ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 30ής Απριλίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Κράτος δικαίου – Ανεξαρτησία των δικαστών – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης – Δικαστικό όργανο αρμόδιο να προτείνει την κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών κατά των δικαστικών λειτουργών με σκοπό την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων – Παραμονή των μελών του δικαστικού οργάνου στη συγκεκριμένη θέση μετά το πέρας της θητείας τους – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Ασφάλεια των δεδομένων – Πρόσβαση δικαστικού οργάνου στα δεδομένα που αφορούν τους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαστικών λειτουργών και των μελών των οικογενειών τους – Δικαστική άδεια για την άρση του τραπεζικού απορρήτου – Δικαστήριο το οποίο χορηγεί άδεια για την άρση του τραπεζικού απορρήτου – Άρθρο 4, σημείο 7 – Έννοια του “υπευθύνου επεξεργασίας” – Άρθρο 51 – Έννοια της “εποπτικής αρχής” »
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-313/23, C-316/23 και C-332/23,
με αντικείμενο τρεις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sofiyski rayonen (πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία), με αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2023 (C-313/23 και C-332/23) και της 23ης Μαΐου 2023 (C-316/23), οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 22 Μαΐου 2023 (C‑313/23), στις 23 Μαΐου 2023 (C-316/23) και στις 25 Μαΐου 2023 (C-332/23), στο πλαίσιο των δικών που κίνησε η
Inspektorat kam Visshia sadeben savet,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, T. von Danwitz (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, A. Kumin, I. Ziemele και O. Spineanu-Matei, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Inspektorat kam Visshia sadeben savet, εκπροσωπούμενη από την T. Tochkova,
– η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις T. Mitova, S. Ruseva και R. Stoyanov,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Α. Μπουχάγιαρ, την C. Georgieva, τον H. Kranenborg και τον P. Van Nuffel,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Οκτωβρίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 4, σημείο 7, του άρθρου 32, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του άρθρου 33, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του άρθρου 51, του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 79, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2021, L 74, σ. 35, στο εξής: ΓΚΠΔ), ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών τις οποίες κίνησε η Inspektorat kam Visshia sadeben savet (Επιθεώρηση παρά τω Ανωτάτω Δικαστικώ Συμβουλίω, Βουλγαρία) (στο εξής: Επιθεώρηση) προκειμένου να διαταχθεί η γνωστοποίηση σε αυτήν των δεδομένων που αφορούν τους τραπεζικούς λογαριασμούς πλειόνων δικαστικών λειτουργών και των μελών των οικογενειών τους.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 16 και 20 του ΓΚΠΔ έχουν ως εξής:
«(16) Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε ζητήματα προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών ή [ελεύθερης κυκλοφορίας] δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με δραστηριότητες που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, όπως δραστηριότητες που αφορούν την εθνική ασφάλεια. […]
[…]
(20) Ενώ ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις δραστηριότητες των δικαστηρίων και άλλων δικαστικών αρχών, το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών θα μπορούσε να εξειδικεύει τις πράξεις και διαδικασίες επεξεργασίας σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δικαστήρια και άλλες δικαστικές αρχές. Η αρμοδιότητα των εποπτικών αρχών δεν θα πρέπει να καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαστική τους ιδιότητα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, περιλαμβανομένης της λήψης αποφάσεων. Η εποπτεία των εν λόγω πράξεων επεξεργασίας δεδομένων θα πρέπει να μπορεί να ανατεθεί σε ειδικούς φορείς στο πλαίσιο του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους, το οποίο θα πρέπει ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τους κανόνες του παρόντος κανονισμού, να ευαισθητοποιεί μέλη των δικαστικών λειτουργών όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού και να επιλαμβάνεται καταγγελιών σε σχέση με τις εν λόγω διαδικασίες επεξεργασίας δεδομένων.»
4 Το άρθρο 2 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα ακόλουθα:
«1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης.
2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:
α) στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης,
[…]».
5 Το άρθρο 4 του ΓΚΠΔ, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:
[…]
2) “επεξεργασία”: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή,
[…]
7) “υπεύθυνος επεξεργασίας”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που, μόνα ή από κοινού με άλλα, καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· όταν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας αυτής καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για τον διορισμό του μπορούν να προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους,
[…]».
6 Το άρθρο 12 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαφανής ενημέρωση, ανακοίνωση και ρυθμίσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων κάθε πληροφορία που αναφέρεται στα άρθρα 13 και 14 και κάθε ανακοίνωση στο πλαίσιο των άρθρων 15 έως 22 και του άρθρου 34 σχετικά με την επεξεργασία σε συνοπτική, διαφανή, κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή διατύπωση, […]. Οι πληροφορίες παρέχονται γραπτώς ή με άλλα μέσα, μεταξύ άλλων, εφόσον ενδείκνυται, ηλεκτρονικώς. […]»
7 Το άρθρο 14 του ΓΚΠΔ, το οποίο επιγράφεται «Πληροφορίες που παρέχονται εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν έχουν συλλεγεί από το υποκείμενο των δεδομένων», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:
«1. Όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν έχουν συλλεγεί από το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) την ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, του εκπροσώπου του υπευθύνου επεξεργασίας,
β) τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων, κατά περίπτωση,
γ) τους σκοπούς της επεξεργασίας για τους οποίους προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τη νομική βάση για την επεξεργασία,
δ) τις σχετικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
ε) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενδεχομένως,
στ) κατά περίπτωση, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας προτίθεται να διαβιβάσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αποδέκτη σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό […].
2. Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τις εξής πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση θεμιτής και διαφανούς επεξεργασίας όσον αφορά το υποκείμενο των δεδομένων:
α) το χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω χρονικό διάστημα,
β) εάν η επεξεργασία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο στ), τα έννομα συμφέροντα που επιδιώκονται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή από τρίτο,
γ) την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για πρόσβαση και διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας που αφορά το υποκείμενο των δεδομένων και δικαιώματος αντίταξης στην επεξεργασία, καθώς και δικαιώματος στη φορητότητα των δεδομένων,
δ) όταν η επεξεργασία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α), την ύπαρξη του δικαιώματος να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του οποτεδήποτε, χωρίς να θιγεί η νομιμότητα της επεξεργασίας που βασίστηκε στη συγκατάθεση πριν από την ανάκλησή της,
ε) το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή,
στ) την πηγή από την οποία προέρχονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και, ανάλογα με την περίπτωση, εάν τα δεδομένα προήλθαν από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό,
ζ) την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, […]».
8 Το άρθρο 21 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα εναντίωσης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να αντιτάσσεται, ανά πάσα στιγμή και για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του, στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, η οποία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο ε) ή στ), περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ βάσει των εν λόγω διατάξεων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποβάλλει πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επεξεργασία, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας καταδείξει επιτακτικούς και νόμιμους λόγους για την επεξεργασία οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων.»
9 Το άρθρο 32 του ΓΚΠΔ, το οποίο επιγράφεται «Ασφάλεια επεξεργασίας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις, το κόστος εφαρμογής και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία εφαρμόζουν κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται το κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας έναντι των κινδύνων, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση:
[…]
β) της δυνατότητας διασφάλισης της εμπιστευτικότητας, της ακεραιότητας, της διαθεσιμότητας και της αξιοπιστίας των συστημάτων και των υπηρεσιών επεξεργασίας σε συνεχή βάση,
[…]».
10 Το άρθρο 33 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εποπτική αρχή», ορίζει στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής:
«1. Σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας γνωστοποιεί αμελλητί και, αν είναι δυνατό, εντός 72 ωρών από τη στιγμή που αποκτά γνώση του γεγονότος την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εποπτική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 55, εκτός εάν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων. Όταν η γνωστοποίηση στην εποπτική αρχή δεν πραγματοποιείται εντός 72 ωρών, συνοδεύεται από αιτιολόγηση για την καθυστέρηση.
[…]
3. Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατ’ ελάχιστο:
[…]
δ) περιγράφει τα ληφθέντα ή τα προτεινόμενα προς λήψη μέτρα από τον υπεύθυνο επεξεργασίας για την αντιμετώπιση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και, όπου ενδείκνυται, μέτρα για την άμβλυνση ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών της.»
11 Το κεφάλαιο VI του ΓΚΠΔ, το οποίο επιγράφεται «Ανεξάρτητες εποπτικές αρχές», περιλαμβάνει τα άρθρα 51 έως 59.
12 Το άρθρο 51 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εποπτική αρχή», έχει ως ακολούθως:
«1. Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι μία ή περισσότερες ανεξάρτητες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της [επεξεργασίας] και τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση (“εποπτική αρχή”).
[…]
3. Εάν σε ένα κράτος μέλος συσταθούν περισσότερες της μίας εποπτικές αρχές, το εν λόγω κράτος μέλος ορίζει την εποπτική αρχή που θα εκπροσωπεί τις εν λόγω αρχές στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων και καθορίζει τον μηχανισμό που διασφαλίζει τη συμμόρφωση των υπόλοιπων αρχών προς τους κανόνες που αφορούν τον μηχανισμό συνεκτικότητας ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 63.
4. Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις διατάξεις που θεσπίζει στο δίκαιό του δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου, έως τις 25 Μαΐου 2018 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε επακόλουθη τροποποίησή τους.»
13 Το άρθρο 55 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρμοδιότητα», ορίζει τα εξής:
«1. Κάθε εποπτική αρχή είναι αρμόδια να εκτελεί τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες που της ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό στο έδαφος του κράτους μέλους της.
2. Όταν η επεξεργασία γίνεται από δημόσιες αρχές ή ιδιωτικούς φορείς που ενεργούν βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή ε), αρμόδια είναι η εποπτική αρχή του οικείου κράτους μέλους. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν εφαρμόζεται το άρθρο 56.
3. Οι εποπτικές αρχές δεν είναι αρμόδιες να ελέγχουν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες διενεργούνται από δικαστήρια στο πλαίσιο της δικαστικής τους ιδιότητας.»
14 Το άρθρο 57 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθήκοντα», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Με την επιφύλαξη των άλλων καθηκόντων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, κάθε εποπτική αρχή στο έδαφός της:
α) παρακολουθεί και επιβάλλει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού,
[…]
η) διενεργεί έρευνες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων βάσει πληροφοριών που λαμβάνει από άλλη εποπτική αρχή ή άλλη δημόσια αρχή,
[…]».
15 Στο άρθρο 58 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξουσίες», απαριθμούνται, στην παράγραφο 1, οι εξουσίες έρευνας που διαθέτει κάθε αρχή ελέγχου και, στην παράγραφο 2, οι διορθωτικές εξουσίες της.
16 Το κεφάλαιο VIII του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσφυγές, ευθύνη και κυρώσεις», περιλαμβάνει τα άρθρα 77 έως 84.
17 Το άρθρο 77 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Με την επιφύλαξη τυχόν άλλων διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών, κάθε υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε εποπτική αρχή, ιδίως στο κράτος μέλος στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του ή τον τόπο εργασίας του ή τον τόπο της εικαζόμενης παράβασης, εάν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορά παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό.»
18 Το άρθρο 78 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά αρχής ελέγχου», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Με την επιφύλαξη κάθε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά νομικά δεσμευτικής απόφασης εποπτικής αρχής που το αφορά.»
19 Το άρθρο 79 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Με την επιφύλαξη κάθε διαθέσιμης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 77, έκαστο υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής εάν θεωρεί ότι τα δικαιώματά του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του που το αφορούν κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού.»
Το βουλγαρικό δίκαιο
Το βουλγαρικό Σύνταγμα
20 Το άρθρο 117, παράγραφος 2, του Konstitutsiya na Republika Bulgaria (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών (στο εξής: βουλγαρικό Σύνταγμα), ορίζει τα ακόλουθα:
«Η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι δικαστές, οι ένορκοι, οι εισαγγελείς και οι ανακριτές υπόκεινται μόνο στον νόμο.»
