ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)
της 27ης Μαρτίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής – Κανονισμός (ΕΚ) 4/2009 – Διατροφές επιδικασθείσες με απόφαση δικαστηρίου τρίτου κράτους – Δικαιούχοι διατροφής οι οποίοι διαμένουν στο ως άνω τρίτο κράτος και οι οποίοι έχουν είτε μόνον την ιθαγένεια του τρίτου κράτους είτε τη συγκεκριμένη ιθαγένεια και την ιθαγένεια κράτους μέλους – Υπόχρεος διατροφής ο οποίος είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους και έχει τη συνήθη διαμονή του εντός του κράτους αυτού – Αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση της ως άνω αποφάσεως ασκηθείσα από τον υπόχρεο διατροφής ενώπιον δικαστηρίου του συγκεκριμένου κράτους μέλους – Καθορισμός του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου »
Στην υπόθεση C‑67/24 [Amozov] (i),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Ιανουαρίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
R. K.
κατά
K. Ch.,
D. K.,
E. K.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),
συγκείμενο από τους S. Rodin, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra και O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις P. Barros da Costa, J. Ramos, V. Sequeira και M. Vara,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την E. Rousseva και τον W. Wils,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 15, καθώς και των άρθρων 3 και 6 έως 8 του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (ΕΕ 2009, L 7, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2016, L 305, σ. 38, και ΕΕ 2017, L 4, σ. 116).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, του R. K. και, αφετέρου, της K. Ch., πρώην συζύγου του, και των τέκνων του, D. K. και E. K., σχετικά με μεταρρύθμιση αποφάσεως δικαστηρίου τρίτου κράτους περί καθορισμού του ύψους διατροφών.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 11 και 15 έως 17 του κανονισμού 4/2009 έχουν ως εξής:
«(9) Ο δικαιούχος διατροφής θα πρέπει να είναι σε θέση να επιτυγχάνει εύκολα, σε ένα κράτος μέλος, απόφαση που θα είναι αυτομάτως εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία.
(10) Για την επίτευξη του στόχου αυτού, είναι σκόπιμη η θέσπιση κοινοτικής πράξης σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής που θα συγκεντρώνει τις διατάξεις για τη σύγκρουση δικαιοδοσίας, τη σύγκρουση νόμων, την αναγνώριση και την εκτελεστότητα, την εκτέλεση των αποφάσεων, τη νομική αρωγή και τη συνεργασία μεταξύ κεντρικών αρχών.
(11) Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εκτείνεται σε όλες τις υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις, σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας, και τούτο με στόχο την εγγύηση ίσης μεταχείρισης μεταξύ όλων των δικαιούχων διατροφής. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια της “υποχρέωσης διατροφής” θα πρέπει να ερμηνεύεται αυτόνομα.
[…]
(15) Για να διασφαλισθούν τα συμφέροντα των δικαιούχων διατροφής και να ευνοηθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να προσαρμοσθούν οι κανόνες οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία, όπως απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 [του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1)]. Η συνήθης διαμονή του εναγομένου σε τρίτο κράτος δεν θα πρέπει πλέον να αποκλείει την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων δικαιοδοσίας, και δεν θα πρέπει πλέον να προβλέπεται παραπομπή στους κανόνες δικαιοδοσίας του εθνικού δικαίου. Ενδείκνυται, συνεπώς, να καθορισθεί στον παρόντα κανονισμό σε ποια περίπτωση η δικαστική αρχή κράτους μέλους μπορεί να ασκεί επικουρική δικαιοδοσία.
(16) Προκειμένου να θεραπεύονται, ειδικότερα, καταστάσεις αρνησιδικίας, ενδείκνυται επίσης να προβλεφθεί στον παρόντα κανονισμό φόρουμ necessitatis που θα επιτρέπει σε δικαστήριο κράτους μέλους, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εκδικάζει διαφορά που παρουσιάζει στενή σχέση με τρίτο κράτος. Τέτοια εξαιρετική περίπτωση μπορεί, ενδεχομένως, να προκύψει όταν είναι ανέφικτη η κίνηση διαδικασίας στο οικείο τρίτο κράτος, παραδείγματος χάριν λόγω εμφυλίου πολέμου, ή όταν δεν μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι ο ενάγων θα κινήσει ή θα διεξαγάγει διαδικασία στο κράτος αυτό. Η εν λόγω δικαιοδοσία που βασίζεται στο φόρουμ necessitatis μπορεί, ωστόσο, να ασκηθεί μόνον όταν η διαφορά παρουσιάζει επαρκή σχέση με το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, όπως παραδείγματος χάριν η ιθαγένεια ενός εκ των διαδίκων.
(17) Θα πρέπει να προβλεφθεί συμπληρωματικός κανόνας δικαιοδοσίας, ο οποίος θα ορίζει ότι, πλην ειδικών συνθηκών, ο υπόχρεος διατροφής δεν δικαιούται να κινήσει διαδικασία για την τροποποίηση υπάρχουσας απόφασης περί διατροφής ή την έκδοση νέας απόφασης παρά μόνο στο κράτος στο οποίο ο δικαιούχος είχε τη συνήθη διαμονή του κατά την έκδοση της απόφασης και στο οποίο εξακολουθεί να την έχει. Προκειμένου να εξασφαλισθεί καλή διάρθρωση μεταξύ της σύμβασης [για την είσπραξη, σε διεθνές επίπεδο, απαιτήσεως διατροφής παιδιών και άλλων μορφών οικογενειακής διατροφής, που συνήφθη στις 23 Νοεμβρίου 2007 στη Χάγη (στο εξής: Σύμβαση της Χάγης του 2007)] και του παρόντος κανονισμού, ο κανόνας αυτός θα πρέπει να εφαρμόζεται και στις αποφάσεις τρίτου κράτους, μέρους της σύμβασης, στο βαθμό που η σύμβαση έχει τεθεί σε ισχύ στις σχέσεις μεταξύ του οικείου κράτους και της Κοινότητας και καλύπτει τις αυτές υποχρεώσεις διατροφής στο οικείο κράτος και στην Κοινότητα.»
4 Το άρθρο 1 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας.»
