Αριθμός 1080/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Απόστολο Φωτόπουλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 10 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «Α. Ε. Ι. Κ. «Ε., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπήθηκε νόμιμα,. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Χατζημιχάλη, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Κ. του Ά., κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-5-2022 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας εταιρίας που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 327/2023 του ίδιου Δικαστηρίου και 697/2024 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρία με την από 21-6-2024 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα εταιρία όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμό 2.559ΣΤ/8-10-2024 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Ν.. Φ.. Γ., την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 21-6-2024 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5697-552/21-6-2024 αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθμό 697/20-2-2024 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών με πράξεις α) της Προέδρου του Αρείου Πάγου για ορισμό του παρόντος Β2 Τμήματος ως αρμοδίου για την εκδίκαση της αίτησης και β) της Προεδρεύουσας του ίδιου Τμήματος για ορισμό δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της αναιρεσείουσας – που επισπεύδει τη συζήτηση – στον αναιρεσίβλητο. Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο. Ο ίδιος διάδικος περαιτέρω δεν κατέθεσε δήλωση – σύμφωνα με τα άρθρα 242 παράγραφος 2 και 573 παράγραφος 1 ΚΠολΔ – ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Το Δικαστήριο επομένως θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 568 παράγραφος 4 και 576 παράγραφος 2 ΚΠολΔ, ΑΠ 176/2023). 2. Με την από 21-6-2024 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5697-552/21-6-2024 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ’ αριθμό 697/20-2-2024 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών – η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 614 αριθμός 3, 621 και 622 ΚΠολΔ) – επί της από 22-5-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 55694-2968/24-5-2023 εφέσεως που είχε ασκήσει ο αναιρεσίβλητος, Ε. Κ. του Α., κάτοικος Θεσσαλονίκης, κατά της υπ’ αριθμό 327/31-3-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και γενικά παραδεκτά μέσα στη διετή προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 564 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ από την επομένη της δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλομένης, η οποία δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε (άρθρα 552, 553 παράγραφος 1 β, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 3, 566 παράγραφος 1 και 577 παράγραφος 1 και 3 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 577 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). 3. Από την επισκόπηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία “Α. Ε. Ι. Κ. «Ε. και έδρα την Αθήνα, στην από 13-5-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 45048-1350/13-5-2022 αγωγή – την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και είχε στρέψει κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, Ε. Κ. του Α., κατοίκου Θεσσαλονίκης – εξέθεσε τα εξής: Ότι στις 25-1-2019 είχε καταρτίσει με τον εναγόμενο σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και έκτοτε τον απασχολούσε ως υπάλληλο στα εκπαιδευτήριά της που διατηρεί στη Θεσσαλονίκη. Ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης ο εναγόμενος με ειδικό όρο που είχε περιληφθεί σε αυτή ανέλαβε την υποχρέωση έναντί της να τηρήσει πίστη στο πρόσωπό της (υποχρέωση εχεμύθειας) και να μην αναπτύξει ανταγωνιστική επαγγελματική δραστηριότητα σε βάρος της για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας τους. Ότι επιπλέον ο εναγόμενος είχε υποσχεθεί σε αυτή την καταβολή συγκεκριμένου χρηματικού ποσού ως ποινή για την περίπτωση που αθετούσε τη ρήτρα που προαναφέρθηκε. Ότι ο εναγόμενος μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας τους παρέβη και τις δύο αυτές συμβατικές υποχρεώσεις του με συνέπεια να προκαλέσει σε βάρος της περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, όπως ειδικότερα ανέφερε στην αγωγή. Με το ιστορικό αυτό είχε ζητήσει μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της από καταψηφιστικό σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε αυτή νομιμότοκα α.1) την ποινή ποσού 19.568,16 Ευρώ, η οποία είχε καταπέσει σε βάρος του εναγομένου για το λόγο που προαναφέρθηκε, α.2) ποσό 10.800 Ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αθέμιτη ανταγωνιστική συμπεριφορά του εναγομένου, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε αυτή νομιμότοκα ποσό 10.000 Ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου σε βάρος της και γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε αυτή ως χρηματική ικανοποίηση για την ίδια αιτία νομιμότοκα ποσό 20.000 Ευρώ. Ο εναγόμενος αρνήθηκε την ιστορική βάση της αγωγής και, επικουρικά, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η ποινή που είχε συμφωνηθεί για την περίπτωση αθέτησης της ρήτρας εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού για το μετά τη λύση της σύμβασής τους χρονικό διάστημα ήταν δυσανάλογα μεγάλη και αιτήθηκε για το λόγο αυτό να μειωθεί στο προσήκον μέτρο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614 αριθμός 3 α και 621 επ. του ΚΠολΔ) και εξέδωσε την υπ’ αριθμό 327/31-3-2023 οριστική απόφαση με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα για τις αιτίες που προαναφέρθηκαν συνολικό ποσό 34.368,16 Ευρώ νομιμότοκα. Ο εναγόμενος άσκησε κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την από 22-5-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 55694-2968/24-5-2023 έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρα 591 και 520 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ) και αιτήθηκε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή που είχε ασκήσει η εφεσίβλητη-ενάγουσα εναντίον του και εν πάση περιπτώσει να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη προς όφελός του. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία που είχε δικάσει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη υπ’ αριθμό 694/20-2-2024 τελεσίδικη απόφαση, με την οποία δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της για την ενότητα του εκτελεστού τίτλου, κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή στην ουσία της και περαιτέρω υποχρέωσε τον εκκαλούντα-εναγόμενο να καταβάλει νομιμότοκα στην εφεσίβλητη-ενάγουσα συνολικό ποσό 16.692,04 Ευρώ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ειδικότερα ανέλεγκτα (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) τα εξής: ” (…): Η ενάγουσα διατηρεί επιχείρηση εκμετάλλευσης του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου με την ονομασία «I. Α.” στη Θεσσαλονίκη. Δυνάμει της από 25-1-2019 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσέλαβε τον εναγόμενο ως υπάλληλο πλήρους απασχόλησης με μισθό 1.630,68 ευρώ. Στην ως άνω σύμβαση εργασίας είχαν περιληφθεί όροι εχεμύθειας και απαγόρευσης ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης και επί έξι μήνες μετά τη λήξη της, υπό την απειλή ποινικής ρήτρας ίσης με το ισόποσο 12 μηνιαίων μισθών. Πρώτα απ’ όλα, τίθεται όρος με αρ. 8.β και τίτλο “Υποχρέωση Εχεμύθειας Α”. Προβλέπει, ότι (…) “ο εργαζόμενος υποχρεούται σε τήρηση απόλυτης εχεμύθειας ως προς (ενδεικτικά αναφέρονται): 1. Τα εταιρικά πράγματα και υποθέσεις που αφορούν την εταιρεία στην οποία απασχολείται. 2. Τα επιχειρηματικά της σχέδια, τις διάφορες συναλλαγές της τόσο με δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς, συμβάσεις κάθε φύσεως και είδους οικονομικές καταστάσεις, τεχνογνωσία, Know-how, τιμολογιακή πολιτική πελατών και προμηθειών από τους προμηθευτές, και γενικά πόσης φύσεως πληροφορία σχετική με τους προμηθευτές και πελάτες της εταιρείας. 3.Δεν επιτρέπεται να ασκεί είτε για δικό του λογαριασμό είτε για λογαριασμό οποιοσδήποτε τρίτου καμία άλλη επαγγελματική απασχόληση ανταγωνιστική της εταιρεία, έστω και σε χρόνο εκτός υπηρεσίας του. 4. Δεν επιτρέπεται να κρατήσει για δική του ωφέλεια ή για οποιονδήποτε τρίτο οτιδήποτε αποτελεί ενσώματη ή ασώματη ακινητοποίησή της εταιρείας. 5. Δεν επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών σχετικά με’ το προσωπικό της εταιρείας και την μισθοδοσία του. 6. Δεν επιτρέπεται η παροχή εμπιστευτικών και προσωπικών πληροφοριών σχετικά με τους εργαζόμενους της Εταιρείας…. 17. Να τηρεί απόλυτη εχεμύθεια ως προς την παρούσα, τις εργασίες που αναλαμβάνει και εν γένει τα τεκταινόμενα στον εργοδότη έναντι παντός τρίτου, συμπεριλαμβανομένων των συναδέλφων του, των πελατών και συνεργατών του εργοδότη. 18. Τα ανωτέρω συμφωνείται ότι αποτελούν αθέμιτο ανταγωνισμό κατά τον Ν. 146/1914 και τιμωρούνται με ποινικό κολασμό σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο. Τυχόν παράβαση ή ελλιπής τήρηση των ανωτέρω όρων, παρέχει στην Εταιρεία το δικαίωμα αποκατάστασης κάθε θετικής και αποθετικής της ζημίας, επιπλέον του δικαιώματος της να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση για παράβαση ουσιώδους όρου. Κατά τη λήξη της παρούσης σύμβασης με οποιοδήποτε τρόπο, ο εργαζόμενος, υποχρεούται να επιστρέφει στην εταιρεία, οποιοδήποτε υλικό, καθώς και προσωπικές σημειώσεις ή υπομνήματα και άλλα έγγραφα η μέσα μαγνητικής αποτύπωσης, που ανήκουν ή αφορούν την εταιρεία ή οτιδήποτε αποτελεί ενσώματο ή ασώματο περιουσιακό στοιχείο της εταιρείας”. Ευθύς εξ αρχής πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος “Υποχρέωση Εχεμύθειας Α” αφορά την υποχρέωση εχεμύθειας του εργαζόμενου κατά τη διάρκεια ισχύος της εργασιακής σχέσης. Προβλέπει όμως ρητά στην τελευταία παράγραφο ότι κατά τη λήξη της σύμβασης με οποιοδήποτε τρόπο ο εργαζόμενος υποχρεούται να επιστρέφει στην εταιρεία οποιοδήποτε υλικό αφορά την εταιρεία. Κατ’ αποτέλεσμα, ο εναγόμενος δεσμεύτηκε συμβατικά να επιστρέφει κατά την αποχώρηση του από την εταιρεία όλο το υλικό που είχε στη διάθεση του και αφορούσε όλα τα θέματα για τα οποία είχε υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας κατά τα ανωτέρω. Περαιτέρω, τίθεται στη σύμβαση όρος με τον ίδιο αριθμό 8.β αλλά τίτλο “Υποχρέωση Εχεμύθειας Β”, ο οποίος, όμως, κατά περιεχόμενο δεν αποτελεί όρο εχεμύθειας, αλλά απαγόρευσης ανταγωνισμού, συνεχόμενο με τον όρο 8.γ της. σύμβασης που ακολουθεί. Προβλέπεται συγκεκριμένα, ότι “ρητά συμφωνείται ότι, ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης αυτής και επί 6 μήνες μετά τη λήξη της για οποιοδήποτε λόγο: α) Να μην ιδρύσει ο ίδιος ή σε συνεργασία με άλλα άτομα ανταγωνιστική ως προς τον εργοδότη επιχείρηση ούτε να συμμετάσχει σε εταιρεία στο όνομα της οποίας λειτουργεί ήδη ή θα λειτουργήσει νέα ανταγωνιστική ως προς τον εργοδότη επιχείρηση, β) Να μη μετέχει ή αποκτά συμφέροντα υπό οποιαδήποτε μορφή, ούτε να απασχολείται υπό οποιαδήποτε μορφή, ούτε να αποκτά ή μετέχει σε επιχειρηματική δραστηριότητα ή επιχείρηση οποιοσδήποτε μορφής ανταγωνιστικής προς την εταιρεία, ή και σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συνεργάζεται με την Εταιρεία καθ’ οιονδήποτε τρόπο (προμηθευτές, πελάτες της εταιρίας κ.