21 Το άρθρο 132a του βουλγαρικού Συντάγματος, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο υποβολής των υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, προβλέπει τα εξής:
«(1) Συστήνεται επιθεώρηση στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, η οποία αποτελείται από έναν γενικό επιθεωρητή και δέκα επιθεωρητές.
(2) Ο γενικός επιθεωρητής εκλέγεται από την Εθνοσυνέλευση με πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών, για πενταετή θητεία.
(3) Οι επιθεωρητές εκλέγονται από την Εθνοσυνέλευση για τετραετή θητεία, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 2.
(4) Ο γενικός επιθεωρητής και οι επιθεωρητές μπορούν να επανεκλεγούν, αλλά όχι για δύο συνεχόμενες θητείες.
[…]
(6) Η Επιθεώρηση ελέγχει τις δραστηριότητες της δικαστικής εξουσίας, χωρίς να θίγει την ανεξαρτησία των δικαστών, των ενόρκων, των εισαγγελέων και των ανακριτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η [Επιθεώρηση] διενεργεί ελέγχους σχετικά με την ακεραιότητα και τις συγκρούσεις συμφερόντων των δικαστών, εισαγγελέων και ανακριτών, σχετικά με τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων τους, καθώς και για τον εντοπισμό ενεργειών που βλάπτουν το κύρος της δικαιοσύνης και ενεργειών που συνδέονται με παραβίαση της ανεξαρτησίας των δικαστών, εισαγγελέων και ανακριτών. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ο γενικός επιθεωρητής και οι επιθεωρητές είναι ανεξάρτητοι και υπακούουν μόνο στον νόμο.
(7) Η Επιθεώρηση ενεργεί αυτεπαγγέλτως, κατόπιν πρωτοβουλίας πολιτών, νομικών προσώπων ή κρατικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων δικαστών, εισαγγελέων και ανακριτών.
[…]
(10) Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία εκλογής και παύσης του γενικού επιθεωρητή και των επιθεωρητών καθώς και η οργάνωση και η λειτουργία της Επιθεώρησης καθορίζονται από τον νόμο.»
Ο ZSV
22 Το άρθρο 46 του Zakon za sadebnata vlast (νόμου περί της δικαστικής εξουσίας) (DV αριθ. 64, της 7ης Αυγούστου 2007), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τις διαφορές των κύριων δικών χρόνο (στο εξής: ZSV), προβλέπει τα εξής:
«Η Εθνοσυνέλευση εκλέγει τον γενικό επιθεωρητή και κάθε έναν από τους επιθεωρητές χωριστά με πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών.»
23 Το άρθρο 54, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου αυτού ορίζει τα ακόλουθα:
«(1) Η Επιθεώρηση
[…]
2. ελέγχει την οργάνωση της κίνησης και της διεξαγωγής των ένδικων διαδικασιών, των διαδικασιών δίωξης από τις εισαγγελικές αρχές και των ερευνών, καθώς και την περάτωση των υποθέσεων εντός των καθορισμένων προθεσμιών·
[…]
6. προτείνει πειθαρχικές κυρώσεις σε βάρος δικαστών, εισαγγελέων, ανακριτών και διοικητικών υπευθύνων της δικαστικής εξουσίας·
7. απευθύνει προειδοποιήσεις, εισηγήσεις και εκθέσεις σε άλλες κρατικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών αρχών·
8. διενεργεί ελέγχους σχετικά με την ακεραιότητα και τις συγκρούσεις συμφερόντων των δικαστών, εισαγγελέων και ανακριτών, σχετικά με τις περιουσιακές δηλώσεις τους, καθώς και για τον εντοπισμό ενεργειών που βλάπτουν το κύρος της δικαιοσύνης και ενεργειών που συνδέονται με παραβίαση της ανεξαρτησίας των δικαστών, εισαγγελέων και ανακριτών·
[…]
15. ελέγχει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του νόμου περί της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
(2) Κατά τη διενέργεια του ελέγχου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, σημείο 15, η Επιθεώρηση εκτελεί τα καθήκοντα και ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στον νόμο περί της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.»
24 Το άρθρο 175a, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι ανακριτές υποβάλλουν στην [Επιθεώρηση] τις ακόλουθες δηλώσεις:
1. δήλωση που περιέχει δύο σκέλη, όσον αφορά την περιουσία και τα συμφέροντα του δηλούντος·
2. δήλωση μεταβολής των περιστάσεων σε σχέση με τα δηλωθέντα στη δήλωση που αναφέρεται στο σημείο 1, στο σκέλος που αφορά τα συμφέροντα που προβλέπονται στο άρθρο 175b, παράγραφος 1, σημεία 11 έως 13, και όσον αφορά την προέλευση των κεφαλαίων σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης χρεών και δανείων.»
25 Το άρθρο 175b, παράγραφος 4, του ZSV έχει ως ακολούθως:
«Οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι ανακριτές δηλώνουν τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα του/της συζύγου τους ή του προσώπου με το οποίο συμβιώνουν, καθώς και των ανήλικων τέκνων τους.»
26 Το άρθρο 175d του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής:
«(1) Η [Επιθεώρηση] τηρεί και αποθηκεύει ηλεκτρονικά δημόσια μητρώα:
1. των δηλώσεων βάσει του άρθρου 175a, παράγραφος 1, σημεία 1 και 2·
2. των αποφάσεων περί επιβολής διοικητικής κύρωσης οι οποίες κατέστησαν απρόσβλητες.
(2) Η [Επιθεώρηση] καταχωρίζει στο δημόσιο μητρώο περί του οποίου έγινε λόγος στην παράγραφο 1, σημείο 1, τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων και συμφερόντων καθώς και τις δηλώσεις μεταβολής των δηλωθεισών περιστάσεων. Η κατά τα ανωτέρω καταχώριση των δηλώσεων πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνον από υπαλλήλους εξουσιοδοτημένους προς τούτο από τον γενικό επιθεωρητή.
[…]
(4) Κάθε πρόσωπο δικαιούται πρόσβαση στα δεδομένα που περιέχονται στο δημόσιο μητρώο.
(5) Η πρόσβαση διασφαλίζεται μέσω του ιστοτόπου της [Επιθεώρησης], υπό την επιφύλαξη των σχετικών με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απαιτήσεων.»
27 Το άρθρο 175e, παράγραφοι 1 και 6, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«(1) Εντός έξι μηνών από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης, η [Επιθεώρηση] εξακριβώνει την ακρίβεια των δηλωθέντων στοιχείων. […]
[…]
(6) Η [Επιθεώρηση] μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από τα πληροφοριακά συστήματα που αναφέρονται στα άρθρα 56 και 56bis του νόμου περί των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο γενικός επιθεωρητής και οι επιθεωρητές της [Επιθεώρησης] μπορούν να ζητήσουν την άρση του τραπεζικού απορρήτου από το Rayonen sad [(πρωτοδικείο)] στην περιφέρεια του οποίου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία του, εκτός εάν έχει παρασχεθεί η σχετική συγκατάθεση σύμφωνα με το άρθρο 62, παράγραφος 5, σημείο 1, του νόμου περί των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η συγκατάθεση παρέχεται ενώπιον της [Επιθεώρησης], εγγράφως, χωρίς βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από συμβολαιογράφο, σε έντυπο εγκεκριμένο από τον γενικό επιθεωρητή.»
28 Το άρθρο 307, παράγραφος 2, του ZSV προβλέπει τα εξής:
«Ως πειθαρχικό παράπτωμα νοείται οιαδήποτε υπαίτια παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεων καθώς και προσβολή του κύρους της δικαστικής εξουσίας.»
29 Το άρθρο 311 του νόμου αυτού έχει ως ακολούθως:
«Επιβάλλεται πειθαρχική κύρωση:
1. από τον διοικητικό προϊστάμενο, όσον αφορά την κύρωση που μνημονεύεται στο άρθρο 308, παράγραφος 1, σημείο 1·
2. από το οικείο τμήμα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (το τμήμα των δικαστών, των εισαγγελέων ή των ανακριτών), όσον αφορά τις κυρώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 308, παράγραφος 1, σημεία 2, 3, 4 και 6·
[…]
4. από την ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, όσον αφορά τις κυρώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 308, παράγραφος 2, οι οποίες επιβάλλονται σε εκλεγμένο μέλος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.»
30 Το άρθρο 312, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Πρόταση για την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας με σκοπό την επιβολή διοικητικής κύρωσης σε δικαστή, εισαγγελέα και ανακριτή, διοικητικό προϊστάμενο και αναπληρωτή διοικητικό προϊστάμενο μπορεί να υποβληθεί από:
[…]
3. την [Επιθεώρηση]·
[…]».
31 Το άρθρο 323, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:
«Το πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική κύρωση και –εφόσον ουδεμία πειθαρχική κύρωση επιβλήθηκε ή η επιβληθείσα κύρωση είναι λιγότερο αυστηρή σε σχέση με την προταθείσα– ο προτείνων την κύρωση δύνανται να προσβάλουν την απόφαση της ολομέλειας ή του οικείου τμήματος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ενώπιον του Varhoven administrativen sad [(Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία)] εντός προθεσμίας 14 ημερών από την κοινοποίηση ή την επίδοση της απόφασης.»
Ο ZKI
32 Το άρθρο 62 του Zakon za kreditnite institutsii (νόμου περί των πιστωτικών ιδρυμάτων) (DV αριθ. 59, της 21ης Ιουλίου 2006), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τις διαφορές των κύριων δικών χρόνο (στο εξής: ZKI), προβλέπει τα εξής:
«(1) Απαγορεύεται στους τραπεζικούς υπαλλήλους, στα μέλη των οργάνων διαχείρισης και εποπτείας των τραπεζών, στα στελέχη της [Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας (BNB)], στους υπαλλήλους και στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου εγγυήσεως καταθέσεων, στους εκκαθαριστές, στους προσωρινούς διαχειριστές και στους συνδίκους πτώχευσης, καθώς και σε κάθε άλλο πρόσωπο που απασχολείται σε τράπεζα, να αποκαλύπτουν ή να χρησιμοποιούν για προσωπικό τους όφελος ή προς όφελος των μελών της οικογένειάς τους πληροφορίες που αποτελούν τραπεζικό απόρρητο.
(2) Το τραπεζικό απόρρητο καλύπτει τα γεγονότα και τις περιστάσεις που επηρεάζουν τα υπόλοιπα και τις σχετικές με τους λογαριασμούς και τις καταθέσεις συναλλαγές των πελατών της τράπεζας.
[…]
(5) Εκτός από την BNB, και για τους σκοπούς και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 56, η τράπεζα μπορεί να παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 σχετικά με μεμονωμένους πελάτες μόνο:
1. με τη συγκατάθεσή τους·
2. δυνάμει απόφασης δικαστηρίου που ελήφθη σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 7·
3. με διάταξη δικαστηρίου, όταν αυτό απαιτείται για τη διευκρίνιση των περιστάσεων υπόθεσης της οποίας επελήφθη·
4. στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 12, οσάκις τράπεζα έχει υπαχθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητας· ή
5. στο πλαίσιο εκκρεμούς διεθνούς διαιτητικής διαδικασίας στην οποία συμμετέχει η Δημοκρατία της Βουλγαρίας.
(6) Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, κατόπιν αιτήματος:
[…]
12. του γενικού επιθεωρητή ή ενός επιθεωρητή της [Επιθεώρησης].
(7) Ο δικαστής του Rayonen sad [(πρωτοδικείου)] αποφαίνεται, εν συμβουλίω, με αιτιολογημένη απόφαση επί του αιτήματος περί του οποίου γίνεται λόγος στην παράγραφο 6, το αργότερο εντός 24 ωρών από την παραλαβή της σχετικής αίτησης, διευκρινίζοντας τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.