5 Το άρθρο 2 του κανονισμού φέρει τον τίτλο «Ορισμοί» και ορίζει στην παράγραφο 1, σημείο 1, τα ακόλουθα:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:
1) “απόφαση”: απόφαση για θέματα υποχρεώσεων διατροφής, εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους […]».
6 Το άρθρο 3 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», ορίζει τα εξής:
«Σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει:
α) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου, ή
β) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής, ή
γ) το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η δικαιοδοσία αυτή βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων, ή
δ) το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με τη γονική μέριμνα, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η διεθνής δικαιοδοσία βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων.»
7 Το άρθρο 4 του κανονισμού 4/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρέκταση [διεθνούς δικαιοδοσίας]», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι το ακόλουθο δικαστήριο ή τα ακόλουθα δικαστήρια κράτους μέλους έχει (έχουν) διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση των διαφορών σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν μεταξύ τους:
[…]».
8 Κατά το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία που βασίζεται στην παράσταση του εναγομένου ενώπιον του δικαστηρίου»:
«Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, εάν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας.»
9 Το άρθρο 6 του κανονισμού φέρει τον τίτλο «Συντρέχουσα διεθνής δικαιοδοσία» και προβλέπει τα εξής:
«Όταν κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3, 4 και 5, και κανένα δικαστήριο κράτους μέρους της σύμβασης [για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπογράφηκε στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007 (στο εξής: Σύμβαση του Λουγκάνο) και της οποίας η σύναψη εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2009/430/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008 (ΕΕ 2009, L 147, σ. 1)] που δεν είναι κράτος μέλος δεν [έχει διεθνή δικαιοδοσία] δυνάμει των διατάξεων της εν λόγω σύμβασης, [διεθνή δικαιοδοσία έχουν] τα δικαστήρια του κράτους μέλους της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων.»
10 Το άρθρο 7 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναγκαστική δικαιοδοσία (Forum necessitatis)», ορίζει τα ακόλουθα:
«Όταν κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3, 4, 5 και 6, τα δικαστήρια κράτους μέλους μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιλαμβάνονται της διαφοράς, εφόσον δεν είναι ευλόγως δυνατή ή είναι ανέφικτη η έναρξη ή η διεξαγωγή διαδικασίας σε τρίτο κράτος με το οποίο η διαφορά παρουσιάζει στενό σύνδεσμο.
Πρέπει να υπάρχει επαρκής σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου.»
11 Το άρθρο 8 του κανονισμού 4/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιορισμός άσκησης αγωγών», ορίζει τα εξής:
«1. Όταν εκδίδεται απόφαση σε κράτος μέλος ή κράτος μέρος της σύμβασης της Χάγης του 2007 στο οποίο ο δικαιούχος διατροφής έχει τη συνήθη διαμονή του, δεν είναι δυνατόν να επιδιωχθεί από τον υπόχρεο διατροφής η τροποποίηση της απόφασης ή η έκδοση νέας απόφασης σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον ο δικαιούχος διατηρεί τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση.
2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται:
α) όταν οι διάδικοι έχουν συμφωνήσει σύμφωνα με το άρθρο 4 ότι έχουν διεθνή δικαιοδοσία τα δικαστήρια του άλλου αυτού κράτους μέλους,
β) όταν ο δικαιούχος διατροφής υποβάλλεται στη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του άλλου αυτού κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 5,
γ) όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέρους της σύμβασης της Χάγης του 2007 που αποτελεί το κράτος προέλευσης αδυνατεί ή αρνείται να ασκήσει διεθνή δικαιοδοσία για την τροποποίηση της απόφασης ή την έκδοση νέας απόφασης, ή
δ) όταν η εκδοθείσα απόφαση στο κράτος μέρος της σύμβασης της Χάγης του 2007 που αποτελεί το κράτος προέλευσης δεν μπορεί να αναγνωρισθεί ή να κηρυχθεί εκτελεστή στο κράτος μέλος στο οποίο επίκειται διαδικασία για την τροποποίηση της απόφασης ή την έκδοση νέας απόφασης.»
Το βουλγαρικό δίκαιο
12 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία 1 και 2, του Kodeks na mezhdunarodnoto chastno pravo (κώδικα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου) προβλέπει τα εξής:
«(1) Τα βουλγαρικά δικαστήρια και λοιπές αρχές έχουν διεθνή δικαιοδοσία σε περίπτωση κατά την οποία:
1. ο εναγόμενος ή καθού έχει τη συνήθη διαμονή του, την καταστατική ή την πραγματική έδρα του στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας·
2. ο ενάγων ή αιτών είναι Βούλγαρος υπήκοος ή νομικό πρόσωπο βουλγαρικού δικαίου.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13 Ο R. K., Βούλγαρος υπήκοος, είχε συνάψει γάμο με την K. Ch., η οποία έχει την καναδική ιθαγένεια. Απέκτησαν δύο τέκνα, την D. K. και τον E. K., τα οποία έχουν τόσο την καναδική όσο και τη βουλγαρική ιθαγένεια.
14 Το 2017 το Cour supérieure de la province du Québec, division des affaires familiales, district de Terrebonne (Ανώτερο Δικαστήριο της Επαρχίας του Κεμπέκ, τμήμα οικογενειακών διαφορών, δικαστική περιφέρεια της Terrebonne, Καναδάς) εξέδωσε απόφαση διαζυγίου των R. K. και K. Ch., με την οποία αποφάνθηκε και επί της γονικής μέριμνας. Με την εν λόγω απόφαση, το συγκεκριμένο δικαστήριο επέβαλε στον ενάγοντα της κύριας δίκης υποχρέωση να καταβάλλει σε καθένα εκ των ως άνω δύο τέκνων διατροφή ύψους 613,75 καναδικών δολαρίων (CAD) (περίπου 407 ευρώ) και στην πρώην σύζυγό του διατροφή ύψους 2 727,50 CAD (περίπου 1 809 ευρώ).
15 Ο ενάγων της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση των ως άνω επιδικασθεισών διατροφών, προκειμένου να μειωθεί το ποσό της διατροφής ενός εκ των λόγω τέκνων, το οποίο εξακολουθεί να είναι ανήλικο, καθώς και να παύσουν οι υποχρεώσεις διατροφής της πρώην συζύγου και του ετέρου τέκνου, το οποίο έχει ενηλικιωθεί. Κατά την ημερομηνία ασκήσεως της εν λόγω αγωγής, ο ενάγων της κύριας δίκης διέμενε στη Σόφια (Βουλγαρία), ενώ οι εναγόμενοι της κύριας δίκης διέμεναν στον Καναδά.
