Προδικαστική παραπομπή — Μεταναστευτική πολιτική — Οδηγία (ΕΕ) 2016/801 — Προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς εθελοντικής εργασίας — Άρνηση ανανέωσης άδειας διαμονής — Άρθρο 7(1)(ε) — Επαρκείς πόροι — Πρόσθετες προϋποθέσεις που προκύπτουν από τη νομολογία ανώτατου εθνικού δικαστηρίου — Αποδεικτικά στοιχεία — Αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης
Στην υπόθεση C‑525/23 [Oti] ( i ),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Fővárosi Törvényszék (Πρωτοδικείο Βουδαπέστης, Ουγγαρία), με απόφαση της 26ης Ιουνίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Αυγούστου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
Λειτουργικό σύστημα
σε αντάλλαγμα για
Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság,
σημεία
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Πέμπτο Τμήμα),
αποτελούμενο από τους: M. L. Arastey Sahún, Πρόεδρο Τμήματος, J. Passer, E. Regan (εισηγητή), D. Gratsias και B. Smulders, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: Ν. Αιμιλίου,
γραμματέας: Ι. Ιλεσί, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη τα έγγραφα και μετά την ακρόαση της 20ής Νοεμβρίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια που υπέβαλαν:
– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Αυτού Μεγαλειότητα Biró-Tóth και τον M. Z. Fehér,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Hottiaux και C. Kovács,
αφού άκουσε τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα κατά την ακροαματική διαδικασία της 3ης Απριλίου 2025,
τα ακόλουθα
Σύλληψη
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε’, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς έρευνας, σπουδών, πρακτικής άσκησης, εθελοντικής υπηρεσίας, προγραμμάτων ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικών έργων και παροχής υπηρεσιών εσωτερικής άμισθης βοηθού (au pair) (ΕΕ 2016 L 132, σ. 21), καθώς και της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, του άρθρου 79 ΣΛΕΕ και των άρθρων 45 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης»).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της OS και της Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság (Εθνικής Γενικής Διεύθυνσης της Αστυνομίας Αλλοδαπών, Ουγγαρία· στο εξής: Εθνική Διεύθυνση) σχετικά με την απόρριψη της αίτησής του για παράταση της άδειας διαμονής του στην Ουγγαρία με σκοπό την άσκηση εθελοντικής δραστηριότητας εκεί.
Εφαρμοστέες διατάξεις
δίκαιο της Ένωσης
Οδηγία 2003/109
3 Το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004 L 16, σ. 44), με τίτλο «Προϋποθέσεις για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος», ορίζει στην παράγραφο 1:
«Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους υπηκόους τρίτων χωρών να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτουν, για τους ίδιους και τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειάς τους:»
α) σταθερούς και τακτικούς πόρους επαρκείς για τη συντήρηση των ιδίων και των μελών της οικογένειάς τους χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη αξιολογούν αυτούς τους πόρους με βάση τη φύση και την τακτικότητά τους και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο του κατώτατου μισθού και της κατώτατης σύνταξης πριν από την υποβολή της αίτησης για το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος·
[…]»
Οδηγία 2004/38
4 Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004 L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004 L 229, σ. 35, και ΕΕ 2018 L 94, σ. 32) ορίζει, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής για διάστημα άνω των τριών μηνών», στην παράγραφο 1 τα εξής: τα ακόλουθα:
«Κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να διαμένει στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών:
[…]
(β) εάν διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και για τα μέλη της οικογένειάς του, ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, και διαθέτει πλήρη ασφάλιση ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής […]
[…]»
Οδηγία 2016/801
5 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 3, 20, 21, 41, 42, 54 και 61 της οδηγίας 2016/801 έχουν ως εξής:
«(2) Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της ανάγκης που εντοπίστηκε στις εκθέσεις εφαρμογής των [οδηγιών 2004/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τους όρους εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς σπουδών, ανταλλαγής μαθητών, άμισθης πρακτικής άσκησης ή εθελοντικής υπηρεσίας (ΕΕ 2004 L 375, σ. 12)] και 2005/71/ΕΚ [οδηγίας του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με ειδική διαδικασία εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς επιστημονικής έρευνας (ΕΕ 2005 L 289, σ. 15)], για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που εντοπίστηκαν, τη διασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου και την παροχή ενός συνεκτικού νομικού πλαισίου για διάφορες κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που εισέρχονται στην [Ευρωπαϊκή] Ένωση. Η παρούσα οδηγία, ως εκ τούτου, αποσκοπεί στην απλούστευση και τον εξορθολογισμό των υφιστάμενων διατάξεων για τις εν λόγω κατηγορίες και στη συγκέντρωσή τους σε ένα ενιαίο μέσο. Αν και οι κατηγορίες αυτές διαφέρουν μεταξύ τους, έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που τους επιτρέπουν να εμπίπτουν σε ένα κοινό νομικό πλαίσιο της ΕΕ.
(3) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμβάλει στην προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με τους όρους εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών, κάτι που αποτελεί έναν από τους στόχους του Προγράμματος της Στοκχόλμης. Η μετανάστευση από χώρες εκτός της Ένωσης συμβάλλει στην παροχή στην Ένωση ατόμων υψηλής ειδίκευσης, ενώ οι φοιτητές και οι ερευνητές από τρίτες χώρες αναζητούνται ολοένα και περισσότερο. Αυτά τα άτομα διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη διαμόρφωση του κύριου πλεονεκτήματος της Ένωσης – του ανθρώπινου κεφαλαίου της – και, ως εκ τούτου, στην επίτευξη έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης, συμβάλλοντας έτσι στους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».
[…]
(20) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να υποστηρίζει τους στόχους της Ευρωπαϊκής Εθελοντικής Υπηρεσίας για την ανάπτυξη της αλληλεγγύης, της αμοιβαίας κατανόησης και της ανοχής μεταξύ των νέων και των κοινωνιών στις οποίες ζουν, προωθώντας παράλληλα την κοινωνική συνοχή και την ενεργό συμμετοχή των νέων στα κοινά. Προκειμένου να διασφαλιστεί η πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή Εθελοντική Υπηρεσία με συνέπεια σε ολόκληρη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σε υπηκόους τρίτων χωρών που υποβάλλουν αίτηση για τον σκοπό της Ευρωπαϊκής Εθελοντικής Υπηρεσίας.
(21) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σε μαθητές σχολείων, εθελοντές εκτός από εκείνους που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εθελοντική Υπηρεσία και σε au pair, προκειμένου να διευκολυνθεί η είσοδος και η διαμονή τους και να κατοχυρωθούν τα δικαιώματά τους.
[…]
(41) Σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με τους λόγους της αίτησης εισδοχής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διενεργούν κατάλληλους ελέγχους ή να ζητούν αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να αξιολογούν, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, την έρευνα, τις σπουδές, τις περιόδους πρακτικής άσκησης, την εθελοντική εργασία, το πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών, το εκπαιδευτικό έργο ή τις δραστηριότητες au pair που προβλέπει ο αιτών και να αποτρέπουν την κατάχρηση και την κακή χρήση της διαδικασίας που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.
(42) Εάν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ελλιπείς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν τον αιτούντα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σχετικά με τις απαιτούμενες πρόσθετες πληροφορίες και να ορίζουν εύλογη προθεσμία για την παροχή τους. Εάν οι πρόσθετες πληροφορίες δεν παρασχεθούν εντός της προθεσμίας αυτής, η αίτηση μπορεί να απορριφθεί.
[…]
(54) Η δίκαιη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία θα πρέπει να διασφαλίζεται σύμφωνα με το άρθρο 79 ΣΛΕΕ. Οι ερευνητές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο με τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους όσον αφορά το άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 4 της [οδηγίας 2011/98/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης για ενιαία άδεια διαμονής και εργασίας υπηκόων τρίτων χωρών στην επικράτεια ενός κράτους μέλους και για ένα κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα σε ένα κράτος μέλος (ΕΕ 2011 L 343, σ. 1)], με την επιφύλαξη της δυνατότητας του εν λόγω κράτους μέλους να περιορίζει την ίση μεταχείριση στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που ρυθμίζονται στην παρούσα οδηγία. […]
[…]
(61) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον [Χάρτη], σύμφωνα με το άρθρο 6 [ΣΕΕ].