λ.π.), γ) Σε περίπτωση μη τήρησης από τον εργαζόμενο οποιοσδήποτε εκ των όρων είτε κατά τη διάρκεια της εργασίας του, είτε μετά τη λήξη αυτής, συμφωνείται ως εύλογη, δίκαιη και αυταπόδεικτη ποινική ρήτρα υπέρ του εργοδότη ποσό ίσο 12 μηνιαίων μισθών του για κάθε παράβαση των παραπάνω, επιφυλασσομένων των δικαιωμάτων του εργοδότη για πλήρη αποζημίωση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Νόμο”. Ακολουθεί όρος με αρ. 8γ που προβλέπει ότι “απαγορεύεται η απασχόληση του εργαζόμενου καθώς και η συμμετοχή του με οποιαδήποτε ιδιότητα σε εταιρείες με συναφείς με της εταιρείας δραστηριότητες, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση της. Υποχρεούται δε γενικά να αποφεύγει κάθε πράξη ή παράλειψη που θα μπορούσε να θεωρηθεί άμεσα ή έμμεσα ως ανταγωνιστική στα συμφέροντα της εταιρείας. Ο εργαζόμενος υποχρεούται να μην χρησιμοποιεί προς όφελος της ή όφελος τρίτων, τις πληροφορίες που έρχονται σε γνώση του εξαιτίας της εργασίας του στην εταιρεία”. Τέλος, στον όρο 8.ε προβλέπεται ότι “οι ως άνω υποχρεώσεις εχεμύθειας διατηρούνται και μετά την με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της σχέσης εργασίας για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών. Το σύνολο των περιουσιακών δικαιωμάτων επί προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή καθώς και των οποιωνδήποτε άλλων έργων που θα δημιουργήσετε σε εκτέλεση της παρούσας σύμβασης εργασίας ή σύμφωνα με τις οδηγίες της Εταιρείας περιέρχονται αυτοδικαίως στην Εταιρεία. Σε περίπτωση παράβασης των ανωτέρω υποχρεώσεων ο εργαζόμενος υποχρεούται σε αποζημίωση της εταιρείας για κάθε θετική ή αποθετική ζημιά της. Επιπλέον υποχρεούται να καταβάλει ως ποινική ρήτρα και το ισόποσο 12 μηνιαίων μισθών του”. Παρά την επανάληψη της ποινικής ρήτρας στο κείμενο της σύμβασης σε δύο διαφορετικά άρθρα, το 8γ και το 8ε, είναι σαφές ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μία μόνη ποινική ρήτρα. Ο όρος 8.ε αναφέρεται σε υποχρεώσεις εχεμύθειας, ο δε όρος 8γ κατά περιεχόμενο μεν αποτελεί ρήτρα μη ανταγωνισμού αλλά επιγράφεται “Υποχρέωση Εχεμύθειας Β”, με αποτέλεσμα να καθίσταται σαφές ότι ο όρος δε αναφέρεται στην παράβαση και των εκεί οριζόμενων υποχρεώσεων, και όχι μόνο στην παράβαση του όρου “Υποχρέωση Εχεμύθειας Α”. Άλλως ο όρος 8ε θα είχε τοποθετηθεί μετά τον τελευταίο αυτό όρο, και θα είχε διατυπωθεί το κείμενο διαφορετικά. Δεν πρόκειται δηλαδή για δύο ποινικές ρήτρες, μία για την παραβίαση κανόνα εχεμύθειας και μία για την παραβίαση κανόνα απαγόρευσης ανταγωνισμού, αλλά για μία ενιαία ρήτρα, η οποία απλά επαναλαμβάνεται (…) παρά τους ισχυρισμούς του εναγομένου οι ως άνω συμφωνίες είναι έγκυρες. Όπως εκτέθηκε στη μείζονα πρόταση, συμφωνίες αυτού του είδους είναι νόμιμες, και μπορούν μόνο να ελεγχθούν ως προς το κύρος τους με βάση τις γενικές διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη διάρκεια της ισχύος της, την έκταση της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύτηκε, την παροχή από τον εργοδότη ανάλογης αντιπαροχής προς τη συμβατική δέσμευση του εργαζομένου, αλλά και την ύπαρξη δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη για την εφαρμογή της απαγόρευσης αυτής. Η χρονική διάρκεια δέσμευσης του εναγόμενου για 6 μήνες αποτελεί τη μικρότερη δυνατή δέσμευση σε χρονικό επίπεδο, η οποία συνομολογείται κατά συναλλακτική πρακτική, είναι δε εύλογη και απόλυτα θεμιτή. Όσον αφορά την μη ύπαρξη χωρικού περιορισμού και κατά συνέπεια την ισχύ της απαγόρευσης στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, η εγκυρότητα της σχετικής απαγόρευσης κρίνεται κατά περίπτωση, με βάση το αντικείμενο της επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου και το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη.
Συνεπώς, στην περίπτωση της επιχειρηματικής ανάπτυξης της εναγόμενης (ενν.ενάγουσας), είναι θεμιτή και απαραίτητη η έκταση ισχύος της απαγόρευσης στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, καθώς η εναγόμενη (ενν. ενάγουσας), οι ανταγωνίστριές της, αλλά, και οι πελάτες της, λόγω της φύσεως του σκοπού και των εργασιών τους, δραστηριοποιούνται στο σύνολο της επικράτειας. Αναφορικά με την έκταση του περιορισμού της επαγγελματικής δραστηριότητας του ενάγοντος (ενν/εναγομένου), είναι προφανές ότι δεν συνίσταται σε αποκλεισμό του εργαζομένου από την αγορά εργασίας που να οδηγεί σε πλήρη αδυναμία απασχόλησής του. Ο περιορισμός αυτός αφορά κατά ρητό όρο της σύμβασης μόνο επί 6 μήνες μετά τη λήξη της για οποιοδήποτε λόγο: α) Να μην ιδρύσει ο ίδιος ή σε συνεργασία με άλλα άτομα ανταγωνιστική ως προς τον εργοδότη επιχείρηση ούτε να συμμετάσχει σε εταιρεία στο όνομα της οποίας λειτουργεί ήδη ή θα λειτουργήσει νέα ανταγωνιστική ως προς τον εργοδότη επιχείρηση, β) Να μη μετέχει ή αποκτά συμφέροντα υπό οποιαδήποτε μορφή, ούτε να απασχολείται υπό οποιαδήποτε μορφή, ούτε να αποκτά ή μετέχει σε επιχειρηματική δραστηριότητα ή επιχείρηση οποιοσδήποτε μορφής ανταγωνιστικής προς την εταιρεία, ή και σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συνεργάζεται με την Εταιρεία καθ’ οιονδήποτε τρόπο (προμηθευτές, πελάτες της εταιρίας κ.λ.