ΑΠΟΦΑΣΗ
Sytnyk κατά Ουκρανίας της 24.04.2025 (προσφ. αριθ. 16497/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος, που ήταν Διευθυντής του Εθνικού Γραφείου Καταπολέμησης της Διαφθοράς, για αποδοχή δώρων και συγκεκριμένα διακοπών, κατά παράβαση του Κώδικα Διοικητικών Αδικημάτων. Κρίθηκε ένοχος το 2019 και το όνομά του συμπεριλήφθηκε, επ’ αόριστον, σε δημόσιο μητρώο διαφθοράς αξιωματούχων.
Η διαδικασία έλαβε χώρα στο πλαίσιο της σύγκρουσης μεταξύ της καταπολέμησης της διαφθοράς και των εισαγγελικών αρχών, με τις αμοιβαίες κατηγορίες για παράνομες ενέργειες να διαδραματίζονται στα ΜΜΕ. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε δηλώσει συγκεκριμένα ότι ο προσφεύγων είχε προφανώς «ξεχάσει να πληρώσει αρκετά υψηλούς λογαριασμούς για τις διακοπές της οικογένειας και των φίλων του».
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι υπήρξαν σοβαρές ελλείψεις στη δικαστική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα τα εγχώρια δικαστήρια είχαν βασιστεί αποκλειστικά στις αντιφατικές καταθέσεις ενός προσώπου σχετικά με τις πληρωμές διακοπών και τα σχετικά έξοδα για να καταδικάσουν τον προσφεύγοντα, χωρίς να αξιολογήσουν τους βασικά ισχυρισμούς της υπεράσπισής του και χωρίς να λάβουν υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης. Επίσης, δεν είχαν απαντήσει στους ισχυρισμούς του σχετικά με την αμεροληψία του δικαστή που εκδίκασε την υπόθεση.
Η εγγραφή του προσφεύγοντος επ΄αόριστο στο μητρώο διεφθαρμένων υπαλλήλων είχε δυσανάλογο αντίκτυπο στην ιδιωτική του ζωή, καθώς συνέχιζε να ρίχνει σκιά στη φήμη του και να υπονομεύει την επαγγελματική του αξιοπιστία.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχε κρυφή ατζέντα πίσω από τη διαδικασία. Η εστίαση στην υπόθεση δεν ήταν η πρόληψη της διαφθοράς στη δημόσια υπηρεσία, αλλά περισσότερο μια προσωπική επίθεση στην ακεραιότητα του προσφεύγοντος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), και του άρθρου 18 (περιορισμός της χρήσης του περιορισμού των δικαιωμάτων).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Artem Sergiyovych Sytnyk, είναι ουκρανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1979 και ζει στο Brovary (περιοχή Κιέβου).
Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Γραφείου Καταπολέμησης της Διαφθοράς της Ουκρανίας («NABU») από το 2015 έως το 2022. Το NABU είναι η κεντρική εκτελεστική υπηρεσία η οποία διερευνά τις καταγγελίες για διαφθορά σε βάρος κορυφαίων κρατικών αξιωματούχων.
Το 2019 ο ίδιος ο προσφεύγων ερευνήθηκε για κατηγορίες διαφθοράς. Η διαδικασία κινήθηκε
σε βάρος του για αποδοχή δώρων – διακοπές σε καταφύγιο αλιείας και κυνηγιού- κατά παράβαση του Κώδικα διοικητικών παραβάσεων («ΚΔΚ»).
Ο κύριος μάρτυρας ήταν ένας από τους φίλους του προσφεύγοντος, ο N., ο οποίος κατέθεσε ότι είχε εμπλακεί στην διοργάνωση διακοπών γι’ αυτόν. Στην πρώτη του κατάθεση ανέφερε ότι διοργάνωσε διακοπές για τον προσφεύγοντα πέντε φορές το 2017-19 με κόστος άνω των 16.000 ευρώ, αλλά αργότερα, ενώπιον των δικαστηρίων, κατέθεσε για δύο σύντομες διακοπές το 2018 και το 2019 ύψους μόνον 250 ευρώ. Κατέθεσε επίσης ότι είχε επωμιστεί όλες τις σχετικές δαπάνες και δεν είχε ποτέ αποζημιωθεί.
Ο προσφεύγων αρνήθηκε τις κατηγορίες. Κατέθεσε ότι ο Ν. είχε μισθώσει ένα σπίτι διακοπών γι’ αυτόν σε δύο περιπτώσεις, αλλά ότι είχε επιστρέψει στον φίλο του το σύνολο των χρημάτων. Υποστήριξε επίσης ότι είχε μοιραστεί την μισθωμένη κατοικία διακοπών και τα σχετικά έξοδα με φίλους. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τους εν λόγω φίλους στις μαρτυρικές
καταθέσεις τους.