6 Το άρθρο 1 της παρούσας οδηγίας («Στόχος») έχει ως εξής:
«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να καθορίσει:
α) οι όροι εισόδου και διαμονής για περισσότερες από 90 ημέρες στην επικράτεια των κρατών μελών, καθώς και τα δικαιώματα των υπηκόων τρίτων χωρών και, κατά περίπτωση, των μελών των οικογενειών τους για σκοπούς έρευνας, σπουδών, κατάρτισης ή εθελοντισμού στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Εθελοντικής Υπηρεσίας και, εφόσον τα κράτη μέλη αποφασίσουν, προγραμμάτων ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικών έργων, εθελοντικής υπηρεσίας εκτός της Ευρωπαϊκής Εθελοντικής Υπηρεσίας ή δραστηριοτήτων au-pair·
[…]»
7 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε υπηκόους τρίτων χωρών που υποβάλλουν αίτηση για να γίνουν δεκτοί ή που έχουν γίνει δεκτοί στην επικράτεια ενός κράτους μέλους για σκοπούς έρευνας, σπουδών, κατάρτισης ή εθελοντισμού στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Εθελοντικής Υπηρεσίας. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αποφασίσουν να εφαρμόσουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σε υπηκόους τρίτων χωρών που υποβάλλουν αίτηση για να γίνουν δεκτοί για σκοπούς ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικού έργου, εθελοντικών δραστηριοτήτων εκτός της Ευρωπαϊκής Εθελοντικής Υπηρεσίας ή au pairing.
8 Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας («Ευνοϊκότερες διατάξεις») έχει ως εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει ευνοϊκότερες διατάξεις:
(α) διμερών ή πολυμερών συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης ή της Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και μιας ή περισσότερων τρίτων χωρών, αφετέρου, ή
(β) διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ ενός ή περισσότερων κρατών μελών και μίας ή περισσότερων τρίτων χωρών.
9 Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2016/801 έχει ως εξής:
1. Η εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας είναι δυνατή μόνο εάν, μετά τον έλεγχο του φακέλου, διαπιστωθεί ότι πληροί:
α) τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις που ορίζονται στο Άρθρο 7, και
(β) τους σχετικούς ειδικούς όρους που ορίζονται στα άρθρα 8, 11, 12, 13, 14 ή 16.
[…]
3. Όταν πληρούνται όλες οι γενικές και σχετικές ειδικές προϋποθέσεις, ο υπήκοος τρίτης χώρας δικαιούται άδεια.
Όταν ένα κράτος μέλος εκδίδει άδειες διαμονής μόνο στο έδαφός του και πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις εισδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας, το εν λόγω κράτος μέλος εκδίδει την απαιτούμενη θεώρηση στον υπήκοο τρίτης χώρας.
10 Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας («Γενικοί όροι») ορίζει στην παράγραφο 1:
«Όταν ένας υπήκοος τρίτης χώρας γίνεται δεκτός βάσει της παρούσας οδηγίας, ισχύουν τα ακόλουθα για τον αιτούντα:
[…]
γ) αποδεικνύει ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει ή, εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, έχει υποβάλει αίτηση για ασφάλιση ασθενείας που καλύπτει όλους τους κινδύνους που καλύπτονται κανονικά για τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους· η ασφάλιση ισχύει για τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής.
[…]
ε) να αποδείξει, κατόπιν αιτήματος του οικείου κράτους μέλους, ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαθέτει επαρκείς πόρους για να καλύψει τα έξοδα διαβίωσής του, χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους, και τα έξοδα του ταξιδιού επιστροφής, κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής. Η αξιολόγηση του κατά πόσον διαθέτει επαρκείς πόρους πρέπει να βασίζεται σε ατομική εξέταση της περίπτωσης και να λαμβάνει υπόψη πόρους που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από επιχορήγηση, υποτροφία, επίδομα, έγκυρη σύμβαση εργασίας ή δεσμευτική προσφορά εργασίας ή οικονομική δέσμευση από οργανισμό ανταλλαγής μαθητών, φορέα που φιλοξενεί ασκούμενους, εθελοντική οργάνωση, οικογένεια υποδοχής ή οργανισμό τοποθέτησης au pair.
11 Το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας («Ειδικοί όροι για τους εθελοντές») ορίζει στην παράγραφο 1(α):
«Εάν η εισδοχή αφορά υπήκοο τρίτης χώρας που επιθυμεί να γίνει δεκτός ως εθελοντής, ο αιτών πρέπει, εκτός από τους γενικούς όρους που ορίζονται στο άρθρο 7:
(α) να υποβάλει συμφωνία που έχει συναφθεί με την οντότητα υποδοχής ή, εάν το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, με άλλον φορέα στο οικείο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνος για το πρόγραμμα εθελοντισμού στο οποίο συμμετέχει ο υπήκοος τρίτης χώρας. Η συμφωνία περιλαμβάνει:
[…]
(v) τους διαθέσιμους πόρους για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης και διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας και ένα ελάχιστο ποσό χαρτζιλίκις για τη διάρκεια της διαμονής, και
[…]»
12 Το άρθρο 34 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις και διαφάνεια», ορίζει στην παράγραφο 3:
Εάν οι πληροφορίες ή τα έγγραφα που παρέχονται προς υποστήριξη της αίτησης είναι ελλιπή, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον αιτούντα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σχετικά με τις απαιτούμενες πρόσθετες πληροφορίες και ορίζουν εύλογη προθεσμία για την παροχή των εν λόγω πληροφοριών. Η προθεσμία που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 αναστέλλεται έως ότου οι αρχές λάβουν τις ζητούμενες πρόσθετες πληροφορίες. Εάν οι πρόσθετες πληροφορίες ή τα έγγραφα δεν παρασχεθούν εντός της καθορισμένης προθεσμίας, η αίτηση μπορεί να απορριφθεί.
ουγγρικό δίκαιο
13 § 2(d) of the a harmadik országbeli állampolgárok beutazásáról és tartózkodásáról szóló 2007. évi II. törvény (νόμος αριθ. II του 2007 σχετικά με την είσοδο και τη διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών, Magyar Közlöny 2007/1), στην έκδοση που εφαρμόζεται στην κύρια δίκη («νόμος αριθ. II του 2007»), προβλέπει:
«Μέλος οικογένειας θεωρείται:
δ α) ο/η σύζυγος υπηκόου τρίτης χώρας ή Ούγγρου υπηκόου·
δβ) το ανήλικο τέκνο (συμπεριλαμβανομένου του υιοθετημένου ή αναδοχής τέκνου) υπηκόου τρίτης χώρας και του/της συζύγου του/της·
δγ) το ανήλικο τέκνο (συμπεριλαμβανομένου του υιοθετημένου ή αναδοχής τέκνου) υπηκόου τρίτης χώρας επί του οποίου έχει την επιμέλεια και επί του οποίου ασκεί τη γονική μέριμνα·
δδ) το ανήλικο τέκνο (συμπεριλαμβανομένου του υιοθετημένου ή αναδοχής τέκνου) του/της συζύγου υπηκόου τρίτης χώρας ή Ούγγρου υπηκόου, επί του οποίου ο/η σύζυγος έχει την επιμέλεια και επί του οποίου ασκεί τη γονική μέριμνα·
«κάθε πρόσωπο που ασκεί γονική μέριμνα επί ανήλικου Ούγγρου υπηκόου, το οποίο ασκεί εξουσία επί του νοικοκυριού αυτού του Ούγγρου υπηκόου και αποτελεί μέρος του νοικοκυριού του».
14 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο στ), του νόμου II του 2007 ορίζει:
«Ο υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να εισέλθει στην ουγγρική επικράτεια για διαμονή άνω των 90 ημερών εντός οποιασδήποτε περιόδου 180 ημερών […] εάν διαθέτει επαρκείς πόρους για να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης και διαμονής του, καθώς και τα έξοδα επιστροφής του, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής του.»