π.). Επιπλέον, δεν απαγορεύθηκε στον ενάγοντα (ενν. εναγόμενο) να ασκήσει γενικά καθήκοντα υπαλλήλου ή και διευθυντή σε άλλη επιχείρηση, ακόμα και με συναφές εκπαιδευτικό αντικείμενο, εφόσον δεν ήταν ανταγωνιστική προς την ενάγουσα (λ.χ. φροντιστήριο ή ιδιωτικό σχολείο). Δεν πληρούται, συνεπώς, και σε αυτήν την περίπτωση, το υπέρμετρο της δέσμευσης του δικαιώματος του ενάγοντος (ενν. εναγόμενου) στην εργασία. Ο ως άνω περιορισμός δικαιολογείται απολύτως από το εύρος των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και ευθυνών που είχε αποκτήσει ο ενάγων (ενν. εναγόμενος) λόγω της θέσης του στην εναγόμενη επί ενάμιση περίπου έτος. Σκοπός αυτής της ρήτρας ήταν η αποτροπή της απόσπασης των πελατών της και της μείωσης του μεριδίου της στην αγορά που θα συνεπαγόταν η πιθανή εκμετάλλευση, από ανταγωνιστές, της εμπειρίας και των μυστικών της εναγόμενης (ενν. ενάγουσας) που είχε αποκτήσει ο ενάγων (ενν. εναγόμενος). Κατ’ αποτέλεσμα, δεν χρειαζόταν ούτε ειδικό οικονομικό αντάλλαγμα, λχ. μισθός μεγαλύτερος από αυτόν που δόθηκε, αφού οι λοιποί όροι δεν υπερβαίνουν τα ακραία όρια που θέτουν στην ιδιωτική αυτονομία τα χρηστά ήθη. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω ρήτρα δεν συνεπάγεται υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του εναγόμενου, σε τέτοιο βαθμό, που να αίρεται η προσωπική και οικονομική του αυτοτέλεια. Δεν είναι καταχρηστική ούτε η συμφωνημένη ποινική ρήτρα, το ύψος της οποίας μπορεί να μειωθεί κάθε φορά από το Δικαστήριο συντρεχουσών των ανάλογων προϋποθέσεων στο εύλογο ποσό. Αποδείχθηκε, δε, ότι ο ενάγων (ενν. εναγόμενος) παρέβη τις υποχρεώσεις του αυτές. Αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του την 19-6-2020. Λίγες ημέρες μετά την αποχώρηση του προσελήφθη ως διευθυντής του Ι. Π. (όπου σημειωτέου ήταν και η προηγούμενη εργασία του πριν την πρόσληψη του από την ενάγουσα) που ανήκει στον όμιλο επιχειρήσεων με το ίδιο όνομα και είναι ευθέως ανταγωνιστικό προς την ενάγουσα, έχον ακριβώς το ίδιο αντικείμενο και απευθυνόμενο στο ίδιο κοινό. Είναι αδιάφορο το αν, όπως ο εναγόμενος ισχυρίζεται, προσελήφθη κατόπιν πρωτοβουλίας και πρότασης του ιδιοκτήτη της νέας εργοδότριας, αφού εν γνώσει του παρέβη την ως άνω υποχρέωση του να μην εργαστεί σε ανταγωνιστική επιχείρηση. Η παράβαση αυτή μόνη αρκεί για να καταπέσει η ένδικη ποινική ρήτρα σε βάρος του εναγόμενου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την αποχώρηση του ο εναγόμενος δεν είχε παραδώσει όλα τα στοιχεία για τα οποία είχε υποχρέωση εχεμύθειας, και δη κατείχε στοιχεία εργαζομένων και υποψηφίων καταρτιζομένων/πελατών. Δεν προκύπτει ότι κατείχε και έκανε χρήση άλλων στοιχείων, λ.χ. αυτών που αφορούσαν την τιμολογιακή πολιτική, τις στρατηγικές προσφοράς προς επίτευξη εγγραφής αναποφάσιστων υποψηφίων καταρτιζόμενων, εκπαιδευτικά προγράμματα του αμέσως επομένου εκπαιδευτικού τους 2020 – 2021, πρωτόκολλα για την αντιμετώπιση δυσκολιών λόγω πανδημίας όπως αναφέρεται στην αγωγή. [Αποδεικνύεται όμως] ότι προσέγγισε (…) ανεπιτυχώς τους εργαζόμενους της ενάγουσας Δ.Σ., Ι.Α., και Φ.Π. (…). Επίσης, επικοινωνούσε με υποψηφίους καταρτιζόμενους της ενάγουσας για να τους πείσει να εγγράφουν στο Ι. Π., και κατάφερε να αποσπάσει τρεις καταρτιζόμενες, την Σ.Ο., τη Ν-Ρ. Π και τη Σ.-Α. Δ., που είχαν “μάλιστα ήδη υπογράψει συμβάσεις και εγγράφει στο ΙΕΚ της ενάγουσας (της είχε εγγράφει μάλιστα ο ίδιος κατά την άσκηση των καθηκόντων του) και εμφανίστηκαν έτσι στην ηλεκτρονική πλατφόρμα ΠΗΓΑΣΟΣ του Υπουργείου Παιδείας ως διπλοεγγεγραμμένες. Με την απώλεια των ως άνω τριών καταρτιζόμενων η ενάγουσα υπέστη χρηματική ζημία ίση με τα δίδακτρα που ανέμενε να εισπράξει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήτοι για εκάστη αυτών ποσό 1.800,00 ευρώ επί δύο έτη, και συνολικά (1.800 X 2 X 3) 10.800 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα δικαιούται να αξιώσει ως αποζημίωση. Για όλους δε τους ανωτέρω λόγους δικαιούται να αξιώσει και το ποσό της ποινικής ρήτρας. Η εκκαλούσα με ένστασή της που υποβλήθηκε νόμιμα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (…), την οποία επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο με λόγο έφεσης προέβαλε την ένσταση για μείωση της ποινικής ρήτρας ως δυσανάλογα μεγάλης (…). Στην προκειμένη περίπτωση (…) η συμβατική ποινική ρήτρα στο μέτρο που έχει διαμορφωθεί, ήτοι 12 μηνιαίοι μισθοί, είναι σαφώς δυσανάλογα μεγάλη, αφού ο εναγόμενος – εκκαλών είναι ιδιωτικός υπάλληλος με ετήσιες αποδοχές κατά το έτος 2020 16.900 ευρώ, ενώ μεταγενέστερα και για μικρό χρονικό διάστημα αυξήθηκε ο μηνιαίος μισθός του στο ποσό των 1.630,68 ευρώ μικτά, είναι διαζευγμένος και πατέρας δύο ανήλικων τέκνων σε συνδυασμό με την ωφέλεια του εναγόμενου από την αθέτηση των συμβατικών του υποχρεώσεων προς την ενάγουσα , αλλά και τα επιβλαβή για την ενάγουσα αποτελέσματα από αυτή.
