Αριθμός 416/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη-Εισηγητή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 16η Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Σπυρίδωνα Κουλούρη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ε. συζύγου Π. Χ., το γένος Α. και Κ. Π., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Ιωαννίδη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-6-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κ.. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 413/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 48/2021 του Μονομελούς Εφετείου Κ.. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 17-8-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 17-08-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 48/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κ., η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 01-06-2020 έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 413/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κ.. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε δεκτή η από 04-06-2018 αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά του αναιρεσείοντος και κατά των μη διαδίκων στη δίκη αυτή Π. χήρας Δ. Π., Κ. Π. του Δ. και Μ. Π. του Δ., με την οποία αυτή είχε ζητήσει να αναγνωρισθεί η κυριότητά της επί δύο γεωτεμαχίων εμβαδού 57,65 τ.μ. και 87,83 τ.μ., που είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Κ. ως ιδιοκτησία αγνώστου το πρώτο και ως ιδιοκτησία των τριών τελευταίων εναγομένων το δεύτερο και να διαταχθεί η διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στα ανωτέρω βιβλία, ώστε τα ακίνητα αυτά να αποτελέσουν νέο γεωτεμάχιο, με ανεξάρτητο ΚΑΕΚ και να καταχωρηθεί αυτό ως ανήκον στην ίδια. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, συνίσταται, η μεν στο ότι το δικόγραφο αυτής (αγωγής) δεν αναφέρει με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αγωγικό αίτημα, η δε στο ότι στο ίδιο δικόγραφο γίνεται επίκληση απλώς των όρων του νόμου χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του. Η ποσοτική αοριστία ελέγχεται με βάση τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η δε ποιοτική με βάση τον αρ. 14 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 299/2020, ΑΠ 886/2018). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που δεν εκτίθενται σε αυτή, ή εάν απέρριψε, ως αόριστη ή μη νόμιμη, την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σ’ αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ’ αυτήν των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν, παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 537/2016, ΑΠ 106/2015). Για να ιδρυθεί πάντως ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης πρέπει ο σχετικός με την αοριστία ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 1697/2022, ΑΠ 1165/2019, ΑΠ 1283/2017, ΑΠ 597/2015). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή, όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή “άγνωστος”, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον, στρεφόμενος με αγωγή κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται “άγνωστος” ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλουμένη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα είναι η έκτακτη χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α) Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο ή πρωτότυπο κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή. β) Ο Κωδικός
Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο – γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο και επισυνάπτεται στην αγωγή, και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός της θέσης, των συνόρων, του εμβαδού και των πλευρικών διαστάσεων του ακινήτου ή επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου. Εάν, ωστόσο, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση του Ν. 4164/2013 και γ) Την ανακριβή εγγραφή, που περιέχεται στο κτηματολογικό φύλλο και ενδεχομένως και στο κτηματολογικό διάγραμμα και της οποίας ζητείται η διόρθωση. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ισχυρίζεται το αναιρεσείον ότι είχε προβάλλει πρωτοδίκως με τις προτάσεις του την ένσταση αοριστίας της αγωγής, επειδή δεν προσδιορίζεται σ’ αυτήν το επίδικο ακίνητο σε σχέση με τη μείζονα έκταση των 600 τ.μ., που περιήλθε στην ενάγουσα άτυπα από τον πατέρα της. Ότι τον ισχυρισμό αυτό, που δεν έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επανέφερε με λόγο έφεσης και ενώπιον του Εφετείου, το οποίο όμως, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, κρίνοντας ορισμένη την αγωγή και υποπίπτοντας έτσι στην παράβαση του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, επειδή δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή λόγω της αοριστίας της. Όπως, όμως, προκύπτει από την επισκόπηση της από 04-06-2018 αγωγής της αναιρεσίβλητης, το επίδικο ακίνητο περιγράφεται στην αγωγή πλήρως, ώστε να μην προκύπτει καμία αμφιβολία ως προς την ακριβή του ταυτότητα. Ειδικότερα, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη αναφέρει στην αγωγή της ότι το έτος 1972, ο πατέρας της, παραχώρησε σ’ αυτήν άτυπα ως προίκα ένα γεωτεμάχιο μαζί με την σε αυτό ισόγεια οικία εμβαδού 600 τ.