[…]»
Ο ZZLD
33 Το άρθρο 6, παράγραφος 6, του Zakon za zashtita na lichnite danni (νόμου περί της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) (DV αριθ. 1, της 4ης Ιανουαρίου 2002), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τις διαφορές των κύριων δικών χρόνο (στο εξής: ZZLD), έχει ως ακολούθως:
«Η Komisia za zashtita na lichnite danni [(επιτροπή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, Βουλγαρία) (στο εξής: KZLD)] είναι μόνιμη και ανεξάρτητη εποπτική αρχή η οποία διασφαλίζει την προστασία των προσώπων κατά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν και κατά την πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα, καθώς και τον έλεγχο της τήρησης του [ΓΚΠΔ] και του παρόντος νόμου.»
34 Το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου αυτού ορίζει τα ακόλουθα:
«(1) Η [Επιθεώρηση] παρακολουθεί και ελέγχει τη συμμόρφωση με τον [ΓΚΠΔ], τον παρόντα νόμο και τις πράξεις που σχετίζονται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οσάκις δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία από:
1. τα δικαστήρια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως αρχές της δικαστικής εξουσίας, και
2. την εισαγγελία και τις ανακριτικές αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως αρχές της δικαστικής εξουσίας για τους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων.
(2) Οι όροι που διέπουν την υλοποίηση της δραστηριότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων της διενέργειας ελέγχων και της εξέτασης των διαδικασιών ενώπιον της Επιθεώρησης, καθορίζονται από την κανονιστική απόφαση που μνημονεύεται στο άρθρο 55, παράγραφος 8, [του ZSV].»
35 Το άρθρο 17a, παράγραφος 1, του ZZLD προβλέπει τα εξής:
«Κατά τον έλεγχο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δικαστήριο στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του ως δικαστικής αρχής, εκτός από τις περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του άρθρου 42, παράγραφος 1, η Επιθεώρηση:
1. εκτελεί τα καθήκοντα που μνημονεύονται στο άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχεία a έως i, l, u και v, και παράγραφοι 2 και 3, του [ΓΚΠΔ]·
2. ασκεί τις εξουσίες που της απονέμει το άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχεία a, b, d, e, f, παράγραφος 2, στοιχεία a έως g, i και j, και παράγραφος 3, στοιχεία a, b και c, του [ΓΚΠΔ]·
3. εφαρμόζει τον κατάλογο που καταρτίζεται από την [KZLD], σύμφωνα με το άρθρο 35, παράγραφος 4, του [ΓΚΠΔ], ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την απαίτηση περί εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων·
4. προσφεύγει στο δικαστήριο σε περίπτωση παράβασης του [ΓΚΠΔ].»
36 Το άρθρο 39 του ZZLD ορίζει τα ακόλουθα:
«(1) Σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων του βάσει του [ΓΚΠΔ] και του παρόντος νόμου, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να προσβάλει τις πράξεις και τις ενέργειες του υπευθύνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία ενώπιον δικαστηρίου σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τον κώδικα διοικητικής δικονομίας.
[…]
(4) Το υποκείμενο των δεδομένων δεν δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο όταν μια διαδικασία είναι εκκρεμής ενώπιον της [KZLD] για την ίδια παράβαση ή σε περίπτωση που απόφαση της [KZLD] όσον αφορά την ίδια παράβαση έχει προσβληθεί και δεν υφίσταται δικαστική απόφαση η οποία να έχει καταστεί απρόσβλητη. Κατόπιν αιτήσεως εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων ή του δικαστηρίου, η [KZLD] βεβαιώνει ότι δεν υφίσταται εκκρεμής διαδικασία ενώπιόν της στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς.
(5) Η παράγραφος 4 εφαρμόζεται και σε περίπτωση εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον της Επιθεώρησης.»
Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα
37 Στις 15 Μαΐου 2023, μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλεπόταν για την κατάθεση των ετήσιων δηλώσεων περιουσιακών στοιχείων των δικαστικών λειτουργών και των οικογενειών τους για το έτος 2022, κατά τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 175a και 175b του ZSV, η Επιθεώρηση υπέβαλε ενώπιον του Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αίτηση για την άρση του τραπεζικού απορρήτου όσον αφορά τους τραπεζικούς λογαριασμούς πλειόνων δικαστικών λειτουργών και των μελών των οικογενειών τους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 62, παράγραφος 6, σημείο 12, του ZKI.
38 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι οφείλει να ελέγξει εάν η Επιθεώρηση έχει αρμοδιότητα να υποβάλει τέτοιου είδους αίτηση. Συναφώς, διευκρινίζει ότι το εν λόγω όργανο, το οποίο συστάθηκε κατόπιν αναθεώρησης του βουλγαρικού Συντάγματος το 2007, είναι επιφορτισμένο να ερευνά το ενδεχόμενο άσκησης αθέμιτων επιρροών στους δικαστικούς λειτουργούς, να επαληθεύει τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων των τελευταίων και να εντοπίζει τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων καθώς και περιπτώσεις προσβολής της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας.
39 Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η Επιθεώρηση αποτελείται από έναν γενικό επιθεωρητή και δέκα επιθεωρητές οι οποίοι εκλέγονται από την Εθνοσυνέλευση για πενταετή και τετραετή, αντίστοιχα, θητεία. Όπως επισημαίνει, ωστόσο, οι θητείες όλων των μελών της Επιθεώρησης έληξαν το 2020, χωρίς η Εθνοσυνέλευση να εκλέξει νέα μέλη.
40 Βεβαίως, με απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2022, το Konstitutionen sad (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) ερμήνευσε το βουλγαρικό Σύνταγμα υπό την έννοια ότι ο γενικός επιθεωρητής και οι επιθεωρητές των οποίων έληξε η θητεία εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως ότου η Εθνοσυνέλευση εκλέξει νέα μέλη της Επιθεώρησης, εκτιμώντας ότι η διαφύλαξη της αποστολής που έχει ανατεθεί στην Επιθεώρηση είναι πιο σημαντική από τους κινδύνους κατάχρησης εκ μέρους των μελών της των οποίων έχει λήξει η θητεία. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ωστόσο ότι στην εν λόγω απόφαση δεν εξετάσθηκε το ζήτημα εάν τα μέλη της Επιθεώρησης τα οποία εξακολουθούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους μετά τη λήξη της θητείας τους θα μπορούσαν να ασκήσουν αθέμιτη επιρροή στη δικαστική εξουσία ή θα μπορούσαν να δεχθούν τα ίδια πιέσεις εκ μέρους βουλευτών.
41 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν το δίκαιο της Ένωσης θέτει αυστηρότερες προϋποθέσεις σε σχέση με το βουλγαρικό Σύνταγμα, όπως το τελευταίο ερμηνεύθηκε από το Konstitutionen sad (Συνταγματικό Δικαστήριο). Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε με την απόφαση της 11ης Μαΐου 2023, Inspecția Judiciară (C-817/21, EU:C:2023:391, σκέψεις 50 και 51), διερωτάται εάν τυχόν παράταση της θητείας των μελών της Επιθεώρησης μπορεί να θίγει τις εγγυήσεις περί ανεξαρτησίας της εν λόγω αρχής ως έχουσας την εξουσία να κινεί πειθαρχικές διαδικασίες σε βάρος δικαστικών λειτουργών και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια είναι τα κριτήρια με βάση τα οποία καθίσταται δυνατό να διαπιστωθεί εάν επιτρέπεται τέτοιου είδους παράταση και για ποια χρονική διάρκεια.
42 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τον ρόλο και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων οσάκις οφείλουν να επιτρέπουν στην Επιθεώρηση την πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των δικαστικών λειτουργών.
43 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το 2019 ένα σοβαρό ζήτημα που αφορούσε την ασφάλεια των δεδομένων τα οποία κατείχε η Επιθεώρηση υπέπεσε στην προσοχή των βουλγαρικών μέσων ενημέρωσης. Συγκεκριμένα, η KZLD διαπίστωσε ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περίπου είκοσι δικαστών και εισαγγελέων, τα οποία κατείχε η Επιθεώρηση, είχαν δημοσιευτεί παρανόμως στο σύνολό τους στον ιστότοπο της Επιθεώρησης, γεγονός που οδήγησε την KZLD στο να της επιβάλει πρόστιμο. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πάντως, ότι δεν διαθέτει καμία πληροφορία βάσει της οποίας να είναι σε θέση να γνωρίζει εάν, μετά το περιστατικό αυτό, ελήφθησαν μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων.
44 Διερωτάται εάν η δραστηριότητά του η οποία συνίσταται στο να επιτρέπει στην Επιθεώρηση την πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που καλύπτονται από το τραπεζικό απόρρητο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιες είναι οι συνέπειες που πρέπει να αντληθούν εξ αυτού σε σχέση με τον έλεγχο τον οποίο οφείλει να ασκήσει. Υπογραμμίζει, συναφώς, ότι ο ΓΚΠΔ επιβάλλει υποχρεώσεις στα πρόσωπα τα οποία επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, στους υπευθύνους επεξεργασίας και στις εποπτικές αρχές.
45 Αντιθέτως, οι υποχρεώσεις δικαστηρίου το οποίο χορηγεί άδεια σε αρχή ούτως ώστε αυτή να αποκτήσει πρόσβαση σε τέτοιου είδους δεδομένα δεν διέπονται άμεσα από τον ΓΚΠΔ. Πρέπει, επομένως, να διαπιστωθεί εάν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένα τέτοιο δικαστήριο έχει την ιδιότητα «υπευθύνου επεξεργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ, ή «εποπτικής αρχής», κατά την έννοια του άρθρου 51 του κανονισμού αυτού, στο μέτρο που χορηγεί στην Επιθεώρηση άδεια χωρίς την οποία αυτή δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στα οικεία δεδομένα. Η μεν Επιθεώρηση συλλέγει και εξακριβώνει, για τους σκοπούς των άρθρων 175a και 175d του ZSV, δεδομένα σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, τα δε δικαστήρια ελέγχουν τη δραστηριότητα αυτή παραχωρώντας ή αρνούμενα την πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα.
46 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με την κρατούσα στη Βουλγαρία ερμηνεία του εθνικού δικαίου, ο έλεγχός του πρέπει να είναι αμιγώς τυπικός και να περιορίζεται στο αν τα πρόσωπα για τα οποία ζητείται η άρση του τραπεζικού απορρήτου έχουν πράγματι την ιδιότητα των προσώπων που υπόκεινται στην υποχρέωση δήλωσης κατά την έννοια του ZSV, δηλαδή αν είναι δικαστικοί λειτουργοί ή πρόσωπα που έχουν κάποιον οικογενειακό ή άλλου είδους δεσμό με τους τελευταίους κατά τα προβλεπόμενα από το εθνικό δίκαιο. Κατ’ αρχήν, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, τα δικαστήρια οφείλουν πάντοτε να παρέχουν άδεια για την άρση του τραπεζικού απορρήτου. Αντιθέτως, τούτο δεν θα ίσχυε σε περίπτωση που τα δικαστήρια τα οποία ασκούν τον εκ των προτέρων έλεγχο μπορούσαν να θεωρηθούν ως υπεύθυνοι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα οποία παρέχουν πρόσβαση, οπότε θα έπρεπε να εγγυώνται την ασφάλεια των δεδομένων δυνάμει των άρθρων 32 έως 34 του ΓΚΠΔ.
47 Καίτοι, όμως, τα εν λόγω δικαστήρια δεν έχουν άμεση πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που καλύπτονται από το τραπεζικό απόρρητο, καθορίζουν σε ορισμένο βαθμό τους σκοπούς της επεξεργασίας επιτρέποντας ή απαγορεύοντας την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά. Εξάλλου, στις εφαρμοστέες στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικές διατάξεις δεν διευκρινίζεται ποια αρχή υπόκειται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οσάκις οι σκοποί της επεξεργασίας τους καθορίζονται εκ του νόμου.
