Αριθμός 360/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Π. Μ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: …, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σ. Κ., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Ε. του Χ. και της Α., κατοίκου …, 2) Δ. Ε. του Χ. και της Α., κατοίκου Αθηνών, 3) Α. Ε. του Χ. και της Α., κατοίκου …, 4) Ι. Ε. του Χ. και της Α., κατοίκου Αθηνών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γ. Π., και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από … αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο …. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: … οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και … του Μονομελούς Εφετείου …. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από … αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από … αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της … απόφασης του Μονομελούς Εφετείου …, με την οποία απορρίφθηκε η, από … έφεση του αναιρεσείοντος – ενάγοντος …, κατά της εκκαλούμενης, με αριθμ. …, απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου …, με την οποία είχε απορριφθεί η από 04-02-2014 αγωγή του αναιρεσείοντος. Η παραπάνω αίτηση ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. [1] Mε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίστηκε η κυριότητα του … στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από τον αγώνα για την ανεξαρτησία, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από τη Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Περαιτέρω, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για το χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα (δάσος, χορτολιβαδική έκταση κλ.π.) με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν, και επί των εθνικών δασών, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή επ’ αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50.14), είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ’/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν, από 19-9-1915 μέχρι και της 16ης-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν. 1539/1938 “Περί προστασίας δημοσίων κτημάτων”. Με βάση τις διατάξεις αυτές, οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 53 ΕισΝΑΚ), έχει ανασταλεί κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά (ΑΠ 1118/2023, ΑΠ 764/2023, ΑΠ 1029/2021). Επί συμπληρωθείσας, ως άνω, μέχρι και την 11-9-1915 έκτακτης χρησικτησίας δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν νόμιμη επιρροή επί της κτηθείσας κυριότητας οι μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 117 του ν. 3077/1924, “περί δασικού κώδικος” και του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 58 του ν.δ. 86/1969, “περί Δασικού Κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων εν γένει δασών θεωρείται νομέας, το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε επ’ αυτών πράξη νομής ή οιονεί νομής (ΑΠ 773/2020), ούτε απαιτείται, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας στα δημόσια κτήματα και, συνεπώς, στα δημόσια δάση με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή υποβολή εκ μέρους του τίτλων ιδιοκτησίας, κατά το άρθρο 3 του Β.δ. 17-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” (ΑΠ 226/2015, ΑΠ 1249/2013), ούτε ασκεί έννομη επιρροή, στην κυριότητα που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 § 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λ.π., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του” (ΑΠ 53/2023, ΑΠ 764/2022, ΑΠ 769/2020). [2] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΟλΑΠ 26/2004). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 34/2021). Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 1036/2023). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 34/2021, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 50/2020). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ) πρέπει να αναφέρονται α) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1109/2022, ΑΠ 357/2018), β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, και όχι περιορισμένες, μεμονωμένες, αποσπασματικές και κατ’ επιλογήν του αναιρεσείοντος, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 348/023, ΑΠ 12/2023). Στην προκείμενη περίπτωση, ο, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους το αναιρεσείον μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη νόμιμης βάσης, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσης κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, εμβαδού 11.531,95 τ.μ., από τους αναιρεσιβλήτους και της μη κτήσης κυριότητας επ’ αυτού από το αναιρεσείον, επικαλούμενο: με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ανεπάρκεια της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την ιδιότητα του επίδικου ακινήτου ως δημόσιας γαίας, ως προς τους τίτλους καθολικής και ειδικής διαδοχής των απώτατων και απώτερων δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων και ως προς εφαρμογή των τίτλων στο επίδικο ακίνητο, και με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού ασάφειες και αντιφάσεις της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τις ασκούμενες στο επίδικο ακίνητο πράξεις νομής διανοία κυρίου των απώτατων και απώτερων δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων, για το χρονικό διάστημα από 1885 – 1915 και ως προς την καλή πίστη και τον τίτλο νομής του απώτερου δικαιοπαρόχου Δ. Ε., είναι απαράδεκτος, λόγω αοριστίας. Και, τούτο, διότι δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, έστω κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο δυσμενές για το αναιρεσείον συμπέρασμα, ενώ δεν αρκούν περιορισμένες, μεμονωμένες παραδοχές, κατ’ επιλογήν του αναιρεσείοντος, ούτε η απόδοση από τον αναιρεσείοντα, συμπερασματικώς, μερικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αιτίαση, με τον αυτό παραπάνω δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσης ίδιας κυριότητας επί του επίδικου από τους απώτερους κα απώτατους δικαιοπαρόχους, με έκτακτη χρησικτησία, τριάντα έτη πριν την 11-09-2015, σύμφωνα με τις διατάξεις του βρδ, με επίκληση ότι δεν διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε τη συνδρομή των προϋποθέσεων κτήσης της έκτακτης χρησικτησίας, μεταξύ των οποίων και η καλή πίστη, ή τουλάχιστον να προκύπτει με βάση το σύνολο του περιεχομένου αυτής, από ποια αποδεικτικά στοιχεία, συνήγαγε το καταληκτικό αποδεικτικό πόρισμα αυτής, είναι απαράδεκτος. Και, τούτο, διότι δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης επειδή η ανάλυση, η αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου, και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα.
[3] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται “πράγματα”, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση η αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομιστεί για αυτά οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για τα “πράγματα” που δέχθηκε ως αληθινά (ΑΠ 1032/2023, ΑΠ 274/2021, ΑΠ 1058/2020). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, με πληρότητα και σαφήνεια, ποια πράγματα δέχθηκε το δικαστήριο ως αληθινά, καθώς και ότι τα δέχθηκε, χωρίς να αναφέρει στην απόφασή του αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε την απόδειξή τους, καθώς και ποια ήταν η επίδρασή τους στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 1038/2023, ΑΠ 1342/2022, ΑΠ 1144/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, αν ήθελε εκληφθεί ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, ως λόγος αναίρεσης από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση επικαλούμενο ότι χωρίς απόδειξη δέχθηκε το κρίσιμο ζήτημα της άσκησης νομής διανοία κυρίου στην επίδικη έκταση τριάντα έτη πριν την 11-09-1915 από τους απώτατους και απώτερους δικαιοπάροχους των αναιρεσιβλήτων, είναι απαράδεκτος, διότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα επικαλούμενα από το αναιρεσείον χωρίς να αναφέρει σ’ αυτήν καθόλου αποδεικτικά μέσα.
ΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν, και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Επίσης, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή του αιτήματος αυτών, να επιβληθούν στο αναιρεσείον, λόγω της ήττας του (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από … αίτηση του … για αναίρεση της … απόφασης του Μονομελούς Εφετείου ….
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