Συνεπώς η συμβατική ποινική ρήτρα πρέπει να μειωθεί στο μέτρο που αρμόζει αφού ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ενώ το προσήκον μέτρο στο οποίο πρέπει να διαμορφωθεί η συμβατική ποινική ρήτρα, που οφείλεται στην ενάγουσα είναι το ποσό των (3 μηνιαίοι μισθοί X 1.630,68=) 4.892,04 ευρώ. Λόγω δε της ως άνω συμπεριφοράς του εναγόμενου, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει επιπλέον και χρηματική ικανοποίηση, την οποία το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψη την έκταση της προσβολής, το μέσο, με το οποίο τελέσθηκε, το βαθμό της υπαιτιότητας του εναγόμενου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, και όλες γενικά τις συνθήκες, ορίζει στο ποσό των 500 ευρώ για την παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας και 500 ευρώ για την παραβίαση της απαγόρευσης ανταγωνισμού, τα οποία κρίνονται εύλογα (…)”. 4.α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 εδάφιο α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται (…) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (…). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται α) αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, β) αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και γ) αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (…). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε στην ουσία την υπόθεση η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα γεγονότα, τα οποία το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ότι αποδείχθηκαν και από την υπαγωγή τους στο νόμο. Ο λόγος αναίρεσης που προαναφέρθηκε ιδρύεται, αν από τις πραγματικές παραδοχές της απόφασης η παράβαση καθίσταται εμφανής. Αυτό συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, μολονότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, μολονότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι είχαν αποδειχθεί αρκούσαν για την εφαρμογή του. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης ιδρύεται και στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 5/2023). Κατά την έννοια εξάλλου του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και έτσι υφίσταται εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, οι οποίες περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 2/2022). Περαιτέρω ο εργοδότης με ειδικό όρο (ρήτρα) στην ατομική σύμβαση εργασίας που καταρτίζει με τον εργαζόμενο μπορεί να επιβάλει σε αυτόν την υποχρέωση να τηρεί πίστη στο πρόσωπό του (υποχρέωση εχεμύθειας) και να μην τον ανταγωνίζεται (απαγόρευση ανταγωνισμού) ακόμη και μετά τη λύση της εργασιακής τους σύμβασης (άρθρα 200, 288, 361, 648, 651 και 652 ΑΚ). Η μετασυμβατική υποχρέωση εχεμύθειας δεσμεύει τον εργαζόμενο ιδίως να μην αποκαλύπτει σε τρίτα πρόσωπα ή να μην χρησιμοποιεί ο ίδιος εμπορικά και βιομηχανικά απόρρητα της επιχείρησης του εργοδότη του, τα οποία πληροφορήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο όσο απασχολείτο σε αυτόν. Τα απόρρητα αυτά μπορεί, ενδεικτικά, να αφορούν στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης, στην οικονομική κατάσταση και στην πορεία των εργασιών της, στους πελάτες της επιχείρησης, στους προμηθευτές της, στα σχέδια διάθεσης των προϊόντων της στην αγορά, στις τεχνικές μεθόδους παραγωγής, στις συνθέσεις προϊόντων της, στα απόρρητα προγράμματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών της κ.λπ.. Η μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού επιβάλλει στον εργαζόμενο, ενδεικτικά, την υποχρέωση να μην εργασθεί και να μην αξιοποιήσει τις γνώσεις και την εμπειρία του είτε για προσωπικό όφελος, είτε για όφελος ανταγωνιστή του εργοδότη του, χωρίς τη συγκατάθεσή του, να επιδοθεί σε όμοια ή παρεμφερή εμπορική δραστηριότητα είτε προσωπικά, είτε με αντιπρόσωπο ή άλλο παρένθετο πρόσωπο, να αποσπάσει εργαζομένους ή πελάτες της επιχείρησης του προηγούμενου εργοδότη του, να αποτρέπει τρίτους να συναλλάσσονται με αυτόν ή να τους προτρέπει να προμηθευθούν προϊόντα από ανταγωνιστές του και να αποκαλύπτει τα επιχειρηματικά μυστικά που απέκτησε από την εργασία του στον πρώην εργοδότη του σε ανταγωνιστές του (ΑΠ 1782/2023). Η ρήτρα αυτή, όταν προστατεύει δικαιολογημένα επαγγελματικά συμφέροντα του εργοδότη, είναι έγκυρη. Ο εργοδότης όμως βρίσκεται συχνά σε δυσχέρεια να αποδείξει την ύπαρξη και το μέγεθος της ζημίας που υπέστη από τις ανταγωνιστικές πράξεις του εργαζομένου ή από την παράβαση της ρήτρας εμπιστευτικότητας προς το πρόσωπό του. Για το λόγο αυτό μπορεί να περιληφθεί στην ατομική σύμβαση εργασίας ποινική ρήτρα, με την οποία εργαζόμενος θα αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργοδότη συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ως ποινή για την περίπτωση που αθετήσει τις μετασυμβατικές αυτές υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη (ΑΠ 928/2023). Αν όμως η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα και συνεπώς αδικαιολόγητα μεγάλη σε σύγκριση με τη ζημία, περιουσιακή ή και ηθική, την οποία υπέστη ο εργοδότης από την αντισυμβατική συμπεριφορά του εργαζομένου, μπορεί ο εργαζόμενος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 409 εδάφιο α του ΑΚ να αιτηθεί από το δικαστήριο είτε με αγωγή, είτε με ένσταση να μειωθεί η ποινή στο μέτρο που αρμόζει (πρβλ. ΑΠ 147/2024). Η διάταξη περαιτέρω του άρθρου 409 εδάφιο α του ΑΚ είναι εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης (άρθρο 288 του ΑΚ) και της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παράγραφος 1 εδάφια 3 και 4 του Συντάγματος). Η αρχή αυτή επιβάλλει να υπάρχει αναλογία μεταξύ της ποινικής ρήτρας και του σκοπού, τον οποίο αυτή επιδιώκει. Δυσαναλογία μεταξύ μέσου – δηλαδή της ποινής που συμφωνήθηκε – και του σκοπού που προαναφέρθηκε υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία η ποινή είναι υπέρογκη. Η μείωση της ποινής στο μέτρο που αρμόζει επιβάλλεται, όταν ο σκοπός, τον οποίο εξυπηρετεί η ποινική ρήτρα μπορεί να ικανοποιηθεί και με την καταβολή μικρότερου ποσού. Η “δυσαναλογία” κρίνεται σύμφωνα με τα εξής, ενδεικτικά, κριτήρια: α) από την ποσοτική σύγκριση της ποινής με το οικονομικό όφελος, το οποίο αποκόμισε ο εργαζόμενος από την παράβαση της ρήτρας μη ανταγωνισμού και εμπιστευτικότητας μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του, β) από την οικονομική ζημία που υπέστη ο εργοδότης, επειδή ο εργαζόμενος αθέτησε τη ρήτρα, γ) από τις γενικότερες επιβλαβείς συνέπειες που προκάλεσε η συμπεριφορά του εργαζομένου σε βάρος δικαιολογημένων, νομίμων και άξιων προστασίας επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων του εργοδότη, δ) από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του εργοδότη και του εργαζομένου, ε) από την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη και τις συνέπειές της, στ) από το βαθμό του πταίσματος του εργαζομένου, ζ) από τη δυνατότητα ή μη του εργαζομένου ως ασθενέστερου συμβαλλομένου να διαπραγματευθεί με τον εργοδότη του και να επηρεάσει το περιεχόμενο της ποινικής ρήτρας και, κυρίως, το ποσό της ποινής (πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 6-11-2018 στην υπόθεση C-619/16, S.W.K. κατά Land Berlin, ECLI:EU:C:218:872, σκέψη 48) , η) από τη δυνατότητα του εργοδότη να απαιτήσει ή όχι από τον εργαζόμενο σωρευτικά τόσο την ποινή, όσο και πλήρη αποζημίωση, θ) από τις οικονομικές σχέσεις των μερών και ι) από τις γενικές συνθήκες υπό τις οποίες ο εργαζόμενος προέβη σε αθέτηση της ρήτρας εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού (ΑΠ 1591/2002, ΑΠ 1285/1994, πρβλ. ΑΠ 471/2023). Στον πρώτο και στο δεύτερο λόγο αναίρεσης, οι οποίοι συμπληρώνονται, η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 409 εδάφιο α του ΑΚ με συνέπεια να υποπέσει την αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 – ορθώς- αριθμός 19 και όχι 1 και 19 του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί. Η αναιρεσείουσα επικαλείται ειδικότερα ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το στάδιο έρευνας της από 22-5-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 55694-2968/24-5-2023 έφεσης, την οποία είχε ασκήσει ο αναιρεσίβλητος κατά της υπ’ αριθμό 327/31-3-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δέχθηκε ως βάσιμο το λόγο της έφεσής του, με τον οποίο είχε προβάλει την αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μετά από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση που είχε υποβάλει επικουρικά ο αναιρεσίβλητος ως απάντηση στην αγωγή της εναντίον του ότι η ποινή που είχε συμφωνηθεί για την περίπτωση που αθετούσε τη ρήτρα εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού για το μετά τη λύση της σύμβασής του χρονικό διάστημα ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την υποχρέωση που είχε αναλάβει έναντί της με την ίδια ρήτρα, αλλά με ανεπαρκείς παραδοχές ως προς το συγκεκριμένο ουσιώδες στην προκειμένη περίπτωση ζήτημα. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, συγκεκριμένα, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι το χρηματικό ποσό, το οποίο είχε αναλάβει ο αναιρεσίβλητος να καταβάλει σε αυτή ως ποινή σε περίπτωση που αθετούσε τη συμβατική του υποχρέωση έναντί της ήταν δυσανάλογα μεγάλο σε σύγκριση με τη δική του υποχρέωση για τήρηση πίστης στο πρόσωπό της και παράλειψης αθέμιτων ανταγωνιστικών πράξεων σε βάρος της μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας τους και συνεπώς έπρεπε να μειωθεί στο προσήκον μέτρο με μόνο κριτήριο την οικονομική κατάσταση του αναιρεσιβλήτου, μολονότι στην προκειμένη περίπτωση θα έπρεπε να διαλάβει στην αναιρεσιβαλλομένη επιπλέον συγκεκριμένες παραδοχές α) ως προς τη ζημία που υπέστη η ίδια από την αντισυμβατική συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου, β) την έκταση της συμβατικής παράβασης, γ) το βαθμό του πταίσματός του και δ) την ενδεχόμενη ωφέλειά του και τα απώτερα επιβλαβή σε βάρος της αποτελέσματα που προκλήθηκαν από την αντισυμβατική του συμπεριφορά. Η αναιρεσείουσα εκθέτει, τέλος, ότι από τις ανεπαρκείς παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης ως προς τα ουσιώδη αυτά ζητήματα καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης που προαναφέρθηκε, όπως ειδικότερα αναφέρει στο αναιρετήριο. Το Μονομελές Εφετείο, ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του όλου περιεχομένου της αναιρεσιβαλλομένης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), έκρινε ότι η επίδικη ποινική ρήτρα δημιουργούσε υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, διότι η ποινή που είχε προβλεφθεί δεν βρισκόταν σε εύλογη σχέση με τη βαρύτητα της παράβασης και τη ζημία που είχε προκαλέσει η αντισυμβατική συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου σε βάρος της αναιρεσείουσας και έπρεπε επομένως να μειωθεί στο προσήκον μέτρο, δηλαδή σε ποσόν που θα μπορούσε να υποχρεώσει τον αναιρεσίβλητο να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις έναντί της με τις εξής ειδικότερα παραδοχές: α) ότι η οικονομική ζημία που προκάλεσε ο αναιρεσίβλητος-εργαζόμενος στην αναιρεσείουσα-εργοδότριά του ανερχόταν στο ποσό των διδάκτρων, το οποίο κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα εισέπραττε από τρεις (3) εκπαιδευόμενες, τις οποίες ο αναιρεσίβλητος απέσπασε από αυτή και ενέγραψε σε ανταγωνιστική της εταιρεία και, συγκεκριμένα, σε συνολικό ποσόν 10.800 Ευρώ (βλ. στη δεύτερη σελίδα του δεκάτου φύλλου της αναιρεσιβαλλομένης), β) ότι η αναιρεσείουσα είχε συμβατική αξίωση κατά του αναιρεσιβλήτου, επειδή είχε περιλάβει όρο στη σύμβαση εργασίας τους ότι σε περίπτωση που ο αναιρεσίβλητος αθετούσε την υποχρέωση πίστης προς το πρόσωπό της και μη ανταγωνισμού για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας τους, θα μπορούσε να απαιτήσει από αυτόν τόσο