ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Στυλιανή Γιαννούκου, Γεώργιο Αναστασάκο, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Π. του Π., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στρατή Μαυραγάνη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κουμαντάκη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-11-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4314/2011 του ίδιου δικαστηρίου και 310/2014 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17-10-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Καρυστηναίου ανέγνωσε την από 9-3-2015 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Χρήστου Βρυνιώτη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 7 εδ. α ν. 2112/1920 “Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 και 652 Α.Κ. μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού και χωρίς ο εργοδότης να έχει τέτοια ευχέρεια από όρο της συμβάσεως ή το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Για την εφαρμογή της άνω διατάξεως του άρθρου 7 εδ. α ν. 2112/1920 απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η μονομερής αυτή μεταβολή των όρων εργασίας δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας, έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχειρήσεως. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο διότι η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο ιδίως επιβάλλεται επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπληρώσεως της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία του εργοδότη στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652, 656, 349-351, 57, 59, 200, 288 Α.Κ., 7 εδ. α ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της συμβάσεώς του δεν επιφέρει τη λύση αυτής ούτε υποχρεώνει το μισθωτό να αποχωρήσει από την εργασία του αλλά παρέχει σ’ αυτόν το δικαίωμα είτε να αποδεχθεί τη μεταβολή και να παραμείνει στην εργασία του, οπότε συντελείται νέα τροποποιητική της αρχικής σύμβαση εργασίας είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη και, αποχωρώντας από την εργασία του, να αξιώσει την οφειλόμενη αποζημίωση είτε να αποκρούσει τη μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του υπό τους αρχικούς όρους, αξιώνοντας την τήρηση των όρων αυτών (Α.Π. 624/2015).
2. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 26-11-2009 αγωγή του ο ήδη αναιρεσείων εξέθεσε ότι με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου διαρκείας μιας ημέρας, πράγματι δε με μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 18-11-1996 προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως αποθηκάριος στο αναφερόμενο υποκατάστημά της. Ότι από την έναρξη της συμβάσεως εργασίας του απησχολείτο επί τρεις ημέρες εβδομαδιαίως και επί οκτάωρο ημερησίως σύμφωνα με το πρόγραμμα που κατάρτιζε η εναγομένη κάθε μήνα. Ότι στις αρχές του έτους 2009 μεγάλο μέρος του τακτικού προσωπικού της εναγομένης μεταφέρθηκε στη θυγατρική της εταιρεία με την επωνυμία “…”, με ταυτόχρονη μεταφορά και μέρους των δραστηριοτήτων αυτής. Ότι η εναγομένη πρότεινε στον ίδιο, όπως και στο σύνολο σχεδόν του χαρακτηριζόμενου ως “ευκαιριακά απασχολούμενου προσωπικού”, να μεταφερθεί στην τελευταία εταιρεία αλλά αυτός αρνήθηκε. Ότι μετά από αυτά στις 19-8-2009, οπότε επέστρεψε από την ετήσια άδειά του, η εναγομένη του ανακοίνωσε ότι εφεξής οι ημέρες της εβδομαδιαίας εργασίας του θα μειωθούν από τρεις σε δύο, λόγω των μειωμένων λειτουργικών αναγκών της μετά την ενεργοποίηση της ως άνω θυγατρικής της εταιρείας. Ότι την ανωτέρω ενέργεια της εναγομένης απέκρουσε τόσο προφορικά όσο και εγγράφως, με το αιτιολογικό ότι αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας του που ασκείται κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος, καθόσον επιφέρει σ’ αυτόν οικονομική βλάβη με μείωση των μηνιαίων αποδοχών του και γίνεται για λόγους εκδικήσεως της διοικήσεως επειδή προηγουμένως είχε αρνηθεί να συναινέσει στην παραίτησή του από την εναγομένη και στην πρόσληψή του από την προαναφερθείσα θυγατρική της εταιρεία. Ότι η εναγομένη αρνήθηκε να συνεχίσει να τον απασχολεί με καθεστώς εργασίας τριών αντί δύο ημερών την εβδομάδα, οπότε αυτός στις 16-9-2009 αποχώρησε από την εργασία του. Ότι έτσι η εναγομένη κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του και για το λόγο αυτό του οφείλει μισθούς υπερημερίας και διαφορές αποδοχών. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ο ενάγων ζήτησε: α) να αναγνωρισθεί ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (διάρκειας μιας ημέρας) που συνήψε η εναγομένη με αυτόν είχαν το χαρακτήρα ενιαίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει 2.942,36 ευρώ για οφειλόμενες διαφορές αποδοχών και 4.320,96 ευρώ για μισθούς υπερημερίας. Με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη. Μετά από έφεση του ενάγοντος εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγιναν δεκτά, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: “Ο ενάγων προσλήφθηκε, κατόπιν έγγραφης αίτησής του που καταχωρήθηκε σε έντυπο με προδιατυπωμένο περιεχόμενο, από το δικαιοπάροχο της εναγομένης νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “… την 18-11-1996 προκειμένου να εργασθεί στο υποκατάστημα της Περιφερειακής Διεύθυνσης Μακεδονίας του ΟΠΑΠ στη Θεσσαλονίκη ως αποθηκάριος και έκτοτε απασχολήθηκε αρχικά στο παραπάνω νομικό πρόσωπο και στη συνέχεια στην εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, που υπεισήλθε στη θέση του πρώτου ως καθολική διάδοχός του, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας μιας ημέρας σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της, χαρακτηριζόμενος ως ευκαιριακά απασχολούμενο προσωπικό. Αντικείμενο της εργασίας του ήταν αρχικά οι διανομές των δελτίων στα πρακτορεία ΠΡΟ-ΠΟ και αργότερα η ταξινόμηση και η τακτοποίηση των δελτίων σε δέματα, καθώς και η διανομή αυτών στα πρακτορεία του ΟΠΑΠ, η αρχειοθέτηση όλων των υπηρεσιακών εγγράφων, η παραλαβή αιτήσεων στο αρχείο και η ανεύρεση αιτήσεων, ώστε να γίνει στη συνέχεια η χορήγηση βεβαιώσεων κερδών κλπ. Εργαζόταν σταθερά τρεις ημέρες την εβδομάδα και επί οκτώ ώρες ημερησίως από 07.30 έως 15.30 βάσει μηνιαίου προγράμματος που καταρτιζόταν από τον αρμόδιο προϊστάμενο και υπογραφόταν από το διευθυντή του τμήματος, αμειβόταν δε με το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη κατά τις εκάστοτε ισχύουσες ΕΣΣΕ. Στις 19-8-2009 η εναγομένη ανακοίνωσε μέσω των εκπροσώπων της προς τον ενάγοντα ότι εφεξής οι ημέρες της εβδομαδιαίας εργασίας του θα μειωθούν από τρεις σε δύο λόγω των μειωμένων λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης, αφού λόγω της ίδρυσης της θυγατρικής εταιρείας της εναγομένης με την επωνυμία “…” το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού της μεταφέρθηκε σε αυτήν με ταυτόχρονη μεταφορά και μέρους των δραστηριοτήτων της. Την ανωτέρω ενέργεια της εναγομένης ο ενάγων απέκρουσε τόσο προφορικά όσο και εγγράφως με την από 4-9-2009 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση, η οποία κοινοποιήθηκε στην εναγομένη την 8-9-2009, με το αιτιολογικό ότι αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας του που ασκείται κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος ως εργοδότριας. Με το ανωτέρω εξώδικο έγγραφο ο ενάγων δήλωσε ρητά ότι εμμένει στους αρχικούς όρους της σύμβασής του για απασχόληση τριών ημερών την εβδομάδα, όπως έπραττε απαρεγκλίτως όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Η εναγομένη παρέλειψε να απαντήσει στην παραπάνω εξώδικη δήλωση και αρνήθηκε να συνεχίσει να τον απασχολεί υπό καθεστώς εργασίας τριών αντί δύο ημερών την εβδομάδα και κατόπιν τούτου ο ενάγων στις 16-9-2009 αποχώρησε από την εργασία του”. Κατόπιν το εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του παραδοχές περί του ότι οι μεταξύ των διαδίκων διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου διαρκείας μιας ημέρας είχαν πράγματι το χαρακτήρα μιας ενιαίας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι ο ενάγων εδικαιούτο τις εκεί αναφερόμενες διαφορές αποδοχών, στη συνέχεια δε δέχθηκε και τα εξής: “Εξάλλου η εναγομένη εργοδότρια του ενάγοντος, ασκώντας το διευθυντικό της δικαίωμα και έχοντας από αυτό τη δυνατότητα να ρυθμίσει ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησής της τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία αυτής για να επιτύχει τους σκοπούς της, προέβη στην επίμαχη μείωση των ημερών της εβδομαδιαίας εργασίας του ενάγοντος, προς εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησής της. Ως εκ τούτου η ως άνω μεταβολή δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εν λόγω εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος ενόψει των προαναφερόμενων ειδικών συνθηκών. Με βάση τα παραπάνω εφόσον η επίδικη μεταβολή της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος με την αφαίρεση μιας ημέρας εργασίας την εβδομάδα, με επακόλουθο τη μείωση του εισοδήματός του, την οποία μεταβολή δεν αποδέχθηκε ο ίδιος, δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, απορριπτέο κρίνεται το αίτημα του να επιδικασθούν σε αυτόν μισθοί υπερημερίας ποσού 4.320,96 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16-9-2009 έως 16-3-2010”. Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο δέχθηκε την έφεση του ενάγοντος και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, την δέχθηκε εν μέρει, αναγνώρισε ότι οι μεταξύ των διαδίκων διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου διαρκείας μιας ημέρας είχαν το χαρακτήρα μιας ενιαίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα 2.942,36 ευρώ με το νόμιμο τόκο για διαφορές αποδοχών, ενώ απέρριψε το αίτημά του για καταβολή αποδοχών υπερημερίας. Έτσι που έκρινε το εφετείο στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νομίμου βάσεως αφού διέλαβε σ’ αυτήν ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μη συνδρομής των προϋποθέσεων της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του ενάγοντος. Ειδικότερα, ενώ δέχθηκε ότι στην (κατά τις παραδοχές της ίδιας της προσβαλλομένης) ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος περιλαμβανόταν εξ αρχής, ήτοι από τις 18-11-1996, συμφωνία για παροχή εκ μέρους του εργασίας επί τρεις ημέρες εβδομαδιαίως και επί οκτάωρο ημερησίως και ότι η συμφωνία αυτή εφαρμόσθηκε απαρεγκλίτως μέχρι τις 19-8-2009, ήτοι επί δεκατρία συνεχή έτη, στη συνέχεια δέχθηκε ότι ο εκ μέρους της εναγομένης νέος προσδιορισμός των όρων της εργασίας του ενάγοντος κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία (19-8-2009) και συγκεκριμένα η μείωση των ημερών εργασίας του από τρεις σε δύο εβδομαδιαίως, που συνεπαγόταν αντίστοιχη μείωση των αποδοχών του, δεν συνιστούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της προαναφερθείσης συμβάσεως, χωρίς να δέχεται επί πλέον ότι η εναγομένη είχε τέτοια ευχέρεια από όρο της συμβάσεως ή από το νόμο ή από τον κανονισμό εργασίας της ή να δέχεται ότι ο κατά τ’ ανωτέρω μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας του ενάγοντος που επιχείρησε η εναγομένη με βάση το διευθυντικό της δικαίωμα, υπηρετούσε τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του ενάγοντος και την προσφορότερη οργάνωση της επιχειρήσεως της εναγομένης. Μόνη η αναφορά στις “μειωμένες λειτουργικές ανάγκες της” λόγω της ιδρύσεως της προαναφερθείσης θυγατρικής της εταιρείας και της μεταφοράς στην τελευταία του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού της με ταυτόχρονη μεταφορά και μέρους των δραστηριοτήτων της, δεν μπορεί να άρει το χαρακτήρα του κατά τ’ ανωτέρω νέου προσδιορισμού των όρων εργασίας του ενάγοντος ως μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων αυτών.
Συνεπώς ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια, είναι βάσιμος.
3. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ο αναιρετικός αυτός λόγος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που απέρριψε το αίτημα της αγωγής για επιδίκαση στον αναιρεσείοντα αποδοχών υπερημερίας, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται το ίδιο κεφάλαιο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλο δικαστή είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 310/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 28 Ιουνίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