Αριθμός 653/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου-Εισηγήτρια, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 1 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Βασιλική Παπαγιαννοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Τ. του Κ. και της Ε., κατοίκου Ν. Σ. Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιωάννη Καρβούνη και Κυριάκο Ξενάκη, και κατέθεσε προτάσεις, 2) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “Α. Γ. Μ. ΟΕ/Μ. Δ.-Μ. Ι. ΟΕ”, που εδρεύει στην Π. Η., με ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καρβούνη, και κατέθεσε προτάσεις, 3) Κ.. Γ. του Γ. και της Μ., κατοίκου Κ. Δήμου Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καρβούνη, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-11-2017 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων καθώς και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 112/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 515/2021 του Μονομελούς Εφετείου Π.. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 23-2-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 22.02.2022 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της 515/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Π., με την οποία έγινε τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 112/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, μετά την εξαφάνιση της οποίας, την κράτηση και την εκδίκασή της από το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έγινε εν μέρει δεκτή αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Κατά το άρθρο 1 του νόμου της 7ης Ραμαζάν 12… (1856), οι γαίες στο Οθωμανικό Κράτος διαιρούνταν σε πέντε κατηγορίες: α) τις γαίες καθαρής κυριότητας (εραζίτ μεμλουκέ, “μούλκια”, οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες) των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, δηλαδή γαίες εξουσιαζόμενες λόγω κυριότητας, β) τις δημόσιες γαίες (εραζίτ μιριγέ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (εραζίτ μεβκουφέ), δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (εραζίτ μετρουκέ, οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (εραζίτ μεβάτ, τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Στο οθωμανικό κράτος ολόκληρη η γη ήταν δημόσια εκτός από τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας που καθορίζονται στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου της 7ης Ραμαζάν και που παραχωρούνταν κατά κυριότητα σε ιδιώτες με αυτοκρατορικά (σουλτανικά) φιρμάνια (διατάγματα), ενώ δεν χωρούσε κατάλυση του χαρακτήρα της δημόσιας γης με κτητική παραγραφή (άρθρο 1248 ΟΘΝπΓαιών). Μετά την απελευθέρωση με τις διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος”, τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4.6.1830, ….6.1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, καθώς και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε ως διάδοχος στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γης. Έτσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο κατά τον ως άνω οθωμανικό νόμο περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την διαδοχή αυτή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα αποκτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο δικαιώματα εξουσίασης (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε δυνάμει δικαιώματος πολέμου με αμάχητο τεκμήριο μόνον την κυριότητα εκείνων των ιδιοκτήτων γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830 είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δημεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως οι διατάξεις των ως άνω πρωτοκόλλων της 3-22/1.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος”, τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16.6.1830 και 1/7 (…-8) 1830, της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, δια των οποίων περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, δικαιώματι πολέμου, οι αναφερόμενες σε αυτά γαίες, δεν έθιξαν τα εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια”) και τα δικαιώματα εξουσίασης (“τεσσαρούφ”) τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των δημοσίων γαιών σύμφωνα με το Οθωμανικό δίκαιο. Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ΒΔ της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “εξουσιάσεως” θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία και Οικονομικών, κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Από τις διατάξεις αυτές του ΒΔ της 17/29-11-1836 συνάγεται ότι, για τα δάση που δεν αναγνωρίσθηκαν, κατά την διαγραφόμενη ειδικότερα στο άρθρο 3 του ίδιου β.δ/τος διαδικασία, ως ιδιωτικά, δημιουργείται νόμιμο τεκμήριο ότι ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Προϋπόθεση της εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος (ΑΠ 3…/2015, ΑΠ 975/2008). Με βάση τα παραπάνω, σύμφωνα με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου μετά τον αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριο των εκτάσεων που αφορούσαν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές, (ΑΠ 1187/2022, ΑΠ 117/2020, ΑΠ…9/20…, ΑΠ 27/20…), όχι όμως των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας. Επί πλέον, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατ’ άρθρο … Εισ.ΝΑΚ, για τον προ της ενάρξεως ισχύος του Α.Κ. χρόνο, διατάξεις του ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν 9 παρ. 1 Πανδ. (50, 14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), διατάξεις του βυζαντινοραωμαϊκού δικαίου περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, (σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/3-7-1837, “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων” του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/18-5-…26,” περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” του άρθρου 60 του ν. ΣΟΖ’/1855 και του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. ΔΝΖ’/…12, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί δημοσίων κτημάτων από ιδιώτες, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής, πάνω στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτων, επί τριακονταετία μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου …15. Επομένως η ανωτέρω διάταξη του β.δ/τος εισήγαγε μαχητό τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου για τα λιβάδια, ως προς το οποίο ισχύουν αναλογικά αυτά που ισχύουν για το αντίστοιχο τεκμήριο που αφορά στα δάση (ΟλΑΠ 75/…87, ΑΠ 266/2010, ΑΠ …1/2008). Στην περίπτωση αυτή του μαχητού υπέρ του Δημοσίου τεκμηρίου για τα δάση και τα λιβάδια, ο ενάγων ιδιώτης οφείλει να επικαλεσθεί συμπλήρωση του τριακονταετούς χρόνου χρησικτησίας έως και την 11η.9….15 εφόσον πρόκειται για δημόσιο κτήμα, όχι όμως και όταν δεν επικαλείται τέτοια ιδιότητα για το επίδικο αλλά θεμελιώνοντας το δικαίωμά του στην έκτακτη χρησικτησία του Αστικού Κώδικα, ενάγει το Ελληνικό Δημόσιο επειδή του αμφισβητεί την κυριότητά του επί αυτού, οπότε αρκεί να επικαλείται συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας στο πρόσωπο του έως την άσκηση της αγωγής ή στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου του έως το χρόνο της μεταβιβαστικής της κυριότητας σύμβασης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση για το ορισμένο της αναγνωριστικής αγωγής δεν απαιτείται να επικαλεσθεί ο ενάγων ότι η χρησικτησία συμπληρώθηκε έως και την 11η.9….15, με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ακόμη και όταν το Δημόσιο αμφισβητεί την κυριότητα του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του διότι, η επίκληση της αποκτήσεως χρησικτησίας μέχρι τις 11.9.2015 προϋποθέτει δημόσιο κτήμα, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, αλλά περιεχόμενο ισχυρισμού η απόδειξη του οποίου βαρύνει το Δημόσιο (ΑΠ 1148/2023, ΑΠ …0/2023, ΑΠ 1655/2022, ΑΠ 1214/2020, ΑΠ 643/2017). Επί πλέον, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά νόμο, για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, αποτελούν δε προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή, όταν το δικαστήριο παρά την μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη, η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., καθόσον το δικαστήριο κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως τού άρθρου 216 Κ.Πολ.Δικ. παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου (ΑΠ 1780/2022, ΑΠ 1027/2022, ΑΠ …9/2021, ΑΠ 852/2021). Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1655/2022, ΑΠ 335/2020, ΑΠ 120/2015, ΑΠ 529/2015). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 και 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα και το ορισμένο της διεκδικητικής της κυριότητας αγωγής ακινήτου ο ενάγων πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει το δικαίωμα της κυριότητάς του πάνω σε αυτό, το οποίο απέκτησε με κάποιο προβλεπόμενο από το νόμο (παράγωγο ή πρωτότυπο) τρόπο και ότι ο εναγόμενος νέμεται ή κατέχει το επίδικο ακίνητο ή αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητάς του επ’ αυτού. Επί διεκδικητικής της κυριότητας αγωγής που στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και ειδικότερα σε σύμβαση (άρθρ. 1…3 ΑΚ) για το ορισμένο αυτής αρκεί κατ’ αρχήν να γίνει επίκληση της σύμβασης, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και του άμεσου δικαιοπαρόχου του, κυρίου του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, με συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφηκε νόμιμα, χωρίς να είναι αναγκαίο να καθορίζεται στο δικόγραφο της αγωγής και ο τρόπος με τον οποίο κατέστη κύριος ο πιο πάνω δικαιοπάροχος του ενάγοντα, διότι μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον εναγόμενο και της κυριότητας του τελευταίου υποχρεούται ο ενάγων να καθορίσει με τις προτάσεις της συζήτησης τον τρόπο απόκτησης αυτής (ΑΠ 1615/2023, ΑΠ 1612/2023). Αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις του της πρωτοβάθμιας δίκης αμφισβητήσει όχι μόνο την κυριότητα του ενάγοντος, αλλά ειδικά και την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του (άμεσου ή και απωτέρων) επί του επιδίκου, τότε ο ενάγων, αν δεν το έχει κάνει καθ’ υποφορά με το δικόγραφο της αγωγής είναι υποχρεωμένος, με τις προτάσεις της ίδιας πρωτοβάθμιας δίκης, να καθορίσει, με σαφή έκθεση γεγονότων, τον τρόπο κτήσης κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχο του και, αν είναι ανάγκη και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, φθάνοντας μέχρι πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας, όπως είναι η τακτική ή η έκτακτη χρησικτησία, να επικαλεστεί δε τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του (ΑΠ 1615/2023). Η παράλειψη του ενάγοντος να συμπληρώσει την αγωγή με τον άνω τρόπο ή καθ’ υποφορά στην αγωγή των άνω στοιχείων, επιφέρει την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης (ΑΠ 1781/2022, ΑΠ 982/2021, ΑΠ 432/20…, ΑΠ 5…/2018). Κατά δε το άρθρο 1…1 ΑΚ εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 249, 271, 9…, 976, 983 και 1045 ΑΚ, συνάγεται, ότι στην έκτακτη χρησικτησία δεν απαιτείται για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος στη δική του νομή προς συμπλήρωση του προβλεπόμενου γι’ αυτήν στο νόμο χρόνου νομής (εικοσαετία), ειδική διαδοχή στο δικαίωμα κυριότητας του πράγματος, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή του πράγματος, η οποία χωρεί με παράδοση με οικεία βούληση του νομέα (976 ΑΚ) και έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που έχει ο μεταβιβάζων. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι και στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαιοπάροχος του νομέα κατέστη κύριος, λόγω συμπλήρωσης στο πρόσωπο του απαιτούμενου χρόνου χρησικτησίας, ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος αυτού στη νομή μπορεί να επικαλεσθεί το συνυπολογισμό του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του, προκειμένου να αντιτάξει κατά τρίτων κυριότητα επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, χωρίς να έχει συμπληρώσει δική του νομή επί εικοσαετία κατά τους όρους του άρθρου 1045 ΑΚ, αλλά με προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του. Τέλος, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 9… του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία. Η κτήση της νομής ακινήτου και η άσκησή της επ’ αυτού μπορεί να γίνει με οποιαδήποτε ενέργεια, που μαρτυρεί, κατά τις αντιλήψεις που υπάρχουν στις συναλλαγές, φυσική και με διάνοια κυρίου εξουσίαση αυτού Έτσι, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση νομής η οποία απαιτείται για τη κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη (αλλά και με τακτική) χρησικτησία, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες πάνω σ’ αυτό, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει με διάνοια κυρίου, όπως είναι ενδεικτικά η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η εκμίσθωση σε τρίτο, η φύλαξή του, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, κ.α., αν δε πρόκειται για αστικό ακίνητο η ενοικίαση σε αυτό και γενικά οι αρμόζουσες στην φύση του πράξεις εξουσίασης, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας, ενώ περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση (ΑΠ 1615/2023, ΑΠ 416/2020, ΑΠ 1208/20…, ΑΠ …9/20…).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι, παρά το νόμο, δεν απέρριψε, ως απαράδεκτη, την αγωγή λόγω ποσοτικής αοριστίας της, στηρίζοντας τον αναιρετικό αυτό λόγο στο άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ. Προς τούτο επικαλείται ότι η αναγνωριστική κυριότητας αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων, είναι αόριστη, διότι σε αυτήν δεν εκτίθενται συγκεκριμένες πράξεις νομής επί του επιδίκου ακινήτου των απώτατων και απώτερων δικαιοπαρόχων τους μέχρι πρωτοτύπου κτήσεως της κυριότητος και δη υπό τις προϋποθέσεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου συμπληρωμένες μέχρι την 11.9….15, δεδομένου μάλιστα του προβαλλόμενου ισχυρισμού του, τόσο με τον σχετικό λόγο της έφεσής του, όσο και με τις εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις του, ότι τα επίδικα ακίνητα αποτελούν τμήματα δημοσίου κτήματος. Ειδικότερα αιτιάται το αναιρεσείον, ως προς την υποστήριξη της αοριστίας της αγωγής, ότι σε αυτήν δεν γίνεται αναφορά, ούτε συμπληρώθηκε με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων νεμήθηκαν τα επίδικα ακίνητα, ασκώντας επί αυτών υλικές, εμφανείς διακατοχικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό τους, δηλωτικές, κατά τις αντικειμενικές συναλλακτικές αντιλήψεις της βούλησής τους να τα εξουσιάζουν ως κύριοι συνεχώς και αδιαλείπτως, με καλή πίστη, ήτοι με την άδολη και ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής τους δεν προσέβαλαν κατ’ ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου για χρονικό διάστημα πλέον των 30 ετών μέχρι την 11.9….15, όπως απαιτείται εκ του νόμου, προκειμένου να καταστεί ιδιώτης κύριος κτήματος του Ελληνικού Δημοσίου. Όπως όμως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της από ….11.2017 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, οι ενάγοντες εξέθεταν σε αυτήν ότι έχουν καταστεί κύριοι των περιγραφομένων σε αυτήν κατά είδος, έκταση, όρια και αξία ακινήτων, με παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο δυνάμει των αναφερομένων τίτλων κτήσης των ιδίων και των αμέσων και απώτερων δικαιοπαρόχων τους. Επί πλέον στην αγωγή αναφέρεται, καθ’ υποφοράν και αναλυτικά, ο τρόπος, με τον οποίο έκαστος των εναγόντων έχει καταστεί κύριος των ανηκόντων σε αυτόν ακινήτων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ειδικότερα, αναφέρεται η συνδρομή αρχικά στο πρόσωπο των απώτατων και απώτερων δικαιοπαρόχων τους, όλων των στοιχείων που κρίνονται αναγκαία για τη θεμελίωση της κτήσης κυριότητας με τον ανωτέρω πρωτότυπο τρόπο ήτοι με την επί αυτών άσκηση συνεχώς και αδιαλείπτως, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη των ειδικώς αναφερομένων στην αγωγή διακατοχικών πράξεων, της καλλιέργειας των εντός αυτών υφισταμένων ελαιοδέντρων και της συλλογής του ελαιοκάρπου, εφόσον επρόκειτο για αγροτικά ακίνητα, έχοντα χαρακτήρα ελαιώνα, οι οποίες πράξεις νομής ανάγονται από το έτος 1885 και εντεύθεν δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο τουλάχιστον κατά τριάντα έτη της 11ης.9.2015, καθώς και ότι οι άμεσοι δικαιοπάροχοί τους και οι ίδιοι συνέχισαν να νέμονται τα επίδικα ακίνητα ασκώντας επί αυτών συνεχώς και αδιαλείπτως τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό τους πράξεις νομής μέχρι την άσκηση της αγωγής, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την εικοσαετία. Επικαλούμενοι δε οι ενάγοντες ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί την κυριότητά τους επί των επίδικων ακινήτων στα οποία περιλαμβάνονται και απαλλοτριωθέντα τμήματα για λόγους δημόσιας ωφέλειας, ήτοι για την κατασκευή της νέας διπλής σιδηροδρομικής γραμμής κανονικού πλάτους και υψηλών ταχυτήτων Κ.-Π., σε περιοχή των τέως Δήμων Σ. και Ε. και ήδη Δήμου Α. της περιφερειακής Ενότητας Α., ισχυριζόμενο ότι τα ακίνητα αυτά αποτελούν τμήματα του με Α. … δημοσίου κτήματος, το οποίο ανήκει στην κυριότητά του, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι είναι κύριοι των προαναφερομένων ακινήτων τους, συμπεριλαμβανομένων σε αυτά των απαλλοτριωθέντων τμημάτων τους. Υπό τα δεδομένα αυτά ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, καταρχήν διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι τα επίδικα ακίνητα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αποτελούσαν δημόσιο κτήμα, οπότε οι ενάγοντες ήδη αναιρεσίβλητοι όφειλαν να επικαλεσθούν σε αυτήν συμπλήρωση του τριακονταετούς χρόνου χρησικτησίας έως και την 11 η.9….15, ενώ με την ένδικη αγωγή τους, οι ίδιοι δεν επικαλούνται τέτοια ιδιότητα για το επίδικα ακίνητα, αλλά ενάγουν το Δημόσιο επειδή τους αμφισβητεί την κυριότητά τους επί αυτών, τα οποία αποτελούσαν αγροτικά ακίνητα εξουσιαζόμενα ανέκαθεν από ιδιώτες, οπότε αρκούσε η επίκληση συμπλήρωσης του χρόνου χρησικτησίας στο πρόσωπο τους ή των δικαιοπαρόχων τους έως την άσκηση της αγωγής. Τα παραπάνω ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι ο ίδιος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, στην αγωγή, παρότι δεν ήταν αναγκαίο, εκτίθετο, καθ’ υποφοράν, ο τρόπος κτήσης κυριότητας των επιδίκων ακινήτων από τους απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας τα οποία είχαν συμπληρωθεί μέχρι την 11η.9….15.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης …5/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Π., με αυτήν μετά από την εκτίμηση των προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων έγιναν δεκτά ανελέγκτως τα εξής: “Με την υπ’ αριθ. 10…5…/3134/0010/11.06.2009 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα στο υπ’ αριθ. 291/22-06-2009 Τεύχος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ και με δαπάνες της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΕΡΓΑ Ο.Σ.Ε. Α.Ε.” και το διακριτικό τίτλο “ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.” για λόγους δημόσιας ωφέλειας, ήτοι για την κατασκευή της νέας διπλής σιδηροδρομικής γραμμής κανονικού πλάτους και υψηλών ταχυτήτων Κ.-Π., σε περιοχή των τέως Δήμων Σ. και Ε. και ήδη Δήμου Α. της περιφερειακής Ενότητας Α. και ειδικότερα του τμήματος από τη χιλιομετρική θέση (εφεξής χ.θ.)… η δε προς απαλλοτρίωση έκταση απεικονίζεται υπό κλίμακα 1:1500 στα από μηνός Μαρτίου 2007… κτηματολογικά διαγράμματα και στο με αριθμό σχεδίου ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε. … …. αντίστοιχο κτηματολογικό πίνακά της, που συντάχθηκαν από τν Ε. Κορρέ και έχουν ληφθεί υπόψη στο υπ’ αριθ. Φ…/…/…/16-…-2008 έγγραφο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών. Στην ως άνω απαλλοτριούμενη έκταση, για την οποία έχει εκδοθεί η υπ’ αριθ. 135/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, με την οποία καθορίστηκε προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης μεταξύ άλλων του εδάφους και των επικειμένων περιλαμβάνονται και τα κάτωθι ακίνητα: Α.1. Ένα οικόπεδο, εμβαδού, σύμφωνα με το από Ιουλίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου-Τοπογράφου Μηχανικού Κ.. Σ., 7…,94 τ.μ. το οποίο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, κείται εντός του σχεδίου πόλεως Κ. Α., στο Οικοδομικό Τετράγωνο (εφεξής Ο.Τ.) …, με αριθμό 04 και συνορεύει, κατά το προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, Νότια με δημοτική οδό, Δυτικά με το με αριθμό … ακίνητο του ίδιου Ο.Τ. Ανατολικά με δημοτική οδό και Βόρεια με το με αριθμό … ακίνητο του ίδιου Ο.Τ. εμφαίνεται δε στον οικείο κτηματολογικό πίνακα με αριθμό …, από το οποίο απαλλοτριώνεται έκταση 57,83 τ.μ. και 2) ένα αγροτεμάχιο μετά των εντός αυτού ελαιοδένδρων, εμβαδού κατά (έτερο) από Ιουλίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του Κ.. Σ., 4.820,91 τ.μ., κείμενο στη θέση “Κ.” ή “Κ.” της κτηματικής περιφέρειας Κ. Α., εκτός ορίων οικισμού, άρτιο και κατά κανόνα οικοδομήσιμο, το οποίο συνορεύει κατά το παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα, Βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Ο. Ο., Βόρεια-Βορειοδυτικά με ιδιοκτησίες Π. Λ. και Γ., Δυτικά με ιδιοκτησίες Τ. Γ., Κ.. Γ., Β. Α. και Η. Γ., Ανατολικά με δημοτική οδό και Νότια με ιδιοκτησία Ε. Μ., από το οποίο απαλλοτριώνονται δύο τμήματα, εμβαδού 8…,00 τ.μ. και 92,54 τ.μ εμφαινόμενο στον οικείο κτηματολογικό πίνακα με αριθμούς … και … αντίστοιχα, επί πλέον δε με την υπ’ αριθ. Φ…/175…/1364/17-04-2014 απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (ΦΕΚ 176/ΑΑΠ/30-…-2014) κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο και έτερο τμήμα του ακινήτου αυτού που εμφαίνεται στον κτηματολογικό πίνακα με αριθμό …, έκτασης 244,89 τ.μ. Τα ανωτέρω δύο ακίνητα περιήλθαν στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα της πρώτης ενάγουσας, Π. Τ., του Α. και της Π., ο οποίος απεβίωσε στις …-01-…90, καταλείποντας τη, νομίμως δημοσιευθείσα με το υπ’ αριθ. …/90/1…5/Δ52/…-02-…90 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, υπ’ αριθ. …/18-12-…89 δημόσια διαθήκη, συνταχθείσα ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Π. Μ., την δε επαχθείσα σε αυτήν κληρονομιά η πρώτη ενάγουσα αποδέχθηκε νόμιμα δυνάμει της …/…-04-…90 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσας… Σημειωτέον ότι το υπό στοιχείο 1) ακίνητο περιήλθε στην πρώτη ενάγουσα σε συνδυασμό και με α) την υπ’ αριθ. 1/…93 πράξη εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου περιοχής Κ., που κυρώθηκε με την …/16-02-…93 απόφαση του Νομάρχη Α. και μετεγράφη νομίμως… β) την υπ’ αριθ. 4/…94 απόφαση του ιδίου Νομάρχη περί διόρθωσης της 1/…93 πράξης εφαρμογής, που μετεγράφη νόμιμα… και γ) την υπ’ αριθ. 52/…95 απόφαση του αυτού Νομάρχη περί διόρθωσης της 1/…93 πράξης εφαρμογής και της 4/…94 διορθωτικής πράξης νομίμως μεταγραφείσα… Στον δικαιοπάροχο πατέρα της πρώτης ενάγουσας Κ. Τ. του Α. και της Π., τα άνω ακίνητα περιήλθαν κατά πλήρη κυριότητα ως τμήματα μείζονος έκτασης εμβαδού 9.359,50 τ.μ. αρχικά και κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου λόγω κληρονομιάς του πατέρα του Α. Τ., ο οποίος απεβίωσε στις …-11-…35 χωρίς να αφήσει διαθήκη και, στη συνέχεια, κατά το εναπομείναν 1/4 εξ αδιαιρέτου λόγω κληρονομιάς της μητέρας του Π. χήρας Α. Τ., το γένος Α. και Ε. Σ., η οποία απεβίωσε στις 07-04-…71 χωρίς να αφήσει διαθήκη, σε αυτήν δε είχε περιέλθει το ακίνητο αυτό κατά την ανωτέρω ιδανική μερίδα λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του προαπαβιώσαντος το έτος …35 συζύγου της Α. Τ., ενώ με την ίδια υπ’ αριθ. …/…90 πράξη αποδοχής κληρονομιάς η πρώτη ενάγουσα αποδέχθηκε για λογαριασμό του αποβιώσαντος πατέρα της την κατά τα άνω επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία, στον δε απώτερο δικαιοπάροχο-παππού της πρώτης ενάγουσας Α. Τ., τμήμα του όλου ακινήτου, εμβαδού 5.000 τ.μ. περίπου είχε περιέλθει το έτος 1888 λόγω άτυπης δωρεάς από τον πατέρα του Κ. Τ. έκτοτε δε και μέχρι το θάνατο του στις ….11….35, τα νεμόταν και τα κατείχε με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως, χωρίς ποτέ να οχληθεί από οποιονδήποτε, ασκώντας επ’ αυτών όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό τους διακατοχικές πράξεις, ήτοι καλλιεργούσε τα εντός αυτού ελαιόδενδρα και συνέλεγε τον ελαιόκαρπο, όπως έπραττε μέχρι το 1888 και ο δικαιοπάροχος πατέρας του, ο οποίος το είχε αποκτήσει ι) εν μέρει και κατά έκταση 1,5 στρέμματος περίπου με αγορά από τον Ι. Κ. δυνάμει του υπ’ αριθ. …/18-11-1879 συμβολαίου του τότε Συμβολαιογράφου Α. Ι. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα στις 14-09-1882…. και ιι) κατά δε τη λοιπή έκταση των 3,5 στρεμμάτων περίπου λόγω αγοράς από τον Ι. Μ. δυνάμει του υπ’ αριθ. …/31-10-1883 συμβολαίου του άλλοτε Συμβολαιογράφου Α. Γ.. Μ., που μεταγράφηκε νόμιμα, στις 12-01-1889… Β. Ένα οικόπεδο εμβαδού, σύμφωνα με το από Ιουλίου 2014 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου-Τοπογράφου Μηχανικού Κ.. Σ. 709,00 τ.μ., το οποίο κείται εντός του σχεδίου πόλεως του Οικισμού Κ. Α., στο ΟΤ …, με αριθμό 02, συνορεύει κατά το ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα, Βόρεια και Ανατολικά με δημοτικό δρόμο, Νότια με το με αριθμό … ακίνητο του ίδιου ΟΤ και Δυτικά με το με αριθμό 01 ακίνητο του ιδίου ΟΤ, εμφαίνεται δε στον οικείο κτηματολογικό πίνακα με αριθμό …, ενώ από αυτό απαλλοτριώνεται έκταση 84,70 τ.μ. Το ακίνητο αυτό περιήλθε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα της δεύτερης ενάγουσας Ομόρρυθμης Εταιρείας, με αγορά από την αληθή αυτού κυρία, Ε. σύζυγο Κ.. Γ., το γένος Γ. και Β. Δ., συνταχθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. …/29-09-2010 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ε. Α. Σ., που νομίμως μετεγράφη… Στην ανωτέρω πωλήτρια το εν λόγω ακίνητο περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα λόγω κληρονομιάς από τον πεθερό της, Γ. Γ. του Κ. και της Ε., ο οποίος αποβίωσε στις 28-07-…97, καταλείποντας την υπ’ αριθ. …/07-08-…95 δημόσια διαθήκη, η οποία συνετάγη ενώπιον της άνω Συμβολαιογράφου και δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου με το υπ’ αριθ. …/01-02-20… πρακτικό του, την επαχθείσα δε σε αυτήν κατά τα ως άνω κληρονομιά, η δικαιοπάροχος της δεύτερης ενάγουσας αποδέχθηκε νόμιμα με την υπ’ αριθ. …/21-10-20… πράξη αποδοχής κληρονομιάς της ιδίας Συμβολαιογράφου, η οποία νομίμως μετεγράφη…, στον δε άμεσο δικαιοπάροχο της, Γ. Γ. το ακίνητο είχε περιέλθει δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/16-01-…37 συμβολαίου διανομής του τότε Συμβολαιογράφου Κ.. Π. Π., το οποίο μετεγράφη νομίμως… Ωστόσο η οικογένεια Γ. και προ του έτους 1885, οπότε απεβίωσε ο παππούς του απωτέρου δικαιοπαρόχου της δεύτερης ενάγουσας, Γ. Γ. του Κ., νεμόταν και κατείχε το ακίνητο αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, χωρίς ουδέποτε να οχληθεί από κανένα, ασκώντας επ’ αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στην φύση του ως αγροτικού ακινήτου πράξεις νομής, ήτοι καλλιεργούσε τα εντός αυτού ελαιόδενδρα και συνέλεγε τον ελαιόκαρπο, αφού το ακίνητο είχε ανέκαθεν τη μορφή ελαιώνα. Γ. 1) Ένα αγροτεμάχιο με ελαιόδενδρα, εμβαδού, σύμφωνα με το από Φεβρουαρίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου-Τοπογράφου-Μηχανικού, Κ.. Σ., 900 τ.μ., το οποίο κείται στη θέση “Έ. Κ..” της κτηματικής περιφέρειας Κ. του Δήμου Α., εκτός σχεδίου κτηματικής περιφέρειας Κ. του Δήμου Α., εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός των ορίων του Οικισμού Κ., είναι μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, συνορεύει κατά το προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, Ανατολικά με ιδιοκτησία Π. Τ., Δυτικά με κοινόχρηστο δρόμο και πέραν αυτού με υδρευτικό αύλακα, Βόρεια με ιδιοκτησία Μ.. Γ. και Νότια με ιδιοκτησία Π. Α. και εμφαίνεται στον οικείο κτηματολογικό πίνακα με αριθμό …, από αυτό δε απαλλοτριώνεται έκταση με 116,01 τ.μ. και 2) ένα αγροτεμάχιο με ελαιόδεντρα, εμβαδού, σύμφωνα με το (έτερο) από Φεβρουαρίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του Κ.. Σ., 1.783,46 τ.μ., το οποίο κείται στη θέση “Μ. Κ..” ή “Έ. Κ..” της κτηματικής περιφέρειας Κ. Α., εκτός σχεδίου πόλεως και εκτός των ορίων του Οικισμού Κ., είναι μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, συνορεύει κατά το ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα, Βόρεια με ιδιοκτησία Π. Λ., Ανατολικά με ιδιοκτησίες Μ. Σ. και Α. Σ., Νότια με ιδιοκτησία Θ. Κ. και Δυτικά με αρδευτικό αύλακα, από αυτό δε απαλλοτριώνεται τμήμα εμβαδού 693,77 τ.μ., εμφαινόμενο στον οικείο κτηματολογικό πίνακα με αριθμό …, επιπλέον δε με την προρρηθείσα υπ’ αριθ. Φ…/……/…-04-2014 απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο και έτερο τμήμα του ακινήτου αυτού, που εμφαίνεται στον κτηματολογικό πίνακα με αριθμό … και με έκταση 594,84 τ.μ. Τα ακίνητα αυτά περιήλθαν στην πλήρη κυριότητα του τρίτου ενάγοντος, Κ.. Γ., λόγω κληρονομιάς από τον πατέρα του, Γ. Γ., ο οποίος απεβίωσε στις 28-07-…97, καταλείποντας την υπ’ αρθ. …07-08-…95 δημόσια διαθήκη, η οποία συνετάγη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ε., Α. Σ. και δημοσιεύτηκε νόμιμα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου με το υπ’ αριθ. …/01-02-20… πρακτικό του, την επαχθείσα δε σε αυτόν κληρονομιά ο τρίτος ενάγων αποδέχθηκε νόμιμα δυνάμει της υπ’ αριθ. …/21-10-20… πράξης αποδοχής κληρονομιάς της ιδίας Συμβολαιογράφου, η οποία μετεγράφη νόμιμα…, στον δε δικαιοπάροχο του τελευταίου είχαν περιέλθει τα εν λόγω ακίνητα δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/16-01-…37 συμβολαίου διανομής του τότε Συβολαιογράφου Κ.. Π. Π., νομίμως μεταγραφέντος… Όπως ήδη προεκτέθηκε, η οικογένεια Γ. και προ του έτους 1885, οπότε απεβίωσε ο παππούς του αμέσου δικαιοπαρόχου του τρίτου ενάγοντος, Γ. Γ. του Κ., νεμόταν και κατείχε το ακίνητο αυτό, συνεχώς και αδιαλείπτως, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, χωρίς ουδέποτε να οχληθεί από κανέναν, ασκώντας επ’ αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ως αγροτικού ακινήτου πράξεις νομής, ήτοι καλλιεργούσαν τα εντός αυτού ελαιόδενδρα και συνέλεγαν τον ελαιόκαρπο, αφού το ακίνητο είχε ανέκαθεν τη μορφή ελαιώνα. Λεκτέον εδώ ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τον ισχυρισμό, που συνιστά και τον ένατο λόγο της ένδικης έφεσής του, ότι οι προπεριγραφείσες ιδιοκτησίες των τριών πρώτων εναγόντων ανήκουν κατά κυριότητα σε αυτό, καθώς εμπίπτουν εντός των ορίων του, καταγεγραμμένου με Αριθμό Βιβλίου Καταγραφής (Α.) …, δημοσίου κτήματος, ως τμήματα της παλαιάς κοίτης του χειμάρρου Φ. της τοπικής Κοινότητας Κ. της Δημοτικής Ενότητας Ε. του Ελλάδος από τον οθωμανικό ζυγό, το πλάτος της οποίας (άνω κοίτης), λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους και των συχνών πλημμυρών, ήταν πολύ μεγάλο, συρρικνώθηκε όμως με πάροδο των ετών λόγω εκβάθυνσης της κοίτης και καταπατήσεών της από ιδιώτες, περιήλθε δε στο Ελληνικό Δημόσιο δυνάμει της από 02-07-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “Περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και των από 6 Ιουνίου και 7 Ιουλίου του έτους 1830 σχετικών Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, σύμφωνα με τα οποία περιέρχονται στο Ελληνικό Κράτος “κυριαρχικού δικαιώματι” οι γαίες του Τουρκικού Δημοσίου και των Τούρκων υπηκόων, ανεξαρτήτως των διακρίσεων της τουρκικής περί γαιών νομοθεσίας, τις οποίες δεν διατήρησαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του 1832 δια μονίμου εγκαταστάσεως, ενόψει του ότι ουδείς Τούρκος διέμεινε στην Π., άλλως ως αδέσποτα δυνάμει του από 10-07-1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, άλλως δυνάμει τακτικής ή εκτάκτου χρησικτησίας από το 1830 και εντεύθεν. Ωστόσο από το προσκομιζόμενο στο παρόν Δικαστήριο αποδεικτικό υλικό, προκύπτει ότι ο ποταμός Φ., που βρίσκεται στην περιοχή, δεν είναι μη πλεύσιμος ποταμός, αλλά χείμαρρος, τα δε επίδικα ακίνητα βρίσκονται εκτός της παλαιάς εγκαταλελειμμένης και μη ενεργής κοίτης του, υπό τη συνεχή και μη διακοπτόμενη κατοχή των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους τουλάχιστον από το έτος 1879, που χρονολογείται ο παλαιότερος τίτλος κτήσης σύμφωνα με τα προρρηθέντα (συγκεκριμένα το υπ’ αριθ. …18-11-1879 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Α. Ι. Π., με το οποίο ο Κ. Τ. αγόρασε απ’ τον Ι. Κ. έκταση, εμβαδού 1,5 στρέμματος), καλλιεργούνται δε και επιβλέπονται μέχρι σήμερα συνεχώς και αδιαλείπτως, το δε Ελληνικό Δημόσιο δεν ενεργούσε, ούτε από την ισχύ του Αστικού Κώδικα, ούτε υπό τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οιεσδήποτε πράξεις νομής επί των επιδίκων, που να δικαιολογούν την παρ’ αυτού κτήση της κυριότητάς τους με έκτακτη χρησικτησία…, αντιθέτως μόλις το έτος …80 άρχισε το πρώτον να προβάλλει δικαιώματα επ’ αυτών και να ισχυρίζεται αβασίμως ότι το διαχειρίζεται δια των αρμοδίων υπαλλήλων του, ενώ αποδείχθηκε ότι τα επίδικα ακίνητα δεν υπήρξαν ποτέ δάση ή δασικές εκτάσεις, με συνέπεια να μην τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας (όπως σαφώς προκύπτει από το υπ’ αριθ. πρωτ. …/14-02-2018 έγγραφο του Δασάρχη Π.), ούτε απεδείχθη ότι αυτά κατελήφθησαν από το εναγόμενο ως αδέσποτα. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι, τόσο οι ενάγοντες, όσο και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι τους, κατείχαν και νέμονταν αυτά με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, για χρονικό διάστημα κατά πολύ ανώτερο της εικοσαετίας, προσμετρώντας τη νομή απάντων, ασκώντας επ’ αυτών όλες τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στον κύριο των ακινήτων, με την πεποίθηση ότι δεν βλάπτουν δικαιώματα τρίτων. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου επιρρωνύεται και από την μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένη από τους ενάγοντες του μηνός Ιανουαρίου 2014 τεχνική έκθεση το μηχανικού Ι. Ν., ο οποίος, αφού έλαβε υπόψη τους τίτλους κτήσης των ιδιοκτητών, τα τοπογραφικά διαγράμματα των επιδίκων, το ιστορικό της περιοχής, τις αεροφωτογραφίες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατούτων ετών …45, …60 και …79, τις ορθοφωτογραφίες του “Εθνικού Κτηματολογίου και Χαρτογράφησης Α.Ε.” της περιόδου από το 2007 έως το 2009 και τους χάρτες της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, ήχθη στο συμπέρασμα ότι, τόσο επί των επιδίκων, όσο και επί άλλων είκοσι εννέα (29) ακινήτων που βρίσκονται στην ίδια περιοχή και απαλλοτριώθηκαν δυνάμει της ίδιας ως άνω Κ.Υ.Α., δεν υφίστανται δικαιώματα κυριότητας ή άλλα εμπράγματα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου, στην ανωτέρω δε τεχνική έκθεση γίνεται μνεία και του από 10-…-…… χάρτη της Διευθύνσεως Δασών Π. με την επικεφαλίδα “ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΚΡΙΒΟΥΣ ΘΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΟΧΘΩΝ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΣΚΕΛΟΥΣ ΤΟΥ Φ. ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΤΟΥΤΩΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΩΝ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ Κ. Α.”, τον οποίο ο Δασάρχης Γ. Κ. αναφέρει τις θέσεις Κ.”, “Α.” και “Κ.”, πέραν δε της οριοθέτησης του δυτικού σκέλους του Φ., της ανενεργής κοίτης και δυτικά αυτής, όπου κείνται τα επίδικα ακίνητα, χαρακτηρίζει την έκταση αυτή ως “ιδιοκτησίες κατοίκων Κοινότητας Κ.” και όχι ως έκταση του Ελληνικού Δημοσίου. Με παρόμοιες, εξάλλου σκέψεις έγινε αμετακλήτως δεκτό ότι δεν υφίστανται (ομοίως) δικαιώματα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου σε όμορη έκταση, εμβαδού 460,00 στρεμμάτων περίπου, αποτελούμενη από το φερόμενο ως δημόσιο κτήμα με Α. … και τμήμα του κτήματος Α. …… στο οποίο αβασίμως ισχυρίζεται το εναγόμενο ότι ανήκουν τα ακίνητα των εναγόντων. Σε κάθε περίπτωση, αναφορικά με το κτήμα Α. …, το οποίο φέρεται ότι έχει έκταση 712,00 στρεμμάτων, δεν υπάρχουν στοιχεία ορίων αυτού, έτσι ώστε να καθίσταται σαφές ότι εντός της έκτασης αυτής περιέχονται και τα επίδικα ακίνητα των εναγόντων, ούτε, άλλωστε, το εναγόμενο προσκομίζει τίτλους κυριότητας επ’ αυτού, ούτε απέδειξε ότι οι ενάγοντες και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι τους βρίσκονταν σε κακή πίστη κατά το χρόνο κτήσης της νομής τους, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που στην ίδια κρίση κατέληξε και δέχθηκε τα παραπάνω, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία…”.
Επιπροσθέτως, λόγος αναίρεσης ιδρύεται από τον αριθμό 11 γ’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν (περ. γ). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335 και 3… έως και 340 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια αποδεικτικά μέσα έμμεση απόδειξη αρκεί να καθίσταται αναμφιβόλως (ΟλΑΠ/2008) ή κατ άλλη έκφραση αδιστάκτως (ΟλΑΠ 14/20…) βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους (ΑΠ 17…/2023, ΑΠ 1…1//2023, ΑΠ 559/2020, ΑΠ 64/20…). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, διότι έτσι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1…1/2023, ΑΠ 104/2020, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 1784/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τον αριθμό 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με τον λόγο αυτό, το αναιρεσείον αιτιάται, ότι το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος: 1) το με αριθμό πρωτοκόλλου …/15.2.2018 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Κοινωφελών Υπηρεσιών-Κτηματική Υπηρεσία Α. στο οποίο αναφέρεται ότι “… για τα υπόψη ακίνητα προβάλλονται δικαιώματα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ως ευρύτερης παρόχθιας έκτασης του ποταμού ή χειμάρρου … της Τ.Υ. Κ. της Δ Ε. Ε. του Δήμου Α.. Το εν λόγω δημόσιο κτήμα είναι καταγεγραμμένο στο τηρούμενο στην Περιφερειακή Δ/νση Δημόσιας Περιουσίας Π., Δυτικής Ελλάδας & Ιονίου Βιβλίο Δημοσίων Κτημάτων της πρώην Οικονομικής Εφορίας Αιγίου και έχει αποτυπωθεί στον υπ’ αριθ. 6217-8 Γ.Υ.Σ. και αρ. 4 χάρτη (Σεπ/…83) της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, σχετικά με την κτηματογράφηση δημοσίων ακινήτων. Σύμφωνα με το φύλλο γενικού βιβλίου καταγραφής (Οκτ./…90) προήλθε από τη διευθέτηση της κοίτης του χειμάρρου Φ. και νοείται ως παλαιά κοίτη ή παρόχθια έκταση αυτού, η οποία διαχρονικά καταλήφθηκε” και 2) το με αριθμό πρωτοκόλλου …/14.2.2018 έγγραφο του Δασαρχείου Π., με το οποίο, κατά το αναιρεσείον, επιβεβαιώνονται τα παραπάνω. Στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνεται ότι το Εφετείο σχημάτισε το αποδεικτικό πόρισμα “από την προσήκουσα εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν μετά νόμιμης επίκλησης, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων… μερικών εκ των οποίων γίνεται αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την κατ’ ουσίαν διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ ων εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για έκαστο μνεία, τα οποία όμως είναι ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς…” καθώς και από τις 37/23.02.2018, 4.182/06…..2018, 4.183/ 06…..2018 και 4.184/09…..2018 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων που δόθηκαν με την επιμέλεια των εναγόντων και με τις νόμιμες διατυπώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Α. η πρώτη και της συμβολαιογράφου Α. Α. Σ. οι λοιπές, και από τα διδάγματα της κοινής πείρας σε συνδυασμό με την, συναγόμενη από την παράλειψη των διαδίκων ν αμφισβητήσουν ειδικώς την αλήθεια των προβληθέντων από τον αντίδικο τους ισχυρισμών, ομολογία τους. Εξάλλου, εκτός από την εκτεθείσα διαβεβαίωση, από τις αιτιολογίες και τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται, αναμφιβόλως, βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε κατά τη μόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος όλα τα αποδεικτικά μέσα,τα οποία οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέστηκαν με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις τους. Ειδικότερα, το Μονομελές Εφετείο Π., όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, μνημονεύει ειδικά και αξιολογεί το περιεχόμενο των ενόρκων βεβαιώσεων και των εγγράφων, με βάση τα οποία κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, εξαίροντας μερικά από αυτά, όπως έχει δικαίωμα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους (ΑΠ 1109/2023, ΑΠ 155/2020), χωρίς να ήταν αναγκαίο να αιτιολογήσει ειδικώς όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους αναιρεσείοντες έγγραφα, ούτε το περιεχόμενο τους. Επομένως, ουδεμία υφίσταται αμφιβολία για τη συνεκτίμηση από το Μονομελές Εφετείο Π. όλων των αποδεικτικών μέσων κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος περί του ότι οι αναιρεσίβλητοι είναι κύριοι των επιδίκων ακινήτων (εκτός των απαλλοτριωθέντων τμημάτων τους, τα οποία δεν αποτελούν πλέον επίδικα, εφόσον κρίθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι μετά την συντέλεση της ως άνω απαλλοτρίωσης η κυριότητα αυτών περιήλθε από τους ενάγοντες στην υπέρ ής η απαλλοτρίωση εταιρία “ΕΡΓΟΣΕ Α.Ε.” που κατέστη κυρία τούτων με πρωτότυπο τρόπο),) έχοντας αποκτήσει την κυριότητά τους με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και ότι αυτά ουδέποτε ανήκαν στην κυριότητα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου ούτε αποτέλεσαν δημόσια κτήματα. Κατά συνέπεια ο ως άνω λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση του αριθμού 11 (11 γ) του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, εφόσον οι αιτιάσεις, με τις οποίες το αναιρεσείον εκφράζει την άποψη ότι η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τα δικά του συμπεράσματα από την αξιολόγησή τους, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγούν σε ανεπίτρεπτο έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 23.02.2022 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της …5/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Π. και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων κατά το σχετικό αίτημα τους (άρθρα 176,183,…1 παρ. 2 ΚΠολΔ) μειωμένη όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/…57, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1…8/…87 και 2 της 134423/28.12….92 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ …/20.1….93) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23.02.2022 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 515/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Π..
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, τη οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
