Αριθμός 1001/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευγενία Μπιτσακάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Μαρία Αρχοντάκη-Τραυλού-Τζανετάτου, Παναγιώτη Φιλόπουλο, Παρασκευή Γρίβα και Ευαγγελία Γίτση-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Ιουλίου 2025, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σοφοκλή Λογοθέτη και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Μ. Ζ.-Φ. του Κ., κατοίκου Πατρών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Καποτά, για αναίρεση της υπ’αριθ. 2140/2024 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αχαΐας (έδρα Πατρών). Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Α. Ν. του Γ., κάτοικο Γομοστό Αχαΐας, που δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Αχαΐας (έδρα Πατρών), με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 7-4-2025 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 413/2025.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 7-4-2025 αίτηση αναίρεσης και να κηρυχθεί απαράδεκτη, λόγω παραίτησης η από 4-4-2025 αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τη διάταξη του άρθρου 515 παρ. 2 εδ. α` ΚΠοινΔ, κατά την οποία “αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε”, σαφώς προκύπτει, ότι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου προχωρεί στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης παρά την ερημοδικία κάποιου διαδίκου, εκτός του αναιρεσείοντος, υπό τον όρο ότι ο μη εμφανισθείς ή οι μη εμφανισθέντες διάδικοι έχουν νόμιμα κλητευθεί προς τούτο, αλλιώς το ανωτέρω Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της παρούσας δίκης και τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, ο μεν κατηγορούμενος αναιρεσείων Μ. Ζ.-Φ., παραστάθηκε νομίμως δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ο δε υποστηρίζων την κατηγορία Α. Ν. κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νομίμως και εμπροθέσμως, προκειμένου να παραστεί δια συνηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο της 1ης.7.2025 (σύμφωνα με τη από 11/6/25 έκθεση επίδοσης)του Αρχιφύλακα Ι. Σ., και συζητηθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πλην όμως κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο κατά την εν λόγω δικάσιμο με την παρουσία του αναιρεσείοντος, ο υποστηρίζων την κατηγορία δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη συνεδρίαση αυτή, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως, εφόσον κλητεύθηκε νόμιμα, κατά τα άνω, πρέπει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
2. Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Μ. Ζ. -Φ. του Κ. άσκησε τις από 4.4.2025 και από 7.4.2025 αιτήσεις αναίρεσης κατά της με αριθμό 2140/2024 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αχαΐας [έδρα Πατρών]. Η πρώτη εκ των ανωτέρω είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της παραίτησής του από αυτήν με την Δευτέρα εξ αυτών [άρθρο 475 παρ 1 ΚΠΔ].Η υπό κρίση από 7.4.2025 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 2140/2024 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αχαΐας με την οποία ο κατηγορούμενος – αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α, ΠΚ για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης [άρθρα 309- 308 παρ. 1 εδ α ΠΚ] και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε [5] μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 462, 465, 473 παρ.1 και 3, 474 παρ. 1 και 4, 504 παρ.1, 505 παρ.1β και 507 ΚΠΔ). και διαλαμβάνει λόγους αναίρεσης α] από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ περί της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα όσον αφορά τη στοιχειοθέτηση στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της τέλεσης της πράξης της επικίνδυνης σωματικής βλάβης υπερβαίνοντας με πρόθεση τα όρια της άμυνας και β] από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 23 ΠΚ Επομένως, η ανωτέρω από 7.4.2025 αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
3. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε `ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο, που την εξέδωσε, συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε Ως προς το αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, εκ του ότι δε εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε τα άλλα. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν όλα και όχι μερικά από αυτά κατ’ επιλογή για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1190/2017, ΑΠ 74/2016, ΑΠ 613/2015)Η επιβαλλόμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής.. Όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής, αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία, κατά την οικεία διάταξη, για τη θεμελίωσή του, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγήσουν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλο λόγο ή δεν είναι νόμιμος Μόνη δε η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει τον αυτοτελή ισχυρισμό, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, [ΑΠ 187/2023, ΑΠ 1/2022]. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (Ολ. ΑΠ 2/2005, ΑΠ 1041/2023, AΠ 187/2023),Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι οι από τα άρθρα 22 και 23 εδ β του ΠΚ περί τέλεσης της πράξης σε κατάσταση άμυνας και της υπέρβασης των ορίων της νόμιμης άμυνας εξαιτίας φόβου ή ταραχής που προκάλεσε στον κατηγορούμενο η επίθεση.
Περαιτέρω κατά το άρθρο 22 του ΠΚ: “1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας. 2. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλου από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. 3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να υπάρξει άμυνα, η οποία αποτελεί λόγο που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης απαιτείται: α) άδικη επίθεση, ήτοι θετική πράξη συμβάλλουσα σε κίνδυνο έννομο αγαθό ορισμένου προσώπου και αντιφάσκουσα αντικειμενικώς προς το δίκαιο, β) η επίθεση να είναι παρούσα, όταν δηλαδή ο από την επιθετική ενέργεια κίνδυνος του εννόμου αγαθού άρχισε και δεν έληξε ακόμη ή όταν δεν άρχισε μεν επίκειται όμως αμέσως όπως συμβαίνει στην περίπτωση που δικαιολογημένα μπορεί κάποιος να φοβάται άμεση έναρξη της επιθετικής ενέργειας και γ) η προσβολή του επιτιθέμενου να είναι αναγκαία προς υπεράσπιση του ατόμου που εκτίθεται στον κίνδυνο της επίθεσης. Συντρεχόντων δε των ανωτέρω όρων της κατάστασης άμυνας, ο υφιστάμενος την επίθεση ή οποιοσδήποτε τρίτος δικαιούται προς απόκρουση αυτής να προσβάλλει οποιοδήποτε αγαθό του επιτιθέμενου, όπως την προσωπική ελευθερία, την ιδιοκτησία ή ακόμη και την ζωή του, αρκεί μόνον κατά την εν λόγω απόκρουση της επιθέσεως να μην υπερβεί τα υπό του νόμου και ειδικότερα τα οριζόμενα όρια από τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 22, σύμφωνα με την οποία το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλείται, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και τις λοιπές περιστάσεις. Εξάλλου κατά το άρθρο 23 του ίδιου Κώδικα, όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83) και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενήργησε μ’ αυτόν τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι υπέρβαση άμυνας, η οποία έχει τις παραπάνω έννομες συνέπειες, είναι εκείνη που εξέρχεται από τα όρια και υπερβαίνει το αναγκαίο στην ειδική περίπτωση μέτρο προσβολής των δικαιωμάτων του επιτιθεμένου. Το ζήτημα αν συντρέχει περίπτωση υπέρβασης των ορίων της άμυνας είναι πραγματικό και ποιο είναι το αναγκαίο μέτρο θα κριθεί αντικειμενικά, όχι μόνο από τα τρία πρώτα πιο πάνω στοιχεία που ενδεικτικώς εκτίθενται στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 ΠΚ, αλλά, όπως στη συνέχεια στην ίδια διάταξη αναφέρεται, και από τις λοιπές περιστάσεις. Ο δικαστής από όλα τα πραγματικά περιστατικά θα σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση άμυνας ποιο ήταν το αναγκαίο μέτρο άμυνας και στη συνέχεια θα κρίνει αν ο αμυνόμενος το υπερέβη. Σύμφωνα με τα παραπάνω, επί καταδίκης για υπέρβαση των ορίων άμυνας πρέπει να καθορίζεται από το δικαστήριο στην απόφαση, ποιο το αναγκαίο μέτρο άμυνας και κατά ποιο άλλο τρόπο μπορούσε να αποκρουστεί η επίθεση (ΑΠ 87/2020, ΑΠ 1559/2019, ΑΠ 537/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση α] των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης ο συνήγορος του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρόβαλε τον ακόλουθο αυτοτελή ισχυρισμό ‘ περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, καθόσον αυτός βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα’, ενώ ουδόλως υπέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί υπέρβασης των ορίων της άμυνας εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση και β] της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο [Εφέσεων] Αχαΐας [έδρα Πατρών], που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και την εξέδωσε, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα, αναιρετικά κρίση του, ότι από την ανωμοτί κατάθεση εκάστου των υποστηριζόντων την κατηγορία και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα στο ακροατήριο, από την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων τα οποία αναγνώσθηκαν δημόσια , σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος και υποστηρίζων την κατηγορία Μ. Ζ. – Φ. ιδιώτης πλαστικός χειρούργος, συμφώνησε μετά από αίτημά της με την Α. Κ. σύζυγο του δεύτερου κατηγορουμένου και υποστηρίζοντος την κατηγορία Α. Ν., αγρότη, η οποία έπασχε από μυασθένεια Gravis και ήταν υπέρβαρη, να τη χειρουργήσει στην κοιλιά και συγκεκριμένα να προβεί σε επέμβαση κοιλιοπλαστικής. Παράλληλα επειδή η ανωτέρω είχε πρόβλημα με τη χολή, την παρέπεμψε λόγω ειδικότητας στον χειρούργο ιατρό Α. Μ. με τον οποίο η προαναφερόμενη συμφώνησε να κάνει επέμβαση και στη χολή, η δε επέμβαση που προέκρινε ο ως άνω ιατρός ήταν χολοκυστοστομία. Οι δύο επεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα στις αρχές του 2016 στην ιδιωτική κλινική της Β. Φ. στην Πάτρα επί της οδού … με το διακριτικό τίτλο “ΗΩ”, και ήταν πετυχημένες χωρίς παρενέργειες για την ασθενή. Μάλιστα μετά από τέσσερις μήνες περίπου, ο πρώτος κατηγορούμενος σε συμφωνία με την ανωτέρω ασθενή πραγματοποίησε μετά από αίτημά της και δεύτερη πλαστική επέμβαση στο στήθος της, στην Αθήνα, η οποία ήταν επίσης επιτυχής. Το θέρος του 2017, σε εξέταση στην οποία προέβη η ανωτέρω Α. Κ., διαπίστωσε ότι η χολή της δεν είχε αφαιρεθεί όπως πίστευε με την ανωτέρω αναφερόμενη πρώτη επέμβαση. Προς τούτο απευθύνθηκε με τον σύζυγό της δεύτερο κατηγορούμενο στον πρώτο κατηγορούμενο ο οποίος τους είχε συστήσει τον ιατρό Μ. για να διαμαρτυρηθούν. Ακολούθως ζήτησαν προσωπική συνάντηση με τον πρώτο κατηγορούμενο και τον ιατρό Μ. η οποία ορίστηκε για τις 17 Ιουλίου του 2017 στην κλινική της Β. Φ.. Εκεί, στο χώρο του γραφείου της προαναφερομένης που τους παραχωρήθηκε, συναντήθηκαν περί ώρα 11.30′ και κάθισαν ο πρώτος κατηγορούμενος στην θέση (καρέκλα) πίσω από το τραπέζι του γραφείου, ο ιατρός Μ. στη θέση (καρέκλα) μπροστά από το τραπέζι του γραφείου και η Α. Κ. και ο σύζυγός της επίσης στις δύο θέσεις (καρέκλες) μπροστά από το τραπέζι του γραφείου, σε μεγαλύτερη απόσταση, περί τα τρία μέτρα. Επικράτησε έντονη λεκτική αντιπαράθεση και διαπληκτισμός μεταξύ του δεύτερου κατηγορουμένου και των ιατρών καθώς τους καταλόγιζε ότι τους είπαν ψέματα για την επέμβαση αφαίρεσης της χολής της συζύγου του, ενώ τέθηκε και ζήτημα αποζημίωσης. Ο πρώτος κατηγορούμενος θεώρησε ότι δεν υπήρχε αντικείμενο άλλης συζήτησης και σηκώθηκε από τη θέση του να φύγει. Τότε ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν ογκώδης και χειροδύναμος λόγω και της εργασίας του, εξαγριωμένος και φωνάζοντας του επιτέθηκε να τον χτυπήσει και συγκεκριμένα σηκώθηκε από τη θέση του, έπιασε το τραπέζι του γραφείου, το σήκωσε και το έσπρωξε βίαια προς τον τοίχο που ήταν πίσω από την θέση του πρώτου κατηγορουμένου για να τον απομονώσει όπου και τον εγκλώβισε ανάμεσα, και άρχισε να τον χτυπάει με γροθιές με τα χέρια, επανειλημμένα στο πρόσωπο και το σώμα, ενώ τα ποτήρια νερού που ήταν πάνω στο τραπέζι λόγω της συνάντησης, από τη βίαιη ώθηση του τραπεζιού, έπεσαν και έσπασαν γεμίζοντας το τραπέζι με διάσπαρτα σπασμένα γυαλιά. Ο πρώτος κατηγορούμενος για να αποκρούσει την επίθεση που δεχόταν και να απεγκλωβιστεί, κατά το χρόνο που ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν σκυμμένος και τον χτυπούσε, του έπιασε το κεφάλι με τα χέρια και το χτύπησε πάνω στο τραπέζι που είχε τα σπασμένα γυαλιά από τα ποτήρια, πιέζοντάς το στη συνέχεια επανειλημμένα, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ο τελευταίος στο πρόσωπο. Ακολούθως, ο πρώτος κατηγορούμενος κατάφερε να απεγκλωβιστεί και τραυματισμένος αποχώρησε από το σημείο, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος που αιμορραγούσε, αφού του προσφέρθηκαν οι πρώτες βοήθειες από τον ιατρό Μ., μετέβη στο νοσοκομείο για την αντιμετώπιση των τραυμάτων του. Από την ανωτέρω επίθεση που δέχθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος και υποστηρίζων την κατηγορία Μ. Ζ. – Φ., υπέστη υποδόριο αιμάτωμα αριστερής οφθαλμικής χώρας, εκχύμωση μετά αμυχής, μήκους 1,7 εκατοστών περίπου, κατά την αριστερή ζυγωματική περιοχή, θλαστικό τραύμα μήκους,. 1,2 εκατοστών περίπου κατά τη πρόσθια επιφάνεια της δεξιάς πηχεοκαρmκής περιοχής, μικροεκδορεές αγκώνων άμφω, εκδορά μήκους 0,7 εκατοστών περίπου, κατά την πρόσθια επιφάνεια του δεξιού αντιβραχίου και εκδορά δεξιάς βραχιονίου χώρας, μήκους 1,4 εκατοστών περίπου, κατά την οπίσθια – έξω επιφάνεια αυτής, τέσσερις αμυχές αριστερού άνω άκρου (οπίσθια επιφάνεια αριστερού αντιβραχίου, οπίσθια-έξω επιφάνεια αριστεράς βραχιονίου χώρας), μήκους από 1,2 έως 9 εκατοστών περίπου, εκδορές γνάθου δεξιά, δύο εκδορές δεξιάς πλάγιας τραχηλικής χώρας – διατρέχουσες την περιοχή – μήκους 9 και 11 εκατοστών περίπου, πολλαπλές εκδορές δεξιάς υποκλειδίου χώρας, μήκους από 6 έως 9,4 εκατοστών περίπου, μικροεκδορές ραχιαίας επιφάνειας αριστεράς άκρας χειρός, ραχιαίας επιφάνειας μικρού δακτύλου, έσω επιφάνειας δείκτου αριστεράς άκρας χειρός, μώλωπες δεξιού μείζονος θωρακικού τοιχώματος και ρωγμώδες κάταγμα δεξιού ζυγωματικού. Η πράξη αυτή του δεύτερου κατηγορουμένου Α. Ν. σε βάρος του πρώτου, τελέστηκε κατά τέτοιο τρόπο, που μπορούσε να προκαλέσει, στο παραπάνω παθόντα βαριά σωματική βλάβη, ως εκ των ως άνω αναφερόμενων σημείων όπου έπληξε τον παθόντα. Επομένως ο δεύτερος κατηγορούμενος σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθ. 309, 308 παρ.1° ΠΚ) όπως κατηγορείται, απορριπτόμενου του ισχυρισμού του περί τέλεσης της πράξης βρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας (άρθ. 22 ΠΚ), δηλαδή ότι η πράξη του αποτέλεσε την αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου πρώτου κατηγορουμένου στην οποία προέβη για να υπερασπίσει τον εαυτό του από την παρούσα και άδικη επίθεση που δέχθηκε, διότι επιτέθηκε πρώτος και προκάλεσε τις ανωτέρω σωματικές βλάβες. Ακολούθως, ο δεύτερος κατηγορούμενος και uποστηρίζων την κατηγορία Α. Ν. από την ανωτέρω πράξη του πρώτου κατηγορουμένου σε βάρος του, υπέστη θλαστικό τραύμα μήκους 1,9 εκ κατά την δεξιά υπερόφρυο, θλαστικό τραύμα μήκους 7 εκ. κατά τη δεξιά μετωπιαία χώρα και βαθύ θλαστικό τραύμα μήκους 5, 5 εκ κατά τη δεξιά παρειά, εκ των οποίων τα δύο τελευταία αντιμετωπίστηκαν με συρραφή. Η ως άνω πράξη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα βαριά σωματική βλάβη, καθώς ο τρόπος με τον οποίο επήλθαν οι σωματικές βλάβες, τα σημεία πλήξης και το μέσο που χρησιμοποιήθηκε ενείχαν αυξημένες πιθανότητες να υφίσταντο ανεπανόρθωτη βλάβη ζωτικά όργανά του, ήτοι οι οφθαλμοί του παθόντος. Από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι την πράξη που τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος, την τέλεσε βρισκόμενος σε άμυνα, δηλαδή για να υπερασπίσει τον εαυτό του και συγκεκριμένα την σωματική του ακεραιότητα από την παρούσα και άδικη επίθεση που δέχθηκε από τον δεύτερο κατηγορούμενο. Ωστόσο αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος υπερέβη τα όρια της άμυνας και στην υπέρβαση αυτή προέβη από πρόθεση. Συγκεκριμένα, με βάση την ανωτέρω περιγραφόμενη επίθεση που δέχθηκε από τον δεύτερο κατηγορούμενο ο οποίος του επιτέθηκε και τον χτυπούσε με τα χέρια στο πρόσωπο και στο σώμα πίσω από το τραπέζι το οποίο πίεζε στο σώμα του προς τον τοίχο, ενώ μπορούσε ευχερώς να τον απωθήσει βίαια με τα χέρια του ωθώντας το κεφάλι και το σώμα πίσω από το τραπέζι και έτσι να απεγκλωβιστεί και να φύγει από το σημείο, εντούτοις, γνωρίζοντας ότι πάνω στο τραπέζι βρισκόταν σπασμένα γυαλιά, εκμεταλλευόμενος ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν σκυμμένος προς το μέρος του πίσω από το τραπέζι, έπιασε το κεφάλι του και το χτύπησε πάνω στο τραπέζι και ακολούθως το πίεζε επανειλημμένα προκαλώντας του τις παραπάνω σωματικές βλάβες, αποδεχόμενος το ανωτέρω αποτέλεσμα. Με τα προαναφερόμενα μάλιστα δεδομένα της επίθεσης που δέχθηκε, η πράξη του πρώτου κατηγορουμένου, με τον ως άνω αναφερόμενο τρόπο που τελέστηκε, αποδείχθηκε ότι δεν οφείλεται στο φόβο ή την ταραχή που του προκάλεσε η επίθεση. Κατόπιν αυτών, ο πρώτος κατηγορούμενος, απορριπτόμενου του ισχυρισμού του περί τέλεσης της πράξης σε κατάσταση άμυνας και απαλλαγής του σε κάθε περίπτωση λόγω δικαιολογημένης υπέρβασης των ορίων της, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της επικίνδυνης σωματικής βλάβης με υπέρβαση των ορίων της άμυνας από πρόθεση (άρθ. 309, 308 παρ.1 α, 23 εδ. α’ περ. α’, σε συνδ. με το άρθ. 22 ΠΚ).”. Ακολούθως, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Μ. Ζ. – Φ. επικίνδυνης σωματικής βλάβης με υπέρβαση των ορίων της άμυνας από πρόθεση, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α’ Π.Κ., και επέβαλε σ` αυτόν ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) έτη, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: “…στην Πάτρα την 17/07/2017, με πρόθεση, προξένησε σε άλλον σωματικές κακώσεις με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα βαριά σωματική βλάβη. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, περί ώρα 11.30′ εντός της επί της οδού … ιδιωτικής κλινικής με το διακριτικό τίτλο “ΗΩ”, αφού διαπληκτίστηκε λεκτικά με τον δεύτερο κατηγορούμενο Α. Ν. ι φόρα του Γ., για να υπερασπιστεί τον εαυτό του από την παρούσα και άδικη επίθεση που δεχόταν από αυτόν όπως η επίθεση αυτή περιγράφεται κατωτέρω (κατά την κήρυξη της ενοχής του δεύτερου κατηγορουμένου), κατά το χρόνο που ο ανωτέρω δεύτερος κατηγορούμενος ήταν σκυμμένος και τον χτυπούσε με συνεχόμενες γροθιές στο πρόσωπο και το σώμα, του έπιασε το κεφάλι με τα χέρια το χτύπησε πάνω στο βρισκόμενο μπροστά του τραπέζι που είχε σπασμένα γυαλιά από ποτήρια, πιέζοντάς το στη συνέχεια επανειλημμένα, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ο τελευταίος στο πρόσωπο. Αναλυτικότερα ο ανωτέρω παθών υπέστη θλαστικό τραύμα μήκους 1,9 εκ κατά την δεξιά υπερόφρυο, θλαστικό τραύμα μήκους 7 εκ. κατά τη δεξιά μετωπιαία χώρα και βαθύ θλαστικό τραύμα μήκους 5, 5 εκ κατά τη δεξιά παρειά. Η ως άνω πράξη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα βαριά σωματική βλάβη, καθώς ο τρόπος με τον οποίο επήλθαν οι σωματικές βλάβες, τα σημεία πλήξης και το μέσο που χρησιμοποιήθηκε ενείχαν αυξημένες πιθανότητες να υφίσταντο ανεπανόρθωτη βλάβη ζωτικά όργανά του, ήτοι οι οφθαλμοί του παθόντος. Την πράξη αυτή τέλεσε με υπέρβαση των ορίων της άμυνας από πρόθεση.”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις από τίς οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 23 ΠΚ αιτιολογώντας πλήρως και ειδικώς ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε καθ’ υπέρβαση των ορίων της άμυνας από πρόθεση ενόψει των εκτιθέμενων περιστάσεων και δη ότι ενώ ο κατηγορούμενος ευρισκόμενος σε κατάσταση άμυνας μπορούσε ευχερώς να απωθήσει βίαια με τα χέρια του τον επιτεθέντα, ωθώντας το κεφάλι του πίσω από το τραπέζι και έτσι να απεγκλωβιστεί και να φύγει, εντούτοις γνωρίζοντας ότι πάνω στο τραπέζι βρισκόταν σπασμένα γυαλιά και επομένως υπήρχε αυξημένη πιθανότητα να υποστεί ο παθών ανεπανόρθωτη βλάβη σε ζωτικά του όργανα και δη στους οφθαλμούς, έπιασε το κεφάλι του παθόντος ,το χτύπησε πάνω στο τραπέζι και ακολούθως το πίεζε πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Περαιτέρω ενόψει του ότι ο κατηγορούμενος ουδόλως υπέβαλε στο δικαστήριο της ουσίας τον ισχυρισμό περί του ότι ενήργησε κατ’ υπέρβαση των ορίων της άμυνας εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση, μη εκθέτοντας τα αναγκαία για τη θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επ’ αυτού και επομένως είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠοιΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας αλλά και αντιφατικών αιτιολογιών Παρά ταύτα το Δικαστήριο απεφάνθη επ’ αυτού με την αιτιολογία ότι με βάση τον τρόπο που τελέστηκε η πράξη δεν αποδείχθησαν περιστατικά φόβου ή ταραχής. Εξάλλου είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος, με την οποία υποστηρίζει ότι το δικαστήριο έπρεπε να συνεκτιμήσει τα αναφερθέντα από τους εξετασθέντες κατά την αποδεικτική διαδικασία μάρτυρές του και τα αναγνωσθέντα έγγραφα τα αφορώντα στον ανωτέρω ισχυρισμό πραγματικά περιστατικά, εφόσον, τα στοιχεία αυτά, δεν προβλήθηκαν και δεν αναπτύχθηκαν ως συγκεκριμένα περιστατικά προς θεμελίωση του ανωτέρω ισχυρισμού του ώστε το δικαστήριο να έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα. Ομοίως δε και για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέα η μερικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος για ύπαρξη αντιφατικής αιτιολογίας, μεταξύ της παραδοχής της προσβαλλόμενης ότι ο επιτιθέμενος ήταν ογκώδης και χειροδύναμος λόγω και της εργασίας του, σε σχέση με τον υποβληθέντα το πρώτον με το αναιρετήριο ισχυρισμό ότι προκλήθηκε στον κατηγορούμενο φόβος και ταραχή λόγω της σωματοδομής του κατηγορουμένου [ύψος 1,60 και βάρος 60], Επομένως οι περί του αντιθέτου λόγοι, με τους οποίους ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης για έλλειψη αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ευθεία ή εκ πλαγίου των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, που εφαρμόσθηκαν πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει α) να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η κατατεθείσα την 7-4-2025 αίτηση αναίρεσης, β) να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω παραίτησης η από 4-4-2025 αίτηση αναίρεσης και γ) να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), που ανέρχονται στο ποσό των 800,00 ευρώ (άρθρο 578 παρ. 1 Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 577 παρ. 2α’ του ιδίου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 114 Ν. 5090/2024).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 7-4-2025 αίτηση αναίρεσης του Μ. Ζ. – Φ. του Κ., κατά της υπ’ αριθμ. 2140/2024 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αχαίας (έδρα Πατρών).
Κηρύσσει απαράδεκτη λόγω παραίτησης την από 4-4-2025 αίτηση αναίρεσης του ιδίου ως άνω αναιρεσείοντα κατά της προαναφερθείσας απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αχαίας (έδρα Πατρών).
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 800,00 ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουλίου 2025.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιουλίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