16 Προς στήριξη της ως άνω αγωγής, ο ενάγων της κύριας δίκης διευκρίνισε ότι είχε ζητήσει την κίνηση πτωχευτικής διαδικασίας στον Καναδά και ότι η πτώχευση είχε κηρυχθεί στις 21 Ιουνίου 2018 με βεβαίωση απαλλαγής από τα χρέη του, η οποία είχε εκδοθεί από εγκεκριμένο εκκαθαριστή, καθώς και ότι εγκατέλειψε τον Καναδά το 2019 προκειμένου να εγκατασταθεί στη Σόφια. Επισήμανε επίσης ότι είναι άνεργος από τα τέλη του 2018 και ότι δεν διαθέτει ούτε κινητή ούτε ακίνητη περιουσία.
17 Το Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείο Σόφιας) διέταξε τη μέσω δικαστικής συνδρομής επίδοση των σχετικών δικαστικών πράξεων στους εναγομένους της κύριας δίκης, στην ευρισκόμενη στον Καναδά διεύθυνση η οποία μνημονευόταν στη δικογραφία. Δεδομένου ότι αυτοί δεν ευρέθησαν στην εν λόγω διεύθυνση, κλήθηκαν διά της θυροκολλήσεως ειδοποιήσεως στην καταχωρισμένη στη Βουλγαρία διεύθυνσή τους επικοινωνίας, ορίσθηκε δε ειδικός εκπρόσωπός τους.
18 Με το υπόμνημα αντικρούσεως που υπέβαλε ο ως άνω εκπρόσωπος, υποστηρίχθηκε ότι τα βουλγαρικά δικαστήρια στερούνταν διεθνούς δικαιοδοσίας να επιληφθούν της αγωγής με αίτημα τη μεταρρύθμιση των επίμαχων υποχρεώσεων διατροφής, επειδή οι εναγόμενοι της κύριας δίκης, οι οποίοι είναι δικαιούχοι διατροφής, δεν είχαν τη συνήθη διαμονή τους στη Βουλγαρία.
19 Με διάταξη της 6ης Μαρτίου 2023, το Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείο Σόφιας) περάτωσε τη δίκη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των βουλγαρικών δικαστηρίων. Το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε, βασιζόμενο ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 4/2009, ότι ο συγκεκριμένος κανονισμός αποτελεί νομοθέτημα γενικής ισχύος και ότι, ως εκ τούτου, τυγχάνει εφαρμογής στις σχέσεις με τρίτα κράτη, όπως είναι ο Καναδάς.
20 Ο ενάγων της κύριας δίκης προσέβαλε την ως άνω διάταξη ενώπιον του Sofiyski gradski sad (δικαστηρίου περιφέρειας του Δήμου Σόφιας, Βουλγαρία). Με διάταξη της 1ης Αυγούστου 2023, το εν λόγω δικαστήριο εξαφάνισε την ως άνω διάταξη του Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείου Σόφιας) και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του δεύτερου με σκοπό την επανάληψη της διαδικασίας.
21 Προς αιτιολόγηση της διατάξεως περί εξαφανίσεως της πρωτόδικης διατάξεως, το Sofiyski gradski sad (δικαστήριο περιφέρειας του Δήμου Σόφιας) έκρινε, πρώτον, ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στα άρθρα 3 επ. του κανονισμού 4/2009 δεν έχουν εφαρμογή στις σχέσεις με τρίτα κράτη. Δεύτερον, το συγκεκριμένο δικαστήριο επισήμανε ότι η αιτιολογική σκέψη 15 του εν λόγω κανονισμού αφορά τις αγωγές που ασκούν οι δικαιούχοι διατροφής και όχι εκείνες των υπόχρεων διατροφής και ότι η προμνημονευθείσα αιτιολογική σκέψη δεν πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού, με το οποίο θεσπίζονται γενικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά με το άρθρο 6 του κανονισμού, το οποίο διέπει τη συντρέχουσα δικαιοδοσία. Τρίτον, το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πρώην σύζυγος του ενάγοντος της κύριας δίκης, η οποία είναι υπήκοος Καναδά, δεν υπόκειται στο δίκαιο της Ένωσης. Τέταρτον, το ίδιο δικαστήριο επισήμανε ότι, ελλείψει συνθήκης στον τομέα των υποχρεώσεων διατροφής μεταξύ της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και του Καναδά, οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης δεν διέπονται από το διεθνές δίκαιο. Κατά συνέπεια, το Sofiyski gradski sad (δικαστήριο περιφέρειας του Δήμου Σόφιας) έκρινε ότι θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία των βουλγαρικών δικαστηρίων λόγω της βουλγαρικής ιθαγένειας του ενάγοντος της κύριας δίκης, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
22 Το Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείο Σόφιας) επισημαίνει ότι δεν συμφωνεί με την ερμηνεία την οποία προέκρινε το Sofiyski gradski sad (δικαστήριο περιφέρειας του Δήμου Σόφιας) και ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα ενδεχόμενης μη τηρήσεως των διατάξεων του κανονισμού 4/2009 σε περίπτωση εκδικάσεως της διαφοράς σύμφωνα με τις δεσμευτικές οδηγίες του δεύτερου δικαστηρίου.
23 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται συναφώς, κατά πρώτον, αν το Sofiyski gradski sad (δικαστήριο περιφέρειας του Δήμου Σόφιας) έκρινε ορθώς κατά νόμον ότι η αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 4/2009 αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού τις σχέσεις μεταξύ των προσώπων που διαμένουν εντός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπηκόων τρίτων κρατών.
