24ο Τμήμα (Μονομελές)Πρόεδρος : Χριστίνα-Μαρία Φιλοσίδου, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 24ο Μονομελές
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2025, με δικαστή τη Χριστίνα-Μαρία Φιλοσίδου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Νεκταρία Φραγκιαδουλάκη, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία καταθέσεως …../…../………..,
των: 1) ……………………. του ……….., κατοίκου …………….. (οδός ……………………, αριθ. ……….), 2) ………………… του ………………, κατοίκου ………………. (οδός ………………., αριθ. ……), 3) ………………….. του …………………., κατοίκου ……………….. (οδός ………………….., αριθ. ……….), 4) ……………………………. του ……………, κατοίκου …………. (οδός ………………….., αριθ. ……), 5) ………………………. του ……………………., κατοίκου ……………………… (οδός ………………….., αριθ. ……..), 6) …………………………., κατοίκου ……………….. (οδός ………………………, αριθ. ……), 7) …………………….. του ……………., κατοίκου ……………………… (οδός ………………., αριθ. …….), 8) …………….………. του ………………, κατοίκου …………….. (οδός ……………, αριθ. ……..), 9) …………………… του ……………………., κατοίκου ………………. (οδός ……………….., αριθ. ……..), 10) …………………… του ……………., κατοίκου ………………………..Αττικής, οδός ……………….., αριθ. ……), 11) ……………………. του ……………….., κατοίκου ……………, οδός ………….., αριθ. ………..), 12) …………………… του ……………. (αντί του εκ προφανούς παραδρομής αναγραφέντος στο δικόγραφο …………….), κατοίκου ………………. (οδός …………….., αριθ. ……….), 13) ………………………….. του …………….., κατοίκου ………………… (οδός …………….., αριθ. …………), 14) …………………. του …………, κατοίκου ………… (οδός ………………, αριθ. ..………..), 15) ………………. του ………………., κατοίκου ………………… (οδός …………………, αριθ. ………), 16) ……………….. του …………………., κατοίκου …………………. (……………………), 17) ………………….. του …………………………, κατοίκου …………….….. (…………………………..), 18) ……………………. του ………………….., κατοίκου ……………….. (οδός ………………………… αριθ. ……….), 19) …………………. του …………………….., κατοίκου ………………… (οδός ………….., αριθ. ……….), 20) ……………………….. του …………………, κατοίκου ………………….. (οδός …………….., αριθ. ……….), 21) ……………………… του …………………., κατοίκου ………… (οδός …………, αριθ. ……………), 22) ……………….….. του …….……….., κατοίκου ……………………, (οδός ………….., αριθ. ……….), 23) …………………………. του …………………., κατοίκου ………………….. (οδός ………………….., αριθ. …..), 24) ……………………… του ………………….., κατοίκου …………… (οδός ……………………, αριθ. ………..), 25) ……………………… του ………………….., κατοίκου ………………… (οδός …………………., αριθ. ………), 26) ………………………. του ………………, κατοίκου ……………….. (οδός ……………….. αριθ. ), 27) ……………………. του ………………, κατοίκου ………………………. (οδός …………., αριθ. ……..), 28) ………………….. του ……………….., κατοίκου …………………… (οδός ……………., αριθ. ……….), 29) ………………… του …………., κατοίκου ………………….. (οδός ……………., αριθ. ……..), 30) …………………….. του ……….., κατοίκου …………. (οδός ……………, αριθ. …….), 31) …………………….. του ……………, κατοίκου ………………… (οδός …………….., αριθ. ……….), 32) …………………….. του ………………., κατοίκου ……………, οδός ……………, αριθ. ……….), 33) ……………… του …………, κατοίκου …………………… (οδός ……………….., αριθ. ……….) και 34) ………………… του …………….., κατοίκου …………………. (οδός ……………, αριθ. ………), οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου …………………, την οποία νομιμοποίησαν με ιδιωτικά έγγραφα (εξουσιοδοτήσεις), που φέρουν το γνήσιο της υπογραφής τους από δημόσια αρχή,
κατά του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e – Ε.Φ.Κ.Α.)», ως καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)», νομίμως εκπροσωπουμένου από το Διοικητή του, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η οποία, νομίμως, φέρεται προς συζήτηση μετά τη δημοσίευση των …………………./2023 και ……………./2024 αποφάσεων του Δικαστηρίου τούτου, οι ενάγοντες, συνταξιούχοι του εναγομένου e – Ε.Φ.Κ.Α., ζητούν, κατόπιν μετατροπής του αιτήματός τους από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (βλ. σχετ. τα οικεία πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης κατά τη δικάσιμο της …../…..2023) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών, νομιμοτόκως, από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, τα ειδικώς αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, ως αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄164, Εισ.Ν.Α.Κ.) για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας, που, όπως ισχυρίζονται, υπέστησαν: i) από τις περικοπές που διενεργήθηκαν στην κύρια σύνταξή τους, κατά το χρονικό διάστημα από 10.06.2015 έως 31.12.2018, κατ’ εφαρμογήν των ν. 4051/2012 (Α΄40), 4093/2012 (Α΄222) και 4387/2016 (Α΄85), οι οποίες, όπως υποστηρίζουν, αντίκεινται σε συνταγματικούς και υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες δικαίου και ii) από την κατάργηση των επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και αδείας για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, με την εξαίρεση των 5ης,8ης,9ης, 12ης, 14ης, 16ης, 23ης, 28ης και 29ης των εναγόντων, οι οποίες ζητούν αποκατάσταση μόνο για την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν από την κατάργηση των ως άνω επιδομάτων εορτών και αδείας. Επιπλέον, ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που, όπως ισχυρίζονται, υπέστησαν από την ίδια ως άνω αιτία, ενώ, ακόμα, ζητούν η απόφαση που θα εκδοθεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Περαιτέρω, οι ενάγοντες ζητούν να καταβληθούν σε καθέναν από αυτούς εφεξής τα καταργηθέντα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και άδειας, όπως καταβάλλονταν σε αυτούς πριν την κατάργησή τους καθώς και να αναπροσαρμοσθεί η σύνταξη του καθενός από αυτούς στο ύψος που είχε πριν την εφαρμογή των προαναφερθεισών αντισυνταγματικών μειώσεων, εξαλείφοντας τις προαναφερθείσες παράνομες περικοπές. Ωστόσο, το τελευταίο αίτημα των εναγόντων περί αναπροσαρμογής των συντάξεών τους και των επ’ αυτών καταβαλλόμενων δώρων εορτών και επιδόματος αδείας εφεξής, αίροντας για το μέλλον τις επίμαχες παρακρατήσεις, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο ως εκ του διαπλαστικού περιεχομένου του, δοθέντος ότι, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 71 παρ. 1, 73 παρ. 2, και 80 παρ.1 του Κ.Δ.Δ. (βλ. και ΣτΕ 1313/2016 σκ. 6), με την αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διώκεται μόνο η αναγνώριση ή η καταψήφιση αξίωσης, και όχι η διάπλαση δικαιώματος.
2. Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 75 του Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι: «3.Μεταβολή του αιτήματος της αγωγής είναι απαράδεκτη. Κατ’ εξαίρεση, ο ενάγων μπορεί, ως το τέλος της πρώτης συζήτησης, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής ή να το μετατρέψει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ή από αναγνωριστικό σε καταψηφιστικό.». Εν προκειμένω, δοθέντος ότι το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημα της κρινόμενης αγωγής, μετετράπη εν όλω σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση της υπογράφουσας το δικόγραφο και πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγόντων, ……………………….. (βλ. σχετ. τα οικεία πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της …./…./2023), και ότι στην παρούσα δικάσιμο η έτερη πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων και παραστάσα, ……………………, αιτήθηκε εκ νέου μετατροπή του αιτήματος, ήδη εν όλω μετατραπέντος σε αναγνωριστικό, σε εν μέρει (μέχρι του ύψους των 6.000 ευρώ) καταψηφιστικό, το εν λόγω αίτημα της τελευταίας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Κατά τα λοιπά, η αγωγή, έχοντας ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, ήτοι ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.
3. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α’ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …» και, στο άρθρο 106, ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου (ή ν.π.δ.δ.) προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων τους κατά την άσκηση της ανατεθείσας σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εξάλλου, από τη φύση των πραγμάτων και δεδομένου ότι ο νομοθέτης, είτε με νόμο, είτε με διοικητική κανονιστική πράξη, που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει ο ίδιος τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να προκύψει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, σε εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ από την εκ μέρους της Πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα, ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτον, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (βλ. ΣτΕ 898/2014, 751/2011, 3625/2001 κ.ά.), όπως είναι οι συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 3587/1997) και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων, που κυρώνονται με νόμο και αποκτούν, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, ισχύ υπέρτερη του τυπικού νόμου (βλ. Ολ.ΣτΕ 168/2010, ΣτΕ 909/2007). Εξάλλου, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται, μόνον αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, πριν δε και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. Στις λοιπές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης, που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου, αλλά από την τελευταία αυτή πράξη (βλ. Ολ.ΣτΕ 479-481/2018 Ολ., 734/2016, ΣτΕ 1038/2006).
4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 (Α’ 65), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 24 του ν. 4038/2012 (Α’ 14), ορίζεται ότι: «[…] 10. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης, για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των Φορέων Κύριας Ασφάλισης, με εξαίρεση τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής: α) Το επίδομα εορτής Χριστουγέννων, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. β) Το επίδομα εορτής Πάσχα, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. Ειδικά για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας ή λόγω θανάτου, το ποσό της οποίας είναι μικρότερο των τετρακοσίων (400) ευρώ, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας, δεν μπορούν να είναι μεγαλύτερα των ποσών που ελάμβαναν με βάση τις προϊσχύουσες του ν. 3845/2010 διατάξεις. Τα ανωτέρω επιδόματα αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, για όλους τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο, κατά ενιαίο ποσοστό, έπειτα από οικονομική μελέτη που εκπονείται από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εφόσον το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες των ταμείων και η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. 11. Από το όριο ηλικίας που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο εξαιρούνται […] οι δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, εφόσον οι τελευταίοι: α) είναι δικαιούχοι λόγω θανάτου συζύγου, ή β) […], ή γ) […]. 12. Αν καταβάλλονται στο ίδιο πρόσωπο δύο κύριες συντάξεις από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μόνο από τον φορέα που καταβάλλει την μεγαλύτερη σύνταξη. 13. Αν στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, το ποσό των επιδομάτων επιμερίζεται αναλόγως στα συνδικαιούχα πρόσωπα. 14. Τα επιδόματα της παραγράφου 10 δεν καταβάλλονται, εφόσον οι καταβαλλόμενες συντάξεις, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων της παραγράφου 10, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση υπερβαίνουν κατά μήνα, τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων της παραγράφου 10, οι καταβαλλόμενες συντάξεις υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μέχρι του ορίου των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους. […]». Εξάλλου, με τη Φ80000/14254/1097/06.07.2010 απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β’ 1033), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 15 του ανωτέρω ν. 3845/2010, ορίζεται ότι: «1. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη χορηγούνται εφεξής, κατά το ύψος που προβλέπεται στην παρ. 2 της παρούσας, στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας τους. Από τον ανωτέρω ηλικιακό περιορισμό εξαιρούνται, α) […], β) […], γ) οι συνταξιοδοτούμενοι επιζώντες σύζυγοι, δ) […]. 2. Το ύψος των εν λόγω επιδομάτων καθορίζεται στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ για το επίδομα εορτών Χριστουγέννων και στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ τόσο για το επίδομα εορτών Πάσχα, όσο και για το επίδομα αδείας. Τα ανωτέρω ποσά χορηγούνται στους συνταξιούχους των οποίων η καταβαλλόμενη σύνταξη, στην οποία συνυπολογίζονται οι προσαυξήσεις λόγω οικογενειακών βαρών, το επίδομα απολύτου αναπηρίας και τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, υπολογιζόμενη σε δωδεκάμηνη βάση, δεν υπερβαίνει μηνιαίως το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500,00) ευρώ. Σε περίπτωση υπέρβασης του ποσού αυτού, τα επιδόματα μειώνονται αναλόγως, έτσι ώστε το εξαγόμενο ποσό, στο οποίο συνυπολογίζονται και τα προαναφερόμενα επιδόματα να μην υπερβαίνει το ανωτέρω όριο […] Στους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας ή σύνταξη λόγω θανάτου, το ποσό της οποίας είναι μικρότερο των 400,00 ευρώ, τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας δεν μπορεί να είναι μικρότερα των ποσών που ελάμβαναν με βάση τις προϊσχύουσες του ν. 3845/2010 διατάξεις. […] 4. Ως χρόνος πληρωμής των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ορίζεται η 16η Δεκεμβρίου και η δέκατη ημέρα πριν το Πάσχα αντίστοιχα. Δικαιούχοι είναι όσοι συνταξιοδοτούνται ή η έναρξη συνταξιοδότησης τους εμπίπτει στην 1η Δεκεμβρίου ή την πρώτη του μήνα που εορτάζεται το Πάσχα […]». Ακολούθως, στο άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 του Ν. 4093/2012 (Α΄ 222) ορίστηκε ότι: «1. […]. 3. Από 1.1.2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη ή καταστατική διάταξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, καθώς και του ΟΓΑ, του NAT και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται. Κατ’ εξαίρεση από 1.1.2013 χορηγείται σε όσους λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 42 του Ν. 1140/1981, όπως ισχύουν, […].» [όπως το τελευταίο εδάφιο της περ. 3 της υποπαρ. ΙΑ.6 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 6 του άρθρου 34 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18)]».
5. Επειδή, όπως έχει κριθεί με την υπ’ αριθμ. 1283/2012 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η θέσπιση με το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας μόνον για τους άνω των 60 ετών συνταξιούχους δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, διότι η ηλικία αποτελεί ένα αντικειμενικό κριτήριο, η θέσπιση δε του συγκεκριμένου ορίου ηλικίας δικαιολογείται, αφενός μεν, από τη μέριμνα για την προστασία των μεγαλύτερων σε ηλικία συνταξιούχων και, αφετέρου, από το γεγονός ότι, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, ο νομοθέτης είχε την πρόθεση –στο πλαίσιο της προσπάθειας να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, μεταξύ άλλων, και με τον περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων– να αυξήσει τα έως τότε ισχύοντα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση. Η μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα πραγματοποιήθηκε πράγματι με το μεταγενέστερο ν.3863/2010, με το άρθρο 10 του οποίου καθιερώνεται ως γενικό όριο συνταξιοδότησης για την παροχή πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος το 65ο έτος της ηλικίας του ασφαλισμένου, ενώ προβλέπεται η χορήγηση πλήρους σύνταξης και στην περίπτωση ασφαλισμένων που έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους και σαράντα έτη ασφάλισης. Με τα δεδομένα αυτά η επίμαχη ρύθμιση της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 έχει οιονεί μεταβατικό χαρακτήρα, αφού, με την κατά τα ανωτέρω αύξηση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, αφορά περιορισμένο αριθμό συνταξιούχων και ισχύει μόνον εωσότου αυτοί συμπληρώσουν το 60ό έτος της ηλικίας τους.
6. Επειδή, ακόμα, μετά τις διαδοχικές ως άνω περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος, δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων. Ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12%, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μείωσης (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το Άρθρο Πρώτο του οποίου, αφενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…». Στο ανωτέρω, εξάλλου, δεύτερο Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι για «την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση», θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών, που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις», και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι …».
7. Επειδή, με τις αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η επιβολή νέων περικοπών στις καταβαλλόμενες συντάξεις, τα δώρα και τα επιδόματα αδείας κατά το έτος 2012, σε συνέχεια προηγούμενων, οι οποίες είχαν λάβει χώρα κατά τα έτη 2010 και 2011 [άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010 (Α’ 65), επιβολή εισφοράς αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης με το άρθρο 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), αναπροσαρμογή και συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση, με το άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011 (Α’ 152), καθώς και μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1.200 και τα 150 ευρώ, με το άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226)], και συγκεκριμένα με το άρθρο 6 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40), με το οποίο μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μείωσης (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ καθώς και με τον ν. 4093/2012, δεν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα. Τούτο διότι δεν προηγήθηκε των εν λόγω περικοπών, οι οποίες θεσπίσθηκαν σε συνέχεια των περιγραφόμενων ανωτέρω προηγούμενων περικοπών των συντάξεων -οι οποίες κρίθηκαν συνταγματικές- και ενώ είχε παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης, η ειδική μελέτη που περιγράφεται στις ως άνω αποφάσεις. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι, σε περιπτώσεις εξαιρετικά κρίσιμων δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων εφεξής, σε κάθε περίπτωση, όμως, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στο συνταξιούχο τέτοιων παροχών που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια. Προκειμένου δε, να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις, κρίθηκε ότι, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, ενόψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει, αφενός μεν, ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ενόψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφετέρου δε, ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττόμενων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Κατόπιν τούτων, κρίθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις ότι, οι διατάξεις των ν. 4051/2012 και 4093/2012, συμπεριλαμβανομένων του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπ. ΙΑ.6 περ. 3 του τελευταίου, που θέσπισαν περικοπές στις συντάξεις, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της Ε.Σ.Δ.Α. και ότι είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό, με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, χωρίς να έχει προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη, με την οποία να διαπιστώνεται και να αναδεικνύεται τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν σύμφωνη με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απέρρεαν, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων. Η κρίση αυτή δεν αφορά την εσωτερική ή την εξωτερική τυπική συνταγματικότητα του νόμου, αλλά το περιεχόμενό του, το οποίο διαμορφώθηκε, κατά τα κριθέντα από τις ανωτέρω αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς προηγούμενη τήρηση, από πλευράς του νομοθέτη, της, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωσης λήψης υπόψη μελέτης, υποχρέωσης η οποία απορρέει από τις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Συνεπώς, η εν λόγω κρίση ανάγεται στην ουσιαστική (κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος) αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, που δεν μπορεί να θεραπευτεί με μεταγενέστερες της δημοσίευσης των ανωτέρω νόμων μελέτες (Σ.τ.Ε. 1439/2020 Ολομ.), όπως είναι οι μελέτες που συνοδεύουν τον μεταγενέστερο ν. 4387/2016, ο οποίος, κατά το άρθρο 122 αυτού, άρχισε να ισχύει από 12.5.2016 (ΣτΕ 2166/2022). Με τις ίδιες αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 10.06.2015, το Δικαστήριο όρισε, μετά από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων αυτών και ότι η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνο για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων (10.06.2015). Κατά συνέπεια δε, όπως ρητώς ορίζεται στις αποφάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών.
8. Επειδή, περαιτέρω, σε συνέχεια των δεσμεύσεων, τις οποίες ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία με τους νόμους 4334/2015 [«Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.)» (Α΄ 80)] και 4336/2015 [«Συνταξιοδοτικές διατάξεις – Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (Α΄ 94)], στο πλαίσιο της συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, θεσπίσθηκε ο ν.4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 85), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 122 αυτού, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (12.05.2016) και με το σύστημα ρυθμίσεων, του οποίου επιχειρήθηκε μείζων μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η μεταρρύθμιση συνίσταται στη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με τον ν. 4387/2016, μεταβλήθηκε εκ βάθρων το σύστημα υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων (βλ. και Σ.τ.Ε. Ολ.1891/2019), περιλαμβανομένων και όσων ελάμβαναν ήδη σύνταξη πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου (παλαιών συνταξιούχων). Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του νέου αυτού ασφαλιστικού συστήματος, ιδρύθηκε ενιαίος φορέας απονομής των κύριων συντάξεων, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), στον οποίο εντάσσονται αυτοδίκαια από 01.01.2017 οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 51) και θεσπίσθηκαν ενιαίοι κανόνες για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών παροχών, οι οποίες για τους μελλοντικούς συνταξιούχους θα είναι κατά κανόνα μικρότερες από τις καταβαλλόμενες υπό την ισχύ του προγενέστερου ασφαλιστικού συστήματος. Στο πλαίσιο δε εφαρμογής των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. προβλέπεται στον ανωτέρω ν. 4387/2016 ότι, οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επανυπολογίζονται και διαμορφώνονται και αυτές, όπως και οι μελλοντικές, ως άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης. Ειδικότερα, στο άρθρο 14 του νόμου, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», που εντάσσεται στο κεφάλαιο Β΄ αυτού («Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών»), ορίζονται τα εξής: «1. α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων. β. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου, που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 2. α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις […] β. Από 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στο δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει σε εφαρμογή της παραγράφου 3. Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται από 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα (όπως το εδ. αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του από τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017, Α΄ 74). 3. α. Το συνολικό ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος, αυξάνεται από την 1.1.2017 (ήδη από την 1.1.2023, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 4472/2017 και του άρθρου τρίτου του ν. 4475/2017, Α΄ 83, οι οποίες αντικατέστησαν διαδοχικώς το εν λόγω εδαφ. α΄) κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. β. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στην περίπτωση α΄ ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται. 4. […]». Εξάλλου, με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», που εντάσσεται στο Κεφάλαιο Γ΄ αυτού («Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα»), θεσπίζεται ο επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλομένων κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, κύριων συντάξεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τον επανυπολογισμό των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να καθορίσει με απόφασή του κάθε αναγκαίο θέμα εφαρμογής της διάταξης αυτής. Ειδικότερα, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 33 προβλέπεται ότι: «1. Οι ήδη καταβαλλόμενες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις, πλην όσων χορηγούνται από τον ΟΓΑ, αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 14, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8, 27, 28, 30 και 12, βάσει των ειδικότερων ρυθμίσεων της επόμενης παραγράφου (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 25 του ν. 4445/2016, Α΄ 236). 2. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 96 του ν. 4387/2016 ορίζονται τα εξής: «1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος το άρθρο 42 του Ν. 4052/2012 (υπό τον τίτλο “καθορισμός ποσού [επικουρικής] σύνταξης”) αντικαθίσταται ως εξής: “Στο πλαίσιο του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, η επικουρική σύνταξη των ασφαλισμένων στο Ε.Τ.Ε.Α, καθορίζεται ως εξής: 1. Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης διαμορφώνεται με βάση: α) τα δημογραφικά δεδομένα, τα οποία στηρίζονται σε εγκεκριμένους πίνακες θνησιμότητας και β) το πλασματικό ποσοστό επιστροφής που θα εφαρμόζεται στις συνολικά καταβληθείσες εισφορές και το οποίο θα προκύπτει από την ποσοστιαία μεταβολή των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων. 2. (όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής διαμορφώθηκε με το εδάφιο α΄ της παρ. 11 του άρθρου δεύτερου του ν. 4393/2016, Α΄ 106) Σε περίπτωση ελλειμμάτων λειτουργεί αυτόματος μηχανισμός εξισορρόπησης, ο οποίος αποκλείει κάθε αναπροσαρμογή των συντάξεων, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση της παρ. 4 του παρόντος. Κατά τη χρονική περίοδο αυξημένων εισφορών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 97, οι συντάξεις δεν αναπροσαρμόζονται στην περίπτωση που, εάν αφαιρεθούν τα έξοδα από τα έσοδα του Ταμείου, το αποτέλεσμα είναι είτε αρνητικό είτε μικρότερο από το 0,5% των εισφορών, λαμβάνοντας υπόψη τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσης. 3. Μετά την προαναφερόμενη περίοδο οι συντάξεις δεν θα αναπροσαρμόζονται σε περίπτωση που αν αφαιρεθούν τα έξοδα από τα έσοδα, το αποτέλεσμα θα προκύπτει αρνητικό. Περαιτέρω της προαναφερόμενης διαδικασίας και μόνο στην περίπτωση δημιουργίας ελλειμμάτων, θα γίνεται χρήση περιουσιακών στοιχείων του Κλάδου της Επικουρικής Ασφάλισης. 4. (όπως διαμορφώθηκε με το εδάφιο β΄ της παρ. 11 του άρθρου δεύτερου του ν. 4393/2016) Μέχρι την 1.6.2016 εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, με την οποία καθορίζονται οι τεχνικές παράμετροι, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού. 5. α. Για τους ασφαλισμένους από την 1.1.2014 και εφεξής το ποσό της επικουρικής σύνταξης υπολογίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου αυτού. β. …”. 2. … 4. (όπως διαμορφώθηκε με το εδάφιο α΄ της παρ. 10 του άρθρου δεύτερου του ν. 4393/2016) Οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου επικουρικές συντάξεις αναπροσαρμόζονται με εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης του δικαιούχου υπερβαίνει το ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ. Τα ανωτέρω στοιχεία αποτυπώνονται για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα. Για την εφαρμογή του ορίου αυτού λαμβάνεται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης και της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του Ν. 3863/2010 (Α΄ 115), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11, 12 και 13 του άρθρου 44 του Ν. 3986/2011 (Α΄ 152), όπως ισχύει. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται, μετά την αναπροσαρμογή, το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης να μειωθεί πέραν του ανωτέρω ορίου των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ, του υπερβάλλοντος ποσού καταβαλλομένου ως προσωπική διαφορά … 5. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το ΕΤΕΑ χορηγεί αποκλειστικά την επικουρική σύνταξη, όπως ρυθμίζεται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος οι διατάξεις που προβλέπουν κατώτατα όρια επικουρικών συντάξεων καταργούνται και η χορήγηση της επικουρικής σύνταξης γίνεται αποκλειστικά με τους όρους του παρόντος. 6. (όπως η παρ. αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της, από τότε που ίσχυσε, με την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν. 4445/2016, Α΄ 236) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω ο επανυπολογισμός και η αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων ή καταβλητέων συντάξεων του Ε.Τ.Ε.Α. με τις προϊσχύουσες του παρόντος νόμου διατάξεις, ο τρόπος προσδιορισμού του ετήσιου ή μέσου ετήσιου ποσοστού αναπλήρωσης των καταβαλλόμενων συντάξεων με τις προϊσχύουσες του παρόντος νόμου διατάξεις, η διαδικασία και το αρμόδιο όργανο υλοποίησής τους, ο χρόνος αναπροσαρμογής των συντάξεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για το θέμα αυτό. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ορίζεται η εργάσιμη ημέρα κατά την οποία καταβάλλεται η μηνιαία σύνταξη του Ε.Τ.Ε.Α.».
9. Επειδή, ακολούθως, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι δεν κωλυόταν ο νομοθέτης από τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. οι περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, να προβεί σε νέες ρυθμίσεις, ως προς το ύψος των συντάξεων, ή ακόμη και να επαναθεσπίσει τις κριθείσες ως παράνομες, κατά τα ανωτέρω, περικοπές, εφόσον ελάμβανε υπόψη τα κριτήρια και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις, που έθεσε με τις ανωτέρω αποφάσεις του το Δικαστήριο, κατόπιν ερμηνείας των μνημονευθεισών συνταγματικών διατάξεων, είτε, ακόμη, διατηρώντας τη σχετική προς τούτο ευχέρειά του, να προβεί στη θέσπιση νέου ασφαλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου, εφόσον επέλεγε να υιοθετήσει εκ νέου τις ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων στο πλαίσιο του επανυπολογισμού των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, όπως και έπραξε, υποχρεούνταν να αιτιολογήσει ειδικώς το λόγο για τον οποίο ήταν τούτο αναγκαίο, ενόψει της επιχειρούμενης συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Επίσης, κρίθηκε ότι είναι θεμιτή η επιλογή του νομοθέτη να προβεί, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος και της ίδρυσης ενιαίου φορέα απονομής των κύριων συνταξιοδοτικών παροχών, που εφαρμόζει ενιαίους κανόνες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των απονεμόμενων στο σύνολο του πληθυσμού συντάξεων, σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεων. Με την ίδια απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε συμβατή με το Σύνταγμα και αιτιολογημένη η επιλογή του νομοθέτη, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες, από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, στους ήδη κατά την δημοσίευσή του συνταξιούχους, συντάξεις, στο πλαίσιο του επανυπολογισμού τους, να ορίσει ότι το ύψος των συντάξεων αυτών, θα ανέρχεται στο ύψος στο οποίο οι εν λόγω συντάξεις είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και τούτο, αφενός μεν, λόγω της ουσιαστικής συνεισφοράς της εν λόγω νομοθετικής επιλογής στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της διατήρησης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου δε, ώστε να επωμισθούν και οι παλαιοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (με τη θεσπιζόμενη με τον ίδιο νόμο αύξηση των εισφορών και τη μείωση των μελλοντικών συντάξεων) το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Κρίθηκε, δηλαδή, συμβατή με το Σύνταγμα η ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016, σύμφωνα με την οποία οι κύριες συντάξεις, που καταβάλλονταν κατά τη δημοσίευση του νόμου (παλαιές συντάξεις), θα ανέρχονται στο ύψος, στο οποίο αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014 (με τις περικοπές, δηλαδή, των νόμων 4051/2012 και 4093/2012). Ειδικότερα, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του εν λόγω Δικαστηρίου, έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω ρύθμιση, η οποία, κατ’ ουσίαν, ισοδυναμούσε με εκ νέου υιοθέτηση με το ν. 4387/2016 των περικοπών για τους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευσή του (παλαιούς συνταξιούχους), οι οποίες είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 2287 – 2288/2015 της Ολομέλειάς του, ήταν συνταγματικώς θεμιτή και η θέσπισή της ήταν δικαιολογημένη στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή όχι ως μεμονωμένη, αυτοτελής ρύθμιση, επιφέρουσα οριζόντιες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τη θέσπιση των περικοπών αυτών με τις σχετικές διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά ως ρύθμιση εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος, που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016, και ως τμήμα της εισαχθείσας με αυτόν ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να λαμβάνουν, κατά κανόνα, μικρότερες, σε σχέση με τους παλαιούς συνταξιούχους, συνταξιοδοτικές παροχές. Συναφώς, με την 1890/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, (σκέψη 20), κρίθηκε, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς θεμιτή η εκ νέου, κατ’ ουσία, θέσπιση, με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, των ως άνω περικοπών στο πλαίσιο επανυπολογισμού και των επικουρικών συντάξεων.
10. Επειδή, εξάλλου, με την 1439/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι: α) η θεσπισθείσα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.2 περ. α΄ του ν.4387/2016 ρύθμιση της συνέχισης καταβολής των συντάξεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις που επήλθαν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 για το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του νόμου 4387/2016, ήτοι από 12.05.2016 και εφεξής, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., όπως έγινε δεκτό με την απόφαση 1891/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 11.05.2016, για το οποίο ισχύουν τα κριθέντα με τις 2287/2015 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, όπως κρίθηκε με τις εν λόγω αποφάσεις (2287-2288/2015), για το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 μέχρι τις 10.06.2015, οι συνέπειες των αποφάσεων αυτών, με τις οποίες κρίθηκαν αντίθετες προς το Σύνταγμα οι σχετικές ρυθμίσεις, ισχύουν μόνο για όσους είχαν ήδη ασκήσει σχετικές αγωγές πριν από την 10.06.2015, γ) με βάση τις κρίσεις των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2287-2288/2015 και 1891/2019, η διαγνωσθείσα αντίθεση προς το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. των προαναφερθεισών διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι μειώσεις των συντάξεων, δεν δύναται να θεραπευθεί με μεταγενέστερες της δημοσίευσης των εν λόγω νόμων μελέτες, όπως είναι οι μελέτες που συνοδεύουν τον μεταγενέστερο ν. 4387/2016 για το χρονικό διάστημα από της θέσπισής των έως 11.05.2016 και δ) ο χρονικός περιορισμός της ισχύος των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αφορά μόνον τη διαπίστωση της αντίθεσης προς το Σύνταγμα των διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά καταλαμβάνει και τη διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α..
11. Επειδή, τέλος, μετά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και πριν την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, δημοσιεύθηκε ο ν. 4714/2020 (Α΄ 148), με έναρξη ισχύος σύμφωνα με το άρθρο 144 αυτού από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο οποίος στο άρθρο 114, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 4734/2020 (Α’ 196), προβλέπει ότι: «1. Ποσά, τα οποία αντιστοιχούν σε περικοπές και μειώσεις κύριων συντάξεων συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (Α’ 40), της υπ’ αρ. 476/28.2.2012 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (Β’ 499) και της περ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.5 της παρ. ΙΑ’ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) και αφορούν το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 και μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (Α’ 185), καταβάλλονται άτοκα στους δικαιούχους. (…) 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ρυθμίζονται ο τρόπος, η διαδικασία και οι λεπτομέρειες καταβολής των προς επιστροφή ποσών, η οποία ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020. 4. Με την καταβολή των ποσών της παρ. 1 οι αξιώσεις των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις κύριων, επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, δυνάμει του ν. 4051/2012 και του ν. 4093/2012, αποσβένονται. 5. Η παρ. 4 δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων δίκες κατά τον χρόνο της δημοσίευσης του παρόντος, ως προς τις αξιώσεις που υπερβαίνουν το καταβαλλόμενο ποσό της παρ. 1». Κατ’ εξουσιοδότηση της προαναφερθείσας διάταξης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. Φ.11321/35005/1528/13.10.2020 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών – Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 4536), στην οποία ορίζεται στο άρθρο 1 ότι: «Επιστρέφονται αναδρομικά ποσά συντάξεων και προσυνταξιοδοτικών παροχών που αντιστοιχούν στις πραγματοποιηθείσες μειώσεις των κύριων συντάξεων για το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως και 12.05.2016, οι οποίες θεσπίστηκαν με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (Α’ 40) και τις διατάξεις της περ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.5 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222), καθώς και με τις διατάξεις της υπ’ αρ. 476/28-02-2012 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (Β’ 499)», στο άρθρο 2 ότι: «1. Δικαιούχοι επιστροφής αναδρομικών ποσών είναι κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 1 της παρούσας: (α.) Οι συνταξιούχοι όλων των φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών κύριας ασφάλισης που εντάχθηκαν στον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 (Α` 85), καθώς και οι συνταξιούχοι της Τράπεζας της Ελλάδος, (…)» και στο άρθρο 5 ότι: «1. Η καταβολή των επιστρεπτέων από τον e-ΕΦΚΑ ποσών γίνεται με εφάπαξ καταβολή μέχρι την 31.12.2020. (…) 3. Τα ανωτέρω ποσά καταβάλλονται άτοκα στους δικαιούχους. (…)».
12. Επειδή, εν προκειμένω, από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες, συνταξιούχοι του εναγόμενου ν.π.δ.δ., λαμβάνουν κύρια σύνταξη από το εναγόμενο, το οποίο έχει καταστεί καθολικός διάδοχος των τέως ασφαλιστικών τους ταμείων. Μετά την έναρξη της δημοσιονομικής κρίσης, η σύνταξή τους μειώθηκε, κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του ν. 4051/2012 και του ν. 4093/2012. Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωρισθεί με απόφαση, που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, η υποχρέωση του, ήδη εναγομένου, e-ΕΦΚΑ να τους καταβάλει, ως αποζημίωση, τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο ποσά, προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν, από τις παράνομες περικοπές στην κύρια σύνταξή τους και την κατάργηση των επ’ αυτής καταβαλλόμενων επιδομάτων εορτών και αδείας, με την εξαίρεση των 5ης (……………), 8ης (………………..) 9ης (……………), 12ης (………………), 14ης (………………………..), 16ης (………………..), 23ης (……………………..), 28ης (……………………….) και 29ης (…………………..) των εναγόντων, οι οποίες ζητούν αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν μόνο για τα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας, κατά τα χρονικά διαστήματα που προσδιορίζονται στο δικόγραφο, για τον καθένα από αυτούς, από τότε που αυτά κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, άλλως από την επίδοση της αγωγής τους έως την ολοσχερή εξόφληση, κατ’ εφαρμογή των, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντισυνταγματικών και αντίθετων σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, διατάξεων του ν. 4051/2012 και του ν. 4093/2012. Επιπλέον, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου ν.π.δ.δ. να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν από την ίδια ως άνω αιτία. Αντιθέτως, το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., με τις υποβληθείσες εκθέσεις απόψεων, υποστηρίζει ότι τα ένδικα ποσά παρακρατήθηκαν νομίμως από τον συνταξιοδοτικό φορέα των εναγόντων, κατ’ εφαρμογή των ν.4051/2012 και 4093/2012, ζητώντας την απόρριψη της αγωγής για τα αιτήματα που αφορούν το μεταγενέστερο της 12ης.05.2016 χρονικό διάστημα, προσκομίζοντας παράλληλα, σημειώματα επιστροφής μεικτών ποσών κυρίων συντάξεων στους ενάγοντες, όπως αυτά εκδόθηκαν, βάσει του άρθρου 114 του ν.4714/2020 και του άρθρου 33 του ν.4734/2020, τα οποία και δεν αμφισβητούνται από αυτούς. Ακόμα, από τα προαναφερθέντα έγγραφα απόψεων του εναγομένου προκύπτει μεν ότι, για το ένδικο χρονικό διάστημα, η 4η (……………………) δεν έχει λάβει επιστροφή ποσών για τις περικοπές που διενεργήθηκαν στην κύρια σύνταξή της, η 15η (………………….), η οποία ζητεί αποκατάσταση μόνο για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2016 έως 31.12.2018, από το …../…../…..2022 έγγραφο του εναγομένου εμφαίνεται ότι υπέστη μειώσεις κύριας σύνταξης ποσού 35,83 ευρώ ανά μήνα κατ’ εφαρμογή του ν.4093/2012 και ότι δικαιούται επιδόματα εορτών (δώρο Χριστουγέννων 2015 ποσού 400 ευρώ, δώρο Πάσχα 2016 ποσού 200 ευρώ) και αδείας (επίδομα αδείας 2015 ποσού 200 ευρώ) συνολικού ποσού 800 ευρώ, η 20η (……………………….), η οποία ζητεί αποκατάσταση για το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο του έτους 2015 έως 31.12.2018, από το ……./…./……2022 έγγραφο του εναγομένου εμφαίνεται ότι υπέστη μειώσεις κύριας σύνταξης ποσού 33,44 ευρώ ανά μήνα κατ’ εφαρμογή του ν.4051/2012, 168,58 ευρώ ανά μήνα κατ’ εφαρμογή του ν.4093/2012 και ότι δικαιούται για δώρο Χριστουγέννων 2015 ποσό 1.780,12 ευρώ και για δώρο Πάσχα 2016 ποσό 890,06 ευρώ, και η 33η (……………………), από το ……./…../2022 έγγραφο του εναγομένου εμφαίνεται ότι υπέστη μειώσεις κύριας σύνταξης ποσού 21,99 ευρώ ανά μήνα κατ’ εφαρμογή του ν.4051/2012, 73,06 ευρώ ανά μήνα κατ’ εφαρμογή του ν.4093/2012 και ότι δικαιούται επιδόματα εορτών (δώρο Χριστουγέννων 2015 ποσού 400 ευρώ, δώρο Πάσχα 2016 ποσού 200 ευρώ) και αδείας (επίδομα αδείας 2015 ποσού 200 ευρώ) συνολικού ποσού 800 ευρώ, πλην όμως δεν προσκομίζονται σχετικώς σημειώματα επιστροφής των ως άνω ποσών σε αυτές, ούτε, άλλωστε αναφέρεται ότι έχει πραγματοποιηθεί η επιστροφή τους. Εντούτοις, ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, και, συγκεκριμένα ως προς τους: 1η (…………………….), 10ο (……………………..), 11η (…………………), 18η (…………………), 22η (……………………), 29η (……………………), 31η (……………………….), 32ο (…………………………), 34ο (………………..) των εναγόντων δεν προσκομίζονται στοιχεία από τα οποία να προκύπτει εάν έχει πραγματοποιηθεί επιστροφή ποσών κύριας σύνταξης ή δώρων επ’ αυτής.
13. Επειδή, περαιτέρω, αναφορικά με τις αξιώσεις των εναγόντων που αντιστοιχούν στις περικοπές της κύριας σύνταξής τους, το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν ότι οι προμνησθείσες διατάξεις κρίθηκαν αντίθετες στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε των εν λόγω περικοπών η ειδική μελέτη, που περιγράφεται στις προαναφερθείσες αποφάσεις, συγχρόνως, όμως, ορίστηκε με αυτές ότι η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνον για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων (10.06.2015). Ενόψει τούτου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων για τη θεμελίωση αποζημιωτικής αξίωσης, που αφορά περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές, για χρονικό διάστημα προγενέστερο της 11ης.06.2015, δεδομένου ότι, αφενός, η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε στις …../…../2019, ήτοι μετά τις 10.06.2015, οπότε και δημοσιεύτηκαν οι προαναφερθείσες αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφετέρου, ότι η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989 καταλαμβάνει και αγωγές αποζημίωσης, που ασκούνται μετά το χρόνο δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και δεν αντίκειται, υπό την έννοια αυτή, στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., με βάση και όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν ότι με τις 1891 και 1890/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, κατ’ αρχάς, συνταγματικώς θεμιτή η εκ νέου κατ’ ουσίαν θέσπιση των ως άνω περικοπών στο πλαίσιο επανυπολογισμού τόσο των κύριων όσο και των επικουρικών συντάξεων, με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ και 96 του ν. 4387/2016, και, επομένως, από τη δημοσίευση του ν.4387/2016 και εφεξής οι ως άνω περικοπές έχουν πλέον ως νόμιμο έρεισμα τις ανωτέρω διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, από το χρονικό δε αυτό σημείο, ήτοι από την 12η.05.2016 και εφεξής οι περικοπές αυτές είναι νόμιμες. Εξάλλου, με την 1439/2020 απόφαση της Ολομέλειας του ανώτατου ακυρωτικού Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 ισχύει για το μέλλον και, συνεπώς, δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το προγενέστερο διάστημα από 01.01.2013 έως την 11.05.2016, υπό την έννοια της αναδρομικής ισχυροποίησης των επιβληθεισών με τους ανωτέρω νόμους περικοπών και, συνεπώς, για το ως άνω χρονικό διάστημα ισχύουν τα κριθέντα με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 114 του ν.4714/2020, όπως ισχύει, αποφασίσθηκε η καταβολή των ποσών, που αντιστοιχούν σε περικοπές και μειώσεις κύριων μόνο συντάξεων, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι οι αξιώσεις των εναγόντων είναι απορριπτέες για το χρονικό διάστημα από 12.05.2016 και εφεξής, διότι οι επίμαχες περικοπές έχουν ως νόμιμο έρεισμα όχι τις διατάξεις των ν.4051 και 4093/2012, αλλά τη διάταξη του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, όσα δε αντιθέτως υποστηρίζονται από αυτούς είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Αντιθέτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι, κατ’ αρχάς, στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγομένου, κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, να επανορθώσει την αντιστοιχούσα στις περικοπές στην κύρια σύνταξη των εναγόντων, δυνάμει των ν. 4051/2012 και 4093/2012, ζημία για το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 11.05.2016, ήτοι για το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στο μεταγενέστερο της δημοσίευσης της 2287/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (10.06.2015) και έως την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016 (12.05.2016), κατά τα εν μέρει βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αγωγή, η οποία συνίσταται στην διαφορά των συντάξιμων αποδοχών που έλαβαν για το ως άνω χρονικό διάστημα και εκείνων που θα ελάμβαναν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, εάν οι συντάξιμες αποδοχές τους δεν είχαν περικοπεί, κατ’ εφαρμογήν των ως άνω διατάξεων του ν. 4051/2012 και ν. 4093/2012, και ισούται με το ύψος των εν λόγω επιβληθεισών περικοπών για το ίδιο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης που δικαιούνται οι 2ος, 3η, 6η, 7η, 13η, 17ος, 19η, 21ος, 24η, 25η, 26η, 27η και 30η των εναγόντων, το Δικαστήριο λαμβάνει, αρχικά, υπ’ όψιν ότι, όπως άλλωστε υποστηρίζει και το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., τα οφειλόμενα ποσά μειώσεων κύριας σύνταξης έχουν, ήδη, καταβληθεί σε αυτούς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, προσκομίζονται δε σχετικώς τα οικεία ενημερωτικά σημειώματα επιστροφής και έγγραφα απόψεων, συγκεκριμένα, στον 2ο (…………………. ………………) για ποσό 1.500,78 ευρώ, στην 3η (……………… ………………) για ποσό 746,30 ευρώ, στην 6η (………… ……………..) για ποσό 665,89 ευρώ, στην 7η (…………. ………..) για ποσό 1.201,88 ευρώ (σύνταξη λόγω θανάτου), στην 13η (……………. ……………..) για ποσό 451,34 ευρώ, στον 17ο (…………. …………) για ποσό 2.447,71 ευρώ, στην 19η (………….. ………..) για ποσό 646,98 ευρώ (σύνταξη λόγω θανάτου), στον 21ο (…………………) για ποσό 543,32 ευρώ, στην 24η (…………………)- σύζυγο ……………………. κατά το λόγο της κληρονομικής της μερίδας, ήτοι 25%- για ποσό 114,75 ευρώ, στην 25η (…………………….)- θυγατέρα …………………… κατά το λόγο της κληρονομικής της μερίδας, ήτοι 75%- για ποσό 344,24 ευρώ, στην 26η (…………………..) για ποσό 2.145,52 ευρώ για τη σύνταξη γήρατος και 653,12 ευρώ για τη σύνταξη λόγω θανάτου, ήτοι για συνολικό ποσό 2.798,64 ευρώ, στην 27η (………………..) για ποσό 606,75 ευρώ και στην 30η (……………………) των εναγόντων για ποσό 368,90 ευρώ, δίχως, άλλωστε, να αμφισβητούνται ειδικώς από τους ενάγοντες. Κατόπιν τούτου, η παρούσα δίκη, καθ’ ο μέρος αφορά στις κύριες αξιώσεις των ανωτέρω εναγόντων για το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 11.5.2016, στερείται, πλέον, αντικειμένου και πρέπει για τον λόγο αυτό να καταργηθεί, κατ’ άρθρο 142 παρ. 1 περ. α΄ του Κ.Δ.Δ., διατηρεί, όμως, το αντικείμενό της για το παρεπόμενο κεφάλαιο των τόκων (πρβλ. ΣτΕ 3835/2010, 2998/2006, βλ. ΔΕφΑθ 479/2018), εφόσον η αγωγή ήταν εκκρεμής κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4714/2020. Εξάλλου, δοθέντος του χρόνου επίδοσης της αγωγής, στις …./……./2019 (βλ. σχετικά την υπ’ αριθμ. ……./…./…./2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………….) με επιμέλεια των εναγόντων, το Δικαστήριο κρίνει ότι, πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. να τους καταβάλει τόκους επί των ανωτέρω αιτούμενων ποσών με επιτόκιο 6% από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης της αγωγής τους, ήτοι από …/…./2019 έως και τις …/…./2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 από …/…./2019 έως την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ειδικώς ως προς την 15η ενάγουσα (……………….), την 20η ενάγουσα (…………………..) και την 33η ενάγουσα (……………….), η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της ως προς την κύρια αξίωσή τους που αφορά στην επιστροφή ποσών από τις περικοπές που υπέστη η κύρια σύνταξή τους, για το ως άνω χρονικό διάστημα και, συγκεκριμένα: η 15η (…………………..α) η οποία ζητεί αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας για τις περικοπές κύριας σύνταξης που υπέστη από τον Ιανουάριο του 2016, δικαιούται να λάβει το ποσό των 156,41 ευρώ (35,83 ευρώ μηνιαία περικοπή ν.4093/2012 επί 4 μήνες =143,32 ευρώ και 1,19 ευρώ επί 11 ημέρες= 13,03 ευρώ), η 20η (………………..) η οποία ζητεί αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας για τις περικοπές κύριας σύνταξης που υπέστη από τον Δεκέμβριο του 2015, δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 1.084,24 ευρώ (33,44 ευρώ μηνιαία περικοπή ν.4051/2012 επί 5 μήνες και 1,12 ευρώ επί 11 ημέρες =167,20 ευρώ + 12,32 ευρώ= 179,52 ευρώ και 168,58 ευρώ μηνιαία περικοπή ν.4093/2012 επί 5 μήνες και 5,62 ευρώ επί 11 ημέρες= 842,90 ευρώ +61,82 ευρώ=904,72 ευρώ) και η 33η (…………………….) δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 1.045,55 ευρώ (21,99 ευρώ μηνιαία περικοπή ν.4051/2012 επί 11 μήνες =241,89 ευρώ και 73,06 ευρώ μηνιαία περικοπή ν.4093/2012 επί 11 μήνες=803,66 ευρώ). Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει στην 15η (…………………), στην 20η (……………………….) και στην 33η (……………………..) τα ανωτέρω ποσά, ήτοι 156,41 ευρώ, 1.084,24 ευρώ και 1.045,55 ευρώ, αντιστοίχως, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους, ήτοι από …/…./2019 έως και τις …/…./2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 από …/…./2019 έως την πλήρη εξόφληση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, δυνάμει του άρθρου 70Α παρ. 10 του ν. 4387/2016.
14. Επειδή, τέλος, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν, αναφορικά με τα καταργηθέντα, βάσει του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ. υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, επιδόματα εορτών και αδείας των εναγόντων, ότι: κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο η παρούσα αγωγή διατηρεί το αντικείμενό της, ήτοι από 11.06.2015 έως 11.05.2016, μη νομίμως εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 περί κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας. Περαιτέρω, τα ποσά επιδομάτων εορτών και αδείας δεν καταλαμβάνονται από τη ρύθμιση του άρθρου 114 του ν.4714/2020, λόγω της εκκρεμοδικίας της κρινόμενης υπόθεσης κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου (βλ. παρ. 5 του ως άνω άρθρου, πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 1403 -1404/2022 σκ. 16, 1405/2022 σκ. 20). Εξάλλου, με βάση το νομοθετικό καθεστώς, που ίσχυε πριν από τη θέσπιση των αντισυνταγματικών διατάξεων του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ. υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 (ήτοι με βάση το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα υπ’ αριθμ. Φ80000/14254/1097/6.7.2010 Κ.Υ.Α.), ένας συνταξιούχος δικαιούνταν να λάβει επιδόματα εορτών και αδείας, εφόσον οι καταβαλλόμενες σε αυτόν συντάξεις, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, δεν υπερέβαιναν κατά μήνα το ποσό των 2.500 ευρώ – άλλως τα ανωτέρω επιδόματα καταβάλλονταν μέχρι του ορίου των 2.500 ευρώ – και ο ίδιος (ενν. συνταξιούχος) έπρεπε, κατ’ αρχήν, να έχει συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας του. Ενόψει των ανωτέρω, στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υποβληθείσες από το εναγόμενο εκθέσεις απόψεων σχετικά με τα επιδόματα εορτών και αδείας οι: 2ος (………………), 3η (…………………..), 5η (………………….), 6η (………………..), 7η (……………………….), 8η (………………..), 9η (………………), 12η (………….), 13η (………………),15η (………………..), 16η (………………………), 17ος (………………………..), 21ος (……………………….), 23η (………………………), 27η (……………………..), 30η (……………………..) και 33η (……………………), οι οποίοι πληρούσαν τις ως άνω προϋποθέσεις για τη λήψη των επίδικων επιδομάτων, αφού είχαν συμπληρώσει κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 11.05.2016, το 60ο έτος της ηλικίας τους και από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι καταβαλλόμενες σε αυτούς συντάξεις, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση υπερέβαιναν κατά μήνα τα 2.500 ευρώ (χωρίς η διαπίστωση να αμφισβητείται από τον e-ΕΦΚΑ, ο οποίος και προσάγει τις αντίστοιχες εκθέσεις απόψεων), κρίνει ότι οι ανωτέρω ενάγοντες είχαν δικαίωμα να λάβουν, εντός του προαναφερθέντος κρίσιμου χρονικού διαστήματος, επίδομα αδείας έτους 2015, ποσού 200 ευρώ, δώρο Χριστουγέννων έτους 2015, ποσού 400 ευρώ, δώρο Πάσχα έτους 2016, ποσού 200 ευρώ, δηλαδή συνολικό ποσό ύψους 800 ευρώ έκαστος. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω έγγραφα απόψεων, προκύπτει ότι, ειδικώς, η 20η ενάγουσα (………………..) εδικαιούτο να λάβει για δώρο Χριστουγέννων 2015 το ποσό των 1.780,12 ευρώ και για δώρο Πάσχα 2016 το ποσό των 890,06 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 2.670,18 ευρώ, ενώ, η 24η ενάγουσα (…………………) και η 25η ενάγουσα (…………………),σύζυγος και θυγατέρα του δικαιοπαρόχου τους ………………………….., εδικαιούντο να λάβουν το συνολικό ποσό των 800 ευρώ, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας της καθεμίας από αυτές, ήτοι η πρώτη ως σύζυγος το ποσό των 200 ευρώ και η δεύτερη ως θυγατέρα το ποσό των 600 ευρώ. Ωστόσο, οι σχετικές αξιώσεις (σχετικά με τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας που αναλογούν στο ανωτέρω χρονικό διάστημα), ως προς τους: 14η ενάγουσα (………………………..), η οποία δεν είχε συμπληρώσει το 60ο έτος (γεννηθείσα το έτος ………), 19η ενάγουσα (………………..) η οποία ήδη ελάμβανε κύρια σύνταξη γήρατος από το Δημόσιο η οποία ήταν μεγαλύτερη από την ένδικη σύνταξη λόγω θανάτου και δεν εδικαιούτο επιδόματα εορτών και αδείας για την τελευταία και 28η ενάγουσα (………………), η οποία δεν είχε συμπληρώσει το 60ο έτος (γεννηθείσα το έτος ……….), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει τα ανωτέρω ποσά στους δικαιούχους αυτών, νομιμοτόκως με επιτόκιο 6% από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης της αγωγής τους , ήτοι από …/…..2019 έως και τις …/…../2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 από …./…../2019 έως την πλήρη εξόφληση.
15. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη, ως προς τους 2ος, 3η, 6η, 7η, 13η, 17ος, 19η, 21ος, 24η, 25η, 26η, 27η, 30η των εναγόντων, κατά το μέρος που αφορά στα ποσά που αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεών τους για το χρονικό διάστημα από 11.05.2015 έως και 11.05.2016, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ.1 του ν.4093/2012, να γίνει, κατά τα λοιπά, δεκτή εν μέρει η αγωγή των εναγόντων αυτών και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του e- Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει σε αυτούς τους αναλογούντες τόκους επί του ποσού που έλαβε καθένας από αυτούς, έναντι της μη νομίμως περικοπείσας κύριας σύνταξής του, για το ανωτέρω διάστημα, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, και, συγκεκριμένα: στον 2ο (……………………) για ποσό 1.500,78 ευρώ, στην 3η (…………………..) για ποσό 746,30 ευρώ, στην 6η (…………………………) για ποσό 665,89 ευρώ, στην 7η (………………….) για ποσό 1.201,88 ευρώ (σύνταξη λόγω θανάτου), στην 13η (…………………..) για ποσό 451,34 ευρώ, στον 17ο (………………..) για ποσό 2.447,71 ευρώ, στην 19η (………………….) για ποσό 646,98 ευρώ (σύνταξη λόγω θανάτου), στον 21ο (………………..) για ποσό 543,32 ευρώ, στην 24η (………………….) για ποσό 114,75 ευρώ, στην 25η (…………………..) για ποσό 344,24 ευρώ, στην 26η (………………….) για συνολικό ποσό 2.798,64 ευρώ, στην 27η (……………………) για ποσό 606,75 ευρώ και στην 30η (………………………..) των εναγόντων για ποσό 368,90 ευρώ, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους, ήτοι από …../…../2019 έως και τις …../…../2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 από 01.05.2019 έως την ολοσχερή εξόφληση του ανωτέρω κεφαλαίου. Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου ν.π.δ.δ. να καταβάλει για τις μειώσεις κύριας σύνταξης: στην 15η (……………………) το ποσό των 156,41 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2016 έως 11.05.2016, στην 20η (……………………..) το ποσό των 1.084,24 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του 2015 έως 11.05.2016 και στην 33η (………………) το ποσό των 1.045,55 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 11.05.2016, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους, ήτοι από …../…../2019 έως και τις …../…../2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 από …../…../2019 έως την πλήρη εξόφληση.
16. Επειδή, περαιτέρω, πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει για τα επιδόματα εορτών και αδείας του ένδικου χρονικού διαστήματος σε καθέναν από τους: 2ο (……………….), 3η (…………………….), 5η (………………..), 6η (…………………), 7η (……………………), 8η (……………………), 9η (………………….), 12η (……………………..), 13η (……………………..),15η (………………….), 16η (………………….), 17ο (……………………), 21ο (……………………….), 23η (……………………..), 27η (……………………….), 30η (……………………….) και 33η (…………………..), συνολικό ποσό ύψους 800 ευρώ, ενώ, ειδικώς, στην 20η ενάγουσα (……………………..) συνολικό ποσό 2.670,18 ευρώ, στην 24η ενάγουσα (………………….) το ποσό των 200 ευρώ που αντιστοιχεί στο μέρος της κληρονομικής της μερίδας ως συζύγου του θανόντος ………………………….., και στην 25η ενάγουσα (……………………….), το ποσό των 600 ευρώ που αντιστοιχεί στο μέρος της κληρονομικής της μερίδας ως θυγατέρας του θανόντος ……………………… Περαιτέρω, το Δικαστήριο αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου Φορέα, να καταβάλει άπαντα τα προαναφερθέντα ποσά στους ενάγοντες νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% από την επομένη της ημερομηνίας επίδοσης της αγωγής, ήτοι από …../…../2019 έως και τις …../…../2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 από …../…../2019 έως την πλήρη εξόφληση. Εξάλλου, το αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του εναγομένου ν.π.δ.δ. να καταβάλει ποσό ύψους 2.000 ευρώ σε όλους τους ενάγοντες ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που φέρεται ότι προκλήθηκε σε αυτούς, λόγω των προαναφερόμενων περικοπών συντάξεων, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, προεχόντως, διότι οι επίμαχες περικοπές έλαβαν χώρα γενικώς και αδιακρίτως σε βάρος ευρύτατου κύκλου θιγόμενων προσώπων, χωρίς να ενέχουν οποιαδήποτε απαξία ή μομφή ή προσβολή της προσωπικότητας ενός εκάστου αυτών ατομικώς, ενώ, ομοίως απορριπτέο είναι και το αίτημα των εναγόντων να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 80 παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), και 199 του Κ.Δ.Δ., καθόσον το αίτημα της αγωγής είναι αναγνωριστικό. Τέλος, λόγω της εν μέρει κατάργησης της δίκης δεν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού δικαστικών εξόδων κατά το μέρος αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., ενώ, κατά τα λοιπά, λόγω της μερικής νίκης και της μερικής ήττας των διαδίκων, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ’ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Καταργεί τη δίκη ως προς την κύρια αξίωση των 2ου, 3ης, 6ης, 7ης, 13ης, 17ου, 19ης, 21ου, 24ης, 25ης, 26ης, 27ης, 30ης των εναγόντων, που αφορά στην υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλει το ποσό, που αντιστοιχεί στις περικοπές, που διενεργήθηκαν στην κύρια σύνταξή τους κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 11.5.2016, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ. 5 περ. 1 του ν. 4093/2012.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς το παρεπόμενο αίτημα για την επιδίκαση τόκων επί του οφειλομένου και ήδη καταβληθέντος, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, ποσού κεφαλαίου μειώσεων κύριας σύνταξης χρονικού διαστήματος από 11.6.2015 έως 11.5.2016, στους ως άνω ενάγοντες, ήτοι των 2ου, 3ης, 6ης, 7ης, 13ης, 17ου, 19ης, 21ου, 24ης, 25ης, 26ης, 27ης, 30ης των εναγόντων.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στους προαναφερθέντες ενάγοντες τους νόμιμους τόκους, που αντιστοιχούν στα οφειλόμενα και ήδη αποδοθέντα σε αυτούς, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, ποσά κεφαλαίου μειώσεων κύριας σύνταξης, δυνάμει των ν. 4051/2012 και 4093/2012, χρονικού διαστήματος από 11.6.2015 έως 11.5.2016, ήτοι επί των ήδη επιστραφέντων σε αυτούς ακόλουθων ποσών: στον 2ο (…………………..) για ποσό 1.500,78 ευρώ, στην 3η (……………………) για ποσό 746,30 ευρώ, στην 6η (……………….) για ποσό 665,89 ευρώ, στην 7η (………………….) για ποσό 1.201,88 ευρώ (σύνταξη λόγω θανάτου), στην 13η (……………………..) για ποσό 451,34 ευρώ, στον 17ο (…………………) για ποσό 2.447,71 ευρώ, στην 19η (…………………..) για ποσό 646,98 ευρώ (σύνταξη λόγω θανάτου), στον 21ο (………………………) για ποσό 543,32 ευρώ, στην 24η (………………………….) για ποσό 114,75 ευρώ, στην 25η (Στυλιανή Πλαπούτα) για ποσό 344,24 ευρώ, στην 26η (…………………….) για συνολικό ποσό 2.798,64 ευρώ, στην 27η (……………………….) για ποσό 606,75 ευρώ και στην 30η (…………………..) των εναγόντων για ποσό 368,90 ευρώ, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους, ήτοι από …../…../2019 έως και τις …../…../2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 από …../…../2019 έως την ολοσχερή εξόφληση του ανωτέρω κεφαλαίου.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή και αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει για τις μειώσεις κύριας σύνταξης: στην 15η (………………………) το ποσό των 156,41 ευρώ, στην 20η (……………………….) το ποσό των 1.084,24 ευρώ και στην 33η (…………………………) το ποσό των 1.045,55 ευρώ, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους, ήτοι από …../…../2019 έως και τις …../…../2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 από …../…../2019 έως την πλήρη εξόφληση.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε καθέναν από τους: 2ο (……………………..), 3η (………………….), 5η (…………………..), 6η (………………), 7η (………………….), 8η (…………………..), 9η (………………..), 12η (…………………), 13η (……………………),15η (…………………), 16η (………………………..), 17ο (……………………..), 21ο (………………), 23η (………………), 27η (…………………………), 30η (………………………) και 33η (……………………..), το συνολικό ποσό των 800 ευρώ, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους στις …../…../2019 έως και τις …../…../2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 από 01.05.2019 έως την πλήρη εξόφληση.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στους: 20η ενάγουσα (……………………) συνολικό ποσό 2.670,18 ευρώ, 24η ενάγουσα (………………) το ποσό των 200 ευρώ και στην 25η ενάγουσα (…………………..), το ποσό των 600 ευρώ, ομοίως, νομιμοτόκως με επιτόκιο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους στις …../…../2019 έως και τις …../…../2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 από …../…../2019 έως την πλήρη εξόφληση.
Απορρίπτει την αξίωση για την καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας ως προς την 14η ενάγουσα(………………….), την 19η ενάγουσα (……………………..) και την 28η ενάγουσα (……………).
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Αναβάλλει εν όλω την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς τους: 1η (…………….), 4η (…………………), 10ο (……………….), 11η (…………………….), 18η (………………..), 22η (……………….), 31η (…………………..), 32ο (…………………….) και 34ο (…………….) των εναγόντων κατά το μέρος, που αφορά στο ύψος της δικαιούμενης από τους ενάγοντες αποζημίωσης αναφορικά με τις διενεργηθείσες περικοπές στην κύρια σύνταξή τους και στην κατάργηση των καταβαλλόμενων επ’ αυτής επιδομάτων εορτών και αδείας κατά το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 11.05.2016, 29η (………………………) κατά το μέρος που αφορά στα επιδόματα εορτών και αδείας που δικαιούται για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, αναβάλλει εν μέρει την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς την 26η ενάγουσα (……………………..), ήτοι μόνο κατά το μέρος που αφορά στα επιδόματα εορτών και αδείας που αντιστοιχούν στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο Φορέα (Ε.Φ.Κ.Α., ήδη, e-ΕΦΚΑ) να προσκομίσει στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (24ο Τμήμα), εντός εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της παρούσας απόφασης σ’ αυτόν, πλήρη διοικητικό φάκελο της υπόθεσης με όλα τα αναγκαία για τη διάγνωση της διαφοράς έγγραφα στοιχεία, καθώς και έκθεση απόψεων για τους προβαλλόμενους με την αγωγή ισχυρισμούς, από τα οποία θα προκύπτουν αφενός τα ποσά των περικοπών, που επιβλήθηκαν στην κύρια σύνταξη των εναγόντων, κατ’ εφαρμογή των νόμων 4051/2012 και άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ, υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν.4093/2012 με ακριβή υπολογισμό διακριτά ανά μήνα και κατά νόμο καθώς και κατά συνολικό ποσό, αφετέρου το ακριβές ύψος των επ’ αυτών καταργηθέντων δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας, που τυχόν εδικαιούντο οι ενάγοντες κατά το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 11.05.2016. Ειδικότερα, ως προς την 4η ενάγουσα (…………………….) στην οποία προκύπτει ότι δεν έχουν επιστραφεί ποσά από τις διενεργηθείσες περικοπές στην κύρια σύνταξη αυτής, να υπολογιστεί το ακριβές ύψος της επιστροφής που εδικαιούτο για τις μειώσεις του ν.4093/2012 για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 11.05.2016 καθώς και το ύψος των καταργηθέντων επιδομάτων εορτών και αδείας που τυχόν εδικαιούτο να λάβει ,και ως προς την 26η (…………………) και την 29η (………………………) να υπολογιστεί το ακριβές ύψος των επιδομάτων εορτών και αδείας που τυχόν εδικαιούντο να λάβουν για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα.
Ακολούθως, η υπόθεση θα εισαχθεί σε νέα δικάσιμο, που θα ορισθεί αρμοδίως, κατά την οποία θα κλητευθούν, με επιμέλεια της Γραμματείας, οι διάδικοι.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 13ης.11.2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΙΛΟΣΙΔΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΙΑΔΟΥΛΑΚΗ
