ΑΠΟΦΑΣΗ
RIBAREV κατά Βόρειας Μακεδονίας της 13.11.2025 (προσφ. αριθ. 39987/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, πρώην δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βόρειας Μακεδονίας, απολύθηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ) τον Ιούλιο 2021 λόγω επαγγελματικού παραπτώματος που σχετίζονταν με τις ενέργειές του ως προσωρινός Πρόεδρος του Ποινικού Δικαστηρίου των Σκοπίων. Η διαδικασία αφορούσε την κατανομή υποθέσεων σε δικαστές κατά παράβαση του ετήσιου προγράμματος εργασίας του 2017.
Το Εφετειακό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέχτηκε την προσφυγή του προσφεύγοντα τον Δεκέμβριο 2021 και ακύρωσε την απόφαση του ΑΔΣ, αναπέμποντας την υπόθεση με συγκεκριμένες οδηγίες. Το ΑΔΣ επανεξέτασε την υπόθεση και τον Απρίλιο 2022 εξέδωσε νέα απόφαση απόλυσης. Όταν ο προσφεύγων άσκησε δεύτερη προσφυγή, το ΑΔΣ την απέρριψε ως απαράδεκτη, επικαλούμενο το άρθρο 72(6) του Νόμου περί ΑΔΣ που απαγορεύει προσφυγές κατά αποφάσεων που εκδίδονται μετά από αναπομπή.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το ΑΔΣ αποτελούσε «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1, καθώς είχε πλήρη δικαιοδοσία και εξουσία να αποφασίζει για πειθαρχικά ζητήματα δικαστών με διαδικαστικές εγγυήσεις. Ομοίως, το Εφετειακό Τμήμα αναγνωρίστηκε ως ανώτερο δικαστήριο με αποκλειστική αρμοδιότητα επί προσφυγών κατά αποφάσεων του ΑΔΣ.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αδυναμία επακόλουθου ελέγχου για το αν το ΑΔΣ συμμορφώθηκε με τις δεσμευτικές οδηγίες του Εφετειακού Τμήματος στην αναπεμφθείσα διαδικασία υπονόμευσε την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας προσφυγής. Η απουσία οποιουδήποτε δικαστικού μηχανισμού ικανού να επαληθεύσει τη συμμόρφωση του ΑΔΣ καθιστούσε την πρώτη προσφυγή ενώπιον του Εφετειακού Τμήματος πρακτικά άνευ νοήματος, αποδυναμώνοντας τις πρακτικές εγγυήσεις δικαστικής προστασίας του άρθρου 6 παρ. 1.
Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι το ισχυρό δημόσιο συμφέρον για την υπεράσπιση του κράτους δικαίου και τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης του κοινού στη δικαιοσύνη απαιτούσε τέτοια αξιολόγηση. Οι περιορισμοί πόρων και το μήκος των διαδικασιών δεν μπορούσαν να υπερισχύσουν του οφέλους ανεξάρτητου ελέγχου για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του ΑΔΣ με τις οδηγίες του Εφετειακού Τμήματος.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση της πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ). Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτηση βάσει του άρθρου 41 και ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ δεν επιδίκασε οποιοδήποτε ποσό για τον λόγο αυτό.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1964 και ζει στο Shtip. Διετέλεσε δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και από 14 Μαρτίου έως 25 Οκτωβρίου 2017 ήταν προσωρινός Πρόεδρος του Ποινικού Πρωτοδικείου Σκοπίων. Στις 17 Μαρτίου 2017, υιοθέτησε το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του δικαστηρίου για το 2017.
Τον Οκτώβριο 2019, η Επιτροπή Επαλήθευσης του ΑΔΣ διαπίστωσε ότι υποθέσεις είχαν κατανεμηθεί σε ορισμένους δικαστές κατά παράβαση του ετήσιου προγράμματος εργασίας 2017. Στις 24 Απριλίου 2020, το μέλος του ΑΔΣ V.D. υπέβαλε αίτημα για πειθαρχική διαδικασία κατά του προσφεύγοντα, ισχυριζόμενη ότι πέντε δικαστές είχαν μεταφερθεί στο τμήμα πταισμάτων χωρίς να τους ανατεθούν νέες υποθέσεις, προκειμένου να αποφευχθεί η ανάθεση υποθέσεων από τον Ειδικό Εισαγγελέα.
Στις 14 Ιουλίου 2021, το ΑΔΣ διαπίστωσε επαγγελματικό παράπτωμα και απέλυσε τον προσφεύγοντα. Το Εφετειακό Τμήμα δέχτηκε την προσφυγή του την 1η Δεκεμβρίου 2021, ακυρώνοντας την απόφαση λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης σχετικά με την προθεσμία υποβολής του αιτήματος και ασάφειας των λόγων απόλυσης.
Μετά την επανεξέταση, το ΑΔΣ εξέδωσε νέα απόφαση απόλυσης στις 7 Απριλίου 2022. Όταν ο προσφεύγων προσέφυγε εκ νέου, το ΑΔΣ απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη στις 21 Ιουλίου 2022, επικαλούμενο το άρθρο 72(6) του Νόμου περί ΑΔΣ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 παρ. 1 – Πρόσβαση σε δικαστήριο
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το άρθρο 6 δεν υποχρεώνει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να συστήσουν εφετεία ή ακυρωτικά δικαστήρια. Ωστόσο, όπου τέτοια δικαστήρια υφίστανται, οι εγγυήσεις του άρθρου πρέπει να τηρούνται, συμπεριλαμβανομένου του αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης στα δικαστήρια.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ΑΔΣ που απέλυσε τον προσφεύγοντα αποτελούσε «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1. Είναι εξειδικευμένο όργανο πλήρους απασχόλησης που συστάθηκε βάσει του Συντάγματος και του νόμου, με πλήρη δικαιοδοσία σε πειθαρχικές διαδικασίες δικαστών. Οι διαδικασίες περιλαμβάνουν διαδικαστικές εγγυήσεις όπως το δικαίωμα ακρόασης και νομικής εκπροσώπησης.
Σχετικά με το Εφετειακό Τμήμα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι έχει αποκλειστική δικαιοδοσία επί προσφυγών κατά αποφάσεων του ΑΔΣ και μπορεί να αξιολογήσει τόσο τα πραγματικά περιστατικά όσο και τη συμμόρφωση με το ουσιαστικό δίκαιο. Αποτελείται από εννέα επαγγελματίες δικαστές που επιλέγονται με κλήρωση.
Το κρίσιμο ζήτημα αφορούσε την αδυναμία επακόλουθου ελέγχου της απόφασης του ΑΔΣ μετά την αναπομπή. Το άρθρο 72(6) του Νόμου περί ΑΔΣ απαγορεύει ρητά οποιαδήποτε προσφυγή κατά απόφασης που εκδίδεται μετά από αναπομπή. Αυτό σήμαινε ότι ούτε το Εφετειακό Τμήμα ούτε άλλο δικαστικό όργανο μπορούσε να εξετάσει αν το ΑΔΣ συμμορφώθηκε με τις δεσμευτικές οδηγίες που δόθηκαν κατά την αναπομπή.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αδυναμία αυτή καθιστούσε την πρώτη προσφυγή ενώπιον του Εφετειακού Τμήματος πρακτικά άνευ νοήματος. Η απουσία δικαστικού μηχανισμού επαλήθευσης της συμμόρφωσης υπονόμευσε την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας προσφυγής και αποδυνάμωσε τις πρακτικές εγγυήσεις δικαστικής προστασίας.
Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι ο περιορισμός εξυπηρετούσε το σεβασμό του κράτους δικαίου και την ασφάλεια δικαίου. Αντιθέτως, αυτές οι αρχές απαιτούσαν επακόλουθη αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ΑΔΣ. Το ισχυρό δημόσιο συμφέρον για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου απαιτούσε τέτοια εξέταση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντα σε δικαστήριο περιορίστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε προσβλήθηκε η ίδια η ουσία του δικαιώματος, με αποτέλεσμα την παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1.
Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτηση βάσει του άρθρου 41 και ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ δεν επιδίκασε οποιοδήποτε ποσό για τον λόγο αυτό.
ΣΧΟΛΙΟ
Βλ. σχόλιο σε απόφαση του ΕΔΔΑ Ilievska και Zdraveva κατά Βόρειας Μακεδονίας της 13.11.2025 (προσφ. αριθ. 19689/21 και 42794/22)
