Έλλειψη ειδικής αναφοράς σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, κατόπιν περιορισμού της απαίτησης από τον δανειστή
Δεκτή έγινε έφεση κατά απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί ανακοπή κατά αναγκαστικής κατάσχεσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση κατέστη ανεκκαθάριστη κατόπιν περιορισμού της από την επισπεύδουσα εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, χωρίς ειδική αναφορά των επιμέρους κονδυλίων για τα οποία επισπεύδεται η εκτέλεση (ΜονΕφΑθ 5545/2025).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, υπό την προϋπόθεση ότι ο περιορισμός αυτός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη. Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του οφειλέτη, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποια κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της.
Σε αντίθετη περίπτωση, κατά την οποία, δηλαδή, δεν προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία επισπεύδεται η εκτέλεση μετά τον προσδιορισμό, η απαίτηση καθίσταται αόριστη και αβέβαιη, με αποτέλεσμα ο οφειλέτης να μην δύναται να προβάλλει τα σχετικά δικαιώματά του.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, επιβλήθηκε κατάσχεση σε ποσοστό 100% του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των περιγραφόμενων στην έκθεση δύο ιδιοκτησιών του εκκαλούντος οφειλέτη, δυνάμει σχετικής εντολής της εφεσίβλητης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, για το ποσό των 31.000,00 ευρώ, κατόπιν περιορισμού της επιδικασθείσας με την ένδικη διαταγή πληρωμής απαίτησης, με την μνεία ότι ο περιορισμός αυτός έγινε αποκλειστικά για τον περιορισμό των εξόδων εκτέλεσης και με την ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη του υπολοίπου ποσού με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή με αναγγελία στον ίδιο ή άλλον πλειστηριασμό.
Το δικαστήριο διαπίστωσε, ωστόσο, ότι δεν προσδιορίζεται σε τι ακριβώς αφορά ο περιορισμός αυτός, ώστε να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια θα διενεργηθεί εφεξής η εκτέλεση.
Εφόσον, λοιπόν, έλαβε χώρα περιορισμός του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, χωρίς ειδική αναφορά στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε, το δικαστήριο έκρινε πως η παροχή κατέστη ανεκκαθάριστη.
Τέλος, το δικαστήριο επεσήμανε ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η ρύθμιση του άρθρου 423 ΑΚ, γιατί αν και αφορά και την περίπτωση που το ποσό της καταβολής προέρχεται από αναγκαστική εκτέλεση, όπως το επίδικο, εντούτοις εφαρμόζεται για όταν το ποσό αυτό δεν επαρκεί για την απόσβεση του κεφαλαίου, τόκων και εξόδων, και όχι όταν γίνεται περιορισμός της απαίτησης από τον δανειστή, οπότε απαιτείται ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή (αναγκαστική εκτέλεση) επισπεύδεται μετά τον περιορισμό του ποσού καταβολής.
Απόσπασμα απόφασης
Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, επιβλήθηκε κατάσχεση σε ποσοστό 100% του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των περιγραφόμενων στην έκθεση και ως άνω, δύο ιδιοκτησιών του εκκαλούντος, δυνάμει σχετικής εντολής της εφεσίβλητης προς τον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή για το ποσό των 31.000,00 ευρώ έναντι της επιδικασθείσας απαίτησης της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής, με την μνεία ότι ο περιορισμός αυτός έγινε αποκλειστικά για τον περιορισμό των εξόδων εκτέλεσης και με την ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη του υπολοίπου ποσού με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή με αναγγελία στον ίδιο ή άλλον πλειστηριασμό, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο περιορισμός αυτός, ώστε να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια θα διενεργηθεί εφεξής η εκτέλεση. Τα ανωτέρω έχουν ως αποτέλεσμα την μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, σύμφωνα και με τα ως άνω διαλαμβανόμενα στην νομική σκέψη της παρούσας, εφόσον έλαβε χώρα περιορισμός του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του χωρίς ειδική αναφορά, στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε. Εξάλλου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω το άρθρο 423 ΑΚ, γιατί αν και αφορά και την περίπτωση που το ποσό της καταβολής προέρχεται από αναγκαστική εκτέλεση, όπως το επίδικο, εντούτοις εφαρμόζεται για όταν αυτό (ποσό) δεν επαρκεί για την απόσβεση του κεφαλαίου, τόκων και εξόδων και όχι όταν γίνεται περιορισμός της απαίτησης από τον δανειστή, οπότε απαιτείται ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή (αναγκαστική εκτέλεση) επισπεύδεται μετά τον περιορισμό του ποσού καταβολής.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη, δέχθηκε ότι ο τρίτος λόγος ανακοπής, είναι απορριπτέος ως μη νόμμος έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμου του τρίτου λόγου της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για την απόρριψη του προεκτεθέντος λόγου ανακοπής.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr.
