ΑΠΟΦΑΣΗ
Aykaç κατά Τουρκίας της 09.12.2025 (προσφ. αριθ. 31226/09)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Τούρκος υπήκοος γεννηθείς το 1964, συνελήφθη τον Φεβρουάριο 2000 ως ύποπτος συμμετοχής στο PKK. Κατά την αστυνομική κράτησή του, από 8 έως 17 Φεβρουαρίου 2000, στερήθηκε πρόσβασης σε συνήγορο λόγω νομοθετικού περιορισμού που ίσχυε για υποθέσεις υπαγόμενες στα Δικαστήρια Κρατικής Ασφαλείας. Χωρίς νομική συνδρομή, έδωσε εκτενείς καταθέσεις στην αστυνομία, περιγράφοντας λεπτομερώς τη δράση του στην οργάνωση.
Το Κακουργιοδικείο Μαλάτειας τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη για υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους, βασιζόμενο στις καταθέσεις του χωρίς παρουσία συνηγόρου και σε μαρτυρίες συγκατηγορουμένων που εξετάστηκαν μέσω δικαστικών παραγγελιών σε δικαστήρια του τόπου κατοικίας τους, χωρίς ο προσφεύγων να έχει δυνατότητα να τους εξετάσει αυτοπροσώπως.
Η προσφυγή κοινοποιήθηκε στην Κυβέρνηση, η οποία υπέβαλε μονομερή δήλωση τον Σεπτέμβριο 2018 αναγνωρίζοντας παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 και επισημαίνοντας ότι το άρθρο 311 § 1 (στ) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε τον Ιούλιο 2018, επέτρεπε πλέον την επανάληψη της διαδικασίας σε περιπτώσεις διαγραφής προσφυγής κατόπιν μονομερούς δήλωσης. Το ΕΔΔΑ διέγραψε την προσφυγή από το πινάκιο τον Μάιο 2019.
Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα του προσφεύγοντος για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, κρίνοντας ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 311 § 1 (στ), χωρίς αιτιολογία. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του ως απαράδεκτη ratione materiae. Κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος, το ΕΔΔΑ επανέφερε την προσφυγή στο πινάκιο τον Οκτώβριο 2024.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της ΕΣΔΑ διότι δεν υπήρξαν επιτακτικοί λόγοι που να δικαιολογούν τον νομοθετικό περιορισμό πρόσβασης σε συνήγορο, ενώ οι καταθέσεις που ελήφθησαν απουσία συνηγόρου χρησιμοποιήθηκαν για την καταδίκη του. Η Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η συνολική δικαιότητα της δίκης δεν υπονομεύθηκε αμετάκλητα. Περαιτέρω, η απόρριψη του αιτήματος επανάληψης της διαδικασίας από τα εθνικά δικαστήρια, παρά τη σαφή διατύπωση του νόμου και τις δεσμεύσεις της Κυβέρνησης, συνιστούσε πρόδηλο νομικό σφάλμα και άρνηση δικαιοσύνης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε επίσης παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της ΕΣΔΑ διότι οι μάρτυρες δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο χωρίς βάσιμο λόγο, οι καταθέσεις τους είχαν σημαντική βαρύτητα για την καταδίκη, και δεν υπήρξαν επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η υπεράσπιση.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και επεσήμανε ότι η καταλληλότερη μορφή αποκατάστασης θα ήταν η επανάληψη της δίκης.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1964 και κρατείται στο Μαρντίν. Στις 8 Φεβρουαρίου 2000 συνελήφθη ως ύποπτος συμμετοχής στο PKK. Στις 10 Φεβρουαρίου 2000, χωρίς παρουσία συνηγόρου, έδωσε κατάθεση στη Διεύθυνση Ασφαλείας Κωνσταντινούπολης επιβεβαιώνοντας τη συμμετοχή του στο PKK και περιγράφοντας λεπτομερώς τις δραστηριότητές του. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, είχε πρόσβαση σε συνήγορο μόνο μετά τη θέση του σε προσωρινή κράτηση.
Στις 15 και 16 Φεβρουαρίου 2000 εξετάστηκε περαιτέρω από την αστυνομία, πάντα χωρίς συνήγορο, και έδωσε κατάθεση 38 σελίδων. Στις καταθέσεις του ανέφερε ότι είχε καταδικαστεί το 1983 σε 20 έτη κάθειρξης για συμμετοχή στο PKK, αποφυλακίστηκε υπό όρους το 1990 και επανεντάχθηκε στην οργάνωση, υπηρετώντας ως ένοπλος μαχητής, διοικητής ομάδας, λόχου και διμοιρίας από το 1990 έως το 2000. Ωστόσο, αρνήθηκε συμμετοχή σε συγκεκριμένες ένοπλες επιθέσεις, μεταξύ των οποίων η δολοφονία έξι δασκάλων στο Darıkent τον Σεπτέμβριο 1994.
Στις 17 Φεβρουαρίου 2000 ο προσφεύγων τέθηκε σε προσωρινή κράτηση. Τον Μάρτιο 2000 ασκήθηκε ποινική δίωξη για υπονόμευση της ενότητας του κράτους δυνάμει του άρθρου 125 του πρ. Ποινικού Κώδικα. Το κατηγορητήριο βασίστηκε στις καταθέσεις του απουσία συνηγόρου και σε καταθέσεις άλλων κατηγορουμένων.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, μάρτυρες εξετάστηκαν μέσω δικαστικών εντολών σε δικαστήρια του τόπου κατοικίας τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέλαβε αντίγραφα των γραπτών καταθέσεών τους και τα ανέγνωσε στη δίκη.
Τον Νοέμβριο 2007 το Κακουργιοδικείο Μαλάτειας καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε ισόβια κάθειρξη, κρίνοντας αποδεδειγμένη τη συμμετοχή του σε τρεις ένοπλες επιθέσεις βάσει των μαρτυρικών καταθέσεων, των αναφορών περιστατικών και της θέσης του στην οργάνωση. Η αναίρεση απορρίφθηκε τον Οκτώβριο 2008.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 §§ 1, 3 (γ) και (δ),
Άρθρο 37 §§ 1 και 2
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 37 – Επαναφορά της προσφυγής στο πινάκιο
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η απόφαση διαγραφής δεν ισοδυναμεί με απόφαση διαπίστωσης παραβίασης, αλλά οι προσφεύγοντες δικαιούνται να αναμένουν ότι οι εθνικές αρχές θα συναγάγουν καλόπιστα τα συμπεράσματα που απορρέουν από μονομερή δήλωση της Κυβέρνησης αναγνωρίζουσα παραβίαση του άρθρου 6. Η μονομερής δήλωση, σε συνδυασμό με την απόφαση διαγραφής, επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια υποχρέωση εξέτασης του αιτήματος επανάληψης διαδικασίας κατά τρόπο που υλοποιεί τις δεσμεύσεις της Κυβέρνησης.
Τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα επανάληψης χωρίς να αιτιολογήσουν γιατί, παρά τη σαφή διατύπωση του νόμου και τις διαβεβαιώσεις της Κυβέρνησης, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 311 § 1 (στ) ΚΠΔ. Η απόφαση αυτή, η οποία δεν παρέσχε θεραπεία σε προσφεύγοντα που εκρατείτο επί δεκαοκτώ έτη, βασίστηκε σε πρόδηλο νομικό σφάλμα συνιστώντας άρνηση δικαιοσύνης. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν αντιμετώπισε αυτή την κρίσιμη έλλειψη.
Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η παρούσα υπόθεση φαίνεται μεμονωμένη, καθώς μεταξύ πολυάριθμων προσφυγών κατά της Τουρκίας που διεγράφησαν βάσει μονομερών δηλώσεων, η παρούσα είναι η μόνη που επανήλθε στο πινάκιο.
Άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) – Δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο
Το Δικαστήριο επανέλαβε τις γενικές αρχές από τις υποθέσεις Beuze κατά Βελγίου και Ibrahim κ.ά. κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Ο προσφεύγων στερήθηκε πρόσβασης σε συνήγορο από 8 έως 17 Φεβρουαρίου 2000 λόγω του νομοθετικού περιορισμού του άρθρου 31 του Ν. 3842. Η Κυβέρνηση δεν προέβαλε επιτακτικούς λόγους για τον περιορισμό αυτό.
Απουσία επιτακτικών λόγων, το Δικαστήριο εφάρμοσε πολύ αυστηρό έλεγχο. Το βάρος απόδειξης έφερε η Κυβέρνηση να αποδείξει πειστικά γιατί ο συνολικός δίκαιος χαρακτήρας της δίκης δεν υπονομεύθηκε αμετάκλητα. Η Κυβέρνηση δεν προέβαλε τέτοια επιχειρήματα, παρά την πρόσκληση της Γραμματείας μετά την απόφαση Ibrahim. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυβέρνηση δεν εκπλήρωσε το βάρος απόδειξης.
Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η παραβίαση είχε αναγνωριστεί στη μονομερή δήλωση της Κυβέρνησης, ενώ τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα επανάληψης χωρίς να παράσχουν οποιαδήποτε αιτιολογία, συνιστώντας αρνησιδικία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ) – Εξέταση μαρτύρων
Το Δικαστήριο εφάρμοσε τον τριπλό έλεγχο που διαμορφώθηκε στις υποθέσεις Schatschaschwili κατά Γερμανίας και Al-Khawaja και Tahery κατά Ηνωμένου Βασιλείου.
Πρώτον, ως προς την ύπαρξη βάσιμου λόγου για την απουσία των μαρτύρων: Οι μάρτυρες εξετάστηκαν μέσω δικαστικών παραγγελιών σε δικαστήρια του τόπου κατοικίας τους. Σύμφωνα με τη νομολογία Faysal Pamuk, αυτή η διαδικασία αποκλείει κάθε εξατομικευμένη αξιολόγηση περί υπάρξεως βάσιμων λόγων για την απουσία μάρτυρα και απαλλάσσει τα δικαστήρια από την υποχρέωση καταβολής κάθε εύλογης προσπάθειας για την εξασφάλιση της παρουσίας τους.
Δεύτερον, ως προς τη βαρύτητα των καταθέσεων: Αν και ο προσφεύγων παραδέχθηκε τη συμμετοχή του στο PKK, αρνήθηκε σταθερά τη συμμετοχή του στις τρεις ένοπλες επιθέσεις για τις οποίες καταδικάστηκε. Η καταδίκη του βασίστηκε στις καταθέσεις μαρτύρων που ελήφθησαν σε άλλα δικαστήρια, οι οποίες είχαν τουλάχιστον σημαντική βαρύτητα.
Τρίτον, ως προς τα αντισταθμιστικά μέτρα: Το δικαστήριο δεν προσέγγισε τις καταθέσεις των απόντων μαρτύρων με ιδιαίτερη προσοχή. Αντιθέτως, έκρινε τις καταθέσεις του προανακριτικού σταδίου περισσότερο αξιόπιστες, χωρίς να εξετάσει το ίδιο δια ζώσης τους μάρτυρες. Η ανάγνωση των γραπτών καταθέσεων και η δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων δεν συνιστούσαν επαρκή εγγύηση.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απουσία των μαρτύρων χωρίς βάσιμο λόγο, σε συνδυασμό με τη χρήση των καταθέσεών τους για την καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη χωρίς τις αναγκαίες δικονομικές εγγυήσεις, υπονόμευσε αμετάκλητα τη συνολική δικαιότητα της διαδικασίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε Διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (d) της ΕΣΔΑ.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων επί του θέματος αυτού — οι οποίες δεν παρείχαν καμία θεραπεία στον προσφεύγοντα που εκρατείτο επί δεκαοκτώ και πλέον έτη κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματός του — βασίστηκαν σε πρόδηλο πραγματικό ή νομικό σφάλμα, συνιστώντας αρνησιδικία» (παρ. 57).