Το Άρθρο 15 , Άρθρο 87, παράγραφος 1, του παρόντος Νόμου έχει ως εξής:
Εάν απαιτείται διευκρίνιση των πραγματικών περιστατικών, η Αστυνομία Αλλοδαπών μπορεί να ζητήσει από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υποβάλει δήλωση. Η δήλωση μπορεί να γίνει προφορικά ή γραπτώς. Εάν η δήλωση γίνει προφορικά, η Αστυνομία Αλλοδαπών στην οποία απευθύνεται το αίτημα συντάσσει έκθεση. […]
16 § 29(5) και (6) του a harmadik országbeli állampolgárok beutazásáról és tartózkodásáról szóló 2007. évi II. törvény végrehajtásáról szóló 114/2007. (V. 24.) Korn. Το Rendelet ( Κυβερνητικό Διάταγμα αριθ.
«(5) Ένας υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει επαρκείς πόρους για διαμονή άνω των 90 ημερών, εάν είναι σε θέση να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης, στέγασης, επιστροφής και, εάν είναι απαραίτητο, ιατρικής περίθαλψης μέσω εισοδήματος ή νόμιμα αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, ή εάν ένα μέλος της οικογένειάς του καλύπτει τα έξοδα αυτά για αυτόν.»
(6) Στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης θεώρησης για διαμονή άνω των 90 ημερών και άδειας διαμονής, η ύπαρξη μέσων διαβίωσης μπορεί να αποδειχθεί ιδίως με:
α) Ουγγρικά μέσα πληρωμής ή ξένα μέσα πληρωμής που μπορούν να ανταλλάσσονται σε πιστωτικό ίδρυμα στην Ουγγαρία·
(β) έγγραφο (συμφωνία για λογαριασμό πληρωμών, βιβλιάριο ταμιευτηρίου κ.λπ.) που παρέχει στον υπήκοο τρίτης χώρας το δικαίωμα ανάληψης μετρητών από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στην Ουγγαρία, συνοδευόμενο από δήλωση πιστωτικού ιδρύματος σχετικά με τη διαθέσιμη κάλυψη μετρητών·
γ) εναλλακτικά μέσα πληρωμής αντί των μετρητών (επιταγή, πιστωτική κάρτα κ.λπ.) που γίνονται δεκτά σε καταστήματα στην Ουγγαρία, συνοδευόμενα από δήλωση πιστωτικού ιδρύματος σχετικά με τη διαθέσιμη κάλυψη μετρητών·
δ) έγκυρη επιστολή πρόσκλησης δεόντως εγκεκριμένη από την κυβέρνηση·
ε) απόδειξη κράτησης και πληρωμής για την παροχή καταλύματος και φαγητού·
στ) επίσημο ή ιδιωτικό έγγραφο που αποδεικνύει την ύπαρξη στην Ουγγαρία περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή στοιχείων περιουσίας που εγγυώνται τη διαβίωση·
ζ) απόδειξη εισοδήματος από νόμιμη αμειβόμενη δραστηριότητα την οποία ο αιτών προτίθεται να ασκήσει ή ασκεί στην ουγγρική επικράτεια·
η) απόδειξη τακτικού εισοδήματος από το εξωτερικό·
(i) δήλωση μέλους οικογένειας που κατέχει θεώρηση ή άδεια διαμονής, καθεστώς μετανάστη ή εγκατεστημένου προσώπου, κάρτα διαμονής ή κάρτα μόνιμης διαμονής που προβλέπεται από ειδικό νόμο ή καθεστώς πρόσφυγα στην ουγγρική επικράτεια, η οποία υποβάλλεται ενώπιον συμβολαιογράφου, με την οποία βεβαιώνεται η δέσμευση να διατηρηθεί ο αιτών ως εξαρτώμενο πρόσωπο και να του παρασχεθούν τα έξοδα διαβίωσής του, και η οποία δήλωση πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφο που βεβαιώνει ότι το πρόσωπο που αναλαμβάνει τη δέσμευση είναι ικανό να την εκπληρώσει, ή
ι) οποιαδήποτε άλλη αξιόπιστη απόδειξη.
Κύρια διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα
17 Ο OS, υπήκοος τρίτης χώρας, κατείχε άδεια διαμονής για σπουδές στην Ουγγαρία, η οποία ίσχυε έως τις 30 Ιουνίου 2020. Στις 5 Ιουνίου 2020, υπέβαλε αίτηση ανανέωσης της άδειας διαμονής του (στο εξής: αίτηση ανανέωσης) στην Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Budapesti és Pest megyei Regionális Igazgatósága (Εθνική Γενική Διεύθυνση Αστυνομίας Αλλοδαπών, Περιφερειακή Διεύθυνση Βουδαπέστης και Κομητείας Πέστης, Ουγγαρία· στο εξής: Περιφερειακή Διεύθυνση), δηλώνοντας ότι ο σκοπός της διαμονής του – η οποία είχε ζητηθεί επίσημα «για άλλο σκοπό» – ήταν η εθελοντική εργασία. Δήλωσε επίσης ότι ο θείος του, Βρετανός υπήκοος, θα εγγυόταν ότι θα είχε τα απαραίτητα μέσα κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Ουγγαρία.
18 Για να αποδείξει τον σκοπό της διαμονής του, ο OS επισύναψε στην αίτηση παράτασης συμφωνία που συνήφθη την 1η Ιουνίου 2020 από έναν σύλλογο με έδρα την Ουγγαρία με την επωνυμία «Mahatma Gandhi Emberi Jogi Egyesület», βάσει της οποίας θα εκτελούσε εθελοντική εργασία για τον τελευταίο για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 15 Ιουνίου 2020. Η αίτηση παράτασης περιελάμβανε επίσης λεπτομερή τραπεζικά αντίγραφα των προηγούμενων έξι μηνών που εμφαίνουν το όνομα του OS, δήλωση του θείου του που να αποδεικνύει ότι εξαρτιόταν από αυτόν και έγγραφα που αποδεικνύουν το εισόδημα του θείου του.
19 Η Περιφερειακή Διεύθυνση, χωρίς να λάβει υπόψη τα έγγραφα που υπέβαλε ο OS προς υποστήριξη της αιτήσεώς του για παράταση, απέρριψε την αίτηση παράτασης και διέταξε την απέλαση του OS στην τρίτη χώρα της οποίας είναι υπήκοος, με το σκεπτικό ότι ο θείος του, ο οποίος υποτίθεται ότι θα του παρείχε τα μέσα διαβίωσής του στην Ουγγαρία, δεν μπορούσε να θεωρηθεί «μέλος της οικογένειας» κατά την έννοια του άρθρου 2(δ) του νόμου II του 2007 και του άρθρου 29(5) του διατάγματος 114/2007.
20 Ο OS άσκησε διοικητική έφεση κατά της αρνητικής αυτής απόφασης στην εθνική διεύθυνση. Υποστήριξε ότι, παρόλο που ο θείος του δεν είχε την ιδιότητα του «μέλους της οικογένειας» κατά την έννοια του άρθρου 2(δ) του νόμου αριθ. II του 2007, μπορούσε, βάσει σύμβασης δανείου που είχε συναφθεί μεταξύ τους, να του παράσχει την απαραίτητη οικονομική υποστήριξη για την επιβίωσή του στην Ουγγαρία. Συναφώς, ο OS επισύναψε στην έφεσή του δήλωση ότι ο θείος του εγγυόταν να του καταβάλλει μηνιαίο ποσό 200.000 ουγγρικών φιορινιών (HUF) (περίπου 520 ευρώ) για την περίοδο ενός έτους κατά την οποία θα εκτελούσε το εθελοντικό του έργο.
21 Αφού το Εθνικό Συμβούλιο επικύρωσε την απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου, ο OS άσκησε έφεση ενώπιον του Fővárosi Törvényszék (Περιφερειακό Δικαστήριο Βουδαπέστης, Ουγγαρία), του αιτούντος δικαστηρίου. Προς υποστήριξη της έφεσης, ο OS υποστήριξε ότι το Εθνικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να αρνηθεί να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε αποκλειστικά και μόνο με το σκεπτικό ότι ο θείος του δεν ήταν «μέλος της οικογένειας» κατά την έννοια του άρθρου 2(δ) του νόμου αριθ. II του 2007, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διαβίωση και η επιστροφή του δεν ήταν εγγυημένες. Ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, ο OS δήλωσε ότι ο θείος του θα του παρείχε οικονομική υποστήριξη ως δώρο και όχι ως υποχρέωση διατροφής, ώστε ο ίδιος ο OS να έχει τα απαραίτητα μέσα για να διαβιώσει. Σε αντίθεση με την ερμηνεία που έδωσε το Εθνικό Συμβούλιο, οποιοδήποτε νόμιμα αποκτηθέν εισόδημα μπορεί να αποτελέσει μέσο κάλυψης των εξόδων διαβίωσης στην Ουγγαρία.
