ΑΠΟΦΑΣΗ
Lasku κ.α. κατά Αλβανίας της 18.11.2025 (προσφ. αριθ. 6045/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, 13 Αλβανοί υπήκοοι, απέκτησαν το 1996 και 1997 δικαιώματα ιδιοκτησίας επί τριών οικοπέδων συνολικής έκτασης 1.070 τ.μ. μέσω τριών αποφάσεων της Επιτροπής Αποκατάστασης και Αποζημίωσης Ιδιοκτησίας Τιράνων. Οι αποφάσεις αναγνώρισαν τα κληρονομικά δικαιώματά τους και διέταξαν την αποκατάσταση της ιδιοκτησίας. Οι τίτλοι καταχωρήθηκαν στο Γραφείο Εγγραφής Ακίνητης Περιουσίας και οι προσφεύγοντες άσκησαν δικαιώματα ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής πρατηρίου καυσίμων με άδεια του Δήμου Τιράνων.
Το 2007, δέκα χρόνια μετά τις αμετάκλητες αποφάσεις και μετά από τροποποίηση του Νόμου περί Ιδιοκτησίας, ο διευθυντής του Οργανισμού Αποκατάστασης και Αποζημίωσης Ιδιοκτησίας απέκτησε την εξουσία να αναθεωρεί και να ακυρώνει αυτεπαγγέλτως αποφάσεις προηγούμενων επιτροπών χωρίς χρονικό περιορισμό. Στις 27 Νοεμβρίου 2007, ο Οργανισμός ακύρωσε τις τρεις αποφάσεις με το αιτιολογικό ότι η αρμόδια επιτροπή δεν είχε δικαιοδοσία και ότι η απόφαση έπρεπε να είχε ληφθεί από ειδική επιτροπή.
Οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στα εθνικά δικαστήρια. Το Περιφερειακό Δικαστήριο Τιράνων δικαίωσε αρχικά τους προσφεύγοντες, αλλά το Εφετείο και το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσαν την ακύρωση. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τελικά την προσφυγή τους το 2015, παρά το γεγονός ότι το 2010 και 2011 είχε κρίνει αντισυνταγματικές τις τροποποιήσεις που έδιναν στον Οργανισμό την εξουσία αναθεώρησης τελεσίδικων αποφάσεων.
Μετά την ακύρωση, μέρος της έκτασης μεταβιβάστηκε σε τρίτους που συνεχίζουν να την κατέχουν. Το 2014, το Κράτος πώλησε οικόπεδο 595,8 τ.μ. σε εταιρεία που είχε ανεγείρει μη εγκεκριμένη κατασκευή στη γη των προσφευγόντων, η οποία στη συνέχεια νομιμοποιήθηκε.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση λόγω ακύρωσης αμετάκλητης απόφασης επιτροπής αποκατάστασης ιδιοκτησίας χωρίς ουσιαστικούς και επιτακτικούς λόγους. Το προβληματικό στοιχείο ήταν ότι ο Γενικός Εισαγγελέας μπορούσε να ζητήσει, επ’ αόριστον, αναθεώρηση αμετάκλητης απόφασης για οποιονδήποτε νομικό λόγο γενικής φύσεως, αντί μόνο για ουσιαστικούς και επιτακτικούς λόγους.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αμετάκλητες αποφάσεις του 1996 και 1997 απένειμαν στους προσφεύγοντες τίτλους επί των οικοπέδων που είχαν απαλλοτριωθεί από τους προγόνους τους. Η αξίωσή τους ήταν επαρκώς εδραιωμένη στο εσωτερικό δίκαιο ώστε να χαρακτηριστεί ως εκτελεστή «κτήση» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Η ακύρωση των αμετάκλητων αποφάσεων αποκατάστασης συνιστούσε επέμβαση στις περιουσίες των προσφευγόντων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 (ασφάλεια δικαίου) και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου Αρ. 1, επιδικάζοντας από κοινού στους προσφεύγοντες 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 παρ. 1 – Ασφάλεια δικαίου
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η υπόθεση παρουσιάζει παρόμοια ζητήματα με την υπόθεση Gaba κατά Αλβανίας, όπου διαπιστώθηκε παραβίαση λόγω ακύρωσης τελεσίδικης απόφασης επιτροπής αποκατάστασης ιδιοκτησίας χωρίς ουσιαστικούς και επιτακτικούς λόγους. Το προβληματικό στοιχείο ήταν ότι ο Γενικός Εισαγγελέας μπορούσε να ζητήσει, επ’ αόριστον, αναθεώρηση αμετάκλητης απόφασης για οποιονδήποτε νομικό λόγο γενικής φύσεως, αντί μόνο για ουσιαστικούς και επιτακτικούς λόγους.
