ΑΠΟΦΑΣΗ
Μισσίου Καραγιαννίδου κατά Ελλάδος της 27.11.2025 (προσφ. αριθ. 410/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα είναι μαιευτήρας-γυναικολόγος χειρουργός που εργάστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Κατερίνης μεταξύ 1987 και 2011.
Στις 13 Αυγούστου 2007 γυναίκα διανύουσα την 34η εβδομάδα κύησης εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο με σοβαρή κολπική αιμορραγία, ταχυκαρδία και υπόταση, που αποδόθηκαν σε αποκόλληση πλακούντα. Η προσφεύγουσα, σε συνεργασία με συνάδελφό της, διενήργησε επείγουσα καισαρική τομή. Μετά τον τοκετό, η κατάσταση της ασθενούς επιδεινώθηκε λόγω συνεχιζόμενης αιμορραγίας.
Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι, λόγω απουσίας μονάδας εντατικής θεραπείας, αγγειοχειρουργού και επαρκών αποθεμάτων αίματος στο νοσοκομείο Κατερίνης, αποφασίστηκε η μεταφορά της ασθενούς στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης για χειρουργική αντιμετώπιση με ολική υστερεκτομή. Κατά τη μεταφορά, η ασθενής υπέστη καρδιακή ανακοπή και απεβίωσε καθ’ οδόν. Σύμφωνα με την έκθεση νεκροψίας, η αιτία θανάτου ήταν ατονία μήτρας που προκάλεσε οξεία μαζική αιμορραγία.
Στη συνέχεια ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της προσφεύγουσας και της συναδέλφου της για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Κατά το κατηγορητήριο αντί να διενεργήσουν άμεση υστερεκτομή για την αντιμετώπιση της αιμορραγίας, επέλεξαν τη μεταφορά της ασθενούς, η οποία απεβίωσε καθ’ οδόν.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κατερίνης με την με αριθ. 1135/2013 απόφασή του έκρινε ένοχες τις κατηγορούμενες και τις καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με τριετή αναστολή. Στην πρωτοβάθμια δίκη, ο διευθυντής της αιματολογικής κλινικής του νοσοκομείου κατέθεσε ως μάρτυρας, δηλώνοντας ότι ήταν σε άδεια κατά τον χρόνο του συμβάντος και δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει τη διαθεσιμότητα αποθεμάτων αίματος την κρίσιμη ημέρα.
Κατά την εκδίκαση της έφεσης ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, η προσφεύγουσα υπέβαλε δύο αιτήματα αναβολής προκειμένου να κλητευθεί ο διευθυντής της αιματολογικής κλινικής και να προσκομιστούν σχετικά έγγραφα από την τράπεζα αίματος του νοσοκομείου. Το δικαστήριο απέρριψε και τα δύο αιτήματα, κρίνοντας αρχικά ότι η υπόθεση μπορούσε να κριθεί βάσει των υπαρχόντων στη δικογραφία αποδεικτικών στοιχείων και επισήμανε ότι ο προταθείς μάρτυρας είχε ήδη καταθέσει πρωτοδίκως. Κατά την επανυποβολή του αιτήματος, το δικαστήριο το απέρριψε επικαλούμενο την επικείμενη παραγραφή. Με την με αριθ. 3429/2014 απόφασή του, απέρριψε την έφεση. Στη συνέχεια απερρίφθη και η ασκηθείσα αναίρεση.
Κατά το ΕΔΔΑ η απόρριψη της επανεξέτασης του μάρτυρα στηρίχθηκε σε βάσιμους λόγους. Ο διευθυντής είχε ήδη καταθέσει πρωτοδίκως και είχε δηλώσει ότι απουσίαζε κατά το συμβάν, δεν είχε άμεση γνώση των αποθεμάτων αίματος την επίδικη ημέρα και προέβη σε γενικές αναφορές για τη λειτουργική ικανότητα του νοσοκομείου. Το Εφετείο εύλογα έκρινε ότι περαιτέρω εξέταση δεν θα πρόσθετε αποδεικτική αξία, εξάλλου η προσφεύγουσα δεν εξέτασε τον μάρτυρα πρωτοδίκως σχετικά με την έλλειψη αίματος, ούτε προσκόμισε σχετική τεκμηρίωση.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρχαν επαρκείς δικονομικές εγγυήσεις. Η προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, είχε δυνατότητα να αμφισβητήσει την κατηγορία, να προσκομίσει αποδείξεις και να υποστηρίξει την υπεράσπισή της. Τα δικαστήρια εξέτασαν τα επιχειρήματά της και εξέδωσαν αιτιολογημένες αποφάσεις.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η άρνηση αναβολής και η μην επανεξέταση του μάρτυρα δεν έθιξε τη δικαιότητα της διαδικασίας.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα είναι μαιευτήρας-γυναικολόγος που εργάστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Κατερίνης μεταξύ 1987 και 2011.
Στις 13 Αυγούστου 2007 γυναίκα στην 34η εβδομάδα κύησης εισήχθη επειγόντως με σοβαρή κολπική αιμορραγία, ταχυκαρδία και υπόταση λόγω αποκόλλησης πλακούντα. Η προσφεύγουσα διενήργησε επείγουσα καισαρική τομή. Μετά τον τοκετό η κατάσταση της ασθενούς επιδεινώθηκε λόγω συνεχιζόμενης αιμορραγίας.
Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι λόγω απουσίας μονάδας εντατικής θεραπείας, αγγειοχειρουργού και επαρκών αποθεμάτων αίματος, αποφασίστηκε η μεταφορά της ασθενούς στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης για υστερεκτομή. Η ασθενής υπέστη καρδιακή ανακοπή κατά τη μεταφορά και απεβίωσε. Η νεκροψία διαπίστωσε ότι η αιτία θανάτου ήταν ατονία μήτρας.
Ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κατερίνης καταδίκασε την προσφεύγουσα σε τριετή φυλάκιση με αναστολή, κρίνοντας ότι οι κατηγορούμενες δεν αξιολόγησαν επαρκώς την αιμοδυναμική κατάσταση της ασθενούς και δεν διενήργησαν υστερεκτομή.
Στο Εφετείο, η προσφεύγουσα ζήτησε δύο φορές αναβολή για να κλητευθεί ο διευθυντής της αιματολογικής κλινικής. Το δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1,
Άρθρο 6 § 2,
Άρθρο 6 § 3 δ
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 §§ 1 και 3 δ – Δίκαιη δίκη και εξέταση μαρτύρων υπεράσπισης
Το Δικαστήριο υπενθύμισε τις γενικές αρχές που διαμορφώθηκαν στην απόφαση Murtazaliyeva κατά Ρωσίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 18.12.2018 με αριθμ. προσφ. 36658/05.
Σύμφωνα με αυτές, η αξιολόγηση πρέπει να απαντά σε τρία ερωτήματα: α) εάν το αίτημα εξέτασης του μάρτυρα ήταν επαρκώς αιτιολογημένο και σχετικό με το αντικείμενο της κατηγορίας, β) εάν τα εθνικά δικαστήρια αξιολόγησαν τη συνάφεια της κατάθεσης και αιτιολόγησαν επαρκώς την απόρριψη του αιτήματος, και γ) εάν η απόρριψη έθιξε τη συνολική δικαιότητα της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόρριψη της επανεξέτασης του διευθυντή της αιματολογικής κλινικής δεν έθιξε τη συνολική δικαιότητα της διαδικασίας. Το αίτημα της προσφεύγουσας δεν ήταν επαρκώς συναφές με το αντικείμενο της κατηγορίας. Ενώ τα δικαστήρια ανέφεραν τη διαθεσιμότητα αποθεμάτων αίματος κατά την περιγραφή του πραγματικού υποβάθρου, αυτό δεν ήταν κεντρικό ζήτημα στο σκεπτικό τους. Το καθοριστικό ήταν η αποτυχία της προσφεύγουσας να αξιολογήσει και να αντιμετωπίσει επαρκώς την αιμοδυναμική επιδείνωση της ασθενούς.
Η απόρριψη της επανεξέτασης του μάρτυρα στηρίχθηκε σε βάσιμους λόγους. Ο διευθυντής είχε ήδη καταθέσει πρωτοδίκως και είχε δηλώσει ότι ήταν σε άδεια κατά το συμβάν, χωρίς άμεση γνώση των αποθεμάτων αίματος την κρίσιμη ημέρα. Η κατάθεσή του περιορίστηκε σε γενικές παρατηρήσεις για τη λειτουργική ικανότητα του νοσοκομείου. Το Εφετείο εύλογα έκρινε ότι περαιτέρω εξέταση δεν θα πρόσθετε αποδεικτική αξία. Σημειωτέον ότι η προσφεύγουσα δεν εξέτασε τον μάρτυρα πρωτοδίκως σχετικά με την έλλειψη αίματος, ούτε προσκόμισε σχετική τεκμηρίωση.
Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι υπήρχαν επαρκείς δικονομικές εγγυήσεις. Η προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, είχε δυνατότητα να αμφισβητήσει την κατηγορία, να προσκομίσει αποδείξεις και να προβάλει την υπεράσπισή της. Τα δικαστήρια εξέτασαν τα επιχειρήματά της και εξέδωσαν αιτιολογημένες αποφάσεις.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η άρνηση αναβολής δεν έθιξε τη δικαιότητα της διαδικασίας και απέρριψε αυτό το σκέλος της προσφυγής ως προδήλως αβάσιμο.
Άρθρο 6 § 2 – Τεκμήριο αθωότητας
Η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι το σκεπτικό των εθνικών δικαστηρίων αντέστρεψε το βάρος απόδειξης, παραβιάζοντας το τεκμήριο αθωότητας. Αναφέρθηκε στην απόφαση του Αρείου Πάγου που ανέφερε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι το νοσοκομείο στερούνταν επαρκών αποθεμάτων αίματος.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η καταδίκη της προσφεύγουσας δεν στηρίχθηκε στην αποτυχία της να αποδείξει την έλλειψη αποθεμάτων αίματος, αλλά στην αποτυχία αυτής και της συγκατηγορουμένης της να αναγνωρίσουν και να ανταποκριθούν κατάλληλα στην αιμοδυναμική επιδείνωση της ασθενούς. Το Εφετείο επικέντρωσε το σκεπτικό του στην κλινική αξιολόγηση και τη λήψη αποφάσεων στο πλαίσιο ιατρικής επείγουσας κατάστασης.
Η αναφορά του Αρείου Πάγου στην απουσία απόδειξης σχετικά με τα αποθέματα αίματος φαίνεται να έγινε ως απάντηση στον υπερασπιστικό ισχυρισμό, ότι η μεταφορά επιβλήθηκε λόγω έλλειψης πόρων. Δεν παρουσιάστηκε ως αποφασιστικός ή αυτοτελής λόγος καταδίκης, αλλά ως μέρος της ευρύτερης αξιολόγησης των πραγματικών και ιατρικών περιστάσεων.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε ένδειξη ότι η προσφεύγουσα αντιμετωπίστηκε κατά τρόπο αντίθετο με το τεκμήριο αθωότητας και απέρριψε αυτό το σκέλος ως προδήλως αβάσιμο.