22 Το αιτούν δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση του OS. Έκρινε, ειδικότερα, ότι το άρθρο 29, παράγραφοι 5 και 6, του διατάγματος 114/2007 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα μέσα διαβίωσης που απαιτούνται από τον αιτούντα την επίμαχη άδεια διαμονής μπορούν να προέρχονται από νόμιμα αποκτηθέντα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν αυτά είναι το ίδιο εισόδημα του αιτούντος ή εισόδημα που του παρέχεται από μέλος της οικογένειάς του.
23 Συναφώς, το δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, δεδομένου ότι ο νόμος αριθ. II του 2007 δεν ορίζει την έννοια του «εισοδήματος», πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πεδίο εφαρμογής της έννοιας αυτής στο εθνικό φορολογικό δίκαιο. Συναφώς, δεν υπάρχει διάκριση με βάση την πηγή του εισοδήματος, επομένως αυτό μπορεί να λαμβάνεται όχι μόνο από έναν εργοδότη, αλλά και από άλλο φυσικό πρόσωπο, για οποιονδήποτε λόγο, όπως στην παρούσα υπόθεση με την οικονομική υποστήριξη που λαμβάνει ο OS από τον θείο του. Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εθνική διεύθυνση είχε ενεργήσει παράνομα μη λαμβάνοντας υπόψη το εισόδημα που δηλώθηκε από τον OS αποκλειστικά και μόνο με το σκεπτικό ότι δεν προερχόταν από ένα από τα μέλη της οικογένειάς του. Ως εκ τούτου, ακύρωσε την απόφαση της εθνικής διεύθυνσης και διέταξε την επανεξέταση της αίτησης παράτασης από την περιφερειακή διεύθυνση.
24 Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο, Ουγγαρία), το οποίο έκρινε ότι, παρόλο που οι πόροι που ήταν απαραίτητοι για να συντηρήσει ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας κατά τη διάρκεια της διαμονής του μπορούσαν πράγματι να του διατεθούν από άτομο που δεν είχε την ιδιότητα του «μέλους της οικογένειας» κατά την έννοια του άρθρου 2(δ) του νόμου αριθ. II του 2007, ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας έπρεπε παρόλα αυτά να αποδείξει ότι μπορούσε να έχει απεριόριστη πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους, σαν να επρόκειτο για δικό του εισόδημα ή περιουσιακά στοιχεία. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, οι εξηγήσεις του OS σχετικά με αυτό ποικίλλουν, καθώς μερικές φορές είχε χαρακτηρίσει την οικονομική υποστήριξη που παρείχε ο θείος του ως δάνειο ή δώρο.
25 Κατά το Kúria, για να διαπιστωθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 29, παράγραφος 5, ο υπήκοος τρίτης χώρας που υπέβαλε αίτηση για άδεια διαμονής οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να δηλώσει εάν θεωρεί το ποσό αυτό ως εισόδημα ή ως περιουσιακό στοιχείο και, πρώτον, να αποδείξει επί ποιας νομικής βάσεως έλαβε οριστικά το εν λόγω ποσό ή τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και, δεύτερον, να αποδείξει ότι διαθέτει απεριόριστα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σαν να ήταν δικά του.
26 Παρόλο που η οικονομική υποστήριξη που παρέχεται από τρίτο μέρος θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να θεωρηθεί εισόδημα ή περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω αιτούντος, πρέπει να υποβάλλονται συστηματικά συνεπή αποδεικτικά στοιχεία και δηλώσεις, τόσο από το τρίτο μέρος που παρέχει το εισόδημα όσο και από τον αιτούντα, συμπεριλαμβανομένης της νομικής βάσης στην οποία βασίζεται το εισόδημα αυτό. Οι δηλώσεις σχετικά με τη νομική βάση στην οποία παρέχονται τα κεφάλαια ή τη φύση τους δεν μπορούν επομένως να τροποποιούνται συνεχώς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, διαφορετικά η αξιοπιστία τόσο των εν λόγω δηλώσεων όσο και του ίδιου του αιτούντος θα υπονομευόταν.
27 Το Kúria παρέπεμψε την υπόθεση στο Fővárosi Törvényszék, το αιτούν δικαστήριο, με εντολή να εξεταστεί εάν οι δηλώσεις του OS σχετικά με το εισόδημα ή τα περιουσιακά στοιχεία που χορηγήθηκαν ήταν συνεπείς και επαρκώς τεκμηριωμένες και, εάν όχι, το χορηγηθέν ποσό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι του ανήκε.
28 Το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον οι εν λόγω επαληθεύσεις που επιβάλλονται από το Kúria είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης. Πρόκειται για συμπληρωματικά κριτήρια σε σχέση με εκείνα της οδηγίας 2016/801, ιδίως του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, αυτής, χωρίς ο αιτών να μπορεί να διορθώσει τους ισχυρισμούς του και να προσκομίσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα κριτήρια αυτά.
29 Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι, μολονότι ο αιτών άδεια διαμονής οφείλει, σύμφωνα με την προϋπόθεση που ορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, να αποδείξει, κατά τον τρόπο που απαιτεί το οικείο κράτος μέλος, ότι θα διαθέτει επαρκείς πόρους κατά την προβλεπόμενη περίοδο διαμονής για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσής του χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του οικείου κράτους μέλους («η προϋπόθεση των επαρκών πόρων»), η διακριτική ευχέρεια που απολαμβάνουν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης αφορά πρωτίστως τον τρόπο με τον οποίο εξετάζονται τα αποδεικτικά στοιχεία και συνεπάγεται, μόνο κατ’ εξαίρεση, την προσθήκη κριτηρίων συμπληρωματικών εκείνων που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη. Με άλλα λόγια, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ως προς την έκταση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την προϋπόθεση των επαρκών πόρων και, ειδικότερα, εάν, κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη μόνο τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και μόνο τα σχετικά πραγματικά στοιχεία, προκειμένου να επαληθεύσουν εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις ή εάν ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να επιβάλει πρόσθετες απαιτήσεις, όπως συνεκτικές δηλώσεις ως προς τη νομική βάση για τη χορήγηση της οικονομικής στήριξης ή απόδειξη ότι ένα ποσό που διατίθεται στον αιτούντα από τρίτο μπορεί να χρησιμοποιηθεί οριστικά και χωρίς περιορισμό στο μέλλον.
30 Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης, πρώτον, αν οι προϋποθέσεις που επιβάλλει το Kúria δεν αντίκεινται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2016/801, και ιδίως αν, για την αξιολόγηση του κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν λόγω διάταξης, είναι καθοριστικό το κατά πόσον ο αιτών έχει αποκτήσει οριστικά ένα χρηματικό ποσό, δηλαδή αν το έλαβε ως δώρο ή ως δάνειο, ή αν, για την εκπλήρωση της προϋπόθεσης των επαρκών πόρων, αρκεί το πρόσωπο που παρέχει την εν λόγω οικονομική ενίσχυση να υποβάλει δήλωση στην οποία να διευκρινίζει ότι τα χρήματα προορίζονται για τα έξοδα διαβίωσης του αιτούντος. Δεύτερον, το εν λόγω δικαστήριο αμφισβητεί τον αντίκτυπο της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, δεδομένου ότι όλες αυτές οι πρόσθετες προϋποθέσεις δεν επιβάλλονται από τον εθνικό νομοθέτη, αλλά απορρέουν από τη νομολογία ανώτατου δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές και δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα.