μ. περίπου και ότι έκτοτε διαμένει στην οικία αυτή, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής σε όλο το γεωτεμάχιο. Ότι με τον τρόπο αυτό, έχοντας στη διανοία κυρίας ανεπίληπτη νομή της για χρονικό διάστημα πάνω από 40 χρόνια το οικόπεδο αυτό, κατέστη κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία, όπως κατέστη κυρία και επί εδαφικής λωρίδας του οικοπέδου αυτού εμβαδού 145,51 τ.μ., που βρίσκεται στην Κ., εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του δήμου Κ., ανάμεσα νοτίως με το υπόλοιπο 630 Οικοδομικό Τετράγωνο και βορείως με τον κοινόχρηστο χώρο, στη θέση “Λ. ή Λ. Λ.” και επί της οδού Ε. Σ., στην περιφέρεια του Υποθηκοφυλακείου Κ. και ήδη του Κτηματολογικού Γραφείου Κ. και ότι η εδαφική αυτή λωρίδα προσδιορίζεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία και αριθμούς “Α. Β. Γ. Δ. Ε. Ζ. Η. 14 20 Α.” στο από 29-5-2018 διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, υπό κλίμακα ένα προς διακόσια (1/200), της πολιτικού μηχανικού Ελίνας Δημητρακοπούλου, που έχει επισυναφθεί στην αγωγή. Παρατίθενται στη συνέχεια στην αγωγή αναλυτικά οι όμορες ιδιοκτησίες της εν λόγω εδαφικής λωρίδας και οι πλευρικές διαστάσεις της, στοιχεία που αναφέρονται και στο επισυναφθέν στην αγωγή πιο πάνω τοπογραφικό διάγραμμα. Εκθέτει, επίσης, η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη στην αγωγή της ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα αποτελεί, κατά τις εσφαλμένες κτηματολογικές εγγραφές, τμήμα δύο όμορων ακινήτων και ότι συγκεκριμένα η επίδικη αυτή λωρίδα φέρεται κατά ένα τμήμα της 87,83 τ.μ. ότι ανήκει στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ 360880110003/0/0 και να ανήκει στον ήδη αποβιώσαντα Δ. Π., που κληρονομήθηκε από τις τρεις τελευταίες εναγόμενες και κατά ένα άλλο τμήμα της 57,65 τ.μ. ότι ανήκει στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ …και να ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη. Αναφέρονται, τέλος, στην αγωγή οι συντεταγμένες της επίδικης εδαφικής λωρίδας, όπως αναφέρονται και στο επισυναφθέν στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα για τον ακριβή εντοπισμό της. Ενόψει των ανωτέρω το επίδικο ακίνητο (εδαφική λωρίδα) περιγράφεται πλήρως στην αγωγή, ώστε να μην προκύπτει καμία αμφιβολία για την ταυτότητά του. Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος περί αοριστίας της αγωγής, όχι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και επομένως, ο τα αντίθετα υποστηρίζων πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Με τα πρωτόκολλα του Λονδίνου της 22.02/03.02.1830 “Περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος”, 04/16.06.1830 και 19.06/01.07.1830, με τα οποία κυρώθηκε η Ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίζεται, σε συνδυασμό με την από 27.06/09.07.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα στα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 03.02.1830) και είχε δημεύσει κατά τη διάρκεια αυτού, καθώς και σε εκείνα, τα οποία, κατά τον χρόνο της υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους τους, οι οποίοι αποχώρησαν, και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.06/03.07.1837 “Περί διακρίσεως κτημάτων”, περιερχόμενα κατά το άρθρο 16 αυτού στην κυριότητα του Δημοσίου (“Όλα τα παρ’ ιδιωτών, ή κοινοτήτων, μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, ή τα εγκαταλελειμμένα από των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιον.”). Με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με τη γενόμενη δήμευση “δικαιώματι πολέμου”, ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατέχονταν μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και τα κατέλαβε είτε διαρκούντος του πολέμου, είτε ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14) ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βρδ, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.02.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.06/10.07.1837 “Περί διακρίσεως κτημάτων”, συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί έως τις 11.09.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός μεν από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ (4068)/1912 “Περί αναστολής παραγραφών, προθεσμιών και δικαστικών εν γένει πράξεων εν καιρώ επιστρατείας” και των διαταγμάτων, που εκδόθηκαν με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτού αφετέρου δε από τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.04/16.05.1926 “Περί διοικητικής αποβολής …, περί απαγορεύσεως λήψεως προσωρινών μέτρων κατά του Δημοσίου …”. Πλην όμως, προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, έως τις 11.09.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.09.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 385/2021, ΑΠ 850/2019). Επίσης, κατά το άρθρο 1045 του ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας, κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα, είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεστεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχτούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του κτλ. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων μέσα στον χρόνο της χρησικτησίας. Εξάλλου, οι στηριζόμενοι στις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας νομικής σκέψης ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής κυριότητας, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γέννησης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος, και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 246/2023, ΑΠ 1747/2022). Ο δε τυχόν ισχυρισμός του ενάγοντος, προς απόκρουση των ενστάσεων αυτών του Δημοσίου, ότι έχει καταστεί κύριος του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, καθώς, προσμετρώντας στο δικό του χρόνο νομής και το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων του, νέμεται το ακίνητο με καλή πίστη για τουλάχιστον τριάντα έτη μέχρι τις 11-9-1915, αποτελεί αντένσταση. Ενόψει των ανωτέρω, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), πρέπει να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και, για τον λόγο αυτό, τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών του και εντεύθεν της απόρριψής τους τις φέρει εκείνο (Ελληνικό Δημόσιο) και όχι ο ενάγων (ΑΠ 117/2020, ΑΠ 1182/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, διατείνεται το αναιρεσείον με το δεύτερο λόγο αναίρεσης ότι ισχυρίστηκε πρωτοδίκως με τις προτάσεις του ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης που περιήλθε στην κυριότητά του δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και των από 3 Φεβρουαρίου, 4/16 Ιουνίου και 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου. Ότι ενόψει της άρνησης αυτής εκ μέρους του της κυριότητας τόσο της αναιρεσίβλητης όσο και των δικαιοπαρόχων της, όφειλε η αναιρεσίβλητη, με ποινή απαραδέκτου λόγω αοριστίας, να συμπληρώσει την αγωγή της με την επίκληση συγκεκριμένων πράξεων νομής επί του επιδίκου για χρονικό διάστημα 30 ετών συμπληρωμένων μέχρι τις 11-9-1915. Ότι η αναιρεσίβλητη δεν μνημόνευσε στην αγωγή της ή συμπληρωματικά με τις προτάσεις της πράξεις νομής των άμεσων και απώτερων δικαιοπαρόχων της για τριάντα έτη μέχρι τις 11-9-1915, με αποτέλεσμα η αγωγή να καθίσταται αόριστη και συνεπώς απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ότι παρά το γεγονός ότι πρότεινε με την έφεσή του την αοριστία αυτή της αγωγής, το Εφετείο απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσης, καθώς έκρινε την αγωγή ορισμένη, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 και 14 ΚΠολΔ. Επίσης, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο οποίος, ενόψει του περιεχομένου του, εκτιμάται ενιαία με το δεύτερο αναιρετικό λόγο, το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την παράβαση του άρθρου 559 αρ. 13 ΚΠολΔ, περί εσφαλμένης κατανομής του βάρους της απόδειξης. Ειδικότερα, το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρότεινε τον ισχυρισμό περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου, την οποίαν απέκτησε με τα αναφερόμενα πιο πάνω στο δεύτερο αναιρετικό λόγο πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και ότι τον ισχυρισμό αυτό επανέφερε και ενώπιον του Εφετείου με λόγο έφεσης. Ότι, όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως ουσία αβάσιμο, καθώς δέχθηκε ότι το ίδιο (εκκαλούν-αναιρεσείον), που έφερε το βάρος απόδειξής του, δεν επικαλέστηκε και δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό μέσο που να αποδεικνύει τη βασιμότητά του. Ότι, όμως, ο ανωτέρω ισχυρισμός του συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και ότι ως εκ τούτου, η αναιρεσίβλητη έφερε το βάρος απόδειξης των περιστατικών που θεμελιώνουν το δικαίωμα κυριότητας της ιδίας και των απώτερων δικαιοπαρόχων της επί του επιδίκου. Ωστόσο, και οι δύο αυτοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως στηριζόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση και επομένως ως αβάσιμοι. Και, τούτο, διότι, ο ανωτέρω πρωτοδίκως προταθείς ισχυρισμός του αναιρεσείοντος έναντι της αγωγής της αναιρεσίβλητης, με την οποία αυτή ζήτησε την αναγνώριση της κυριότητάς της στο επίδικο ακίνητο συνολικού εμβαδού 145,51 τ.μ. και ειδικότερα, όσον αφορά το αναιρεσείον, σε μέρος αυτού εμβαδού 57,65 τ.μ., που καταχωρήθηκε στο κτηματολόγιο ως ανήκον σε άγνωστο ιδιοκτήτη, και η οποία αγωγή, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, στηρίζεται στις διατάξεις περί έκτακτης χρησικτησίας του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, δεν συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, αλλά ένσταση καταλυτική της αγωγής και επομένως, δεν τίθεται θέμα συμπλήρωσης αυτής, όπως αβάσιμα διατείνεται το αναιρεσείον με το δεύτερο λόγο αναίρεσης. Επί πλέον, εφόσον ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, το βάρος απόδειξής του έφερε το εκκαλούν-αναιρεσείον που πρότεινε τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως δέχθηκε και το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με τον τρίτο λόγο αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία, όμως, θα καταλογιστούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-8-2021 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 48/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Μαρτίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
