Ηρύθμιση προβλέπει κούρεμα της συναλλαγματικής ισοτιμίας από 15% έως 50% και μετατροπή των δανείων σε ευρώ, ανάλογα με τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια των δανειοληπτών.
Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ετοιμάζεται να ανακοινώσει ένα νέο πλαίσιο ρύθμισης για τα στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, ωστόσο η αποτελεσματικότητά του αμφισβητείται, καθώς οι παρεμβάσεις μοιάζουν ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν το βάθος του προβλήματος.
Η ρύθμιση προβλέπει κούρεμα της συναλλαγματικής ισοτιμίας από 15% έως 50% και μετατροπή των δανείων σε ευρώ, ανάλογα με τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια των δανειοληπτών. Στόχος είναι να ανακουφιστούν οι περίπου 20.600 δανειολήπτες που εξακολουθούν να εξυπηρετούν τις οφειλές τους, σε ένα χαρτοφυλάκιο συνολικού ύψους 2,5 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η ρύθμιση αφήνει εκτός χιλιάδες άλλους, των οποίων τα δάνεια έχουν πωληθεί σε servicers και παραμένουν κυρίως μη εξυπηρετούμενα.
Παρά τις προβλέψεις για βελτιωμένη ισοτιμία και σταθερά επιτόκια, το νέο πλαίσιο βάζει αυστηρό πλαφόν: το τελικό ποσό της οφειλής μετά το κούρεμα δεν μπορεί να υποχωρεί κάτω από την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Πρόκειται για όρο που περιορίζει σημαντικά το εύρος της ελάφρυνσης, ειδικά για όσους τα δάνειά τους έχουν διογκωθεί υπερβολικά όλα αυτά τα χρόνια λόγω της εκτίναξης του ελβετικού φράγκου. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο περιορισμός δεν θα αποκλείσει μεγάλο αριθμό δανειοληπτών, όμως η πραγματικότητα δείχνει πως η αντικειμενική αξία λειτουργεί συχνά ως «φρένο» σε ουσιαστική απομείωση.
Επιπλέον, τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια καθορίζουν την κατηγορία στην οποία εντάσσεται ο κάθε δανειολήπτης, με κούρεμα από 50% έως μόλις 15%. Η διαφοροποίηση αυτή δημιουργεί την αίσθηση ότι οι πιο επιβαρυμένοι δανειολήπτες ενδέχεται να μην λάβουν την ανακούφιση που πραγματικά χρειάζονται, ενώ όσοι υπερβαίνουν οριακά τα κριτήρια αποκλείονται από ευνοϊκότερες ρυθμίσεις.
Η προαιρετική επιμήκυνση του δανείου έως πέντε έτη μπορεί να μειώσει προσωρινά τη δόση έως και 52%, όμως μεταθέτει το πρόβλημα στο μέλλον και αυξάνει το συνολικό κόστος για τον δανειολήπτη. Στην πράξη, δεν αντιμετωπίζει την «πυρηνική» αιτία της υπερχρέωσης, αλλά την απαλύνει επιφανειακά.
Για όσους έχουν καθυστέρηση άνω των τριών μηνών, η λύση μεταφέρεται στον εξωδικαστικό μηχανισμό και στη σημερινή δυσμενή ισοτιμία, χωρίς αρχικό κούρεμα. Η υποχρεωτική συμμετοχή των πιστωτών αποτελεί θετική εξέλιξη, όμως και εδώ δεν εξασφαλίζεται πραγματική μείωση των οφειλών, παρά μόνο κατά περίπτωση και με βάση τον αλγόριθμο.