24 Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επί του ζητήματος αν αγωγή για τη μεταρρύθμιση αποφάσεως με την οποία καθορίσθηκε το ύψος διατροφών, προκειμένου, εν μέρει, να μειωθεί το ποσό των εν λόγω διατροφών και, εν μέρει, να παύσουν ορισμένες εκ των υποχρεώσεων διατροφής, εμπίπτει στην έννοια της «αιτήσεως διατροφής», η οποία είναι ουσιώδης για τον καθορισμό του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 4/2009. Το ως άνω δικαστήριο επισημαίνει ότι μπορεί να υφίστανται συναφώς αμφιβολίες λόγω του σκοπού προστασίας των δικαιούχων διατροφής ο οποίος επισημαίνεται με τις αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 11 του κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινισθεί αν οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας τους οποίους προβλέπει ο κανονισμός, εξαιρουμένου του κανόνα που θεσπίζεται με το άρθρο 8 του κανονισμού, τον οποίο θεωρεί μη έχοντα εν προκειμένω εφαρμογή καθόσον ο Καναδάς είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007 μόνον από 1ης Φεβρουαρίου 2024, τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση μεταρρυθμιστικών αγωγών.
25 Σε περίπτωση που κριθεί ότι οι ως άνω αγωγές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται με τον κανονισμό 4/2009, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατά τρίτον, αν η κατά το άρθρο 6 του κανονισμού συντρέχουσα δικαιοδοσία έχει εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία δύο εκ των εναγομένων της κύριας δίκης έχουν, εκτός της κοινής ιθαγένειας με τον ενάγοντα της κύριας δίκης, την ιθαγένεια τρίτου κράτους.
26 Τέλος, κατά τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μπορεί να κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει του «forum necessitatis», σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού.
27 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει η αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού [4/2009] την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων που επιλαμβάνονται αγωγών διατροφής για πρόσωπα που έχουν τη συνήθη διαμονή τους σε τρίτο κράτος (εν προκειμένω στον Καναδά) καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο και όχι από τον [εν λόγω] κανονισμό;
2) Έχουν τα άρθρα 3 και 8 του κανονισμού [4/2009] την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομολογία κατά την οποία ο όρος της “αίτησης διατροφής” δεν καταλαμβάνει αγωγή με αίτημα τη μείωση διατροφής και ότι τα άρθρα 3 έως 6 του κανονισμού εφαρμόζονται μόνον σε αγωγές χορηγήσεως διατροφής;
3) Έχει το άρθρο 6 του κανονισμού [4/2009] την έννοια ότι ο όρος “κοινή ιθαγένεια” καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις στις οποίες ένας ή περισσότεροι διάδικοι έχουν διπλή ιθαγένεια ή καταλαμβάνει μόνον τις περιπτώσεις απολύτως ίδιας ιθαγένειας;
4) Έχει το άρθρο 7 του κανονισμού [4/2009] την έννοια ότι δεν επιτρέπει να γίνει δεκτό ότι συντρέχει “εξαιρετική περίπτωση” όταν ο υπόχρεος διατροφής ασκεί αγωγή με αίτημα τη μείωση της διατροφή και ο δικαιούχος διατροφής έχει τη συνήθη διαμονή του σε τρίτο κράτος και δεν έχει άλλο σύνδεσμο με την Ένωση εκτός από την ιθαγένειά του;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
28 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, εναπόκειται στο Δικαστήριο να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον είναι αναγκαίο, να αναδιατυπώσει τα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, το εθνικό δικαστήριο έχει διατυπώσει τα προδικαστικά του ερωτήματα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία ενδέχεται να του είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του, ανεξαρτήτως αν στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα γίνεται μνεία των σχετικών στοιχείων. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο Δικαστήριο να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του εξέθεσε το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης τα οποία χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Herbaria Kräuterparadies, C‑240/23, EU:C:2024:852, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
29 Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν, αφενός, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4/2009, στο μέτρο που, με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση αποφάσεως σχετικής με υποχρεώσεις διατροφής, η οποία αποσκοπεί, εν μέρει, στη μείωση του ύψους διατροφής και, εν μέρει, στην παύση των επίμαχων υποχρεώσεων και η οποία ασκείται από τον υπόχρεο κατά των δικαιούχων διατροφής που έχουν τη συνήθη διαμονή τους σε τρίτο κράτος το οποίο δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007, εμπίπτει, όπως και μια αγωγή για την έκδοση τέτοιας αποφάσεως, στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που αυτός προβλέπει. Αφετέρου, σε περίπτωση που ο κανονισμός κριθεί εφαρμοστέος εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία ορισμένων εκ των εν λόγω κανόνων προκειμένου να κρίνει αν έχει διεθνή δικαιοδοσία, βάσει του κανονισμού, να επιληφθεί αγωγής όπως είναι αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης.
30 Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθούν από κοινού το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία αφορούν το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4/2009, και, εν συνεχεία, να εξετασθούν διαδοχικώς το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία αφορούν τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 6 και 7 του εν λόγω κανονισμού.
Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
31 Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 15 του εν λόγω κανονισμού, έχει την έννοια ότι αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση αποφάσεως περί υποχρεώσεων διατροφής εκδοθείσας από δικαστήριο τρίτου κράτους που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007, η οποία αποσκοπεί, εν μέρει, στη μείωση του ύψους διατροφής και, εν μέρει, στην παύση των επίμαχων υποχρεώσεων και η οποία ασκείται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους από τον υπόχρεο, ο οποίος έχει την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχει τη συνήθη διαμονή του εντός του κράτους αυτού, κατά των δικαιούχων των εν λόγω υποχρεώσεων διατροφής οι οποίοι έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο ως άνω τρίτο κράτος και εκ των οποίων ένας έχει μόνον την ιθαγένεια του συγκεκριμένου τρίτου κράτους, ενώ οι λοιποί έχουν την ιθαγένεια τόσο του τρίτου κράτους όσο και εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.
32 Κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, ο κανονισμός 4/2009 έχει εφαρμογή στις «υποχρεώσεις διατροφής» που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας.
33 Κατά την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού, «[η] συνήθης διαμονή του εναγομένου σε τρίτο κράτος δεν θα πρέπει πλέον να αποκλείει την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων δικαιοδοσίας».
