Με την προσφυγή ζητήθηκε η ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ της ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε η προσφεύγουσα κατά των οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Α΄ Πειραιά, φορολογικών ετών 2015 και 2016.
Όπως κρίθηκε με την 157/2023 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (7μελούς) αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013) και της ΠΟΛ.1125/2014, η εκ παραλλήλου με την ανάρτηση της κοινοποιούμενης πράξης στον λογαριασμό του φορολογούμενου στο σύστημα TAXISNET δημιουργία στο αυτό σύστημα ηλεκτρονικού εκτυπώσιμου πιστοποιητικού παραλαβής, που φέρει μοναδικό αριθμό και περιλαμβάνει τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 τής ως άνω ΠΟΛ.1125/2014 στοιχεία, το οποίο καταχωρίζεται στο πληροφοριακό σύστημα της φορολογικής διοίκησης και είναι διαθέσιμο σε κάθε περίπτωση που τυχόν απαιτηθεί, σε συνδυασμό με την καθιερούμενη πρόσθετη υποχρέωση της φορολογικής διοίκησης να ειδοποιήσει τον φορολογούμενο για την έκδοση και ανάρτηση της πράξης, δια της αποστολής ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα από αυτόν διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην οποία (ειδοποίηση) αναφέρεται ο ΑΦΜ του φορολογούμενου, το όνομα/επωνυμία και το είδος της αναρτηθείσας πράξης κ.λπ., συνιστούν κεφαλαιώδους σημασίας διαδικαστικές προϋποθέσεις της ηλεκτρονικής κοινοποίησης πράξεων της φορολογικής διοίκησης και τούτο διότι η τήρησή τους επέχει θέση επίδοσης της καταλογιστικής πράξης, δεδομένου ότι μέσω αυτών διασφαλίζεται η εξακρίβωση του ακριβούς χρόνου κατά τον οποίο έλαβε χώρα η αποστολή, παραλαβή και πρόσβαση του φορολογούμενου στο περιεχόμενο της πράξης, η οποία συνεπάγεται την έναρξη εννόμων συνεπειών (λ.χ. διακοπή της παραγραφής του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου) ή προθεσμιών (λ.χ. αυτές που αφορούν στην άσκηση διοικητικών προσφυγών ή ενδίκων βοηθημάτων).
Το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι η υπέρβαση της διάρκειας του ελέγχου δεν συνεπάγεται αναρμοδιότητα της φορολογικής αρχής προς έκδοση της πράξης αυτής και, επομένως, δεν καθιστά άνευ ετέρου πλημμελή την καταλογιστική πράξη. Συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός, καθώς η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κατά τρόπο ορισμένο και αρκούντως τεκμηριωμένο, βλάβη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι η κοινοποίηση εκ μέρους της φορολογικής αρχής του αιτήματος περί παροχής πληροφοριών και προσκόμισης βιβλίων και στοιχείων, καθώς και οι κοινοποιήσεις του σημειώματος διαπιστώσεων ελέγχου και των ένδικων πράξεων, της ειδικής έκθεσης ελέγχου άρθρου 46 Κ.Φ.Δ. και των κλήσεων προς ακρόαση προς την προσφεύγουσα, έλαβαν χώρα, εκτός της αποστολής τους δια συστημένων επιστολών, οι οποίες επεστράφησαν ως ανεπίδοτες, δι’ αναρτήσεως στο taxis και αποστολής ηλεκτρονικού μηνύματος, στον λογαριασμό της επιχείρησης, όπως προκύπτει από την αποσταλείσα στο Δικαστήριο εκτύπωση που εξήχθη από τον «Λογαριασμό» taxisnet της προσφεύγουσας και συνομολογείται και από την ίδια και συνεπώς τηρήθηκε η προβλεπόμενη στις προπαρατεθείσες διατάξεις διαδικασία ηλεκτρονικής κοινοποίησης. Ως εκ τούτου, οι ως άνω πράξεις έχουν επιδοθεί νόμιμα, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού. Το δε γεγονός ότι η προσφεύγουσα εισήλθε στον λογαριασμό της και έλαβε γνώση των, κατά τα ανωτέρω, νομίμως επιδοθέντων, μεταγενεστέρως, επιφέρει μεν έννομες συνέπειες (λ.χ. ως προς τη διακοπή της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου ή ως προς τον χρόνο έναρξης των προθεσμιών άσκησης διοικητικών προσφυγών ή ενδίκων βοηθημάτων), αλλά δεν επηρεάζει τη συνέχιση και περαίωση του ελέγχου, καθώς η αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε ουσιαστικά σε υπέρμετρη καθυστέρηση ή και αδυναμία διεξαγωγής και ολοκλήρωσης φορολογικών ελέγχων.
Απόρριψη προσφυγής.
Πηγή :
