίσθηκε το υπ’ αριθμ. […] έγγραφο […] Ακολούθως, στις 27.3.2023 (μετά τη συζήτηση της υποθέσεως και εντός της χορηγηθείσας σχετικώς προθεσμίας), το Ελληνικό Δημόσιο κατέθεσε το από 24.3.2023 υπόμνημα, με το οποίο ζήτησε την κατάργηση της παρούσας δίκης, επικαλούμενο τα εξής: «Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης, όπως ενημερωθήκαμε με το […] έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Υποδομών/Ε.Υ.Δ.Ε. Κ.Σ.Σ.Υ./Τμήμα Κατασκευών, το οποίο περιλαμβάνεται στα στοιχεία του φακέλου που προσκόμισε η αντίδικος ενώπιον του Δικαστηρίου […], το συνολικό οφειλόμενο ποσό εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου κατά τον χρόνο της εξοφλήσεώς του, που αφορά στο απόγραφο της 769/2016 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, ύψους 287.612,82 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει από την […] εντολή πληρωμής του Έργου που υπέβαλε η αναιρεσίβλητη εταιρεία με το […] έγγραφό της, εξοφλήθηκε πλήρως και ολοσχερώς μέσω της Τράπεζας […] μετά από έγκριση της αρμόδιας προς τούτο Υπηρεσίας […]. Συγκεκριμένα, για την ως άνω 24η εντολή πληρωμής του Έργου, συνολικού ποσού 287.612,82 ευρώ, καταβλήθηκε στις 13.10.2020 από το Ελληνικό Δημόσιο στην αναιρεσίβλητη, μέσω της […], ποσό 150.000 ευρώ, και στις 14.4.2021 ποσό 137.612,82 ευρώ, προς πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του οφειλόμενου συνολικού ποσού, για το οποίο έγινε η επίμαχη πράξη αναγκαστικής εκτελέσεως. […] Το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει πλέον λόγο να εμμείνει στη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, καθόσον το αντικείμενο της δίκης για το οποίο ασκήθηκε εξέλιπε, πλην όμως εκ παραδρομής δεν παραιτήθηκε νομίμως προ της γενομένης συζητήσεως, από την αίτησή του αυτή. Κατά συνέπεια, η ένδικη δίκη πρέπει να καταργηθεί, λόγω εξαλείψεως του αντικειμένου της».
4. Επειδή, στο άρθρο 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), το οποίο έχει τον τίτλο «Αναγκαστική εκτέλεση», ορίζεται ότι: «1. Οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται σε αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 918 του ίδιου Κώδικα. Οι παραπομπές γίνονται στις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν. 2. Ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. 2α. [όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 29 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147)] Αντιρρήσεις κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης δικάζονται από το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο. […] Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 3. […]». Εξάλλου, στο άρθρο 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182) ορίζεται ότι: «1. Αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει εκτελεστού τίτλου. 2. Εκτελεστοί τίτλοι είναι: α) οι τελεσίδικες αποφάσεις, […], β) […]». Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 933 του ίδιου Κώδικα, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 ν. 4335/2015 (Α΄ 87), εφαρμόζεται δε όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016 (βλ. άρθρο ένατο παρ. 3 του αυτού άρθρου και νόμου), ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση ασκούνται μόνο με ανακοπή, […] 2. […] 5. Οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται μόνο με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία. 6. […]».
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτεθέντα στη δεύτερη σκέψη, η 769/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, επί τη βάσει της οποίας εκδόθηκε το, προσβαλλόμενο με την ανακοπή, από 1.2.2017 κατασχετήριο έγγραφο, έχει γίνει αποδεκτή από το Ελληνικό Δημόσιο. Περαιτέρω, αμφότεροι οι διάδικοι προβάλλουν ότι η ένδικη οφειλή, η οποία αποτελεί τη νόμιμη βάση του εν λόγω κατασχετηρίου, έχει εξοφληθεί. Όμως, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 25 παρ. 2 και 33 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), ορισμένα από τα προσκομισθέντα στοιχεία που αφορούν στην εξόφληση της ένδικης οφειλής (και δη αυτά που προσκομίσθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο) κατατέθηκαν μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, οπότε δεν μπορούν να εξετασθούν από το Δικαστήριο ούτε ως προς το περιεχόμενο ούτε ως προς την πληρότητά τους. Εξάλλου, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, αν και δηλώνει, κατά τ’ ανωτέρω, ότι «δεν έχει πλέον λόγο να εμμείνει» στη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης, δεν παραιτήθηκε («εκ παραδρομής», όπως αναφέρει) κατά τη νόμιμη διαδικασία και μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως, όπως απαιτείται (άρθρο 30 του π.δ/τος 18/1989)∙ ο δε ισχυρισμός του περί καταργήσεως της παρούσας δίκης, λόγω ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής, υποβληθείς και αυτός μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, δεν ετέθη, πάντως, προσηκόντως υπόψη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ώστε να διατυπώσει τα επιχειρήματά της επ’ αυτού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να αναβάλει τη συζήτηση της υποθέσεως, προκειμένου τόσο το Ελληνικό Δημόσιο (εάν, τελικώς, «εμμείνει στη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως»), όσο και η αναιρεσίβλητη εταιρεία να προσκομίσουν νομοτύπως α) έγγραφα από τα οποία να προκύπτει το ακριβές ύψος της (αποτελούσας τη νόμιμη βάση για την ένδικη κατάσχεση εις χείρας τρίτου) απαιτήσεως της αναιρεσίβλητης, όπως αυτό έχει τελικώς διαμορφωθεί κατόπιν δικαστικών αποφάσεων, β) έγγραφα από τα οποία να προκύπτει εάν έχει χωρήσει πλήρης ή μερική απόσβεση της απαιτήσεως αυτής και εάν το Ελληνικό Δημόσιο προέβη στην εν λόγω καταβολή οικειοθελώς ή σε εκτέλεση της προσβαλλομένης, 1756/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, γ) τυχόν άλλα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι, λόγω αποσβέσεως της οφειλής, εχώρησε παραίτηση από την επίδικη (αποτελούσα το αντικείμενο της παρούσας δίκης) κατάσχεση εις χείρας της […] ως τρίτης ή με οποιονδήποτε τρόπο άρση αυτής. Περαιτέρω, πρέπει να κληθούν αμφότεροι οι διάδικοι, με υπόμνημά τους, να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος της καταργήσεως της παρούσας δίκης. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να ορισθεί νέα δικάσιμος της υποθέσεως η 16.6.2025, να διαταχθεί η, με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου, κοινοποίηση της παρούσας αποφάσεως στους διαδίκους και να υποχρεωθούν αυτοί να καταθέσουν, εντός μηνός από τότε που θα τους κοινοποιηθεί η παρούσα απόφαση, τα ως άνω στοιχεία και δικόγραφα.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Αναβάλλει τη συζήτηση της υποθέσεως και ορίζει νέα δικάσιμο την 16.6.2025.
Διατάσσει την κοινοποίηση της παρούσας αποφάσεως στους διαδίκους με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου και
Υποχρεώνει τους διαδίκους να υποβάλουν στο Δικαστήριο τα στοιχεία και τα δικόγραφα, που τους ζητούνται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.