Οι τίτλοι των προσφευγόντων ακυρώθηκαν περίπου δέκα χρόνια μετά το αμετάκλητο των αποφάσεων της Επιτροπής. Τα δικαστήρια επιβεβαίωσαν το σκεπτικό του Οργανισμού ότι η επιτροπή δεν είχε δικαιοδοσία να διατάξει αποκατάσταση, αναφερόμενα στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 528/1996 για ιδιοκτησίες σε τουριστικές περιοχές. Ωστόσο, τα δικαστήρια απέτυχαν να εξηγήσουν την εφαρμογή αυτής της απόφασης στην υπόθεση των προσφευγόντων, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη έκταση δεν είχε χαρακτηριστεί ως τουριστική περιοχή.
Η διοικητική και δικαστική αναθεώρηση δεν εγείρε αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα των εγγράφων που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες ή ενδείξεις κακόπιστης συμπεριφοράς. Η απόφαση αναγνώρισης των κληρονομικών δικαιωμάτων τους παραμένει σε ισχύ, καθώς η ακύρωση αφορούσε μόνο την αποκατάσταση in natura.
Η Κυβέρνηση απέτυχε να αποδείξει ότι υπήρχαν ουσιαστικοί και επιτακτικοί λόγοι που δικαιολογούσαν την ακύρωση των αποφάσεων.
Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αμετάκλητες αποφάσεις του 1996 και 1997 απένειμαν στους προσφεύγοντες τίτλους επί των οικοπέδων που είχαν απαλλοτριωθεί από τους προγόνους τους. Η αξίωσή τους ήταν επαρκώς εδραιωμένη στο εσωτερικό δίκαιο ώστε να χαρακτηριστεί ως εκτελεστή «κτήση» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Η ακύρωση των αμετάκλητων αποφάσεων αποκατάστασης συνιστούσε επέμβαση στις κτήσεις των προσφευγόντων. Η ακύρωση τριών αμετάκλητων αποφάσεων της Επιτροπής χωρίς ουσιαστικούς και επιτακτικούς λόγους, κατά τρόπο ασύμβατο με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ματαίωσε την εμπιστοσύνη των προσφευγόντων στις δεσμευτικές αποφάσεις αποκατάστασης και τους στέρησε τη δυνατότητα επιβολής των τίτλων τους.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες πρέπει να τεθούν στη θέση που θα βρίσκονταν αν δεν είχε υπάρξει παραβίαση, είτε μέσω αποκατάστασης των τίτλων τους και επιστροφής της ιδιοκτησίας, είτε μέσω επαρκούς χρηματικής αποζημίωσης ή παροχής συγκρίσιμης ιδιοκτησίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 (ασφάλεια δικαίου) και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου Αρ. 1, επιδικάζοντας από κοινού στους προσφεύγοντες 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Το 1996 και 1997, η Επιτροπή Αποκατάστασης και Αποζημίωσης Ιδιοκτησίας Τιράνων αναγνώρισε τα κληρονομικά δικαιώματα 13 Αλβανών υπηκόων επί τριών οικοπέδων συνολικής έκτασης 1.070 τ.μ. και διέταξε την αποκατάστασή τους. Το Γραφείο Εγγραφής Ακίνητης Περιουσίας κατέγραψε τους τίτλους ιδιοκτησίας των προσφευγόντων.
Το 1996, ο Δήμος Τιράνων εξέδωσε άδεια οικοδομής για την κατασκευή πρατηρίου καυσίμων σε οικόπεδο 700 τ.μ., μέρος της αποκατασταθείσας γης. Η κατασκευή πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρεία M. και το 1998 καταχωρήθηκε ο τίτλος των προσφευγόντων επί του πρατηρίου.
Οι προσφεύγοντες μεταβίβασαν τη διοίκηση και κατοχή του πρατηρίου στην εταιρεία M. μέσω συμφωνίας συνεργασίας για ισομερή κατανομή των κερδών. Ακολούθησαν πολλαπλές δικαστικές διαδικασίες μεταξύ των προσφευγόντων και της εταιρείας M. σχετικά με τα οικόπεδα.
Μετά την τροποποίηση του Νόμου περί Ιδιοκτησίας το 2007, ο διευθυντής του Οργανισμού Αποκατάστασης και Αποζημίωσης Ιδιοκτησίας απέκτησε την εξουσία να αναθεωρεί και να ακυρώνει αυτεπαγγέλτως αποφάσεις προηγούμενων επιτροπών χωρίς χρονικό περιορισμό. Στις 27 Νοεμβρίου 2007, ο Οργανισμός ακύρωσε τις τρεις αποφάσεις της Επιτροπής με το αιτιολογικό έλλειψης δικαιοδοσίας και ότι η γη δεν μπορούσε να αποκατασταθεί παρότι ήταν καταγεγραμμένη ως κρατική ιδιοκτησία.
Οι προσφεύγοντες προσέβαλαν την απόφαση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο το 2010 και 2011 έκρινε αντισυνταγματικές τις τροποποιήσεις που έδιναν στον Οργανισμό την εξουσία αναθεώρησης τελεσίδικων αποφάσεων, αλλά το 2015 απέρριψε την προσφυγή των προσφευγόντων λόγω μη αναδρομικότητας των αποφάσεών του.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
“Το προβληματικό στοιχείο ήταν ότι ο Γενικός Εισαγγελέας μπορούσε να ζητήσει, επ’ αόριστον, αναθεώρηση αμετάκλητης απόφασης προηγούμενης επιτροπής για οποιονδήποτε νομικό λόγο γενικής φύσεως, αντί μόνο για ουσιαστικούς και επιτακτικούς λόγους” (παράγραφος 24).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση Lasku αποτελεί σημαντική συμβολή στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την προστασία της ασφάλειας δικαίου και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σε μεταβατικές οικονομίες, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αποκατάστασης ιδιοκτησιών που απαλλοτριώθηκαν κατά το κομμουνιστικό καθεστώς.
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την σταθερή νομολογία που εγκαθιδρύθηκε στην υπόθεση Brumărescu κατά Ρουμανίας (αριθμ. προσφ. 28342/95, 28.10.1999) και αναπτύχθηκε στην Gaba κατά Αλβανίας (αριθμ. προσφ. 33369/17, 17.12.2024), σύμφωνα με την οποία η ακύρωση αμετάκλητων αποφάσεων χωρίς ουσιαστικούς και επιτακτικούς λόγους παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Η προκειμένη απόφαση τόνισε ότι η δυνατότητα απεριόριστης χρονικά αναθεώρησης αμετάκλητων αποφάσεων υπονομεύει θεμελιωδώς την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαιϊκό σύστημα. Αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό σε υποθέσεις αποκατάστασης ιδιοκτησίας, όπου οι δικαιούχοι έχουν ήδη υποστεί μακροχρόνια στέρηση των δικαιωμάτων τους.
Συγκριτική Ανάλυση με Διεθνή Νομολογία
Η προκειμένη απόφαση συγκλίνει με τη νομολογία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Ivcher Bronstein κατά Περού (αριθμ. 11.762, 06.02.2001), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η αυθαίρετη ανάκληση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας παραβιάζει τη Διαμερικανική Σύμβαση.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στην υπόθεση Simunek κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (αριθμ. 516/1992, 19.07.1995) αναγνώρισε ότι η αυθαίρετη και διακριτική μεταχείριση σε διαδικασίες αποκατάστασης μπορεί να συνιστά παραβίαση του άρθρου 26 ICCPR.
Η απόφαση Lasku ενισχύει το ευρωπαϊκό πλαίσιο προστασίας δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, απαιτώντας από τα κράτη να σέβονται τη δεδικασμένη ισχύ των αποφάσεων αποκατάστασης και να μην υπονομεύουν την αποτελεσματικότητά τους μέσω μεταγενέστερων νομοθετικών ή διοικητικών παρεμβάσεων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων που αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις στη διαδικασία αποκατάστασης ιδιοκτησιών.