48 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν δύναται να εξακριβώσει, προτού επιτρέψει την πρόσβαση στα δεδομένα, εάν η Επιθεώρηση έλαβε μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τη σύμφωνη με τον νόμο επεξεργασία των δεδομένων, προκειμένου να μην ενεργεί ως τμήμα που απλώς καταχωρίζει τα εν λόγω δεδομένα.
49 Τέλος, ακόμη και αν το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να επιτρέψει την πρόσβαση της Επιθεώρησης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία καλύπτονται από το τραπεζικό απόρρητο δεν έχει την ιδιότητα υπευθύνου επεξεργασίας ή εποπτικής αρχής, το ζήτημα που τίθεται είναι εάν πρέπει να διενεργεί τέτοιου είδους ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 79 του ΓΚΠΔ αποτελεσματική δικαστική προστασία. Βεβαίως, η διάταξη αυτή διέπει τις περιπτώσεις στις οποίες το υποκείμενο των δεδομένων προσφεύγει στον δικαστή για τους σκοπούς της προστασίας των δικαιωμάτων του. Ωστόσο, οσάκις η σχετική με τη γνωστοποίηση των δεδομένων διαδικασία διεξάγεται χωρίς τη συμμετοχή του υποκειμένου των δεδομένων και οσάκις το εθνικό δίκαιο προβλέπει προηγούμενο δικαστικό έλεγχο, παρόμοια υποχρέωση θα έπρεπε να επιβάλλεται αυτεπαγγέλτως. Τούτο απορρέει επίσης από το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Ελλείψει τέτοιας υποχρέωσης, ο δικαστής περιορίζεται πάντοτε σε τυπικό έλεγχο και σε επικύρωση της δράσης της διοίκησης, κάτι που ενδεχομένως αντιβαίνει στους σκοπούς που επιδιώκει το άρθρο 79 του ΓΚΠΔ.
50 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν πανομοιότυπη διατύπωση στις υποθέσεις C-313/23, C-316/23 και C-332/23:
«1) Έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΕΕ], σε συνδυασμό με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του [Χάρτη], την έννοια ότι το γεγονός ότι αρχή η οποία δύναται να επιβάλλει πειθαρχικές κυρώσεις σε δικαστές και έχει την εξουσία να συλλέγει δεδομένα που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία τους εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά της και μετά το πέρας της συνταγματικώς προβλεπόμενης θητείας της, χωρίς σαφώς καθορισμένη ημερομηνία λήξης, συνιστά –αφ’ εαυτού ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις– παράβαση της υποχρέωσης των κρατών μελών να διασφαλίζουν αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα και μέσα προς τον σκοπό ανεξάρτητου δικαστικού ελέγχου; Αν επιτρέπεται μια τέτοια παράταση των εξουσιών, ποιες είναι οι προϋποθέσεις αυτής;
2) Έχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι η δραστηριότητα η οποία συνίσταται στην άρση του τραπεζικού απορρήτου με σκοπό τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων των δικαστικών λειτουργών, τα οποία στη συνέχεια δημοσιοποιούνται, αποτελεί δραστηριότητα η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης; Διαφέρει η απάντηση αν η δραστηριότητα αυτή περιλαμβάνει επίσης τη γνωστοποίηση δεδομένων των μελών των οικογενειών των δικαστικών λειτουργών, τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού;
3) Σε περίπτωση κατά την οποία στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι έχει εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, έχει το άρθρο 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ την έννοια ότι δικαστική αρχή η οποία επιτρέπει σε άλλη κρατική αρχή την πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών των δικαστικών λειτουργών και των μελών των οικογενειών τους καθορίζει τους σκοπούς ή τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και συνιστά, ως εκ τούτου, “υπεύθυνο επεξεργασίας” των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα;
4) Σε περίπτωση κατά την οποία στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι έχει εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα δοθεί αρνητική απάντηση, έχει το άρθρο 51 του ΓΚΠΔ την έννοια ότι δικαστική αρχή η οποία επιτρέπει σε άλλη κρατική αρχή την πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών των δικαστικών λειτουργών και των μελών των οικογενειών τους είναι επιφορτισμένη με την παρακολούθηση της εφαρμογής του κανονισμού αυτού και πρέπει, επομένως, να χαρακτηρισθεί ως “εποπτική αρχή” όσον αφορά τα δεδομένα αυτά;
5) Σε περίπτωση κατά την οποία στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι έχει εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης και στο τρίτο ή στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, έχουν το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ και το άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού, αντίστοιχα, την έννοια ότι δικαστική αρχή η οποία επιτρέπει σε άλλη κρατική αρχή την πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών των δικαστικών λειτουργών και των μελών των οικογενειών τους υποχρεούται, όταν υπάρχουν πληροφορίες για παραβίαση της ασφάλειας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαπράχθηκε στο παρελθόν από την αρχή στην οποία πρόκειται να παρασχεθεί πρόσβαση, να ζητεί πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την προστασία των δεδομένων και να εξετάζει την επάρκεια των μέτρων αυτών κατά τη λήψη της αποφάσεώς της για την παροχή της πρόσβασης;
6) Σε περίπτωση κατά την οποία στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι έχει εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, και ανεξαρτήτως των απαντήσεων στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, έχει το άρθρο 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του [Χάρτη], την έννοια ότι, όταν το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους της Ένωσης προβλέπει ότι ορισμένες κατηγορίες δεδομένων μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνον κατόπιν αδείας δικαστηρίου, το αρμόδιο προς τούτο δικαστήριο οφείλει, αυτεπαγγέλτως, να εξασφαλίζει δικαστική προστασία στα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα γνωστοποιούνται, υποχρεώνοντας την αρχή που ζήτησε την πρόσβαση στα δεδομένα και που είναι γνωστό ότι στο παρελθόν παραβίασε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει και με την αποτελεσματική εφαρμογή τους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του ΓΚΠΔ;»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
Επί της συνεκδικάσεως των υποθέσεων
51 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 2023 αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-313/23, C-316/23 και C-332/23 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.
Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας
52 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Οκτωβρίου 2024, η Επιθεώρηση ζήτησε να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η επανάληψη της έγγραφης διαδικασίας. Δεδομένου ότι το άρθρο 83 διέπει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας και καθόσον, εν προκειμένω, το στάδιο αυτό είχε περατωθεί μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, η αίτηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.
53 Προς στήριξη του αιτήματός της, η Επιθεώρηση προβάλλει δύο λόγους οι οποίοι σχετίζονται με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Πρώτον, προέκυψε ένα νέο πραγματικό περιστατικό, δηλαδή η τροποποίηση, με ισχύ από τον Δεκέμβριο του 2023, του άρθρου 132a, παράγραφος 4, του βουλγαρικού Συντάγματος, το οποίο επιτρέπει πλέον να εκλέγονται τα μέλη της Επιθεώρησης για δύο συναπτές θητείες. Δεύτερον, στις προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας προέβη σε ανακριβή εκτίμηση όσον αφορά την επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών κατάσταση παραπέμποντας σε μια εθνική ρύθμιση και σε μια γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία μέσω της Νομοθεσίας –γνωστής και ως «Επιτροπής της Βενετίας»– οι οποίες ουδεμία επιρροή ασκούν στις υπό κρίση υποθέσεις.
54 Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπουν τη δυνατότητα των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού αυτού ενδιαφερομένων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα. Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσία, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον εν λόγω Οργανισμό, απαιτούν την παρέμβασή του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Επομένως, η διαφωνία οποιουδήποτε από τους ενδιαφερομένους με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του, δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, λόγο που δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2024, Ford Italia, C-157/23, EU:C:2024:1045, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
55 Βεβαίως, κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων.
56 Ωστόσο, εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, οι δε υπό κρίση υποθέσεις δεν χρειάζεται να επιλυθούν βάσει επιχειρημάτων επί των οποίων δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων. Επιπροσθέτως, από την αίτηση περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας δεν προκύπτει κανένα νέο πραγματικό περιστατικό που θα μπορούσε να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως που καλείται να εκδώσει το Δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις.
57 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.
Επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως
58 Η Βουλγαρική Κυβέρνηση εκφράζει αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, για τον λόγο ότι το αιτούν όργανο των κύριων δικών δεν είναι, στο πλαίσιο των διαδικασιών των κύριων δικών, «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, αφενός, οι διαδικασίες ενώπιον του εν λόγω οργάνου είναι μονομερείς καθότι διεξάγονται χωρίς τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων προσώπων. Αφετέρου, οι διαδικασίες αυτές δεν έχουν ως αντικείμενο την επίλυση ένδικης διαφοράς, δεδομένου ότι έχουν ως αποκλειστικό σκοπό να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άρση του τραπεζικού απορρήτου.
59 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2022, Getin Noble Bank, C-132/20, EU:C:2022:235, σκέψη 66, και της 7ης Μαΐου 2024, NADA κ.λπ., C-115/22, EU:C:2024:384, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
60 Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, μολονότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν εξαρτά την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο από τον κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρα της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας το εθνικό δικαστήριο διατυπώνει προδικαστικό ερώτημα, εντούτοις τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλουν τέτοια αίτηση στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους ένδικη διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί η δυνατότητα ενός οργάνου να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με κριτήρια που αφορούν τόσο τη δομή όσο και τη λειτουργία του. Ένα εθνικό όργανο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ όταν ασκεί δικαιοδοτική λειτουργία, ενώ κατά την άσκηση άλλου είδους λειτουργίας, ιδίως διοικητικής, δεν μπορεί να τύχει του εν λόγω χαρακτηρισμού (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2022, CityRail, C-453/20, EU:C:2022:341, σκέψεις 42 και 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
61 Δεν αμφισβητείται ότι το Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείο Σόφιας), αυτό καθεαυτό, πληροί τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως όσον αφορά την ίδρυσή του, τη μονιμότητά του, την εφαρμογή κανόνων δικαίου καθώς και την ανεξαρτησία του και ότι κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκαλεί αμφιβολίες επ’ αυτού. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση εγείρει εν προκειμένω το ζήτημα εάν το εν λόγω δικαστήριο καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το εν λόγω δικαστήριο επιλαμβάνεται αιτήσεως της Επιθεώρησης αποσκοπούσας στην άρση του τραπεζικού απορρήτου βάσει του άρθρου 62, παράγραφος 6, σημείο 12, του ZKI. Μολονότι η Βουλγαρική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η εξέταση στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο είναι αμιγώς τυπικής φύσεως, γεγονός παραμένει ότι αυτό καλείται να ελέγξει εάν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η άρση του τραπεζικού απορρήτου, να αποφανθεί με αιτιολογημένη απόφαση και να καθορίσει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αίρεται το τραπεζικό απόρρητο.
62 Ειδικότερα, η άδεια την οποία δύναται να χορηγήσει το αιτούν δικαστήριο τείνει να υποκαταστήσει, όπως προκύπτει από το άρθρο 62, παράγραφος 5, του ZKI, τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων. Η εν λόγω άδεια μπορεί να αντιταχθεί έναντι των τραπεζών στις οποίες τα υποκείμενα των δεδομένων κατέχουν τραπεζικούς λογαριασμούς και έχει ως συνέπεια να επιτρέπεται στην Επιθεώρηση να έχει πρόσβαση στα σχετικά με τους λογαριασμούς αυτούς δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, τέτοιου είδους πρόσβαση συνεπάγεται επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα των εν λόγω προσώπων, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη [πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα), C-245/19 και C-246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 74].