34 Ως εκ τούτου, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 15 του εν λόγω κανονισμού, προκύπτει ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο κανονισμός είναι γενικής ισχύος στο μέτρο που μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας δικαστηρίου τρίτου κράτους και ότι ο κανονισμός έχει εφαρμογή στις «υποχρεώσεις διατροφής», χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των αγωγών για τη χορήγηση διατροφής και την αύξηση του ποσού της διατροφής και, αφετέρου, των αγωγών για τη μεταρρύθμιση υποχρεώσεων διατροφής με αίτημα τη μείωση των ποσών αυτών ή την κατάργηση των εν λόγω υποχρεώσεων τις οποίες ασκούν οι υπόχρεοι.
35 Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την οικονομία του κανονισμού 4/2009.
36 Πράγματι, ο κανονισμός προβλέπει, στο κεφάλαιό του II το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία», το σύνολο των εφαρμοστέων κανόνων για τον καθορισμό του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, ενώ με την αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού διευκρινίζεται ότι δεν χωρεί πλέον παραπομπή στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του εθνικού δικαίου, καθόσον πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι κανόνες εκ του εν λόγω κανονισμού ρυθμίζουν το ζήτημα εξαντλητικώς [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, R (Διεθνής δικαιοδοσία επί γονικής μέριμνας και υποχρέωσης διατροφής), C‑468/18, EU:C:2019:666, σκέψη 42].
37 Όσον αφορά, ειδικότερα, το ζήτημα αν αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση αποφάσεως περί υποχρεώσεων διατροφής εκδοθείσας από δικαστήριο τρίτου κράτους που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007, η οποία ασκείται από το πρόσωπο που υπέχει την οικεία υποχρέωση, εμπίπτει, όπως και μια αγωγή με αίτημα τη χορήγηση διατροφής, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4/2009, και, συνεπώς, των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται με τα άρθρα 3 έως 7 του εν λόγω κανονισμού, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι, όπως μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού, η έννοια της «υποχρεώσεως διατροφής» αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης.
38 Κατά δεύτερον, στον κανονισμό 4/2009 μνημονεύεται κατά σύστημα ο όρος «υποχρεώσε[ις] διατροφής». Συγκεκριμένα, επί παραδείγματι, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού ορίζεται η έννοια της «απόφασης» ως απόφαση για θέματα «υποχρεώσεων διατροφής», οι κανόνες περί γενικής διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο άρθρο 3 του κανονισμού έχουν ως σκοπό τον καθορισμό των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία για να αποφαίνονται σε θέματα «υποχρεώσεων διατροφής» και, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού, οι διάδικοι μπορούν να επιλέξουν δικαστήριο το οποίο θα έχει βάσει της συμφωνίας τους διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση των διαφορών σε θέματα «υποχρεώσεων διατροφής».
39 Κατά τρίτον, μολονότι ο κανονισμός 4/2009 διακρίνει μεταξύ δικαιούχων και υπόχρεων διατροφής, εντούτοις σ’ αυτόν μνημονεύεται και η έννοια του «εναγομένου», ανεξαρτήτως αν ο εν λόγω εναγόμενος είναι δικαιούχος ή υπόχρεος διατροφής. Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού μνημονεύεται η συνήθης διαμονή του «εναγομένου» σε τρίτο κράτος, στο δε άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού προβλέπεται ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του τόπου της συνήθους διαμονής του «εναγομένου».
40 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι το άρθρο 3 του ως άνω κανονισμού παρέχει στον δικαιούχο διατροφής τη δυνατότητα, «όταν ενεργεί ως ενάγων», να ασκήσει την αγωγή του επιλέγοντας άλλες βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας και όχι την προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο 3, στοιχείο αʹ [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, R (Διεθνής δικαιοδοσία επί γονικής μέριμνας και υποχρέωσης διατροφής), C‑468/18, EU:C:2019:666, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
41 Κατά συνέπεια, αγωγή με αντικείμενο αίτημα μεταρρυθμίσεως αποφάσεως σχετικής με υποχρεώσεις διατροφής, η οποία ασκείται από τον υπόχρεο και στο πλαίσιο της οποίας ο δικαιούχος είναι εναγόμενος, αποτελεί αγωγή «σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής» και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 4/2009 όπως και μια αγωγή με αντικείμενο αίτημα χορηγήσεως διατροφής, ασκηθείσα από τον δικαιούχο διατροφής.
42 Το γεγονός ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009 αφορά την ειδική περίπτωση αγωγής μεταρρυθμίσεως αποφάσεως σχετικής με υποχρεώσεις διατροφής η οποία εκδόθηκε σε κράτος μέλος ή σε κράτος το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007 και εντός του οποίου ο δικαιούχος έχει τη συνήθη διαμονή του δεν καθιστά δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση αποφάσεως σχετικής με υποχρεώσεις διατροφής εκδοθείσας από δικαστήριο τρίτου κράτους που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω Σύμβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου κανονισμού.
43 Συνεπώς, σε περιπτώσεις διαφορετικές από εκείνη την οποία αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009, το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί τέτοιας αγωγής θα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας τους οποίους προβλέπουν τα άρθρα 3 έως 7 του κανονισμού.
44 Η ως άνω ερμηνεία ανταποκρίνεται στον σκοπό προστασίας του δικαιούχου διατροφής, ο οποίος επιδιώκεται με τον κανονισμό 4/2009. Πράγματι, κατ’ εφαρμογήν των κανόνων γενικής διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται με το άρθρο 3 του κανονισμού, η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου το οποίο καλείται να επιληφθεί αγωγής με αίτημα τη μεταρρύθμιση αποφάσεως σχετικής με υποχρέωση διατροφής που δεν είναι παρεπόμενης αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση ή τη γονική μέριμνα θα θεμελιωθεί βάσει του κριτηρίου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου, είτε σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, σε περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος είναι εναγόμενος, είτε σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, σε περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος ενεργεί ως ενάγων.
45 Εν προκειμένω, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, ο Καναδάς δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007. Ωστόσο, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, μολονότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009 δεν πληρούνται στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αίτημα μεταρρυθμίσεως των υποχρεώσεων διατροφής που καθορίσθηκαν με την εν λόγω απόφαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο θα έπρεπε να διακριβώσει αν έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί του εν λόγω αιτήματος εξετάζοντας διαδοχικώς αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3 του κανονισμού και, ενδεχομένως, εκείνες των άρθρων 6 και 7 του ίδιου κανονισμού.
46 Επιπλέον, όσον αφορά τις βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο άρθρο 3 του κανονισμού 4/2009, επισημαίνεται ότι το εν λόγω άρθρο 3, στοιχεία γʹ και δʹ, δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή, δεδομένου ότι το υπό κρίση αίτημα μεταρρυθμίσεως δεν είναι παρεπόμενο ούτε αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση ούτε αγωγής σχετικά με τη γονική μέριμνα. Το αιτούν δικαστήριο δεν φαίνεται να μπορεί να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του ούτε στο εν λόγω άρθρο 3, στοιχεία αʹ και βʹ. Πράγματι, η διάταξη αυτή παραπέμπει είτε στο δικαστήριο του τόπου συνήθους διαμονής του εναγομένου είτε σε εκείνο του τόπου συνήθους διαμονής του δικαιούχου, ήτοι, εν προκειμένω, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, του Καναδά.
47 Λαμβανομένου υπόψη του ως άνω σκεπτικού, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 15 του εν λόγω κανονισμού, έχει την έννοια ότι αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση αποφάσεως περί υποχρεώσεων διατροφής εκδοθείσας από δικαστήριο τρίτου κράτους που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007, η οποία αποσκοπεί, εν μέρει, στη μείωση του ύψους διατροφής και, εν μέρει, στην παύση των επίμαχων υποχρεώσεων και η οποία ασκείται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους από τον υπόχρεο, ο οποίος είναι υπήκοος του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχει τη συνήθη διαμονή εντός του κράτους αυτού, κατά των δικαιούχων των εν λόγω υποχρεώσεων διατροφής οι οποίοι έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο ως άνω τρίτο κράτος και εκ των οποίων ένας έχει μόνον την ιθαγένεια του συγκεκριμένου τρίτου κράτους, ενώ οι λοιποί έχουν την ιθαγένεια τόσο του τρίτου κράτους όσο και εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.
Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
48 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6 του κανονισμού 4/2009 έχει την έννοια ότι ο κανόνας περί συντρέχουσας διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενοι έχουν, εκτός της ιθαγένειας του κράτους μέλους του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, και την ιθαγένεια τρίτου κράτους.
49 Με το άρθρο 6 του κανονισμού 4/2009 θεμελιώνεται συντρέχουσα διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων, σε περίπτωση κατά την οποία κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3 έως 5 του κανονισμού και κατά την οποία κανένα δικαστήριο κράτους μέρους της Συμβάσεως του Λουγκάνο που δεν είναι κράτος μέλος δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει των διατάξεων της εν λόγω Συμβάσεως.
50 Επισημαίνεται συναφώς ότι το εν λόγω άρθρο 6 ουδόλως παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών προκειμένου να καθορισθεί το ακριβές περιεχόμενο της έννοιας της «κοινής ιθαγένειας» και ουδόλως διακρίνει αναλόγως αν πρόσωπο διαθέτει μία ή πλείονες ιθαγένειες, δεδομένου ότι η μόνη προϋπόθεση που απαιτείται για την εφαρμογή της βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας την οποία προβλέπει το άρθρο 6 συνίσταται στην κοινή ιθαγένεια των διαδίκων.
51 Εν προκειμένω, στο μέτρο που ο ενάγων της κύριας δίκης και τα τέκνα του έχουν κοινή ιθαγένεια, συγκεκριμένα δε τη βουλγαρική, ο συγκεκριμένος σύνδεσμος μπορεί να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου το οποίο έχει επιληφθεί των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης αιτημάτων έναντι των εν λόγω τέκνων, βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 4/2009. Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας για να επιληφθεί του αιτήματος που αφορά την πρώην σύζυγο του ενάγοντος της κύριας δίκης, καθόσον αυτή έχει μόνον την καναδική ιθαγένεια.
52 Λαμβανομένου υπόψη του ως άνω σκεπτικού, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6 του κανονισμού 4/2009 έχει την έννοια ότι ο κανόνας περί συντρέχουσας διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενοι έχουν, εκτός της ιθαγένειας του κράτους μέλους του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, και την ιθαγένεια τρίτου κράτους.
Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
53 Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, στο μέτρο που από την απάντηση που δόθηκε στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του προκειμένου να επιληφθεί των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης αιτημάτων έναντι των τέκνων του ενάγοντος της κύριας δίκης στο άρθρο 6 του κανονισμού 4/2009, το μόνο αίτημα που πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 7 του κανονισμού είναι το περί παύσεως της υποχρεώσεως διατροφής που είχε καθορισθεί υπέρ της πρώην συζύγου του εν λόγω ενάγοντος.
54 Κατά συνέπεια, με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν, κατ’ ορθήν ερμηνεία του άρθρου 7 του κανονισμού 4/2009, εμπίπτει στην έννοια των «εξαιρετικών περιπτώσεων», κατά το εν λόγω άρθρο, οι οποίες παρέχουν στο δικαστήριο κράτους μέλους τη δυνατότητα να επιληφθεί διαφορών βάσει του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του forum necessitatis τον οποίο προβλέπει το συγκεκριμένο άρθρο, περίπτωση κατά την οποία αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση αποφάσεως περί υποχρεώσεων διατροφής εκδοθείσας από δικαστήριο τρίτου κράτους που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007, η οποία αποσκοπεί στην παύση των επίμαχων υποχρεώσεων, ασκείται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους από τον υπόχρεο, ο οποίος είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους και έχει τη συνήθη διαμονή του εντός του κράτους αυτού, κατά του δικαιούχου των υποχρεώσεων διατροφής, ο οποίος είναι υπήκοος του ως άνω τρίτου κράτους και έχει τη συνήθη διαμονή του εντός αυτού.
55 Το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 4/2009 προβλέπει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3 έως 6, τα δικαστήρια κράτους μέλους μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιλαμβάνονται της διαφοράς εφόσον δεν είναι ευλόγως δυνατή ή είναι ανέφικτη η έναρξη ή η διεξαγωγή διαδικασίας σε τρίτο κράτος με το οποίο η διαφορά παρουσιάζει στενό σύνδεσμο. Βάσει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 7, πρέπει να υπάρχει επαρκής σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του κράτους μέλους του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου.
56 Επομένως, το άρθρο 7 του κανονισμού 4/2009 καθορίζει τέσσερις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς προκειμένου δικαστήριο κράτους μέλους που έχει επιληφθεί αγωγής διατροφής να μπορεί κατ’ εξαίρεση να διαπιστώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του βάσει του forum necessitatis. Πρώτον, το δικαστήριο αυτό οφείλει να διαπιστώσει ότι κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3 έως 6 του κανονισμού 4/2009. Δεύτερον, η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί πρέπει να παρουσιάζει στενό σύνδεσμο με τρίτο κράτος. Τρίτον, δεν είναι ευλόγως δυνατή ή είναι ανέφικτη η έναρξη ή η διεξαγωγή της επίμαχης διαδικασίας σε αυτό το τρίτο κράτος. Τέλος, τέταρτον, πρέπει να υπάρχει επαρκής σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου [απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, MPA (Συνήθης διαμονή –Τρίτο κράτος), C‑501/20, EU:C:2022:619, σκέψη 99].
57 Μολονότι στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν πληρούνται όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις προκειμένου, ενδεχομένως, να δύναται να στηριχθεί στον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 7 του κανονισμού 4/2009, πρέπει, για καθεμία από τις προϋποθέσεις αυτές και λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, να γίνουν οι ακόλουθες διευκρινίσεις.
58 Κατά πρώτον, όσον αφορά τη συνδρομή της πρώτης προϋποθέσεως που μνημονεύθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι δεν αρκεί το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του βάσει των άρθρων 3 έως 6 του κανονισμού 4/2009, αλλά πρέπει επίσης να βεβαιωθεί ότι κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει των προμνημονευθέντων άρθρων [απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, MPA (Συνήθης διαμονή – Τρίτο κράτος), C‑501/20, EU:C:2022:619, σκέψη 101].
59 Εν προκειμένω, όσον αφορά το αίτημα παύσεως της υποχρεώσεως διατροφής που επιδικάσθηκε στην πρώην σύζυγο του ενάγοντος της κύριας δίκης, η ως άνω προϋπόθεση φαίνεται να πληρούται, διότι η εφαρμογή του άρθρου 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαπίστωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των καναδικών δικαστηρίων, ενώ δεν φαίνεται να έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης το εν λόγω άρθρο 3, στοιχεία γʹ και δʹ, καθώς και τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού. Ομοίως, στο μέτρο που ο ενάγων της κύριας δίκης και η πρώην σύζυγός του δεν έχουν κοινή ιθαγένεια, ούτε το άρθρο 6 του κανονισμού τυγχάνει εφαρμογής.
60 Κατά δεύτερον, όσον αφορά την προϋπόθεση κατά την οποία η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί το δικαστήριο πρέπει να συνδέεται στενά με τρίτο κράτος, η συγκεκριμένη προϋπόθεση φαίνεται επίσης να πληρούται στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η πρώην σύζυγος του ενάγοντος της κύριας δίκης, δικαιούχος διατροφής δυνάμει της αποφάσεως της οποίας ζητείται η μεταρρύθμιση, έχει τη συνήθη διαμονή της στον Καναδά και είναι υπήκοος Καναδά. Επιπροσθέτως, η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε από δικαστήριο του εν λόγω τρίτου κράτους.
61 Κατά τρίτον, προκειμένου το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο κράτους μέλους να δύναται, κατ’ εξαίρεση, να ασκήσει τη δικαιοδοσία που απορρέει από το άρθρο 7 του κανονισμού 4/2009, πρέπει επίσης η επίμαχη διαδικασία να μην μπορεί ευλόγως να κινηθεί ή να διεξαχθεί ή να είναι ανέφικτη ενώπιον των δικαστηρίων του οικείου τρίτου κράτους [απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, MPA (Συνήθης διαμονή – Τρίτο κράτος), C‑501/20, EU:C:2022:619, σκέψη 106].
62 Συναφώς, μολονότι η αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 4/2009 αναφέρει τον εμφύλιο πόλεμο ως παράδειγμα καταστάσεως στην οποία η διαδικασία εντός του επίμαχου τρίτου κράτους είναι ανέφικτη, καταδεικνύοντας, ως εκ τούτου, τον εξαιρετικό χαρακτήρα των περιπτώσεων στις οποίες μπορεί να ασκηθεί η στηριζόμενη στο forum necessitatis διεθνής δικαιοδοσία, επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν παρέχει ενδείξεις σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο κράτους μέλους θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι η διαδικασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής δεν μπορεί ευλόγως να κινηθεί ή να διεξαχθεί ενώπιον των δικαστηρίων του οικείου τρίτου κράτους. Εντούτοις, από την ίδια αιτιολογική σκέψη 16 προκύπτει ότι, «[π]ροκειμένου να θεραπεύονται, ειδικότερα, καταστάσεις αρνησιδικίας», θεσπίσθηκε το forum necessitatis, το οποίο επιτρέπει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στο επιληφθέν δικαστήριο κράτους μέλους να εκδικάζει διαφορά η οποία παρουσιάζει στενό σύνδεσμο με τρίτο κράτος «όταν δεν μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι ο ενάγων θα κινήσει ή θα διεξαγάγει διαδικασία» στο εν λόγω τρίτο κράτος [απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, MPA (Συνήθης διαμονή – Τρίτο κράτος), C‑501/20, EU:C:2022:619, σκέψη 107].
63 Κατά συνέπεια, αφενός, προκειμένου να θεμελιώσει διεθνή δικαιοδοσία του βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 4/2009, το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο κράτους μέλους δεν μπορεί να απαιτήσει από τον αιτούντα διατροφή να αποδείξει ότι ματαίως κίνησε ή επιχείρησε να κινήσει την επίμαχη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων του οικείου τρίτου κράτους. Επομένως, αρκεί το δικαστήριο κράτους μέλους που επελήφθη της υποθέσεως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πραγματικών και νομικών στοιχείων της υποθέσεως, να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τα εμπόδια εντός του οικείου τρίτου κράτους είναι τέτοια ώστε να είναι παράλογο να επιβληθεί στον ενάγοντα η υποχρέωση να ζητήσει την επιδίκαση διατροφής ενώπιον των δικαστηρίων του συγκεκριμένου τρίτου κράτους [απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, MPA (Συνήθης διαμονή – Τρίτο κράτος), C‑501/20, EU:C:2022:619, σκέψη 108].
64 Αφετέρου, καθόσον, όπως μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 4/2009, ο σκοπός της διεθνούς δικαιοδοσίας η οποία στηρίζεται στο forum necessitatis συνίσταται στο να θεραπεύονται, «ειδικότερα», καταστάσεις αρνησιδικίας, είναι, καταρχήν, εύλογο να μπορεί το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο κράτους μέλους να την επικαλεσθεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό την επιφύλαξη εμπεριστατωμένης αναλύσεως των δικονομικών συνθηκών στο οικείο τρίτο κράτος, όταν η πρόσβαση στη δικαιοσύνη εντός του τρίτου κράτους κωλύεται, από νομικής ή πραγματικής απόψεως, ιδίως από την εφαρμογή δικονομικών προϋποθέσεων που εισάγουν διακρίσεις ή που προσκρούουν στις θεμελιώδεις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης [απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, MPA (Συνήθης διαμονή – Τρίτο κράτος), C‑501/20, EU:C:2022:619, σκέψη 110].
65 Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει καμία εκτίμηση όσον αφορά το ενδεχόμενο να είναι ανέφικτη η εκ μέρους του ενάγοντος της κύριας δίκης κίνηση διαδικασίας στον Καναδά. Μολονότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στη συγκεκριμένη εκτίμηση υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως, επισημαίνεται ότι, όπως εξέθεσε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ύπαρξη τέτοιας ελλείψεως δυνατότητας όσον αφορά τον Καναδά.
66 Τέλος, κατά τέταρτον, η επίμαχη διαφορά πρέπει να έχει «επαρκή σύνδεσμο» με το κράτος μέλος του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου, επισημαίνεται δε ότι τέτοιος σύνδεσμος μπορεί να θεμελιώνεται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 4/2009, στην ιθαγένεια ενός εκ των διαδίκων [απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, MPA (Συνήθης διαμονή – Τρίτο κράτος), C‑501/20, EU:C:2022:619, σκέψη 111]. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, καθόσον ο ενάγων της κύριας δίκης είναι υπήκοος Βουλγαρίας.
67 Λαμβανομένου υπόψη του ως άνω σκεπτικού, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατ’ ορθήν ερμηνεία του άρθρου 7 του κανονισμού 4/2009, εμπίπτει στην έννοια των «εξαιρετικών περιπτώσεων», κατά το εν λόγω άρθρο, οι οποίες παρέχουν στο δικαστήριο κράτους μέλους τη δυνατότητα να επιληφθεί διαφορών βάσει του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του forum necessitatis τον οποίο προβλέπει το συγκεκριμένο άρθρο, περίπτωση κατά την οποία αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση αποφάσεως περί υποχρεώσεων διατροφής εκδοθείσας από δικαστήριο τρίτου κράτους που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007, η οποία αποσκοπεί στην παύση των επίμαχων υποχρεώσεων, υποβάλλεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους από τον υπόχρεο, ο οποίος είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους και έχει τη συνήθη διαμονή του εντός του κράτους αυτού, κατά του δικαιούχου των υποχρεώσεων διατροφής, ο οποίος είναι υπήκοος του ως άνω τρίτου κράτους και έχει τη συνήθη διαμονή του εντός του τρίτου αυτού κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι ευλόγως δυνατή ή ότι είναι ανέφικτη η άσκηση τέτοιας αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων του οικείου τρίτου κράτους και η εκδίκασή της από αυτά.
Επί των δικαστικών εξόδων
68 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 15 του εν λόγω κανονισμού,
έχει την έννοια ότι:
αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση αποφάσεως περί υποχρεώσεων διατροφής εκδοθείσας από δικαστήριο τρίτου κράτους που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007, η οποία αποσκοπεί, εν μέρει, στη μείωση του ύψους διατροφής και, εν μέρει, στην παύση των επίμαχων υποχρεώσεων και η οποία ασκείται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους από τον υπόχρεο, ο οποίος είναι υπήκοος του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχει τη συνήθη διαμονή εντός του κράτους αυτού, κατά των δικαιούχων των εν λόγω υποχρεώσεων διατροφής οι οποίοι έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο ως άνω τρίτο κράτος και εκ των οποίων ένας έχει μόνον την ιθαγένεια του συγκεκριμένου τρίτου κράτους, ενώ οι λοιποί έχουν την ιθαγένεια τόσο του τρίτου κράτους όσο και εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.
2) Το άρθρο 6 του κανονισμού 4/2009
έχει την έννοια ότι:
ο κανόνας περί συντρέχουσας διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενοι έχουν, εκτός της ιθαγένειας του κράτους μέλους του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως, και την ιθαγένεια τρίτου κράτους.
3) Κατ’ ορθήν ερμηνεία του άρθρου 7 του κανονισμού 4/2009:
εμπίπτει στην έννοια των «εξαιρετικών περιπτώσεων», κατά το εν λόγω άρθρο, οι οποίες παρέχουν στο δικαστήριο κράτους μέλους τη δυνατότητα να επιληφθεί διαφορών βάσει του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του forum necessitatis τον οποίο προβλέπει το συγκεκριμένο άρθρο, περίπτωση κατά την οποία αγωγή με αίτημα τη μεταρρύθμιση αποφάσεως περί υποχρεώσεων διατροφής εκδοθείσας από δικαστήριο τρίτου κράτους που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 2007, η οποία αποσκοπεί στην παύση των επίμαχων υποχρεώσεων, υποβάλλεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους από τον υπόχρεο, ο οποίος είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους και έχει τη συνήθη διαμονή του εντός του κράτους αυτού, κατά του δικαιούχου των υποχρεώσεων διατροφής, ο οποίος είναι υπήκοος του ως άνω τρίτου κράτους και έχει τη συνήθη διαμονή του εντός του τρίτου αυτού κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι ευλόγως δυνατή ή ότι είναι ανέφικτη η άσκηση τέτοιας αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων του οικείου τρίτου κράτους και η εκδίκασή της από αυτά.
(υπογραφές)