Ο προσφεύγων υποστήριξε επίσης ότι οι καταθέσεις του Ν. στην αστυνομία και την εισαγγελία θα μπορούσαν να έχουν γίνει υπό πίεση, καθώς ο φίλος του είχε σε εξέλιξη αίτηση που είχε υποβάλει για να διαγραφεί από το ποινικό του μητρώο μια παλιά ποινική καταδίκη.
Συνολικά, ισχυρίστηκε ότι η διαδικασία εναντίον του ήταν αντίποινα για τις έρευνες της NABU σχετικά με τις καταγγελίες για διαφθορά που αφορούσαν την οικογένεια του Γενικού Εισαγγελέα και για υπεξαίρεση μεγάλης κλίμακας δημόσιου χρήματος από υπάλληλο του Υπουργείου Εσωτερικών.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος ως προς την κατηγορία σε πρώτο βαθμό και το εφετείο στη συνέχεια επικύρωσε την απόφαση αυτή.
Τα δικαστήρια βασίστηκαν στις καταθέσεις του Ν. Διαπίστωσαν ότι ο προσφεύγων δεν είχε παράσχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για να αποδείξει ότι είχε επιστρέψει στον Ν. τα χρήματα και ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και φίλων του είχαν μικρή αποδεικτική αξία. Απέρριψαν το επιχείρημά του ότι η εξοχική κατοικία είχε μισθωθεί από διάφορες οικογένειες, οι οποίες είχαν μοιραστεί τα έξοδα. Θεώρησαν ότι οι άλλες οικογένειες ήταν φιλοξενούμενοί του και ότι ο ίδιος έπρεπε συνεπώς να αναλάβει μόνος του όλα τα έξοδα.
Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ο προσφεύγων ισχυριζόταν ότι είχε αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή που εξέτασε την υπόθεσή του σε πρώτο βαθμό. Φοβόταν ότι οι διωκτικές αρχές διέθεταν επιρροή στο δικαστή επειδή ήταν μάρτυρας – ο οποίος θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει κατηγορούμενος – σε συνεχιζόμενη ποινική διαδικασία. Ωστόσο, ο δικαστής του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου απέρριψε ως αβάσιμο το αίτημα του να εξαιρεθεί, ενώ το εφετείο δεν απάντησε τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος.
Λίγο αργότερα, το επώνυμο, το όνομα, το πατρώνυμο, ο τόπος εργασίας και η θέση του προσφεύγοντος με περιγραφή του αδικήματος, συμπεριλήφθηκαν στο δημόσια προσβάσιμο ηλεκτρονικό μητρώο διεφθαρμένων αξιωματούχων. Η διαδικασία κατά του προσφεύγοντος έτυχε εκτεταμένης κάλυψης από τα ΜΜΕ στην Ουκρανία. Στο αρχή της υπόθεσης, διέρρευσαν πληροφορίες στα ΜΜΕ, οι οποίες υπογράμμιζαν τις «πολυτελείς» διακοπές του προσφεύγοντος που πλήρωνε ο Ν. Στα επόμενα χρόνια δημοσιεύτηκαν άρθρα που αναφέρονταν στις εξελίξεις στην υπόθεση Sytnyk (διορίστηκε αναπληρωτής επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας για την πρόληψη της διαφθοράς το 2022) τα οποία αμφισβητούσαν επανειλημμένα τη νομιμότητα των ερευνών της NABU, επειδή ο ίδιος ο διευθυντής ήταν εγγεγραμμένος στο μητρώο διεφθαρμένων υπαλλήλων.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 § 1,
Άρθρο 8,
Άρθρο 18
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη)
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η δικαστική διαδικασία στην υπόθεση του προσφεύγοντος είχε υπονομευθεί από σοβαρές ελλείψεις.
Πρώτον, τα εθνικά δικαστήρια είχαν βασίσει την καταδίκη του προσφεύγοντος στις καταθέσεις του Ν., παρά το γεγονός ότι υπήρχαν αντιφάσεις στις καταθέσεις του όσον αφορά τον αριθμό των διακοπών που είχε οργανώσει και δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει ποια ακριβώς έξοδα είχε καταβάλει. Επιπλέον, ο προσφεύγων είχε αναφερθεί σε ορισμένες περιστάσεις που υπονοούσαν ότι μπορούσε να είχε ασκηθεί αδικαιολόγητη πίεση στον Ν. η οποία θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία του. Δεδομένου του καθοριστικού ρόλου των στοιχείων του Ν. στην καταδίκη του προσφεύγοντος, θα μπορούσε εύλογα να περιμένει κανείς από τα εγχώρια δικαστήρια να ασχοληθούν με τους βασικούς ισχυρισμούς του, πράγμα που ούτε το πρωτοβάθμιο ούτε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν το είχαν κάνει. Ούτε είχαν λάβει υπόψη τους τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης.
Συγκεκριμένα, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν στο χέρι του προσφεύγοντος να πληρώσει για τους επισκέπτες του, παρόλο που ο ίδιος και οι φίλοι του είχαν σταθερά καταθέσει ότι είχαν μοιραστεί όλα τα έξοδα μεταξύ τους. Τα δικαστήρια είχαν επομένως κατανείμει αυθαίρετα το βάρος της απόδειξης και ο προσφεύγων είχε στερηθεί της ευκαιρίας να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τις κατηγορίες εναντίον του.
Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε δικαιολογημένους φόβους ως προς την έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας του δικαστή που εκδίκασε την υπόθεσή του, οι οποίοι δεν είχαν αντιμετωπιστεί. Πράγματι, ο ίδιος ο δικαστής, που συνεδρίαζε σε μονομελή σύνθεση, είχε απορρίψει το αίτημα εξαίρεσής του χωρίς αιτιολογία. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είχε καν αναφέρει τους ενδοιασμούς του προσφεύγοντος στην απόφασή του.
Συνολικά, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων που οδήγησε στην καταδίκη του προσφεύγοντος ήταν σοβαρά ελαττωματική, κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1.
Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο χαρακτηρισμός «διεφθαρμένος» δεν είχε ρίξει μόνο σκιά στο καλό όνομα του προσφεύγοντος, αλλά είχε επίσης υπονομεύσει την αξιοπιστία της μακροχρόνιας καριέρας του στον τομέα της καταπολέμησης της διαφθοράς.
Αυτή η παρέμβαση στα δικαιώματά του, ως τέτοια, είχε βασιστεί στο νόμο, στο άρθρο 59 του νόμου περί διαφθοράς και αποσκοπούσε στην πρόληψη της διαφθοράς στη δημόσια υπηρεσία.
Διαπίστωσε, ωστόσο, ότι η παρέμβαση αυτή ήταν δυσανάλογη. Σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο, στην Ουκρανία, το όνομα του προσφεύγοντος παραμένει επ’ αόριστον στο μητρώο διεφθαρμένων υπαλλήλων. Δεν υπάρχει δυνατότητα διαγραφής του. Επιπλέον, πέντε χρόνια μετά την αμετάκλητη απόφαση κατά του προσφεύγοντος, ο τελευταίος συνέχισε να στερείται κάθε μέσο υπεράσπισης του εαυτού του από επιθέσεις κατά της ηθικής και επαγγελματικής του ακεραιότητας.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής (άρθρο 8).
Άρθρο 18 (περιορισμός της χρήσης των δικαιωμάτων)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διωκτικές αρχές είχαν ως ύστερη σκέψη και στόχο να δυσφημίσουν τον προσφεύγοντα προσωπικά. Σωρευτικά, το ΕΔΔΑ αναφέρει την εχθρική στάση του Υπουργού Εσωτερικών απέναντί του, την έρευνα που διεξήγαγε η Αστυνομία, αρμοδιότητας του εν λόγω Υπουργού, την αναφερόμενη αντιπαλότητα μεταξύ της NABU και της Γενικής Εισαγγελίας, την ευπάθεια του Ν. στην πίεση των εισαγγελικών αρχών, την εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ του αρχικού ποσού που φέρεται να καταβλήθηκε για τις διακοπές του προσφεύγοντος, το οποίο είχε διαρρεύσει στα ΜΜΕ, και του ποσού που δόθηκε αργότερα (συγκεκριμένα 16.000 ευρώ έναντι 250 ευρώ), του γεγονότος ότι είχε υπάρξει αυτή η διαρροή στα ΜΜΕ και τη δημόσια δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα.
Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις σοβαρές ελλείψεις της δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κυρίαρχη εστίαση στην υπόθεση δεν ήταν η πρόληψη της διαφθοράς στη δημόσια υπηρεσία, αλλά ήταν περισσότερο μια προσωπική επίθεση στην ακεραιότητα του προσφεύγοντος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε και παραβίαση του άρθρου 18 σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 8 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη.