ΑΠΟΦΑΣΗ
Latorre Atance κατά Ισπανίας της 18.12.2025 (προσφ. αριθ. 33818/22)
Βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων διορίστηκε το 2009 ως σύνδικος πτώχευσης της κατασκευαστικής εταιρείας TECONSA μαζί με δύο άλλους συνδίκους. Τον Ιούλιο 2013 ο προσφεύγων και άλλος ένας σύνδικος απομακρύνθηκαν από τη θέση τους λόγω παράλειψης άσκησης της δέουσας επιμέλειας.
Τον Μάρτιο 2016 η Ισπανική Φορολογική Αρχή (AEAT) εξέδωσε αποφάσεις καταλογισμού ευθύνης (derivación de responsabilidad) κατά των τριών πρώην συνδίκων, κηρύσσοντας καθέναν εξ αυτών αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνο για τα φορολογικά χρέη της TECONSA. Η AEAT έκρινε ότι οι σύνδικοι είχαν εγκρίνει πληρωμές άνω των 2 εκατομμυρίων ευρώ προς διάφορες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της REEF, βάσει πλαστών τιμολογίων ή κατά παράβαση των καθηκόντων τους, εξαντλώντας παρανόμως την πτωχευτική περιουσία και αποστερώντας πόρους που θα έπρεπε να διατεθούν για την εξόφληση των φορολογικών υποχρεώσεων.
Ο προσφεύγων προσέβαλε την απόφαση ενώπιον του Κεντρικού Διοικητικού-Οικονομικού Δικαστηρίου και ακολούθως άσκησε προσφυγή ενώπιον της Audiencia Nacional. Οι άλλοι δύο σύνδικοι έπραξαν ομοίως. Και οι τρεις υποθέσεις ανατέθηκαν στο Έβδομο Τμήμα του Δικαστηρίου Διοικητικών Διαφορών της Audiencia Nacional.
Στις 12 Ιουλίου 2019 το Έβδομο Τμήμα έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή του πρώτου συνδίκου, μειώνοντας την ευθύνη του σε περίπου 1,4 εκατομμύρια ευρώ. Το δικαστήριο έκρινε ότι η AEAT είχε ενεργήσει ασυνεπώς, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες της REEF σε παράλληλες διαδικασίες κατά των εταίρων της REEF, ενώ τις αρνούνταν στις υποθέσεις των συνδίκων.
Στις 21 Οκτωβρίου 2019 το ίδιο Τμήμα απέρριψε πλήρως την προσφυγή του προσφεύγοντος επίσης συνδίκου, επικυρώνοντας τον καταλογισμό για το συνολικό ποσό περίπου 2,5 εκατομμυρίων ευρώ. Η απόφαση δεν αναφερόταν στα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο προσφεύγων σχετικά με τις πληρωμές προς τη REEF, ούτε στην αιτιολογία της προγενέστερης απόφασης του ίδιου Τμήματος.
Στις 17 Φεβρουαρίου 2021 το ίδιο Έβδομο Τμήμα έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή του τρίτου συνδίκου, μειώνοντας ομοίως την ευθύνη του σε 1,4 εκατομμύρια ευρώ. Έτσι, παρόλο που οι τρεις υποθέσεις αφορούσαν το ίδιο πλαίσιο καταλογισμού ευθύνης και επικαλυπτόμενα πραγματικά περιστατικά, μόνον ο προσφεύγων παρέμεινε υπεύθυνος για το πλήρες ποσό.
Ο προσφεύγων εξάντλησε όλα τα εσωτερικά ένδικα μέσα, συμπεριλαμβανομένης αίτησης συμπλήρωσης της απόφασης, αναίρεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, αίτησης ακύρωσης διαδικασίας και amparo στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Τον Απρίλιο 2022 ο προσφεύγων άσκησε αγωγή για δικαστικό σφάλμα (error judicial) ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στις 13 Οκτωβρίου 2022 το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή, διαπιστώνοντας ότι η Audiencia Nacional είχε εκδώσει αντιφατικές αποφάσεις επί ταυτόσημων πραγματικών περιστατικών χωρίς καμία αιτιολογία.
Το ΕΔΔΑ εξέτασε την προσφυγή υπό το πρίσμα του άρθρου 6 § 1. Σχετικά με το εφαρμοστέο πεδίο, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης ότι η υπόθεση αφορούσε φορολογικές διαφορές εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 § 1. Διαπίστωσε ότι η υπόθεση δεν αφορούσε τον προσδιορισμό της ίδιας φορολογικής υποχρέωσης του προσφεύγοντος, αλλά την απόδοση σε αυτόν προσωπικής ευθύνης για φορολογικά χρέη τρίτου βάσει της υποτιθέμενης συμπεριφοράς του ως συνδίκου. Τα ζητήματα που εξετάστηκαν (γνώση, συμμετοχή, αιτιώδης σύνδεσμος, έκταση καθηκόντων) ήταν χαρακτηριστικά διαφορών αστικής ευθύνης.
Ως προς την ουσία, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου συνιστά θεμελιώδη πτυχή του κράτους δικαίου. Αντιφατικές αποφάσεις σε παρόμοιες υποθέσεις από το ίδιο δικαστήριο μπορούν να παραβιάζουν την αρχή αυτή και να υπονομεύουν την εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη. Οι επίμαχες αποφάσεις εκδόθηκαν από το ίδιο Τμήμα της Audiencia Nacional σε σύντομο χρονικό διάστημα, αφορούσαν το ίδιο νομικό ζήτημα και ίδιο πραγματικό υπόβαθρο. Η ασυνέπεια αυτή αναγνωρίστηκε ακολούθως από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Επιπλέον, η Audiencia Nacional παρέλειψε να αντιμετωπίσει τον κεντρικό ισχυρισμό του προσφεύγοντος σχετικά με το κύρος των πληρωμών προς τη REEF, ο οποίος ήταν δυνητικά καθοριστικός για την έκταση της ευθύνης του. Η παράλειψη αυτή εμποδίζει τον έλεγχο του αν το επιχείρημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε ή απλώς αγνοήθηκε.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Επιδίκασε 9.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1 – Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου αποτελεί θεμελιώδη πτυχή του κράτους δικαίου. Αντιφατικές αποφάσεις σε παρόμοιες υποθέσεις από το ίδιο δικαστήριο, το οποίο μάλιστα αποτελεί δικαστήριο τελευταίου βαθμού επί του ζητήματος, μπορούν να παραβιάζουν την αρχή αυτή και να υπονομεύουν την εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη. Η δυνατότητα αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό κάθε δικαστικού συστήματος και δεν μπορεί αφ’ εαυτής να θεωρηθεί αντίθετη προς τη Σύμβαση. Ωστόσο, αποκλίνουσες αποφάσεις βάσει ταυτόσημων πραγματικών περιστατικών μπορούν να αντίκεινται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και μπορούν ακόμη να ισοδυναμούν με αρνησιδικία.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι επίμαχες αποφάσεις εκδόθηκαν από το ίδιο Τμήμα της Audiencia Nacional σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, αφορούσαν το ίδιο νομικό ζήτημα και πραγματικό υπόβαθρο. Η ασυνεπής εκδίκαση αξιώσεων πλειόνων προσώπων σε παρόμοιες καταστάσεις δημιούργησε κατάσταση αβεβαιότητας, η οποία αναπόφευκτα μείωσε την εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη. Οι τρεις αντιφατικές αποφάσεις αποκαλύπτουν προφανή ασυνέπεια στην αξιολόγηση κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και νομικών επιχειρημάτων.
Ως προς την αιτιολογία, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι διάδικοι δικαιούνται να λάβουν ειδική και ρητή απάντηση στα επιχειρήματα που είναι καθοριστικά για την έκβαση της διαδικασίας. Η Audiencia Nacional παρέλειψε να αντιμετωπίσει τον κεντρικό ισχυρισμό του προσφεύγοντος σχετικά με το κύρος των πληρωμών προς τη REEF, ο οποίος ήταν δυνητικά καθοριστικός για την έκταση της ευθύνης του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα ότι οι εγχώριες διαδικασίες επλήγησαν τόσο από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου λόγω αντιφατικών αποφάσεων του ίδιου δικαστικού σχηματισμού σε ταυτόσημες υποθέσεις, όσο και από παράλειψη παροχής επαρκούς αιτιολογίας σε καθοριστικό επιχείρημα. Οι ελλείψεις αυτές, συνολικά εκτιμώμενες, έπληξαν τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Επιδίκασε 9.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Επιφυλάχθηκε ως προς την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για υλική ζημία, καλώντας τα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός τριμήνου από την τελεσιδικία της απόφασης.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Η ασυνεπής εκδίκαση αξιώσεων πλειόνων προσώπων σε παρόμοιες καταστάσεις δημιούργησε κατάσταση αβεβαιότητας, η οποία αναπόφευκτα μείωσε την εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη, δεδομένου ότι η εμπιστοσύνη αυτή αποτελεί σαφώς ένα από τα ουσιώδη στοιχεία ενός Κράτους βασισμένου στο κράτος δικαίου» (παρ. 56).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την υποχρέωση αιτιολογίας στο πλαίσιο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Η απόφαση επιβεβαίωσε και εμπλούτισε τη νομολογία που αναπτύχθηκε σε υποθέσεις όπως Ştefănică κ.α. κατά Ρουμανίας της 02.11.2010 με αριθμ. προσφ. 38155/02, Inmobilizados y Gestiones S.L. κατά Ισπανίας της 14.09.2021 με αριθμ. προσφ. 79530/17, και Melgarejo Martínez de Abellanosa κατά Ισπανίας της 14.12.2021 με αριθμ. προσφ. 11200/19. Σε όλες αυτές τις υποθέσεις, το Δικαστήριο τόνισε ότι αποκλίνουσες αποφάσεις του ίδιου δικαστηρίου επί ταυτόσημων πραγματικών περιστατικών μπορούν να αντίκεινται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 § 1 στις διαδικασίες καταλογισμού φορολογικής ευθύνης. Το Δικαστήριο διέκρινε την υπόθεση από τη νομολογία Ferrazzini κατά Ιταλίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 12.07.2001 με αριθμ. προσφ. 44759/98, επισημαίνοντας ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορούσε τον προσδιορισμό της ίδιας φορολογικής υποχρέωσης του προσφεύγοντος, αλλά την απόδοση προσωπικής αστικής ευθύνης για φορολογικά χρέη τρίτου βάσει υποτιθέμενης παράνομης συμπεριφοράς. Η διάκριση αυτή ακολουθεί τη γραμμή της νομολογίας Vegotex International S.A. κατά Βελγίου [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 03.11.2022 με αριθμ. προσφ. 49812/09.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αντιμετώπιση του ζητήματος της ιδιότητας του θύματος και της εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναγνώριση δικαστικού σφάλματος από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ήταν επαρκής για την αποκατάσταση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, καθόσον δεν ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε διέταξε την επανάληψη της διαδικασίας. Η διαδικασία αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ως αμιγώς αποζημιωτικό μέσο, δεν μπορεί να θεραπεύσει την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Κατά κανόνα, όταν διαπιστώνεται παραβίαση του άρθρου 6 λόγω ουσιώδους δικονομικού ελαττώματος, η πλέον πρόσφορη αποκατάσταση είναι η επανάληψη ή επανεξέταση της διαδικασίας, όπου αυτό προβλέπεται από το εσωτερικό δίκαιο.
Συγκριτική Ανάλυση με νομολογία διεθνών δικαστηρίων
Η υποχρέωση αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί θεμελιώδη εγγύηση της δίκαιης δίκης σε όλα τα διεθνή συστήματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, στο πλαίσιο του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, έχει υπογραμμίσει ότι η δίκαιη δίκη προϋποθέτει απόφαση επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε ο διάδικος να μπορεί να κατανοήσει τη βάση της κρίσης και να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο ή ένδικο μέσο. Ειδικότερα, στο Γενικό Σχόλιο αρ. 32 (2007) επισημαίνεται ότι τα ουσιώδη ευρήματα και η νομική θεμελίωση της απόφασης πρέπει να καθίστανται γνωστά, ως εγγύηση διαφάνειας και μη αυθαιρεσίας. Η προσέγγιση αυτή συγκλίνει με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο απαιτεί ειδική και ρητή απάντηση σε καθοριστικούς ισχυρισμούς για την έκβαση της υπόθεσης.
Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αναπτύξει εκτενή νομολογία σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογίας. Στην υπόθεση Apitz Barbera κ.α. (“Corte Primera de lo Contencioso Administrativo”) κατά Βενεζουέλας της 05.08.2008, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση αιτιολογίας αποτελεί εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας και επιτρέπει στον διάδικο να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους η απόφαση επηρεάζει τα δικαιώματά του.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η απόφαση είναι δογματικά συνεπής με την προηγούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ασφάλεια δικαίου και την υποχρέωση αιτιολογίας. Ακολουθεί πιστά το πλαίσιο που διαμορφώθηκε στις αποφάσεις Inmobilizados y Gestiones S.L. και Melgarejo Martínez de Abellanosa, αμφότερες κατά Ισπανίας, καταδεικνύοντας ένα επαναλαμβανόμενο πρόβλημα στο ισπανικό δικαστικό σύστημα. Υπενθυμίζεται ότι η αρχή αυτή έχει διατυπωθεί και σε κλασικές αποφάσεις για την αντιφατική νομολογία, όπως οι Beian κατά Ρουμανίας (αρ. 30658/05, 6.12.2007) και Nejdet Şahin and Perihan Şahin κατά Τουρκίας [ΤΕΣ] (αρ. 13279/05, 20.10.2011).
Η απόφαση είναι σημαντική διότι επιβεβαιώνει και εξειδικεύει την εφαρμογή του άρθρου 6 § 1 (αστικό σκέλος) σε διαδικασίες απόδοσης προσωπικής περιουσιακής ευθύνης τρίτων για φορολογικά χρέη, διακρίνοντάς τες από τον «σκληρό πυρήνα» της φορολογίας. Με τον τρόπο αυτό, διασαφηνίζει ότι δεν πρόκειται για προσδιορισμό της ίδιας φορολογικής υποχρέωσης του προσφεύγοντος, αλλά για κρίση επί αστικής ευθύνης τρίτου βάσει αποδιδόμενης συμπεριφοράς, σε συνέχεια της συλλογιστικής που αναπτύχθηκε στη νομολογία Vegotex.
Η επιφύλαξη ως προς την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για υλική ζημία αναδεικνύει τις πρακτικές δυσκολίες στην αποτίμηση της ζημίας σε υποθέσεις αλληλέγγυας ευθύνης, ενώ η αναφορά στη δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 102 § 2 του ισπανικού Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας υπογραμμίζει την προτίμηση του Δικαστηρίου για αποκατάσταση in integrum έναντι της απλής χρηματικής αποζημίωσης.