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Η απόφαση Aykaç κατά Τουρκίας αποτελεί σημαντική συμβολή στη νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με τη δεσμευτικότητα των μονομερών δηλώσεων και τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης των εθνικών αρχών.
Η απόφαση επιβεβαίωσε την πάγια νομολογία από τις υποθέσεις Salduz κατά Τουρκίας [GC] της 27.11.2008 (προσφ. αριθ. 36391/02) και Beuze κατά Βελγίου [GC] της 09.11.2018 (προσφ. αριθ. 71409/10) σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε συνήγορο στην προδικασία. Απουσία επιτακτικών λόγων για τον περιορισμό, εφαρμόζεται πολύ αυστηρός έλεγχος και το βάρος απόδειξης μετατίθεται στην Κυβέρνηση.
Ως προς την εξέταση μαρτύρων, η απόφαση ακολουθεί το τριμερές κριτήριο των υποθέσεων Al-Khawaja και Tahery κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC] της 15.12.2011 (προσφ. αριθ. 26766/05 και 22228/06) και Schatschaschwili κατά Γερμανίας [GC] της 15.12.2015 (προσφ. αριθ. 9154/10), ενώ εφαρμόζει τη νομολογία Faysal Pamuk κατά Τουρκίας της 18.01.2022 (προσφ. αριθ. 430/13) ως προς τις δικαστικές εντολές.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η διαπίστωση ότι η απόρριψη αιτήματος επανάληψης διαδικασίας, παρά τη σαφή νομοθετική πρόβλεψη και τις δεσμεύσεις της Κυβέρνησης κατόπιν μονομερούς δήλωσης, συνιστά «πρόδηλο νομικό σφάλμα» και «αρνησιδικία» ακολουθώντας την νομολογία της απόφασης Moreira Ferreira κατά Πορτογαλίας (αριθ. 2) [GC] της 11.07.2017 (προσφ. αριθ. 19867/12).
Συγκριτική ανάλυση με διεθνή νομολογία
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ συμβαδίζει με τη νομολογία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε υποθέσεις όπως η Cabrera García και Montiel Flores κατά Μεξικού της 26.11.2010, όπου το Δικαστήριο τόνισε ότι το δικαίωμα σε συνήγορο αποτελεί θεμελιώδη εγγύηση κατά της αυτοενοχοποίησης και της κακομεταχείρισης. Το Διαμερικανικό Δικαστήριο έχει υιοθετήσει παρόμοια αυστηρή προσέγγιση ως προς τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν κατά παράβαση δικονομικών εγγυήσεων.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, εφαρμόζοντας το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, έχει επίσης αναπτύξει σχετική νομολογία. Στην υπόθεση Gridin κατά Ρωσίας (αριθ. 770/1997) του 2000, η Επιτροπή διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 § 3 (δ) λόγω αδυναμίας του κατηγορουμένου να εξετάσει μάρτυρες κατηγορίας. Ομοίως, στην υπόθεση Saidov κατά Τατζικιστάν (αριθ. 964/2001) του 2004, η Επιτροπή τόνισε ότι η χρήση καταθέσεων απόντων μαρτύρων χωρίς επαρκείς εγγυήσεις παραβίασε τη δίκαιη δίκη.
Συμπερασματικά, η απόφαση Aykaç αποτελεί ασφαλή οδηγό για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από μονομερείς δηλώσεις και τα κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 6 §§ 3 (γ) και (δ), επιβεβαιώνοντας την αρχή της κοινής ευθύνης μεταξύ Δικαστηρίου και εθνικών αρχών για την προστασία των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ.