31 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου, διερωτάται εάν η επιβολή πρόσθετων προϋποθέσεων εισόδου σε εκείνες που ορίζονται στην οδηγία 2016/801 ενδέχεται να μην αντίκειται στους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, οι οποίοι είναι η ενθάρρυνση της κινητικότητας των υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς εθελοντισμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και στην ασφάλεια δικαίου που τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 2 της εν λόγω οδηγίας, στη δίκαιη μεταχείριση που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 54 αυτής και, επιπλέον, στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής, καθώς και στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνονται αντίστοιχα στα άρθρα 45 και 47 του Χάρτη, στα οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 61 της εν λόγω οδηγίας.
32 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και η απαίτηση δίκαιης δίκης, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 42 της οδηγίας 2016/801, αντιτίθενται σε διαδικασία εξέτασης αίτησης άδειας διαμονής η οποία υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές να επαληθεύσουν τη δήλωση του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας σχετικά με τη νομική βάση βάσει της οποίας του χορηγήθηκε οικονομική ενίσχυση και τα δικαιολογητικά που επισυνάπτονται στη δήλωση αυτή, χωρίς ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας να ενημερωθεί κατά τη διοικητική διαδικασία ότι οι δηλώσεις του και εκείνες του προσώπου που του χορηγεί την οικονομική ενίσχυση έπρεπε να είναι σύμφωνες προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση των επαρκών πόρων ή αν, για να διαπιστωθεί η προϋπόθεση αυτή, μπορούσε να του ζητηθεί να προσκομίσει πρόσθετες δηλώσεις και δικαιολογητικά σχετικά με το θέμα αυτό.
33 Κατόπιν τούτου, το Fővárosi Törvényszék ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Είναι συμβατή η πρακτική κράτους μέλους το οποίο, προκειμένου να δεχθεί κεφάλαια, αφού ο αιτών, ο οποίος είναι υπήκοος τρίτης χώρας και επιθυμεί να παράσχει εθελοντική εργασία, έχει αποδείξει ότι ένας στενός συγγενής, ο οποίος δεν μπορεί να θεωρηθεί μέλος της οικογένειάς του, είναι ικανός και πρόθυμος να καλύψει τα έξοδα διαβίωσής του και επιστροφής του, μεταφέροντας τακτικά τα απαραίτητα χρηματικά ποσά από το νόμιμα αποκτηθέν εισόδημα ή τα περιουσιακά του στοιχεία, ως πρόσθετη προϋπόθεση ότι ο αιτών πρέπει να αναφέρει επακριβώς εάν το ποσό που έλαβε αποτελεί εισόδημα ή περιουσιακά στοιχεία και ότι πρέπει να αποδείξει με επίσημα έγγραφα τη βάση επί της οποίας απέκτησε το εισόδημα ή τα περιουσιακά στοιχεία και ότι έχει οριστική και απεριόριστη διάθεση των χρημάτων ή των περιουσιακών στοιχείων, – λαμβανομένων υπόψη των στόχων που ορίζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 41, στο άρθρο 1 στοιχείο α) και στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της [οδηγίας 2016/801] – με το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας;
2) Υπό το πρίσμα της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, της υποχρέωσης δίκαιης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 79 ΣΛΕΕ, της ελευθερίας διαμονής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 του [Χάρτη], και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και των αιτιολογικών σκέψεων 54 και 61 της [οδηγίας 2016/801] και, ειδικότερα, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, είναι κρίσιμο για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στο πρώτο ερώτημα δεν περιλαμβάνονται στις νομοθετικές διατάξεις του κράτους μέλους σχετικά με τις άδειες διαμονής, με αποτέλεσμα να διατυπώθηκαν όχι από τον νομοθέτη αλλά από την ανώτατη δικαστική αρχή του κράτους μέλους στη νομολογία του, η οποία έχει προηγούμενο;
3) Εάν η αποδοχή των ισχυρισμών απαιτεί επίσης τη δήλωση και τα επίσημα έγγραφα που προβλέπονται από την εθνική νομολογία σχετικά με τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, πρέπει – λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση δίκαιης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 79 ΣΛΕΕ, το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή και σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, την απαίτηση ασφάλειας δικαίου που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 2 της [οδηγίας 2016/801] και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 41 και 42 [της εν λόγω οδηγίας] – το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε’, της [παρούσας οδηγίας] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εθνική πρακτική είναι σύμφωνη με τις εν λόγω διατάξεις μόνο εάν, όταν καλείται να αποδείξει με συνεκτικό και συνεπή τρόπο ότι πληροί τις πρόσθετες προϋποθέσεις που θεωρούνται απαραίτητες, ο αιτών ενημερώνεται για τις έννομες συνέπειες και η αίτηση άδειας διαμονής απορρίπτεται λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων ότι οι προϋποθέσεις που ορίζονται στη νομολογία έχουν πληρωθεί μόνο εάν τα δικαιώματά του κατοχυρώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο και τηρούνται οι διαδικαστικές εγγυήσεις;
Απαντώντας στις προκαταρκτικές ερωτήσεις
Δεκτικότητα
34 Η Ουγγρική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι η κύρια δίκη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/801.
35 Καταρχάς, όσον αφορά την τυπική πτυχή, η OS δεν διευκρίνισε ότι ο σκοπός της αίτησης παράτασης ήταν η «εκτέλεση εθελοντικής εργασίας». Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε επίσημα για αναστολή «για άλλο σκοπό».
36 Δεύτερον, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 21 αυτής, ο Ούγγρος νομοθέτης αποφάσισε να εφαρμόσει την εν λόγω οδηγία σε υπηκόους τρίτων χωρών που υποβάλλουν αίτηση εισδοχής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους με σκοπό την εθελοντική υπηρεσία εκτός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Εθελοντικής Υπηρεσίας.
37 Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στα κράτη μέλη από το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της εν λόγω οδηγίας, η εθνική νομοθεσία απαιτεί από τον φορέα υποδοχής εντός του οποίου πρόκειται να διεξαχθεί η εθελοντική δραστηριότητα να συμμορφώνεται με την υποχρέωση κοινοποίησης. Ωστόσο, αυτό δεν ίσχυε εν προκειμένω για τον σύλλογο εντός του οποίου η OS έπρεπε να ασκήσει την εν λόγω δραστηριότητα.
38 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ισχύει τεκμήριο λυσιτέλειας για τα ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που υποβάλλονται από εθνικό δικαστήριο εντός του νομικού και πραγματικού πλαισίου που καθορίζεται με δική του ευθύνη, την ακρίβεια του οποίου δεν ελέγχει το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήματος εθνικού δικαστηρίου μόνο όταν η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης προδήλως δεν έχει καμία σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης ή το αντικείμενο αυτής, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικό ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2024, Sagario, C‑63/23, EU:C:2024:739, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
39 Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και όπως αναγνώρισε η Ουγγρική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η κύρια δίκη στην υπό κρίση υπόθεση αφορά απόφαση με την οποία οι αρμόδιες αρχές απέρριψαν την αίτηση παράτασης που υπέβαλε η OS με το σκεπτικό ότι δεν πληρούνταν η προϋπόθεση των επαρκών πόρων που αναφέρεται στην οδηγία 2016/801, όπως μεταφέρθηκε στο ουγγρικό δίκαιο, προϋπόθεση η οποία αποτελεί το αντικείμενο των ερωτημάτων που υπέβαλε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο.
40 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι σαφές ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν σχετίζεται με το υποστατό ή το αντικείμενο της κύριας δίκης.
41 Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.
Κάτω
42 Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2016/801 και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι:
– πρώτον, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της εν λόγω οδηγίας αντιτίθεται σε εθνική πρακτική η οποία, σε περίπτωση που υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλει αίτηση για άδεια διαμονής με σκοπό την εθελοντική εργασία, θεωρεί ότι πληρούται η προϋπόθεση των επαρκών πόρων που ορίζεται στην εν λόγω διάταξη – εφόσον οι σχετικές δηλώσεις είναι συνεκτικές – μόνον όταν ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποδεικνύει ότι πληρούνται ορισμένα ειδικά κριτήρια σχετικά με τον χαρακτηρισμό των εν λόγω πόρων ως εισοδήματος ή κεφαλαίου, τη νομική βάση επί της οποίας τους απέκτησε και το γεγονός ότι θα έχει την οριστική και απεριόριστη διάθεσή τους σαν να ήταν δικοί του, και
– δεύτερον, δεδομένης της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, αυτό ισχύει και όταν οι απαιτήσεις αυτές προκύπτουν από τη νομολογία ανώτατου εθνικού δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις έχουν δεσμευτική ισχύ ως προς το προηγούμενο.
43 Όσον αφορά, πρώτον, τις προϋποθέσεις έκδοσης άδειας διαμονής βάσει της οδηγίας 2016/801, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, υπήκοος τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους δικαιούται να λάβει άδεια διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος εάν πληροί τις γενικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας και τις ειδικές προϋποθέσεις που ισχύουν ανάλογα με το είδος της υποβληθείσας αίτησης, εν προκειμένω εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας για τις αιτήσεις εισδοχής με σκοπό την εθελοντική εργασία.
44 Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν άδεια διαμονής για εθελοντές σε αιτούντα που πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 7 και 14 της οδηγίας 2016/801 (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, Perle, C‑14/23, EU:C:2024:647, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Συνεπώς, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν πρόσθετες προϋποθέσεις πέραν εκείνων που ορίζονται στα άρθρα 7 και 14 όσον αφορά την είσοδο υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τον εθελοντισμό (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Ben Alaya, C‑491/13, EU:C:2014:2187, σκέψη 30).
46 Συνεπώς, για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί τι νοείται με την έννοια των «κεφάλαια» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, και ιδίως αν η έννοια αυτή εξαρτάται από συγκεκριμένα κριτήρια σχετικά με τη φύση των εν λόγω κεφαλαίων, την προέλευσή τους, τη νομική βάση επί της οποίας ο υπήκοος τρίτης χώρας τα επικαλείται ή τις περαιτέρω προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτά είναι διαθέσιμα σε αυτόν.
47 Στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 7(1)(ε) ορίζει ότι, κατόπιν αιτήματος του οικείου κράτους μέλους, ο υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής του, θα διαθέτει επαρκείς πόρους για να καλύψει τα έξοδα διαβίωσής του χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του οικείου κράτους μέλους, καθώς και τα έξοδα του ταξιδιού επιστροφής του. Η διάταξη αυτή ορίζει επίσης ότι η αξιολόγηση του κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει επαρκείς πόρους πρέπει να βασίζεται σε ατομική εξέταση της υπόθεσης και πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους πόρους που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από επιχορήγηση, υποτροφία, επίδομα, έγκυρη σύμβαση εργασίας ή δεσμευτική προσφορά εργασίας ή οικονομική δέσμευση από οργανισμό ανταλλαγής φοιτητών, φορέα που φιλοξενεί ασκούμενους, εθελοντική οργάνωση, οικογένεια υποδοχής ή οργανισμό που οργανώνει τοποθετήσεις για au pair.
48 Δεδομένου ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, δεν παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, η έννοια των «πόρων» που χρησιμοποιείται σε αυτό πρέπει να νοείται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα εντός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που της δίνουν τα κράτη μέλη και λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα της επίμαχης διάταξης και τους σκοπούς που επιδιώκει το σύστημα στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το πλαίσιό του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, X (Μακρά διαμένοντες — Σταθεροί, τακτικοί και επαρκείς πόροι), C‑302/18, EU:C:2019:830, σκέψη 26 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
49 Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2016/801, η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, απαριθμεί ορισμένους πόρους που μπορούν να ληφθούν υπόψη, όπως επιχορήγηση, επιχορήγηση ή οικονομική δέσμευση από οργανισμό που συμμετέχει σε πρόγραμμα εθελοντισμού. Το γεγονός ότι πρόκειται για μη εξαντλητικό κατάλογο, όπως αντικατοπτρίζεται στη φράση «μεταξύ άλλων», υποδηλώνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης σκόπευε να δώσει στην έννοια των «πόρων» ευρύ πεδίο εφαρμογής και, ως εκ τούτου, δεν έκρινε ότι ορισμένοι πόροι θα έπρεπε να αποκλειστούν κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση των επαρκών πόρων.
50 Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από την απαίτηση, βάσει της εν λόγω διάταξης, η αξιολόγηση της επάρκειας των πόρων να βασίζεται σε εξατομικευμένη εξέταση της συγκεκριμένης περίπτωσης. Συνεπώς, η αξιολόγηση αυτή πρέπει να εξετάζει μόνο το κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας έχει πρόσβαση, κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής, σε επαρκείς πόρους για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσής του χωρίς προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους, καθώς και το κόστος του ταξιδιού επιστροφής, χωρίς να ελέγχεται περαιτέρω κατά πόσον οι εν λόγω πόροι πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια, ιδίως όσον αφορά τη φύση, την προέλευσή τους ή τον τρόπο με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας τους διαθέτει.
51 Επιπλέον, το άρθρο 7(1)(ε) της οδηγίας 2016/801 ορίζει ότι, στο πλαίσιο αυτής της ατομικής αξιολόγησης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πόροι, η ύπαρξη των οποίων αποδεικνύεται από οικονομική δέσμευση, ιδίως από οργανισμό που συμμετέχει σε πρόγραμμα εθελοντισμού. Συνεπώς, η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας να αποδείξει ότι έχει οριστική και απεριόριστη πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους, σαν να επρόκειτο για δικό του εισόδημα ή περιουσιακά στοιχεία.
52 Κατά συνέπεια, η διατύπωση της εν λόγω διάταξης φαίνεται να υποδηλώνει ότι, για την εκπλήρωση της προϋπόθεσης των επαρκών πόρων, είναι αδιάφορο αν οι πόροι που διαθέτει ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας κατά τον χρόνο της προβλεπόμενης διαμονής αποτελούν εισόδημα ή κεφάλαιο, επί ποιας νομικής βάσης απέκτησε τους εν λόγω πόρους ή αν είναι μόνιμα και απεριόριστα διαθέσιμοι σε αυτόν σαν να ήταν δικοί του. Τα κριτήρια αυτά αποτελούν πρόσθετες προϋποθέσεις τις οποίες τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως.
53 Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή υποστηρίζεται από το πλαίσιο της οδηγίας 2016/801, της οποίας αναπόσπαστο μέρος αποτελούν οι πράξεις του δικαίου της Ένωσης που εξαρτούν το δικαίωμα διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους από προϋπόθεση «πόρων» παρόμοια με αυτήν που ορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της εν λόγω οδηγίας.
54 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38 ορίζει ότι κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να διαμένει για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, ιδίως εάν αυτός/αυτή και τα μέλη της οικογένειάς του διαθέτουν επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της διαμονής τους.
55 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η έννοια της «επαρκών πόρων» κατά την εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αρκεί οι πόροι αυτοί να είναι διαθέσιμοι στους πολίτες της Ένωσης, χωρίς η διάταξη αυτή να επιβάλλει οποιαδήποτε προϋπόθεση ως προς την προέλευση των πόρων αυτών, οι οποίοι ενδέχεται, μεταξύ άλλων, να έχουν διατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Singh κ.λπ., C‑218/14, EU:C:2015:476, σκέψη 74 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
56 Ειδικότερα, η προϋπόθεση περί επαρκών πόρων που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38 δεν απαιτεί από τον ενδιαφερόμενο να διαθέτει ο ίδιος τέτοιους πόρους, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι μπορεί να επικαλεστεί τους πόρους μέλους της οικογένειάς του που τον συνοδεύει (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Singh κ.λπ., C‑218/14, EU:C:2015:476, σκέψη 75 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
57 Ομοίως, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2003/109, το οποίο αφορά τις προϋποθέσεις για την απόκτηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος στο έδαφος κράτους μέλους, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι το κράτος μέλος απαιτεί από τον υπήκοο τρίτης χώρας να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη σταθερών και τακτικών πόρων επαρκών για τη συντήρηση του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του χωρίς να χρειάζεται να προσφύγει στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του οικείου κράτους μέλους.
58 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προέλευση των πόρων που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για το οικείο κράτος μέλος προκειμένου να καθορίσει εάν οι εν λόγω πόροι πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, X (Μακρά διαμένοντες – Σταθεροί, τακτικοί και επαρκείς πόροι), C‑302/18, EU:C:2019:830, σκέψη 41).
59 Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια των «πόρων» στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2003/109 δεν αναφέρεται αποκλειστικά στους «ίδιους πόρους» του αιτούντος το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, αλλά μπορεί επίσης να περιλαμβάνει πόρους που τίθενται στη διάθεση του αιτούντος από τρίτο μέρος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί θεωρούνται, λαμβάνοντας υπόψη την ατομική κατάσταση του ενδιαφερόμενου αιτούντος, ως σταθεροί, τακτικοί και επαρκείς (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, X (Μακρόν διαμένοντες — Σταθεροί, τακτικοί και επαρκείς πόροι), C‑302/18, EU:C:2019:830, σκέψη 44).
60 Κατά συνέπεια, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/38 και το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2003/109, όπως ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο, επιβεβαιώνουν ότι, για τους σκοπούς της κατ’ αναλογία αξιολόγησης του κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση των επαρκών πόρων που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2016/801, οι σχετικοί συναφώς πόροι δεν εξαρτώνται από την εκπλήρωση ορισμένων ειδικών κριτηρίων σχετικά με τον χαρακτηρισμό των εν λόγω πόρων ως εισοδήματος ή κεφαλαίου, τη νομική βάση επί της οποίας ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας τους απέκτησε και το γεγονός ότι έχει την οριστική και απεριόριστη διάθεσή τους σαν να ήταν δικοί του.
61 Τρίτον, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2016/801 επιβεβαιώνεται επίσης από τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας.
62 Η αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω οδηγίας αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η μετανάστευση από χώρες εκτός της Ένωσης μπορεί να παράσχει στην Ένωση άτομα υψηλής ειδίκευσης και ότι τα άτομα αυτά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του κύριου πλεονεκτήματος της Ένωσης – του ανθρώπινου κεφαλαίου της – και, ως εκ τούτου, στην επίτευξη έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης.
63 Επιπλέον, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 20, η οδηγία 2016/801 αποσκοπεί στην υποστήριξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Εθελοντικής Υπηρεσίας όσον αφορά την ανάπτυξη αλληλεγγύης, αμοιβαίας κατανόησης και ανοχής μεταξύ των νέων και των κοινωνιών στις οποίες ζουν, προωθώντας παράλληλα την κοινωνική συνοχή και την ενεργό συμμετοχή των νέων στα κοινά. Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 21 της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σε μαθητές, εθελοντές εκτός από εκείνους που συμμετέχουν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Εθελοντικής Υπηρεσίας, και σε βοηθούς εσωτερικών βοηθών (au pair), προκειμένου να διευκολύνεται η είσοδος και η διαμονή τους και να διασφαλίζονται τα δικαιώματά τους.
64 Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών του, συνάγεται ότι σκοπός της οδηγίας 2016/801 είναι η διευκόλυνση της εισόδου και της διαμονής εθελοντών, όπως εν προκειμένω, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω πρόσωπα διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους ώστε να μην επιβαρύνουν το οικείο κράτος μέλος και, ιδίως, το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του.
65 Για την επίτευξη του τελευταίου αυτού σκοπού, αρκεί ο υπήκοος τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση για άδεια διαμονής, ιδίως για τον σκοπό της εθελοντικής εργασίας, να προσκομίσει απόδειξη ότι θα διαθέτει επαρκείς πόρους κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής. Συναφώς, δεν έχουν σημασία συγκεκριμένα κριτήρια σχετικά με το αν οι εν λόγω πόροι αποτελούν εισόδημα ή κεφάλαιο, τη νομική βάση επί της οποίας ο υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να τους επικαλεστεί ή το γεγονός ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας τους διαθέτει οριστικά και απεριόριστα σαν να ήταν δικοί του. Η εξέταση των εν λόγω πόρων με βάση τέτοια κριτήρια για να αξιολογηθεί αν πληρούται η προϋπόθεση των επαρκών πόρων ισοδυναμεί με την επιβολή πρόσθετων όρων σε εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της εν λόγω οδηγίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να εμποδίσουν την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία.
66 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι δηλώσεις του OS σχετικά με τα επίμαχα στην κύρια δίκη κεφάλαια διέφεραν, καθώς ο ενδιαφερόμενος τα περιέγραφε άλλοτε ως δάνεια και άλλοτε ως δωρεές. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, υπό την επιφύλαξη επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, το γεγονός ότι ο OS ενδέχεται να υποχρεωθεί να επιστρέψει τα ποσά που του παρείχε ο θείος του μετά το πέρας της εθελοντικής δραστηριότητας δεν επηρεάζει το κατά πόσον θα διαθέτει επαρκή κεφάλαια κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής του στο οικείο κράτος μέλος.
67 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ικανοποίηση της προϋπόθεσης περί επαρκών πόρων δεν μπορεί να εξαρτάται από την απόδειξη από τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας ότι πληρούνται ορισμένα συγκεκριμένα κριτήρια σχετικά με τον χαρακτηρισμό των εν λόγω πόρων ως εισοδήματος ή περιουσιακών στοιχείων, τη νομική βάση επί της οποίας τους απέκτησε και το γεγονός ότι έχει την οριστική και απεριόριστη διάθεσή τους σαν να ήταν δικοί του, δεδομένου ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με την επιβολή απαιτήσεων σχετικά με την προϋπόθεση περί επαρκών πόρων που υπερβαίνουν εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2016/801.
68 Δεύτερον, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν επίσης την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται για να αποδειχθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση της επαρκούς χρηματοδότησης, και ιδίως τη σημασία που πρέπει να δοθεί, κατά την αξιολόγηση της προϋπόθεσης αυτής, στη συνοχή των δηλώσεων ως προς αυτό, σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει προειδοποιηθεί ότι η αίτησή του για άδεια διαμονής για εθελοντική εργασία ενδέχεται να απορριφθεί για τον μόνο λόγο ότι οι δηλώσεις αυτές δεν είναι συνεκτικές.
69 Συναφώς, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών του, η εκπλήρωση της προϋπόθεσης περί επαρκών πόρων μπορεί να εξαρτάται μόνο από την απαίτηση να προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία, στο μέτρο που τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αφορούν τις απαιτήσεις που αφορούν την εν λόγω προϋπόθεση, και όχι από πρόσθετες απαιτήσεις που βαίνουν πέραν εκείνων που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2016/801.
70 Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι η φύση των πόρων που διαθέτει ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας, η νομική βάση στην οποία τους επικαλείται και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες διαθέτει τους πόρους αυτούς δεν μπορούν, από μόνες τους, να συνιστούν πρόσθετες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την πλήρωση της προϋπόθεσης των επαρκών πόρων, γεγονός παραμένει ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις μπορούν να συνιστούν λυσιτελή αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της αξιολόγησης του κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση αυτή.
71 Συναφώς, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στην περίπτωση αιτούντος άδεια διαμονής για σκοπούς σπουδών βάσει της οδηγίας 2016/801, οι ασυνέπειες στις δηλώσεις σχετικά με το σχέδιο σπουδών του μπορούν να συνιστούν μία από τις αντικειμενικές περιστάσεις που επιτρέπουν τη διαπίστωση κατάχρησης, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω ασυνέπειες είναι επαρκώς σαφείς και αξιολογούνται υπό το πρίσμα όλων των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, Perle, C‑14/23, EU:C:2024:647, σκέψη 53).
72 Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι, στο πλαίσιο αίτησης εισδοχής βάσει της οδηγίας 2016/801, οι ασυνέπειες στις δηλώσεις σχετικά με τους πόρους που θα έχει στη διάθεσή του ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας ενδέχεται να υποδηλώνουν μια κατάσταση στην οποία δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία, μεταξύ άλλων, για την έκδοση άδειας διαμονής για εθελοντική εργασία.
73 Επιπλέον, όσον αφορά τέτοιες ασυνέπειες, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να υποχρεούνται να ενημερώνουν εκ των προτέρων τους υπηκόους τρίτων χωρών που υποβάλλουν αίτηση εισδοχής στο έδαφός τους ότι η έλλειψη συνοχής στις δηλώσεις που υποβάλλονται προς υποστήριξη της αίτησής τους μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αιτούμενης άδειας διαμονής.
74 Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 34, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/801 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι εάν οι πληροφορίες ή τα έγγραφα που παρέχονται προς υποστήριξη της αίτησης είναι ελλιπή, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να ενημερώσουν τον αιτούντα, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, για τις απαιτούμενες πρόσθετες πληροφορίες και να ορίσουν εύλογη προθεσμία για την παροχή τους. Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο Γενικός Εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, εάν προκύπτει ότι οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση του κατά πόσον πληρούται η απαίτηση επαρκών πόρων λείπουν λόγω τυχόν ασυνεπειών στις δηλώσεις που έγιναν κατά τη διαδικασία εξέτασης, πρέπει να δοθεί στον αιτούντα εύλογη δυνατότητα να παράσχει τις πληροφορίες αυτές.
75 Συναφώς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι εν λόγω ασυνέπειες δεν μπορούν να εμποδίσουν τη χορήγηση άδειας διαμονής όταν η ατομική εξέταση της συγκεκριμένης περίπτωσης –όπως απαιτείται από το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2016/801– καταδεικνύει ότι, παρά τις εν λόγω ασυνέπειες, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας θα διαθέτει επαρκείς πόρους κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής, πληρώντας έτσι την προϋπόθεση των επαρκών πόρων.
76 Κατά συνέπεια, η διαπίστωση ανακολουθιών στις δηλώσεις του αιτούντος σχετικά με τους πόρους που θα έχει στη διάθεσή του κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής δεν μπορεί, καταρχήν, να επαρκέσει για να δικαιολογήσει την άρνηση χορήγησης της αιτούμενης άδειας διαμονής, εκτός εάν οι ανακολουθίες αυτές καταδεικνύουν σαφώς ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση των επαρκών πόρων.
77 Η άρνηση χορήγησης της αιτούμενης άδειας διαμονής μόνο και μόνο για τον λόγο ότι οι δηλώσεις σχετικά με τους διαθέσιμους στον αιτούντα πόρους κατά την προβλεπόμενη διαμονή έχουν μεταβληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία θα ισοδυναμούσε με την εξάρτηση της εν λόγω χορήγησης από όρους πρόσθετους σε εκείνους που ορίζονται από την εν λόγω οδηγία, σε αντίθεση με ό,τι απαιτείται από το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/801, τους οποίους τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως.
78 Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ποιες επιπτώσεις έχει η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις που αφορούν, πρώτον, τον προσδιορισμό των πόρων που δηλώνει ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας ως εισόδημα ή περιουσιακά στοιχεία, τη νομική βάση επί της οποίας απέκτησε τους εν λόγω πόρους και το γεγονός ότι θα έχει την οριστική και απεριόριστη διάθεσή τους σαν να ήταν δικοί του, και, δεύτερον, τη συνοχή των δηλώσεών του ως προς τα διάφορα αυτά ζητήματα, προκύπτουν από τη νομολογία ανώτατου εθνικού δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις έχουν δεσμευτική ισχύ ως προς το προηγούμενο.
79 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ σημαίνει ότι το δίκαιο της ΕΕ υπερισχύει του δικαίου των κρατών μελών. Η αρχή αυτή υποχρεώνει, επομένως, όλες τις αρχές των κρατών μελών να εφαρμόζουν πλήρως τις διάφορες διατάξεις του δικαίου της ΕΕ, δεδομένου ότι το δίκαιο των κρατών μελών δεν μπορεί να υπονομεύσει τα αποτελέσματα που απονέμονται στις διάφορες αυτές διατάξεις εντός του εδάφους των εν λόγω κρατών. Συνεπώς, βάσει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επικαλείται διατάξεις του εθνικού δικαίου, ακόμη και συνταγματικού χαρακτήρα, δεν μπορεί, βάσει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ, να υπονομεύσει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της ΕΕ (απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2024, Global Ink Trade, C‑537/22, EU:C:2024:6, σκέψη 23 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
80 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι ένα εθνικό δικαστήριο που έχει ασκήσει την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεσμεύεται, προκειμένου να αποφανθεί επί της υπόθεσης που έχει εκκρεμήσει ενώπιόν του, από την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που έχει δώσει το Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, οφείλει, κατά περίπτωση, να αγνοήσει την απόφαση ανώτερου εθνικού δικαστηρίου εάν κρίνει, υπό το πρίσμα της ερμηνείας που έδωσε το Δικαστήριο, ότι η εν λόγω απόφαση δεν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης και, προς τούτο, οφείλει, εφόσον είναι απαραίτητο, να μην εφαρμόσει τον εθνικό κανόνα που το υποχρεώνει να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του εν λόγω ανώτερου δικαστηρίου (απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2024, Global Ink Trade, C‑537/22, EU:C:2024:6, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
81 Η απαίτηση διασφάλισης της πλήρους αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται, επομένως, ότι το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται, όπου κρίνεται σκόπιμο, να τροποποιήσει την πάγια νομολογία όταν αυτή βασίζεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου που είναι ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2024, Global Ink Trade, C‑537/22, EU:C:2024:6, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
82 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο δεσμεύεται, επομένως, για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, από την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που έδωσε το Δικαστήριο και, εφόσον συντρέχει λόγος, θα πρέπει να αγνοήσει την εκτίμηση που προκύπτει από τη νομολογία του Kúria, ακόμη και αν καταρχήν υποχρεούται να την τηρεί βάσει του εθνικού δικαίου, σε περίπτωση που κρίνει, υπό το πρίσμα της ερμηνείας αυτής, ότι η εκτίμηση αυτή δεν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.
83 Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2016/801 και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι:
– πρώτον, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της εν λόγω οδηγίας αντιτίθεται σε εθνική πρακτική η οποία, σε περίπτωση που υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλει αίτηση για άδεια διαμονής με σκοπό την εθελοντική εργασία, θεωρεί ότι πληρούται η προϋπόθεση των επαρκών πόρων που ορίζεται στην εν λόγω διάταξη – εφόσον οι σχετικές δηλώσεις είναι συνεκτικές – μόνον όταν ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποδεικνύει ότι πληρούνται ορισμένα ειδικά κριτήρια σχετικά με τον χαρακτηρισμό των εν λόγω πόρων ως εισοδήματος ή κεφαλαίου, τη νομική βάση επί της οποίας τους απέκτησε και το γεγονός ότι θα έχει την οριστική και απεριόριστη διάθεσή τους σαν να ήταν δικοί του, και
– δεύτερον, δεδομένης της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, αυτό ισχύει και όταν οι απαιτήσεις αυτές προκύπτουν από τη νομολογία ανώτατου εθνικού δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις έχουν δεσμευτική ισχύ ως προς το προηγούμενο.
Δικαστικά έξοδα
84 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς έρευνας, σπουδών, κατάρτισης, εθελοντικής υπηρεσίας, ανταλλαγής μαθητών, εκπαιδευτικών έργων και απασχόλησης ως βοηθοί εσωτερικής άμισθων βοηθών (au pairing)
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
– πρώτον, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της εν λόγω οδηγίας αντιτίθεται σε εθνική πρακτική η οποία, σε περίπτωση που υπήκοος τρίτης χώρας υποβάλει αίτηση για άδεια διαμονής με σκοπό την εθελοντική εργασία, θεωρεί ότι πληρούται η προϋπόθεση των επαρκών πόρων που ορίζεται στην εν λόγω διάταξη – εφόσον οι σχετικές δηλώσεις είναι συνεκτικές – μόνον όταν ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποδεικνύει ότι πληρούνται ορισμένα ειδικά κριτήρια σχετικά με τον χαρακτηρισμό των εν λόγω πόρων ως εισοδήματος ή κεφαλαίου, τη νομική βάση επί της οποίας τους απέκτησε και το γεγονός ότι θα έχει την οριστική και απεριόριστη διάθεσή τους σαν να ήταν δικοί του, και
– δεύτερον, δεδομένης της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, αυτό ισχύει και όταν οι απαιτήσεις αυτές προκύπτουν από τη νομολογία ανώτατου εθνικού δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις έχουν δεσμευτική ισχύ ως προς το προηγούμενο.
υπογραφές