αποζημίωση για μη εκπλήρωση παροχής, όσο και επιπλέον ποινή για την αθέτησή της (βλ. στη δεύτερη σελίδα του εβδόμου φύλλου της αναιρεσιβαλλομένης στίχοι 1 έως 3 και στη δεύτερη σελίδα του δεκάτου φύλλου της στίχοι 17 και 18), γ) ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αναλάβει υποχρέωση να καταβάλει οικονομικό αντάλλαγμα στον αναιρεσίβλητο κατά τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης με σκοπό την εκούσια αποχή του για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών μετά τη λύση της σύμβασής του από την ιδιωτική εκπαίδευση (βλ. στη δεύτερη σελίδα του ενάτου φύλλου της αναιρεσιβαλλομένης στίχοι 18 και 19), δ) ότι ο αναιρεσίβλητος παρέβη με πρόθεση τη ρήτρα μη ανταγωνισμού, αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του και σχεδόν αμέσως μετά κατήρτισε άλλη σύμβαση εργασίας με εργοδότη, ο οποίος διατηρεί επιχείρηση ευθέως ανταγωνιστική με αυτή της αναιρεσείουσας (βλ. στην πρώτη σελίδα του δεκάτου φύλλου της αναιρεσιβαλλομένης στίχοι 1 έως 12), ε) ότι ο αναιρεσίβλητος δεν είχε διαπραγματευθεί όχι μόνο τους δικονομικούς, αλλά και τους λοιπούς όρους της σύμβασης εργασίας του με την αναιρεσείουσα (βλ. στη δεύτερη σελίδα του τρίτου φύλλου της αναιρεσιβαλλομένης στην οποία ρητά αναφέρεται ότι “(…) η συνομολόγηση της παρέκτασης [αρμοδιότητας] αποτελεί το προϊόν εκμετάλλευσης της ανάγκης του εναγ[ομένου], ο οποίο ζητώντας εργασία βρισκόταν σε ασθενέστερη θέση και δεν μπορούσε διαπραγματευθεί το περιεχόμενο της σύμβασης που πρότεινε η ενάγουσα (…)”, στ) ο αναιρεσίβλητος λάμβανε το έτος 2020, όταν αποχώρησε από την επιχείρηση της αναιρεσείουσας, ετήσιο μισθό 16.900 Ευρώ και μεταγενέστερα για μικρό χρονικό διάστημα μηναίο μισθό 1.630,68 Ευρώ μικτά, ζ) ότι η ποινή είχε συμφωνηθεί να ανέλθει σε ποσό ίσο με δώδεκα (12) μηνιαίους μισθούς που λάμβανε ο αναιρεσίβλητος και, συγκεκριμένα, σε ποσόν (1.630,68 Χ 12 μήνες =) 19.568,16 Ευρώ για να εξασφαλισθεί η αποχή του αναιρεσιβλήτου από ανταγωνιστικές ενέργειες σε βάρος της αναιρεσείουσας μετά την αποχώρησή του από την επιχείρησή της για μικρότερο χρονικό διάστημα και, συγκεκριμένα, για έξι (6) μήνες, η) ότι η ζημία που είχε υποστεί η αναιρεσείουσα ανερχόταν στο ποσό των 10.800 Ευρώ και η ποινή που είχε συμφωνηθεί ανερχόταν σε ποσό 19.568,16 Ευρώ, και ζ) ότι ο αναιρεσίβλητος ήταν διαζευγμένος και είχε υποχρέωση να καταβάλλει μηνιαίως διατροφή στα δύο (2) ανήλικα τέκνα του. Οι ουσιαστικές αυτές παραδοχές, τις οποίες το Μονομελές Εφετείο διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, α) θεμελίωναν πλήρως το αποδεικτικό πόρισμά της ότι η επίδικη ποινική ρήτρα είχε δημιουργήσει υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, διότι η ποινή που είχε προβλεφθεί δεν βρισκόταν σε εύλογη σχέση με τη βαρύτητα της παράβασης και τη ζημία που είχε προκαλέσει σε βάρος της αναιρεσείουσας η αντισυμβατική συμπεριφορά του με συνέπεια να τη μειώσει – μετά από παραδοχή ένστασής του – σε ποσόν που θα μπορούσε να αποτρέψει τον αναιρεσίβλητο από την παράβαση της κύριας μετασυμβατικής υποχρέωσής του έναντί της και, περαιτέρω, β) εξειδίκευαν με επάρκεια το πραγματικό του άρθρου 409 εδάφιο α του ΑΚ και, ειδικότερα, την αόριστη νομική έννοια της “δυσανάλογα μεγάλης ποινής”, η οποία δικαιολογούσε στην προκειμένη περίπτωση τη μείωσή της στο “προσήκον μέτρο”. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν το Μονομελές Εφετείο δεν παραβίασε εκ πλαγίου – με ελλιπείς αιτιολογίες – την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 409 εδάφιο α του ΑΚ σε συνδυασμό με αυτές των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ και 25 παράγραφος 1 του Σ, όπως αβάσιμα επικαλείται η αναιρεσείουσα με τους λόγους αναίρεσης που προαναφέρθηκαν, οι οποίοι επομένως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. 4.β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 652, 361 του ΑΚ και 1 του ν. 146/1914 προκύπτει ότι σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αθετήσει έγκυρο όρο, ο οποίος είχε περιληφθεί στην ατομική σύμβαση εργασίας του, να μην προβεί σε ανταγωνιστικές πράξεις σε βάρος του μετά τη λύση της σύμβασης (“ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού”) δεν ενεργεί χωρίς άλλο αθέμιτα σε βάρος του πρώην εργοδότη του (πρβλ. ΑΠ 419/2018, ΑΠ 797/2010). Η παράβαση, ειδικότερα, της ρήτρας αυτής από τον εργαζόμενο αποκτά αθέμιτο χαρακτήρα, αν – εκτός από την αθέτηση της ρήτρας – συντρέχουν επιπλέον ειδικές επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως μπορεί να συμβεί, όταν ο εργαζόμενος επιδίδεται σε απόσπαση πελατών από την επιχείρηση του προηγούμενου εργοδότη του με σκοπό είτε να ωφελήσει τρίτη ανταγωνιστική επιχείρηση, είτε να ωφεληθεί προσωπικά. Η παράβαση, ωστόσο, της μετασυμβατικής υποχρέωσης πίστης προς τον προηγούμενο εργοδότη (“ρήτρα μετασυμβατικής εχεμύθειας”) – σε συνδυασμό, ενδεικτικά, με τη θέση που κατείχε και την επιρροή που ασκούσε ο εργαζόμενος στην επιχείρηση του πρώην εργοδότη του, τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση στα απόρρητα της επιχείρησης, η σχέση του με τα πρόσωπα που συναλλάσσονταν με αυτή, ο τρόπος που λύθηκε η σύμβαση εργασίας και ο χρόνος που άρχισε την ανταγωνιστική του δραστηριότητα σε βάρος του πρώην εργοδότη – αποτελεί ειδική περίσταση, η οποία μπορεί να θεμελιώσει αντίθεση της συμπεριφοράς του εργαζομένου στα χρηστά ήθη και να επιφέρει επομένως τις έννομες συνέπειες που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ν. 146/1914, 914, 919 και 932 του ΑΚ. Το άρθρο 932 του ΑΚ ειδικότερα ορίζει τα εξής: “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (…)”. Το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάζεται κατά τη διάταξη αυτή για την ανόρθωση της μη περιουσιακής ζημίας, η οποία προκλήθηκε από αδικοπραξία τρίτου σε βάρος φυσικού ή νομικού προσώπου καθορίζεται σύμφωνα με την κοινή πείρα, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου – θύματος και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων. Το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάζεται πρέπει να είναι εύλογο κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ και να προσδιορίζεται περαιτέρω για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παράγραφος 1 εδάφιο δ του Συντάγματος), ώστε να μην επιδικάζονται για την ανόρθωση μη περιουσιακής ζημίας ποσά υπέρμετρα χαμηλά ή υψηλά, επειδή σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο της ουσίας υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και παραβιάζει τόσο τη διάταξη του άρθρου 25 παράγραφος 1 εδάφιο δ του Συντάγματος, όσο και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Σε διαφορετική περίπτωση η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικά κατά περίπτωση από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 10/2017, ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 5/2024). Στον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή και εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 932 του ΑΚ, 25 παράγραφος 1 εδάφιο δ του Συντάγματος και διατάξεων της Ε.Σ.Δ.Α, με συνέπεια να υποπέσει στις αναιρετικές πλημμέλειες που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμοί 1 και 19 του ΚΠολΔ και πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί. Η αναιρεσείουσα εκθέτει, ειδικότερα, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τον καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, το οποίο επιδίκασε σε αυτή για την ανόρθωση της μη περιουσιακής ζημίας, την οποία είχε από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου σε βάρος της, υπερέβη και μάλιστα με ανεπαρκείς αιτιολογίες τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας με συνέπεια να υποχρεώσει τον αναιρεσίβλητο να καταβάλει σε αυτή για την αιτία που προαναφέρθηκε ποσό χιλίων (1.000) συνολικά Ευρώ, το οποίο, ωστόσο, είναι υπέρμετρα χαμηλό σε σχέση με τα ποσά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως ειδικότερα αναφέρει σε αυτόν. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της αναιρεσιβαλλομένης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), δέχθηκε με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες τα εξής: α) ότι ο αναιρεσίβλητος, μολονότι δεσμευόταν με ρήτρα εχεμύθειας προς το πρόσωπο της αναιρεσείουσας και υποχρέωσης να μην ασκήσει ανταγωνιστικές πράξεις σε βάρος της μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας τους, απέσπασε με πρόθεση τρεις (3) εκπαιδευομένους από την επιχείρηση της αναιρεσείουσας, τους οποίους ενέγραψε σε εκπαιδευτήρια τρίτης ανταγωνιστικής προς την αναιρεσείουσα επιχείρησης και, επιπλέον, δεν απέδωσε στην αναιρεσείουσα μετά την αποχώρηση από την επιχείρησή της τα προσωπικά στοιχεία εκπαιδευομένων σε αυτή με σκοπό να τα χρησιμοποιεί για να επικοινωνεί μαζί τους και να τους πείσει να εγγραφούν και να εκπαιδευθούν στην ανταγωνιστική της αναιρεσείουσας επιχείρηση, β) ότι η αναιρεσείουσα υπέστη από τις ενέργειες αυτές του αναιρεσιβλήτου ηθική βλάβη, η οποία γ) ανέρχεται – με κριτήρια που αναφέρονται και εξειδικεύονται με πληρότητα και σαφήνεια στην αναιρεσιβαλλομένη και, ειδικότερα, την έκταση της προσβολής, τον τρόπο με τον οποία ενήργησε ο αναιρεσίβλητος, το βαθμό του πταίσματός του, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και όλες γενικά τις συνθήκες της αδικοπραξίας – στο συνολικό ποσό των χιλίων (1.000) Ευρώ, το οποίο έκρινε εκ του πράγματος ότι εμπίπτει ανάλογο και εύλογο. Το ποσό αυτό δεν υπολείπεται από τα ποσά που επιδικάζονται συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σύμφωνα με την κοινή πείρα και τη λογική, την πρακτική των δικαστηρίων και τη συνείδηση δικαίου. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συνεπώς δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά την επιδίκαση του συγκεκριμένου ποσού στην αναιρεσείουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία είχε υποστεί από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου σε βάρος της. Η αναιρεσιβαλλομένη επομένως απόφαση δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 932 του ΑΚ, 25 παράγραφος 1 εδάφιο δ του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α, με συνέπεια να μην υποπέσει στις αναιρετικές πλημμέλειες που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμοί 1 και 19 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα επικαλείται η αναιρεσείουσα με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, ο οποίος για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν – και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα – η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, όπως ορίζεται και στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-6-2024 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5697-552/21-6-2024 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμό 697/20-2-2024 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2025.
Ο ANTIΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου καθώς και των αρχαιότερων Αρεοπαγιτών αποχωρησάντων, η αμέσως αρχαιότερη της σύνθεσης Αρεοπαγίτης
