Του Κώστα Ράπτη
Η επιστροφή της Angela Merkel από τις διακοπές της σηματοδοτεί και την εκκίνηση μιας μακράς προεκλογικής περιόδου, σε ένα τοπίο όπου η γερμανική κοινωνία γίνεται όλο και περισσότερο ανασφαλής και επιδεικνύει όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη στην ικανότητα της πολιτικής της ηγεσίας, πρώτα και κύρια της ίδιας της καγκελαρίου, να εξασφαλίσει μια ασφαλή πορεία σε ένα διεθνές περιβάλλον ραγδαίων αλλαγών.
Ορίζοντας αυτών των διεργασιών είναι οι εθνικές εκλογές του φθινοπώρου, αλλά κρίσιμοι δείκτες οι εκλογές στο ομόσπονδο κρατίδιο του Μεκλεμβούργου – Δυτικής Πομερανίας στις 4 Σεπτεμβρίου και στο κρατίδιο του Βερολίνου δύο εβδομάδες μετά.
Μέχρι πρότινος τα πράγματα έδειχναν εκ πρώτης όψεως ευνοϊκά για την Γερμανίδα καγκελάριο. Η Γερμανία είχε αποφύγει τις ακραίες εκφάνσεις της οικονομικής κρίσης που εμφανίστηκαν σε άλλες χώρες, όπως την υψηλή ανεργία, εκμεταλλευόμενη σε μεγάλο βαθμό μια νομισματική αρχιτεκτονική που ενισχύει τις εξαγωγικές της επιδόσεις. Η πρωτοκαθεδρία του Βερολίνου στην Ε.Ε. ήταν αδιαμφισβήτητη και η γερμανικής εμπνεύσεως δημοσιονομική πειθαρχία αποτελούσε τον κανόνα. Η εντεινόμενη αντιπάθεια προς τη γερμανική πολιτική στην Ευρώπη δεν είχε αντίκτυπο στο εσωτερικό της ίδιας της χώρα. Παρά τους κραδασμούς από την ουκρανική κρίση, η Γερμανία ισορροπούσε ανάμεσα στον ατλαντισμό και το ρεαλισμό στις σχέσεις με τη Ρωσία, ενώ έδειχνε απρόσβλητη από τον κύκλο εξαγωγής της βίας που τροφοδοτούν οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η υψηλή δημοτικότητα της Merkel και η απουσία σοβαρών διαφωνιών με τους (βυθισμένους σε μακρόχρονη κρίση ταυτότητας) Σοσιαλδημοκράτες εγγυόνταν την πολιτική σταθερότητα.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα το κλίμα αλλάζει και η αβεβαιότητα εντείνεται. Αν και η Γερμανία κατάφερε εντός του 2015 να απορροφήσει περίπου ένα εκατομμύρια πρόσφυγες με μάλλον ομαλό τρόπο (δεδομένης και της ζήτησης σημαντικής μερίδας των γερμανικών επιχειρήσεων για εργατικό δυναμικό), το τελευταίο διάστημα η αντιμεταναστευτική ρητορική εντείνεται. Οι πρόσφατες επιθέσεις μεμονωμένων ατόμων που αποδόθηκαν σε ισλαμιστική επίδραση, αν και σε κλίμακα πολύ μικρότερες από τις τρομοκρατικές ενέργειες λ.χ. στη Γαλλία, συνέβαλαν σε αυτό το κλίμα και κλιμάκωσαν την ανασφάλεια.
Η επιδείνωση των σχέσεων με την Τουρκία (αποτέλεσμα της γερμανικής και εν γένει ευρωπαϊκής επιφύλαξης στα τεκταινόμενα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου) και η απροθυμία των “28” να συναινέσουν στην κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους πολίτες, αποκτά στην Γερμανία ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας της παρουσίας εκατομμυρίων Γερμανών πολιτών τουρκικής καταγωγής.
Η γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη δέχτηκε σοβαρό πλήγμα από την επικράτηση του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα. Ενδεχόμενη ανοιχτή κρίση χρέους στην Ιταλία δεν θα μπορέσει να απαντηθεί με απλές συνταγές λιτότητας. Η δε αποστασιοποίηση από τις γερμανικές θέσεις παραδοσιακών συμμάχων, όπως η Πολωνία, ανατρέπει τις ισορροπίες στην Ε.Ε.
Σε αυτό το φόντο, η Γερμανίδα καγκελάριος είδε τη δημοτικότητά της να υποχωρεί κατά 12 μονάδες, στο 47%, ήτοι κάτω από το συμβολικό όριο του 50%. Παράλληλα, ενισχύεται εντυπωσιακά η δημοτικότητα της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία” (AfD), του λαϊκιστικού ξενοφοβικού κόμματος που ιδρύθηκε το 2013.
Τον Μάρτιο στις εκλογές της Σαξονίας – Άνχαλτ η AfD απέσπασε το 24,2% των ψήφων εκτοπίζοντας το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) από τη δεύτερη θέση, ενώ τα προγνωστικά δίνουν στους δεξιούς λαϊκιστές το 19% για το Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία και το 14% για το Βερολίνο. Η άνοδος της AfD αποτελεί πηγή εκλογικής φθοράς κατεξοχήν για την Χριστιανοδημοκρατία της καγκελαρίου Merkel, ενώ η εντυπωσιακή άνοδός της στην τέως Ανατολική Γερμανία απειλεί τη συνολικότερη πολιτική πρωτοκαθεδρία της στη χώρα.
Όλα αυτά παροξύνουν και τις εντάσεις ανάμεσα στους δύο αδελφούς σχηματισμούς της γερμανικής κεντροδεξιάς (CDU/CSU), με τους Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές του Horst Seehofer να πιέζουν για σκληρότερη στάση σε θέματα όπως η μετανάστευση.
Από την πλευρά της πάντως η Angela Merkel προσπαθεί να κρατήσει μια ισορροπία, δηλώνοντας αφενός ότι “το φαινόμενο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας δεν είναι κάτι που ήρθε με τους πρόσφυγες, αλλά μάλλον προϋπήρχε”, και ανακοινώνοντας αφετέρου την ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας τόσο ως προς τον αριθμό του προσωπικού όσο και ως προς την κλίμακα των παρεμβάσεων. Σημειώνεται ότι ήδη προκαλούν αντιδράσεις οι προτάσεις του γερμανικού Υπουργείου Εσωτερικών, λ.χ. για τη δυνατότητα άρσης του ιατρικού απορρήτου, ενώ στελέχη του κόμματος των Ελευθέρων Δημοκρατών κάνουν λόγο για πολιτικές που απομακρύνονται από τον “φιλελεύθερο τρόπο”.
Πάντως, προς το παρόν όλες οι αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι η άνοδος της AfD, εξαιτίας και της άνισης κατανομής της σε εθνικό επίπεδο, δεν θα ανατρέψει το συνολικό συσχετισμό, ακόμη και εάν δυσκολέψει τα πράγματα για την CDU/CSU.
Άλλωστε, και στο στρατόπεδο της κεντροαριστεράς τα πράγματα δεν πάνε ιδιαίτερα καλά. Η δημοτικότητα του ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών και αντικαγκελαρίου Sigmar Gabriel, ενώ το κόμμα του καταγράφει πρόθεση ψήφου γύρω στο 22%, Η προσπάθεια καλλιέργειας μιας πιο αριστερής ρητορικής δείχνει να μην βοηθά, ιδίως από τη στιγμή που η Σοσιαλδημοκρατία συμμετέχει στην κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού”.
Καθόλου τυχαία, οι δημοσκοπήσεις προλέγουν υποχώρηση των Σοσιαλδημοκρατών κατά 11% στο Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία και κατά 5% στο Βερολίνο. Οι Πράσινοι, πάλι, έχουν προγνωστικά υποχώρησης στο Μεκλεμβούργο και ανόδου στο Βερολίνο.
Οι εκλογές του Βερολίνου, ειδικότερα, τροφοδοτούν εκ νέου σενάρια συγκυβέρνησης ανάμεσα στην Σοσιαλδημοκρατία,τους Πράσινους και την Αριστερά, ιδίως από τη στιγμή που οι Σοσιαλδημοκράτες θα ήθελαν να δώσουν μια εικόνα απομάκρυνσης από τη συνεργασία με την κεντροδεξιά. Άλλωστε, συγκυβέρνηση με την Αριστερά στο Βερολίνο έχει υπάρξει ξανά.
Όμως, αυτό φέρνει και την Αριστερά αντιμέτωπη με υπαρξιακά ερωτήματα. Μέρος της εκλογικής της απήχησης στηρίζεται στον ριζική διάκρισή της από τα υπόλοιπα κόμματα, π.χ. μέσω της αντίθεσής της στο ΝΑΤΟ και στην συμμετοχή γερμανικών στρατευμάτων σε αποστολές στο εξωτερικό. Η εμπειρία όμως έχει δείξει ότι η συμμετοχή της σε συγκυβερνήσεις με τους Σοσιαλδημοκράτες συνήθως οδηγεί σε εκλογική υποχώρηση (π.χ. από το 24,4% στο 16,4% στο Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία ύστερα από δύο κυβερνητικές θητείες, από το 28% στο 18% στο Μαγδεμβούργο και από το 22,6% στο 11% στο Βερολίνο, όπου οι ανατολικές συνοικίες αποτελούν ιστορικά προπύργια της Αριστεράς). Παρόλα αυτά, στελέχη του κόμματος όπως ο Bodo Ramelow που ηγείται μια κυβέρνησης με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους στο κρατίδιο της Θουριγγίας, προτείνουν ακριβώς αυτή τη λύση και για το εθνικό επίπεδο.
Τρία χρόνια πριν, το Σεπτέμβριο του 2013, η Angela Merkel εκλεγόταν για τρίτη φορά καγκελάριος, αυξάνοντας τα ποσοστά της και εμφανιζόμενη ως η απόλυτη κυρίαρχος τόσο του εσωτερικού όσο και του ευρωπαϊκού πολιτικού παιχνιδιού, εγγυώμενη για τους ψηφοφόρους μια εικόνα σταθερότητας και ασφάλειας. Τρία χρόνια μετά, ξεκινά μια προεκλογική εκστρατεία σε ένα τοπίο σταδιακά αναδυόμενης κρίσης της γερμανικής ταυτότητας (τουλάχιστον όπως αυτή διαμορφώθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες) που απειλεί να γίνει ο βασικός καθοριστικός των εξελίξεων μακροπρόθεσμα – όσο και αν στον βραχύ χρόνο, καμία πολιτική δύναμη ή προσωπικότητα δεν δείχνει ικανή να αμφισβητήσει την θέση της καγκελαρίου.
capitalgr