ΣτΕ Στ΄ 2113 – 2114/2025
Συνδυαστική ερμηνεία των άρ. 19 παρ. 6-8 και 70α π.δ. 18/1989 και 19 παρ. 5 του ν. 4267/2014. Εμπρόθεσμες αιτήσεις αναίρεσης κατατεθείσες με ηλεκτρονικά μέσα μέχρι την 12η νυχτερινή της τελευταίας εργάσιμης ημέρας της σχετικής προθεσμίας. Παραπομπή στην Ολομέλεια.
Πρόεδρος: Μ. Παπαδοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Π. Μούρκου, Πάρεδρος
Με τις 2113, 2114/2025 αποφάσεις του Στ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι από το συνδυασμό των άρθρων 19 παρ. 6-8 και 70α του π.δ. 18/1989 και του άρθρου 19 παρ. 5 του ν. 4267/2014, ερμηνευόμενων υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντ. και του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., συνάγεται ότι στην περίπτωση που επιλέγεται από τον διάδικο η άσκηση αίτησης αναίρεσης μέσω της υποβολής δικογράφου με ηλεκτρονικά μέσα, η υποβολή αυτή μπορεί να γίνει μέχρι την 12η νυχτερινή της τελευταίας εργάσιμης ημέρας της σχετικής προθεσμίας, ήτοι και μετά τη λήξη του ωραρίου εργασίας της γραμματείας του αρμοδίου δικαστηρίου ή την πάροδο της 7ης νυχτερινής ώρας, η δε κατάθεση λογίζεται ότι έγινε εντός του ωραρίου εργασίας της ίδιας ημέρας. Είναι δε άμοιρος νομικής επιρροής, από την άποψη αυτή, ο, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ηλεκτρονικής κατάθεσης, χρόνος καταχώρισης της αίτησης αναίρεσης από τη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου. Εμπρόθεσμη η άσκηση των κρινόμενων αιτήσεων, κατατεθεισών την τελευταία ημέρα της προθεσμίας και ώρα 23:57:26 και 23:52:50 αντίστοιχα.
Έτσι ερμηνευόμενο το άρθρο 19 παρ. 5 του ν. 4267/2014, δεν καταργεί αλλά συμπληρώνει το άρθρο 1 παρ. 12 της κυρωθείσης με το άρθρο πρώτο του ν. 1157/1981, από 29.12.1980 Π.Ν.Π. στην ειδική περίπτωση της κατάθεσης της αίτησης αναίρεσης με ηλεκτρονικά μέσα, χωρίς τούτο να προσκρούει στην ασφάλεια δικαίου και χωρίς να επηρεάζεται η εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων. Εξάλλου, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ. και το άρθρο. 6 της Ε.Σ.Δ.Α., δεν είναι απόλυτο, αλλά από τη φύση του υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι, όμως, δεν επιτρέπεται να περιορίζουν την πρόσβαση κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζεται η ουσία του δικαιώματος, η δε αποτελεσματικότητα του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, ιδίως όσον αφορά τους κανόνες τύπου και τις προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων, διασφαλίζεται από την προσβασιμότητα, τη σαφήνεια και την προβλεψιμότητα των νομικών διατάξεων και της νομολογίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, η εφαρμογή της αυστηρότερης δικονομικής προϋπόθεσης του άρθρου 12 παρ. 1 της από 29.12.1980 Π.Ν.Π., που θα υποχρέωνε το διάδικο να ολοκληρώσει τη διαδικασία της ηλεκτρονικής κατάθεσης έως την 7η νυχτερινή ώρα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας και στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης αναίρεσης με ηλεκτρονικά μέσα, χωρίς τούτο να προκύπτει με σαφήνεια από τις ισχύουσες διατάξεις περί κατάθεσης της αίτησης αναίρεσης και χωρίς να προβλέπεται ρητά η επερχόμενη συνέπεια του απαραδέκτου της διενεργηθείσας ηλεκτρονικής κατάθεσης μετά το χρόνο αυτό, θα έπληττε υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του διαδίκου, δίχως να είναι αναγκαία για την αποτελεσματικότερη απονομή δικαιοσύνης. Η ερμηνεία αυτή συνάδει και με το σκοπό της αύξησης της χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών στην απονομή της δικαιοσύνης, οι οποίες είναι εύλογο να χρησιμοποιούνται ως εργαλείο για τη βελτίωση της αποτελεσματικής και πρακτικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη, εναπόκειται δε στο δικαστήριο να διασφαλίζει τα διαδικαστικά δικαιώματα των διαδίκων.
Ενόψει της γενικότερης σημασίας του (βλ. και τις 1756/2023 και 1014/2024 αποφ. του Αρείου Πάγου), το ζήτημα παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