63 Υπό τις συνθήκες αυτές, τα καθήκοντα που ασκεί το αιτούν δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 62, παράγραφος 6, σημείο 12, του ZKI δεν συνίστανται στην έκδοση διοικητικών πράξεων δεκτικών προσβολής με ένδικο βοήθημα, αλλά πρέπει να χαρακτηριστούν ως δικαιοδοτικές πράξεις, δεδομένου ότι το εν λόγω δικαστήριο καλείται στην πραγματικότητα να αποφανθεί με ανεξαρτησία γνώμης προς διασφάλιση της νομιμότητας της άρσης του τραπεζικού απορρήτου (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 15ης Ιανουαρίου 2004, Saetti και Frediani, C‑235/02, EU:C:2004:26, σκέψη 23).
64 Κατά συνέπεια, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
65 Εισαγωγικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, το προδικαστικό ερώτημα που του έχει υποβληθεί (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2024, Direktor na Glavna direktsia «Natsionalna politsia» pri MVR – Sofia, C-118/22, EU:C:2024:97, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
66 Εν προκειμένω, μολονότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα γίνεται λόγος περί δικαστικού οργάνου «[το οποίο] δύναται να επιβάλλει πειθαρχικές κυρώσεις σε δικαστές και έχει την εξουσία να συλλέγει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία τους», τόσο από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως όσο και από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το εν λόγω όργανο ελέγχει τη δραστηριότητα των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, την ακεραιότητά τους και την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό τους και ότι διαθέτει, στο πλαίσιο αυτό, την εξουσία να συλλέγει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν. Ειδικότερα, το εν λόγω όργανο έχει την εξουσία να προτείνει, σε συνέχεια των ανωτέρω ελέγχων, σε άλλο δικαστικό όργανο την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας με σκοπό την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος δικαστικών λειτουργών.
67 Όπως προκύπτει, όμως, από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το γεγονός ότι τα μέλη της Επιθεώρησης, τα οποία εκλέγονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών της Εθνοσυνέλευσης, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους παρά τη λήξη της θητείας τους είναι ικανό να εγείρει προβληματισμούς λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης περί ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν είναι δυνατόν, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα μέλη του εν λόγω δικαστικού οργάνου να ασκούν αθέμιτη επιρροή στους δικαστικούς λειτουργούς ή να ασκούν τις δραστηριότητές τους δεχόμενα πιέσεις από βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης.
68 Ως εκ τούτου, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, αποκλειστικώς και μόνον όσον αφορά την παράταση της θητείας των μελών της Επιθεώρησης η οποία έχει λήξει, χωρίς το εν λόγω ερώτημα να αφορά αυτή καθεαυτήν την έκταση των εξουσιών του εν λόγω δικαστικού οργάνου.
69 Υπό τις ως άνω συνθήκες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν και, σε περίπτωση που ισχύει κάτι τέτοιο, υπό ποίες προϋποθέσεις το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, αντιτίθεται στην πρακτική κράτους μέλους κατά την οποία τα μέλη δικαστικού οργάνου του εν λόγω κράτους μέλους, τα οποία εκλέγονται από το εθνικό κοινοβούλιο για θητεία ορισμένου χρόνου και τα οποία είναι αρμόδια να ελέγχουν τη δραστηριότητα των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, την ακεραιότητά τους και την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό τους, καθώς και να προτείνουν σε άλλο δικαστικό όργανο την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας με σκοπό την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος των δικαστικών λειτουργών, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά το πέρας της καθοριζόμενης στο Σύνταγμα του εν λόγω κράτους μέλους νόμιμης διάρκειας της θητείας τους, έως ότου το εθνικό κοινοβούλιο εκλέξει νέα μέλη.
Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου
70 Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, καθόσον η Ένωση δεν διαθέτει καμία αρμοδιότητα στον τομέα της οργάνωσης της δικαιοσύνης στο εσωτερικό των κρατών μελών.
71 Συναφώς, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, να τηρούν τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και, συγκεκριμένα, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ [πρβλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία), C-181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
72 Τούτο ισχύει στην περίπτωση των εθνικών κανόνων που διέπουν την πειθαρχική ευθύνη των δικαστών (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C-357/19, C-379/19, C-547/19, C-811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 133, και της 11ης Μαΐου 2023, Inspecţia Judiciară, C-817/21, EU:C:2023:391, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία δικαστικού οργάνου το οποίο, όπως η Επιθεώρηση, είναι αρμόδιο να ελέγχει τη δραστηριότητα των δικαστών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, να διακριβώνει την ακεραιότητά τους και την ενδεχόμενη ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό τους και να προτείνει σε άλλο δικαστικό όργανο την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας με σκοπό την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος τους.
73 Υπό τις περιστάσεις αυτές, και δεδομένου ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει σε αυτό.
Επί του παραδεκτού
74 Η Βουλγαρική Κυβέρνηση και η Επιθεώρηση αμφισβητούν το παραδεκτό του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος για τον λόγο ότι η Επιθεώρηση δεν διαθέτει εξουσία επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων, οπότε το πρώτο ερώτημα ουδεμία σχέση έχει με το αντικείμενο των διαδικασιών των κύριων δικών.
75 Επιπλέον, η Επιθεώρηση προβάλλει ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικής φύσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, οι διαδικασίες των κύριων δικών ουδεμία σχέση έχουν με πειθαρχικές διαδικασίες. Αφετέρου, μολονότι η διαπίστωση παράβασης του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ προϋποθέτει δομικού χαρακτήρα παραβίαση των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας, το αιτούν δικαστήριο ουδόλως διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους η προβαλλόμενη στις υποθέσεις των κύριων δικών παραβίαση είναι τέτοιου χαρακτήρα.
76 Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, καθόσον τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών [αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Rzecznik Praw Dziecka κ.λπ. (Αναστολή εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής), C-638/22 PPU, EU:C:2023:103, σκέψη 47, και της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C-107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 61].
77 Ως εκ τούτου, συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας για τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται [πρβλ. αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Rzecznik Praw Dziecka κ.λπ. (Αναστολή εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής), C-638/22 PPU, EU:C:2023:103, σκέψη 48, και της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C-107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 62].
78 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συνέχεια που θα πρέπει να δοθεί στις αιτήσεις της Επιθεώρησης για τη χορήγηση άδειας προς απόκτηση πρόσβασης στα δεδομένα τα οποία σχετίζονται με τους τραπεζικούς λογαριασμούς πλειόνων δικαστικών λειτουργών και των μελών των οικογενειών τους. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην παροχή σε ένα τέτοιο δικαστικό όργανο της δυνατότητας να υποβάλλει ενώπιόν του τέτοιου είδους αιτήσεις παρόλο που οι θητείες του συνόλου των μελών του έχουν λήξει εδώ και κάμποσα έτη. Προκύπτει, συνεπώς, ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί in limine litis παρεμπιπτόντως επί του ζητήματος αυτού προτού μπορέσει να αποφανθεί επί της έκβασης των αιτήσεων των οποίων έχει επιληφθεί. Κατά συνέπεια, η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ανταποκρίνεται σε μια αντικειμενική ανάγκη στο πλαίσιο της αποφάσεως την οποία καλείται να λάβει το αιτούν δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C-83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C‑355/19 και C-397/19, EU:C:2021:393, σκέψεις 118 και 119).
79 Όσον αφορά τις εκτιμήσεις της Επιθεώρησης οι οποίες εκτέθηκαν στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως και αφορούν ιδίως τις εξουσίες που διαθέτει στο πλαίσιο των διαδικασιών των κύριων δικών και τη μη συνδρομή δομικού χαρακτήρα παραβίασης των απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, αυτές εμπίπτουν, στην πραγματικότητα, στην επί της ουσίας εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και, επομένως, δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να κριθεί απαράδεκτο το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα.
80 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.
Επί της ουσίας
81 Κάθε κράτος μέλος οφείλει, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει ότι τα όργανα τα οποία, ως «δικαστήρια» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων που αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και τα οποία, ως εκ τούτου, εντάσσονται στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ανεξαρτησία (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C-554/21, C-622/21 και C-727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
82 Η ίδια η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου προς διασφάλιση της τήρησης των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κράτους δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, και σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν ένα σύστημα μέσων ένδικης προστασίας και διαδικασιών το οποίο να διασφαλίζει στους πολίτες τον σεβασμό του δικαιώματός τους αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Η μνημονευόμενη στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και, πλέον, με το άρθρο 47 του Χάρτη (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C-357/19, C-379/19, C-547/19, C-811/19 και C-840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 219 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
83 Προς τούτο, η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων τα οποία καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή ή με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης έχει πρωταρχική σημασία, όπως επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο» δικαστήριο σε μία από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής (απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C‑83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C-355/19 και C-397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 194 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
84 Η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, με το τελευταίο να είναι κεφαλαιώδους σημασίας ως εχέγγυο για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης και για τη διαφύλαξη των μνημονευόμενων στο άρθρο 2 ΣΕΕ κοινών αξιών των κρατών μελών, και δη του κράτους δικαίου. Σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία χαρακτηρίζει τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου, η ανεξαρτησία των δικαστηρίων πρέπει ιδίως να διασφαλίζεται έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C-83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C‑355/19 και C-397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 195 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
85 Κατά πάγια νομολογία, οι εγγυήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας οι οποίες απαιτούνται δυνάμει του δικαίου της Ένωσης προϋποθέτουν την ύπαρξη κανόνων που να μην αφήνουν περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία των πολιτών ως προς το ανεπηρέαστο του επίμαχου οργάνου απέναντι σε εξωτερικούς παράγοντες και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντικρουόμενων συμφερόντων (αποφάσεις της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika, C-896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C-83/19, C-127/19, C‑195/19, C-291/19, C-355/19 και C-397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 196).
86 Όσον αφορά, ειδικότερα, τους κανόνες που διέπουν το πειθαρχικό καθεστώς, η απορρέουσα από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ απαίτηση ανεξαρτησίας των δικαστηρίων επιβάλλει να περιβάλλεται το καθεστώς αυτό τις αναγκαίες εγγυήσεις, ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο χρήσης του ως συστήματος πολιτικού ελέγχου του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων. Συναφώς, η θέσπιση κανόνων οι οποίοι ορίζουν, μεταξύ άλλων, ποιες συμπεριφορές συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα και ποιες κυρώσεις εφαρμόζονται συγκεκριμένα επ’ αυτών, οι οποίοι προβλέπουν την παρέμβαση ανεξάρτητου οργάνου βάσει διαδικασίας που εγγυάται πλήρως τα κατοχυρωμένα στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη δικαιώματα, ιδίως δε τα δικαιώματα άμυνας, και οι οποίοι καθιερώνουν τη δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων ενώπιον των δικαστηρίων αποτελεί σύνολο ουσιωδών εγγυήσεων για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας (αποφάσεις της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C‑83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C-355/19 και C-397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 198 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Μαΐου 2023, Inspecţia Judiciară, C-817/21, EU:C:2023:391, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
87 Δεδομένου ότι αυτή καθεαυτήν η πιθανότητα κίνησης πειθαρχικής έρευνας μπορεί να ασκήσει πίεση στους ασκούντες δικαιοδοτικό έργο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι είναι ζωτικής σημασίας το αρμόδιο για τη διενέργεια των ερευνών και για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης όργανο να ενεργεί, κατά την εκτέλεση της αποστολής του, με αντικειμενικότητα και αμεροληψία και να προφυλάσσεται, για τον λόγο αυτό, από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή (αποφάσεις της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C-83/19, C-127/19, C-195/19, C‑291/19, C-355/19 και C-397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 199 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Μαΐου 2023, Inspecţia Judiciară, C‑817/21, EU:C:2023:391, σκέψη 49). Τούτο ισχύει, ιδίως, για δικαστικό όργανο το οποίο, όπως η Επιθεώρηση, διαθέτει ευρεία εξουσία συνιστάμενη στο να ελέγχει τη δραστηριότητα των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, την ακεραιότητά τους και την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό τους καθώς και στο να προτείνει, σε συνέχεια των εν λόγω ελέγχων, σε άλλο δικαστικό όργανο την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας με σκοπό την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος τους.
88 Επομένως, το σύνολο των κανόνων που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία ενός τέτοιου οργάνου, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που διέπουν τη διαδικασία διορισμού των μελών του, πρέπει να έχουν διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να μην είναι δυνατόν να εγείρουν καμία εύλογη αμφιβολία στους πολίτες όσον αφορά τη χρήση των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων του εν λόγω οργάνου ως μέσου άσκησης πιέσεων στο έργο των δικαστών ή ως μέσου πολιτικού ελέγχου του έργου τους (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2023, Inspecţia Judiciară, C-817/21, EU:C:2023:391, σκέψεις 50 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
89 Πράγματι, οι κανόνες αυτοί μπορούν, εν γένει, να επηρεάσουν άμεσα την πρακτική του εν λόγω οργάνου και, επομένως, να αποτρέψουν ή, αντιθέτως, να ευνοήσουν την άσκηση πειθαρχικών διαδικασιών που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την άσκηση πιέσεων, ιδίως, στους δικαστές ή την εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου του έργου τους (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2023, Inspecţia Judiciară, C-817/21, EU:C:2023:391, σκέψη 52).
90 Εν τέλει, το αιτούν δικαστήριο είναι εκείνο που θα κληθεί να αποφανθεί επί του ζητήματος της στεγανότητας του επίμαχου στις υποθέσεις των κύριων δικών οργάνου έναντι οποιασδήποτε εξωτερικής επιρροής καθώς και επί της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, αφού προβεί στις αναγκαίες προς τούτο εκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν παρέχει στο Δικαστήριο αρμοδιότητα να εφαρμόζει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά μόνο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των Συνθηκών και των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Πάντως, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δύναται, στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα του ήταν χρήσιμα κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2023, Inspecţia Judiciară, C-817/21, EU:C:2023:391, σκέψη 58).
91 Εν προκειμένω, η Επιθεώρηση αποτελείται από έναν γενικό επιθεωρητή και δέκα επιθεωρητές οι οποίοι εκλέγονται από την Εθνοσυνέλευση με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών της για πενταετή και τετραετή, αντίστοιχα, θητεία. Σύμφωνα με την εφαρμοστέα κατά τον χρόνο υποβολής των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως εθνική νομοθεσία, τα μέλη της Επιθεώρησης δεν μπορούσαν να επανεκλεγούν για δεύτερη συναπτή θητεία.
92 Όσον αφορά την επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών κατάσταση, όπου η θητεία των μελών της Επιθεώρησης έχει λήξει χωρίς η Εθνοσυνέλευση να έχει εκλέξει τα νέα μέλη της, η εθνική νομοθεσία δεν φαίνεται να περιέχει οιονδήποτε κανόνα όσον αφορά τη δυνατότητα των μελών της Επιθεώρησης των οποίων η θητεία έληξε να εξακολουθήσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους. Βεβαίως, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, τα μέλη της Επιθεώρησης εξακολουθούν, σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με νομολογία του Konstitutsionen sad (Συνταγματικού Δικαστηρίου), να ασκούν τα καθήκοντά τους έως ότου η Εθνοσυνέλευση εκλέξει νέα μέλη. Εντούτοις, πέραν του ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει κανόνες που να ρυθμίζουν την παραταθείσα κατά τα ανωτέρω άσκηση των εν λόγω καθηκόντων, δεν προβλέπει ούτε κάποιον εκ του νόμου μηχανισμό δυνάμενο να άρει ενδεχόμενη παρεμπόδιση της εξέλιξης της διαδικασίας διορισμού των νέων μελών της Επιθεώρησης, με αποτέλεσμα η θητεία των πρώην μελών της να μπορεί, στην πράξη, να παρατείνεται χωρίς χρονικό περιορισμό.
93 Αφενός, όμως, μολονότι απόκειται αποκλειστικώς και μόνο στα κράτη μέλη να αποφασίζουν εάν επιτρέπουν ή όχι την άσκηση των καθηκόντων των μελών δικαστικού οργάνου, το οποίο είναι αρμόδιο να ελέγχει τη δραστηριότητα των δικαστικών λειτουργών και να προτείνει την κίνηση πειθαρχικών διαδικασιών σε βάρος τους, και μετά το πέρας της νόμιμης διάρκειας της θητείας τους, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεχής λειτουργία του εν λόγω οργάνου, πλην όμως τα κράτη μέλη υποχρεούνται, οσάκις επιλέγουν μια τέτοια παράταση θητείας, να μεριμνούν ώστε η άσκηση των καθηκόντων μετά τη λήξη της θητείας να ερείδεται σε ρητή νομική βάση κατά το εσωτερικό δίκαιο περιλαμβάνουσα σαφείς και συγκεκριμένους κανόνες δυνάμενους να ρυθμίζουν την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων.
94 Επιπλέον, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι προϋποθέσεις και οι λεπτομερείς όροι ασκήσεως των εν λόγω καθηκόντων να έχουν διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε τα οικεία μέλη ενός τέτοιου δικαστικού οργάνου να δύνανται να ενεργούν, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, με αντικειμενικότητα και αμεροληψία και να προφυλάσσονται, για τον λόγο αυτό, από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή, όπως επιτάσσει η νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 87 και 88 της παρούσας αποφάσεως.
95 Αφετέρου, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, καίτοι η παράταση της θητείας μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αποδεικνύεται αναγκαία, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των καθηκόντων τα οποία ασκεί το οικείο δικαστικό όργανο, γεγονός παραμένει ότι, μετά το πέρας της νόμιμης διάρκειας της εν λόγω θητείας, το δικαστικό όργανο ενεργεί χωρίς να υφίσταται ρητή νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο περιλαμβάνουσα σαφείς και συγκεκριμένους κανόνες δυνάμενους να ρυθμίζουν την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων. Επομένως, η εν λόγω παράταση χωρεί μόνον κατ’ εξαίρεση και υπό την προϋπόθεση ότι ρυθμίζεται από σαφείς και συγκεκριμένους κανόνες αποκλείοντες, στην πράξη, τη δυνατότητα να έχει απεριόριστη χρονική διάρκεια.
96 Ωστόσο, οσάκις ένα κράτος μέλος προβαίνει σε τέτοια ρύθμιση, δεν μπορεί να τροποποιήσει τη νομοθεσία του ούτε το Σύνταγμά του κατά τρόπο που να επιφέρει αποδυνάμωση της προστασίας της αξίας του κράτους δικαίου, η οποία συγκεκριμενοποιείται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 19 ΣΕΕ, ιδίως δε όσον αφορά τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας των δικαστών έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika, C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψεις 63 και 65).
97 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών αντιτίθεται στην πρακτική κράτους μέλους κατά την οποία τα μέλη δικαστικού οργάνου του εν λόγω κράτους μέλους, τα οποία εκλέγονται από το εθνικό κοινοβούλιο για θητεία ορισμένου χρόνου και τα οποία είναι αρμόδια να ελέγχουν τη δραστηριότητα των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, την ακεραιότητά τους και την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό τους, καθώς και να προτείνουν σε άλλο δικαστικό όργανο την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας με σκοπό την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος των δικαστικών λειτουργών, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά το πέρας της καθοριζόμενης στο Σύνταγμα του συγκεκριμένου κράτους μέλους νόμιμης διάρκειας της θητείας τους, έως ότου το εθνικό κοινοβούλιο εκλέξει νέα μέλη, χωρίς η παράταση της θητείας που έχει λήξει να ερείδεται σε ρητή νομική βάση κατά το εθνικό δίκαιο περιλαμβάνουσα σαφείς και συγκεκριμένους κανόνες δυνάμενους να ρυθμίζουν την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων και χωρίς να διασφαλίζεται ότι η παράταση είναι, στην πράξη, χρονικώς περιορισμένη.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
98 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2 του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι η γνωστοποίηση σε άλλο δικαστικό όργανο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία προστατεύονται από το τραπεζικό απόρρητο και τα οποία αφορούν δικαστικούς λειτουργούς καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, προς τον σκοπό της εξακρίβωσης των δηλώσεων τις οποίες υποβάλλουν οι εν λόγω δικαστικοί λειτουργοί σχετικά με την περιουσιακή τους κατάσταση, καθώς και με εκείνη των μελών της οικογένειάς τους, και οι οποίες δημοσιεύονται, συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτουσα στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.
99 Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ ορίζει κατά τρόπο ιδιαιτέρως ευρύ το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, ο ΓΚΠΔ εφαρμόζεται στις πράξεις επεξεργασίας που διενεργούνται τόσο από τους ιδιώτες όσο και από τις δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική του σκέψη 20, των δικαστικών αρχών (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2022, Autoriteit Persoonsgegevens, C-245/20, EU:C:2022:216, σκέψη 25, και της 16ης Ιανουαρίου 2024, Österreichische Datenschutzbehörde, C-33/22, EU:C:2024:46, σκέψεις 33 και 36).
100 Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ούτε το γεγονός ότι οι πληροφορίες που αποτελούν αντικείμενο εθνικών διατάξεων αφορούν δικαστές ούτε το γεγονός ότι οι εν λόγω πληροφορίες μπορεί ενδεχομένως να έχουν κάποια σχέση με την άσκηση των καθηκόντων των δικαστών αποτελούν, αυτά καθεαυτά, λόγο εξαίρεσης των εθνικών διατάξεων αυτών από το πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ [απόφαση της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), C-204/21, EU:C:2023:442, σκέψη 315].
101 Πράγματι, το άρθρο 2 του ΓΚΠΔ προβλέπει κατά τρόπο εξαντλητικό, στις παραγράφους 2 και 3, τις εξαιρέσεις από τον κανόνα της παραγράφου 1 όπου ορίζεται το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του, οι δε εξαιρέσεις αυτές, και ιδίως οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 2, πρέπει να ερμηνεύονται στενά [πρβλ. αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής), C-439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 62, της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), C-204/21, EU:C:2023:442, σκέψη 316, και της 16ης Ιανουαρίου 2024, Österreichische Datenschutzbehörde, C-33/22, EU:C:2024:46, σκέψη 37].
102 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΓΚΠΔ, το οποίο ειδικώς μνημονεύεται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, προβλέπει ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία πραγματοποιείται «στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης».
103 Κατά πάγια νομολογία, η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 16 του ΓΚΠΔ, έχει ως μοναδικό σκοπό να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από τις κρατικές αρχές στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία αποσκοπεί στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας ή δραστηριότητας δυνάμενης να υπαχθεί στην ίδια κατηγορία, διευκρινιζομένου ότι οι δραστηριότητες που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας καταλαμβάνουν ειδικότερα τις δραστηριότητες εκείνες που αποσκοπούν στην προστασία των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας. Ωσαύτως, το γεγονός και μόνον ότι μια δραστηριότητα ασκείται από το κράτος ή από δημόσια αρχή δεν αρκεί ώστε η εξαίρεση αυτή να ισχύει αυτομάτως για μια τέτοια δραστηριότητα [πρβλ. αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής), C-439/19, EU:C:2021:504, σκέψεις 66 και 67, της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Inspektor v Inspektorata kam Visshia sadeben savet (Σκοποί της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Ποινική έρευνα), C-180/21, EU:C:2022:967, σκέψη 79, και της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), C-204/21, EU:C:2023:442, σκέψεις 317 και 318].
104 Μολονότι, όμως, η διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη και, ιδίως, η θέσπιση κανόνων που εφαρμόζονται στο καθεστώς των δικαστικών λειτουργών, ιδίως δε των δικαστών, και στην άσκηση των καθηκόντων τους υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών [πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), C-204/21, EU:C:2023:442, σκέψη 319], εντούτοις επεξεργασία δεδομένων όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία έχει ως σκοπό τον έλεγχο της ακεραιότητας των δικαστικών λειτουργών καθώς και την εξακρίβωση της ύπαρξης τυχόν σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό τους, δεν εμπίπτει ούτε σε δραστηριότητα που αποσκοπεί στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας ούτε σε δραστηριότητα δυνάμενη να υπαχθεί στην ίδια κατηγορία.
105 Επιπλέον, σημειώνεται ότι η γνωστοποίηση σε δικαστικό όργανο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία προστατεύονται από το τραπεζικό απόρρητο και τα οποία αφορούν δικαστικούς λειτουργούς καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, προς τον σκοπό της εξακρίβωσης των δηλώσεων τις οποίες υποβάλλουν οι εν λόγω δικαστικοί λειτουργοί σχετικά με την περιουσιακή τους κατάσταση, καθώς και με εκείνη των μελών της οικογένειάς τους, και οι οποίες δημοσιεύονται, συνιστά «επεξεργασία», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 2, του ΓΚΠΔ. Συγκεκριμένα, μια τέτοια γνωστοποίηση σημαίνει ότι τίθενται στη διάθεση του εν λόγω οργάνου τα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
106 Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2 του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι η γνωστοποίηση σε άλλο δικαστικό όργανο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία προστατεύονται από το τραπεζικό απόρρητο και τα οποία αφορούν δικαστικούς λειτουργούς καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, προς τον σκοπό της εξακρίβωσης των δηλώσεων τις οποίες υποβάλλουν οι εν λόγω δικαστικοί λειτουργοί σχετικά με την περιουσιακή τους κατάσταση, καθώς και με εκείνη των μελών της οικογένειάς τους, και οι οποίες δημοσιεύονται, συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτουσα στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.
Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
107 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί, κατόπιν αιτήσεως άλλου δικαστικού οργάνου, άδεια για την εκ μέρους τράπεζας γνωστοποίηση στο εν λόγω όργανο δεδομένων σχετικών με τους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαστικών λειτουργών και των μελών των οικογενειών τους μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπεύθυνος της επεξεργασίας, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.
108 Δυνάμει του άρθρου 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ, η έννοια του «υπευθύνου επεξεργασίας» καταλαμβάνει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τις δημόσιες αρχές, τις υπηρεσίες ή άλλους φορείς που, μόνα τους ή από κοινού με άλλα, καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας. Η διάταξη αυτή προβλέπει επίσης ότι, όταν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται, μεταξύ άλλων, από το δίκαιο κράτους μέλους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για τον διορισμό του μπορούν να προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους.
109 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εν λόγω διάταξη σκοπεί, μέσω ενός ευρέος ορισμού της έννοιας του «υπευθύνου επεξεργασίας», σε συμφωνία με τον σκοπό του ΓΚΠΔ, στη διασφάλιση αποτελεσματικής και πλήρους προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων καθώς και, μεταξύ άλλων, υψηλού επιπέδου προστασίας του δικαιώματος κάθε προσώπου στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2023, Nacionalinis visuomenės sveikatos centras, C-683/21, EU:C:2023:949, σκέψεις 28 και 29, και της 7ης Μαρτίου 2024, IAB Europe, C-604/22, EU:C:2024:214, σκέψεις 53 έως 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
110 Προκειμένου να κριθεί αν ορισμένο πρόσωπο ή ορισμένη οντότητα πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπεύθυνος επεξεργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ, πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν το συγκεκριμένο πρόσωπο ή η συγκεκριμένη οντότητα, μόνοι ή από κοινού με άλλους, καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας ή αν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο. Όταν ο εν λόγω καθορισμός γίνεται από το εθνικό δίκαιο, πρέπει να εξεταστεί αν το εθνικό δίκαιο ορίζει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή προβλέπει τα ειδικά κριτήρια για τον ορισμό του (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2025, Amt der Tiroler Landesregierung, C‑638/23, EU:C:2025:127, σκέψη 27).
111 Πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί ότι, δεδομένου του ευρέος ορισμού της έννοιας του «υπεύθυνου επεξεργασίας» κατά το άρθρο 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ, ο καθορισμός των σκοπών και του τρόπου της επεξεργασίας και ο τυχόν ορισμός του υπεύθυνου επεξεργασίας από το εθνικό δίκαιο μπορούν να γίνονται όχι μόνο ρητώς, αλλά και εμμέσως. Εντούτοις, στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο καθορισμός των σκοπών και του τρόπου της επεξεργασίας να συνάγεται με επαρκή βεβαιότητα από τον ρόλο, την αποστολή και τα καθήκοντα που ανατίθενται στο συγκεκριμένο πρόσωπο ή στη συγκεκριμένη οντότητα (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2025, Amt der Tiroler Landesregierung, C-638/23, EU:C:2025:127, σκέψη 28).
112 Πράγματι, η προστασία των υποκειμένων των δεδομένων θα μειωνόταν αν το άρθρο 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ ερμηνευόταν περιοριστικώς ώστε να καλύπτει μόνον τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας που γίνεται από ορισμένο πρόσωπο, δημόσια αρχή, υπηρεσία ή φορέα ορίζονται ρητώς από το εθνικό δίκαιο, ακόμη και όταν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας προκύπτουν, κατ’ ουσίαν, από τις διατάξεις του νόμου που διέπουν τη δραστηριότητα της συγκεκριμένης οντότητας [απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2024, État belge (Επεξεργασία δεδομένων από επίσημη εφημερίδα), C-231/22, EU:C:2024:7, σκέψη 30].
113 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν πρέπει να χαρακτηρισθεί ως υπεύθυνος της επίμαχης στις υποθέσεις των κύριων δικών επεξεργασίας, ήτοι της γνωστοποίησης στην Επιθεώρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία καλύπτονται από το τραπεζικό απόρρητο, λόγω του ότι είναι εκ του νόμου αρμόδιο να χορηγεί την άδεια για την εν λόγω γνωστοποίηση.
114 Συναφώς, δυνάμει της εφαρμοστέας στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικής νομοθεσίας, η Επιθεώρηση είναι αρμόδια να διενεργεί, μεταξύ άλλων, ελέγχους όσον αφορά την ακεραιότητα και την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο των δικαστικών λειτουργών καθώς και όσον αφορά τις σχετικές με την περιουσιακή τους κατάσταση δηλώσεις. Προς τούτο, βάσει της νομοθεσίας παρέχεται στην Επιθεώρηση η δυνατότητα να ζητεί πρόσβαση στα δεδομένα που σχετίζονται με τους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαστικών λειτουργών καθώς και των μελών των οικογενειών τους. Σε περίπτωση που τα υποκείμενα των δεδομένων δεν έχουν παράσχει τη συγκατάθεσή τους για την παραχώρηση τέτοιας πρόσβασης, το εν λόγω δικαστικό όργανο διαθέτει, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, την εξουσία να ζητήσει να του χορηγηθεί προηγουμένως δικαστική άδεια για την παροχή πρόσβασης στα εν λόγω δεδομένα.
115 Προκύπτει, επομένως, ότι η εφαρμοστέα στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική νομοθεσία είναι εκείνη η οποία προσδιορίζει τον κύκλο των προσώπων και τα δεδομένα που μπορεί να τύχουν επεξεργασίας, καθορίζει τους σκοπούς της επεξεργασίας και ορίζει το αρμόδιο όργανο προς υλοποίηση των εν λόγω σκοπών, ήτοι την Επιθεώρηση. Το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας γνωστοποίησης παρεμβαίνει μόνον κατόπιν αιτήσεως της Επιθεώρησης για τους σκοπούς της άσκησης των εξουσιών που της αναθέτει το εθνικό δίκαιο και απλώς επαληθεύει εάν πληρούνται οι καθοριζόμενες από το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεις νομιμότητας. Ομοίως, η Επιθεώρηση και όχι το εν λόγω δικαστήριο αποτελεί το όργανο που καθορίζει, ανάλογα με τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες, τα πρόσωπα στα δεδομένα των οποίων επιθυμεί να έχει πρόσβαση για τους σκοπούς της εν λόγω άσκησης και σε σχέση με τα οποία υποβάλλει αίτηση για τη χορήγηση αδείας ενώπιον του δικαστηρίου.
116 Ως εκ τούτου, μολονότι στο εν λόγω δικαστήριο απόκειται να εξετάσει εάν και κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις νομιμότητας της επεξεργασίας σε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν καθορίζει αφ’ εαυτού ούτε τον σκοπό της επεξεργασίας ούτε τα πρόσωπα και δεδομένα τα οποία αυτή αφορά. Υπό τις συνθήκες αυτές, υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ, δεν είναι το εν λόγω δικαστήριο αλλά το αρμόδιο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών όργανο.
117 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί, κατόπιν αιτήσεως άλλου δικαστικού οργάνου, άδεια για την εκ μέρους τράπεζας γνωστοποίηση στο εν λόγω όργανο δεδομένων σχετικών με τους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαστικών λειτουργών και των μελών των οικογενειών τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπεύθυνος της επεξεργασίας αυτής, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.
Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
118 Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 51 του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί άδεια για τη γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο δικαστικό όργανο συνιστά εποπτική αρχή, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.
119 Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι μία ή περισσότερες ανεξάρτητες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με την παρακολούθηση της εφαρμογής του. Η σύσταση τέτοιων αρχών, η οποία προβλέπεται επίσης από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, ήτοι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη και το άρθρο 16, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του σεβασμού της προστασίας των ατόμων από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα [πρβλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-288/12, EU:C:2014:237, σκέψη 48, και γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 229].
120 Οι εν λόγω αρχές έχουν ως κύρια αποστολή, βάσει του άρθρου 51, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και ζʹ, του ΓΚΠΔ, να ελέγχουν την εφαρμογή του κανονισμού και να μεριμνούν για την τήρησή του, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη συνεκτική εφαρμογή του εντός της Ένωσης, προκειμένου να προστατεύονται οι ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων και να διευκολύνεται η ελεύθερη κυκλοφορία τέτοιων δεδομένων στο εσωτερικό της Ένωσης. Προς τον σκοπό αυτόν, διαθέτουν διάφορες εξουσίες που τους απονέμονται από το άρθρο 58 του ΓΚΠΔ [πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2023, Meta Platforms κ.λπ. (Γενικοί όροι χρήσης κοινωνικού δικτύου), C-252/21, EU:C:2023:537, σκέψη 45].
121 Τα κράτη μέλη υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 4, του ΓΚΠΔ, να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις που θεσπίζουν στο δίκαιό τους δυνάμει του κεφαλαίου VI του εν λόγω κανονισμού καθώς και κάθε επακόλουθη τροποποίησή τους, ιδίως δε τις διατάξεις που αφορούν την ή τις εποπτικές αρχές στις οποίες ανέθεσαν την αποστολή της παρακολούθησης της εφαρμογής του κανονισμού.
122 Εν προκειμένω, ουδόλως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο ότι στο αιτούν δικαστήριο ανατέθηκε, βάσει του βουλγαρικού δικαίου, η αποστολή της παρακολούθησης της εφαρμογής του ΓΚΠΔ και ότι κατέχει, συγκεκριμένα, τις εξουσίες που πρέπει να διαθέτει μια εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 58.
123 Στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 51 του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί άδεια για τη γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο δικαστικό όργανο δεν συνιστά εποπτική αρχή, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, σε περίπτωση που το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται δεν του έχει αναθέσει την παρακολούθηση της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού προκειμένου να προστατεύονται οι ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων.
Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος
124 Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα έδινε καταφατική απάντηση στο τρίτο ή στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα. Ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 117 και 123 της παρούσας αποφάσεως, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.
125 Επομένως, παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα.
Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος
126 Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί άδεια για τη γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο δικαστικό όργανο υποχρεούται, χωρίς να έχει επιληφθεί προσφυγής ασκηθείσας βάσει της εν λόγω διάταξης, να διασφαλίζει αυτεπαγγέλτως την προστασία των υποκειμένων των δεδομένων όσον αφορά την τήρηση των σχετικών με την ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διατάξεων του κανονισμού, όταν είναι γνωστό ότι το εν λόγω όργανο έχει παραβεί, στο παρελθόν, τις ως άνω σχετικές με την ασφάλεια των δεδομένων διατάξεις.
127 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το ανωτέρω προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται στο μέτρο που η κινηθείσα ενώπιόν του διαδικασία διεξάγεται χωρίς τη συμμετοχή των υποκειμένων των δεδομένων και στο μέτρο που η δικαστική άδεια για τη γνωστοποίηση των εν λόγω δεδομένων στην Επιθεώρηση τείνει να υποκαθιστά τη συγκατάθεσή τους χωρίς να είναι δεκτική προσβολής με ένδικο βοήθημα. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι, εάν απλώς προέβαινε σε μια αμιγώς τυπική εξέταση της υποβληθείσας από την Επιθεώρηση αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας, χωρίς να βεβαιωθεί ότι το εν λόγω όργανο εγγυάται την ασφάλεια των δεδομένων των υποκειμένων τους, η προβλεπόμενη στο άρθρο 79 του ΓΚΠΔ δικαστική προστασία των συγκεκριμένων προσώπων θα στερούνταν πρακτικής αποτελεσματικότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, διερωτάται εάν υποχρεούται να διασφαλίζει αυτεπαγγέλτως την τήρηση, από την Επιθεώρηση, των σχετικών με την ασφάλεια των δεδομένων κανόνων, απαιτώντας από την τελευταία να του παράσχει πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα ασφάλειας που έχουν ληφθεί δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του ΓΚΠΔ.
128 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο ΓΚΠΔ θεσπίζει ένα σύνολο ουσιαστικών και διαδικαστικών κανόνων σχετικά με την ασφάλεια των δεδομένων τους οποίους οφείλει να τηρεί ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προβλέπει δε συγχρόνως, στο κεφάλαιο VIII, τα ένδικα βοηθήματα που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των οποίων έχουν υποστεί επεξεργασία η οποία φέρεται ότι αντιβαίνει στις διατάξεις του κανονισμού αυτού και που μπορούν να ασκηθούν από τα πρόσωπα αυτά παραλλήλως και αυτοτελώς (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság, C-132/21, EU:C:2023:2, σκέψη 35).
129 Δεδομένου ότι το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο ΓΚΠΔ εξαρτάται από τα μέτρα ασφαλείας που λαμβάνουν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι εν λόγω υπεύθυνοι πρέπει να ενθαρρύνονται, καθόσον φέρουν το βάρος να αποδείξουν την καταλληλότητα των μέτρων αυτών, να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψουν πράξεις επεξεργασίας που δεν είναι σύμφωνες με τον εν λόγω κανονισμό (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2023, Natsionalna agentsia za prihodite, C-340/21, EU:C:2023:986, σκέψη 55).
130 Ο επιβαλλόμενος από τον ΓΚΠΔ έλεγχος της τήρησης των απαιτήσεων ασφάλειας εναπόκειται, αφενός, στις εποπτικές αρχές και, αφετέρου, στα εθνικά δικαστήρια τα οποία επιλαμβάνονται προσφυγής βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 1, ή του άρθρου 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.
131 Όσον αφορά τις εποπτικές αρχές, αυτές έχουν ως κύρια αποστολή, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 120 της παρούσας αποφάσεως, να ελέγχουν την εφαρμογή του ΓΚΠΔ και να μεριμνούν για την τήρησή του. Ειδικότερα, πρέπει να ενημερώνονται, δυνάμει του άρθρου 33 αυτού, για τυχόν παραβιάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκ μέρους των υπευθύνων επεξεργασίας.
132 Επιπλέον, το άρθρο 58, παράγραφοι 1 και 2, του ΓΚΠΔ παρέχει στις εν λόγω αρχές σημαντικές εξουσίες έρευνας καθώς και την εξουσία να λαμβάνουν διάφορα διορθωτικά μέτρα. Πρέπει να διευκρινιστεί, συναφώς, ότι υποχρεούνται να παρέμβουν όταν η λήψη ενός ή πλειόνων μέτρων από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 58, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ διορθωτικά μέτρα είναι, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, κατάλληλη, αναγκαία και αναλογική προκειμένου να θεραπευθεί η διαπιστωθείσα ανεπάρκεια και να διασφαλιστεί πλήρης συμμόρφωση με τον ΓΚΠΔ [απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2024, Land Hessen (Υποχρέωση ενέργειας εκ μέρους της αρχής προστασίας δεδομένων), C-768/21, EU:C:2024:785, σκέψη 42].
133 Επιπλέον, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να διαθέτουν οι εποπτικές αρχές πραγματικές εξουσίες ώστε να αναλαμβάνουν αποτελεσματικά δράση κατά των παραβάσεων του ΓΚΠΔ, ιδίως με στόχο τον τερματισμό τους, ακόμη και στις περιπτώσεις που τα υποκείμενα των δεδομένων δεν έχουν ενημερωθεί για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν ή δεν τη γνωρίζουν ή, εν πάση περιπτώσει, δεν έχουν υποβάλει καταγγελία δυνάμει του άρθρου 77, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2024, Újpesti Polgármesteri Hivatal, C-46/23, EU:C:2024:239, σκέψη 41).
134 Οι εποπτικές αρχές οφείλουν, όπως και τα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται προσφυγής δυνάμει του άρθρο 78, παράγραφος 1, ή του άρθρου 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, να βεβαιωθούν ότι τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που έχουν ληφθεί από τον υπεύθυνο επεξεργασίας είναι κατάλληλα προκειμένου να διασφαλίζεται επίπεδο ασφάλειας κατάλληλο για την αντιμετώπιση του κινδύνου, όπως απαιτεί το άρθρο 32, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, εξετάζοντας τα μέτρα αυτά κατά τρόπο συγκεκριμένο επί της ουσίας, υπό το πρίσμα όλων των κριτηρίων που μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο, καθώς και των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων που έχουν στη διάθεσή τους οι εν λόγω αρχές ή τα δικαστήρια (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2023, Natsionalna agentsia za prihodite, C‑340/21, EU:C:2023:986, σκέψεις 43 και 45, και της 28ης Νοεμβρίου 2024, Másdi, C-169/23, EU:C:2024:988, σκέψη 71).
135 Αντιθέτως, τα εθνικά δικαστήρια τα οποία δεν επιλαμβάνονται προσφυγής βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 1, ή του άρθρου 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ δεν υποχρεούνται, ελλείψει κανόνων που να τους απονέμουν ρητώς εξουσίες ελέγχου, να μεριμνούν για την τήρηση των ουσιαστικών διατάξεων του εν λόγω κανονισμού προκειμένου να διασφαλίσουν την πρακτική αποτελεσματικότητά τους.
136 Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ιδίως ως προς την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, πρέπει επίσης, προκειμένου να του δοθεί μια χρήσιμη απάντηση, να επισημανθεί ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες που διέπουν την άσκηση των μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 77, παράγραφος 1, στο άρθρο 78, παράγραφος 1, και στο άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ανταποκρίνονται πραγματικά στις απαιτήσεις που απορρέουν από το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság, C-132/21, EU:C:2023:2, σκέψη 51).
137 Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ήτοι το αρμόδιο δικαστικό όργανο στο οποίο χορηγήθηκε πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να παράσχει στα υποκείμενα των δεδομένων τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 2, του ΓΚΠΔ, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, και στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, καθόσον οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες προκειμένου τα υποκείμενα των δεδομένων να μπορούν να ασκήσουν, ενδεχομένως, τα δικαιώματα που τους απονέμει ο κανονισμός, και ιδίως το δικαίωμά τους να αντιταχθούν στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 21 του ΓΚΠΔ, καθώς και το δικαίωμά τους να ασκήσουν αγωγή σε περίπτωση ζημίας, το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 79 και 82 αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, Pankki S, C-579/21, EU:C:2023:501, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
138 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 79, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί άδεια για τη γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο δικαστικό όργανο δεν υποχρεούται, όταν δεν επιλαμβάνεται προσφυγής ασκηθείσας βάσει της ως άνω διάταξης, να διασφαλίζει αυτεπαγγέλτως την προστασία των υποκειμένων των δεδομένων όσον αφορά την τήρηση των σχετικών με την ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διατάξεων του κανονισμού, ακόμη και όταν είναι γνωστό ότι το εν λόγω όργανο έχει παραβεί, στο παρελθόν, τις ως άνω σχετικές με την ασφάλεια των δεδομένων διατάξεις.
Επί των δικαστικών εξόδων
139 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
έχει την έννοια ότι:
η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών αντιτίθεται στην πρακτική κράτους μέλους κατά την οποία τα μέλη δικαστικού οργάνου του εν λόγω κράτους μέλους, τα οποία εκλέγονται από το εθνικό κοινοβούλιο για θητεία ορισμένου χρόνου και τα οποία είναι αρμόδια να ελέγχουν τη δραστηριότητα των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, την ακεραιότητά τους και την απουσία σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό τους, καθώς και να προτείνουν σε άλλο δικαστικό όργανο την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας με σκοπό την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος των δικαστικών λειτουργών, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά το πέρας της καθοριζόμενης στο Σύνταγμα του συγκεκριμένου κράτους μέλους νόμιμης διάρκειας της θητείας τους, έως ότου το εθνικό κοινοβούλιο εκλέξει νέα μέλη, χωρίς η παράταση της θητείας που έχει λήξει να ερείδεται σε ρητή νομική βάση κατά το εθνικό δίκαιο περιλαμβάνουσα σαφείς και συγκεκριμένους κανόνες δυνάμενους να ρυθμίζουν την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων και χωρίς να διασφαλίζεται ότι η παράταση είναι, στην πράξη, χρονικώς περιορισμένη.
2) Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων),
έχει την έννοια ότι:
η γνωστοποίηση σε άλλο δικαστικό όργανο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία προστατεύονται από το τραπεζικό απόρρητο και τα οποία αφορούν δικαστικούς λειτουργούς καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, προς τον σκοπό της εξακρίβωσης των δηλώσεων τις οποίες υποβάλλουν οι εν λόγω δικαστικοί λειτουργοί σχετικά με την περιουσιακή τους κατάσταση, καθώς και με εκείνη των μελών της οικογένειάς τους, και οι οποίες δημοσιεύονται, συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εμπίπτουσα στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.
3) Το άρθρο 4, σημείο 7, του κανονισμού 2016/679
έχει την έννοια ότι:
δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί, κατόπιν αιτήσεως άλλου δικαστικού οργάνου, άδεια για την εκ μέρους τράπεζας γνωστοποίηση στο εν λόγω όργανο δεδομένων σχετικών με τους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαστικών λειτουργών και των μελών των οικογενειών τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπεύθυνος της επεξεργασίας αυτής, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.
4) Το άρθρο 51 του κανονισμού 2016/679
έχει την έννοια ότι:
δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί άδεια για τη γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο δικαστικό όργανο δεν συνιστά εποπτική αρχή, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, σε περίπτωση που το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται δεν του έχει αναθέσει την παρακολούθηση της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού προκειμένου να προστατεύονται οι ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων.
5) Το άρθρο 79, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/679, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,
έχει την έννοια ότι:
δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να χορηγεί άδεια για τη γνωστοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο δικαστικό όργανο δεν υποχρεούται, όταν δεν επιλαμβάνεται προσφυγής ασκηθείσας βάσει της ως άνω διάταξης, να διασφαλίζει αυτεπαγγέλτως την προστασία των υποκειμένων των δεδομένων όσον αφορά την τήρηση των σχετικών με την ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διατάξεων του κανονισμού, ακόμη και όταν είναι γνωστό ότι το εν λόγω όργανο έχει παραβεί, στο παρελθόν, τις ως άνω σχετικές με την ασφάλεια των δεδομένων διατάξεις.
(υπογραφές)