Προδικαστική απόφαση — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 89/391/ΕΟΚ — Ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων στην εργασία — Άρθρο 9 — Υποχρεώσεις των εργοδοτών — Κατάταξη των χώρων εργασίας με βάση την έκθεση σε κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων — Άρθρο 11(6) — Ένδικα μέσα ενώπιον της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία — Αποτελεσματική δικαστική προστασία
Στην υπόθεση AC-678/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Iaşi (Εφετείο Ιασίου, Ρουμανία), με απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Νοεμβρίου 2023, στο
JU
και
την Spitalul Clinic de Pneumoftiziologie Iaşi
στις τρέχουσες διαδικασίες μεταξύ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Πέμπτο Τμήμα),
αποτελούμενο από τους: M. L. Arastey Sahún, Πρόεδρο Τμήματος, J. Passer, E. Regan, D. Gratsias και B. Smulders (εισηγητή), δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: Α. Ράντος,
Γραμματέας: Σύμβουλος R. Şereş,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και την ακρόαση της 30ής Ιανουαρίου 2025,
Έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους E. Gane, L. Liţu, A. Rotăreanu και A. Wellman,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Recchia και E.A. Stamate,
αφού άκουσε τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Απριλίου 2025,
έφερε τα εξής
Κρίση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 9 και 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την ενθάρρυνση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ L 183, σ. 1), καθώς και των άρθρων 31, παράγραφος 1, και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης»).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της JU και της Spitalul Clinic de Pneumoftiziologie Iași (Πνευμονολογικής Κλινικής Νοσοκομείου Ιασίου, Ρουμανία· στο εξής: νοσοκομείο), σχετικά με τον χαρακτηρισμό των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του JU ως δραστηριοτήτων που τον εκθέτουν σε ιδιαίτερους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία του.
Νομικό υπόβαθρο
δίκαιο της ΕΕ
Οδηγία 89/391
3 Το άρθρο 1 της οδηγίας 89/391, με τίτλο «Σκοπός της οδηγίας», ορίζει τα εξής:
«(1) Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση μέτρων για την ενθάρρυνση βελτιώσεων στην ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων στην εργασία.»
(2) Προς τούτο, η παρούσα οδηγία περιέχει γενικές αρχές σχετικά με την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων, την προστασία της ασφάλειας και της υγείας, την εξάλειψη των παραγόντων κινδύνου και ατυχημάτων, την παροχή πληροφοριών, διαβούλευσης, ισόρροπης συμμετοχής και εκπαίδευσης των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και πρακτική, καθώς και γενικές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των εν λόγω αρχών.
(3) Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υφιστάμενες ή μελλοντικές εθνικές και κοινοτικές διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στην εργασία.
4 Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας:
«(1) Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι εργοδότες, οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων υπόκεινται στους νόμους και τους κανονισμούς που είναι απαραίτητοι για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.»
(2) Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, ιδίως, την κατάλληλη παρακολούθηση και εποπτεία.
5 Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων σε όλες τις πτυχές που σχετίζονται με την εργασία.»
6 Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Διάφορες υποχρεώσεις των εργοδοτών», ορίζει τα εξής:
«(1) Ο εργοδότης
(α) έχει διενεργήσει αξιολόγηση των κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που επηρεάζουν ομάδες εργαζομένων που εκτίθενται σε συγκεκριμένους κινδύνους·
β) αποφασίζει για τα προστατευτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν και, εάν είναι απαραίτητο, για τον προστατευτικό εξοπλισμό που πρέπει να χρησιμοποιηθεί·
γ) τηρεί κατάλογο των εργατικών ατυχημάτων που έχουν ως αποτέλεσμα την αδυναμία των εργαζομένων να εργαστούν για περισσότερες από τρεις εργάσιμες ημέρες·
(δ) συντάσσει εκθέσεις για τα εργατικά ατυχήματα που υπέστησαν οι εργαζόμενοί του για τις αρμόδιες αρχές και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και πρακτική.
(2) Τα κράτη μέλη καθορίζουν, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των δραστηριοτήτων και το μέγεθος της επιχείρησης, τις υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρώνουν οι διάφοροι τύποι επιχειρήσεων όσον αφορά τη σύνταξη των εγγράφων που προβλέπονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 και κατά τη σύνταξη των εγγράφων που προβλέπονται στα στοιχεία γ) και δ) της παραγράφου 1.
7 Το άρθρο 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 89/391, με τίτλο «Διαβούλευση και συμμετοχή των εργαζομένων», ορίζει τα εξής:
«Οι εργαζόμενοι ή οι εκπρόσωποί τους μπορούν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, να προσφύγουν στις αρχές που είναι αρμόδιες για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, εάν κρίνουν ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί και τα μέσα που χρησιμοποιεί ο εργοδότης είναι ανεπαρκή για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία.»
Οδηγία 2003/88/ΕΚ
8 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένες πτυχές της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003 L 299, σ. 9), με τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής της οδηγίας», ορίζει τα εξής:
«(1) Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας.
(2) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε:
(α) την ελάχιστη διάρκεια των ημερήσιων και εβδομαδιαίων περιόδων ανάπαυσης και της ετήσιας άδειας, των διαλειμμάτων και των μέγιστων εβδομαδιαίων ωρών εργασίας· και
(β) νυχτερινή εργασία, εργασία σε βάρδιες και ορισμένες πτυχές των ωραρίων εργασίας.
(3) Με την επιφύλαξη των άρθρων 14, 17, 18 και 19 της παρούσας οδηγίας, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς δημόσιας και ιδιωτικής δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ.
[…]
(4) Οι διατάξεις της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ εφαρμόζονται πλήρως στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, με την επιφύλαξη τυχόν αυστηρότερων ή/και ειδικών διατάξεων της παρούσας οδηγίας.
9 Κατά το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ορισμοί»:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:
[…]
9. επαρκής ανάπαυση: στους εργαζόμενους πρέπει να παρέχονται τακτικές περίοδοι ανάπαυσης, η διάρκεια των οποίων εκφράζεται σε μονάδες χρόνου, οι οποίες είναι επαρκώς μακρές και συνεχείς ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι δεν προκαλούν βλάβη στον εαυτό τους, στους συναδέλφους τους ή σε άλλους, ούτε βλάπτουν την υγεία τους, είτε βραχυπρόθεσμα είτε μακροπρόθεσμα, λόγω κόπωσης ή ακανόνιστης εργασίας.
10 Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ετήσια άδεια», ορίζει τα εξής:
«(1) Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε εργαζόμενος δικαιούται τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται από την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική για το δικαίωμα σε τέτοια άδεια και για τη χορήγησή της.»
2. Η ελάχιστη διάρκεια της ετήσιας άδειας [ορθώς: Ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών] δεν μπορεί να αντικατασταθεί από επίδομα που την ανταποκρίνεται, εκτός από την περίπτωση λήξης της απασχόλησης.
11 Το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ευνοϊκότερες διατάξεις», ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν νόμους, κανονισμούς ή διοικητικές διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να διευκολύνουν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών που συνάπτονται από τη διοίκηση και το εργατικό δυναμικό και οι οποίες είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.»
Ρουμανικό δίκαιο
Εργατικός Κώδικας
12 Σύμφωνα με το άρθρο 147(1) του Εργατικού Κώδικα:
«Οι εργαζόμενοι που εργάζονται σε μειονεκτικές, επικίνδυνες ή επιβλαβείς συνθήκες, τα τυφλά και τα άτομα με μειωμένη όραση, τα άλλα άτομα με αναπηρία και οι νέοι κάτω των 18 ετών δικαιούνται τουλάχιστον 3 εργάσιμες ημέρες επιπλέον άδειας ετησίως.»
Νόμος αριθ. 319/2006
13 Άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 του Legea nr. 319/2006 a securității și sănătății în muncă (νόμος αριθ .
«(1) Ο εργοδότης οφείλει:
(α) διενεργούν και διαθέτουν εκτιμήσεις κινδύνου σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, με ιδιαίτερη έμφαση στις ομάδες εργαζομένων που εκτίθενται σε συγκεκριμένους κινδύνους·
β) αποφασίζει για τα προστατευτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν και, εάν είναι απαραίτητο, για τον προστατευτικό εξοπλισμό που πρέπει να χρησιμοποιηθεί·
[…]
(2) Οι υποχρεώσεις που σχετίζονται με την έκδοση των εγγράφων που προβλέπονται στην παράγραφο (1) για τις διάφορες κατηγορίες επιχειρήσεων καθορίζονται με διάταγμα του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικογένειας, ανάλογα με τη φύση των δραστηριοτήτων και το μέγεθος των επιχειρήσεων.
14 Το άρθρο 18, παράγραφος 7, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων με ειδικές ευθύνες για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή/και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση στις αρμόδιες αρχές εάν κρίνουν ότι τα μέτρα που λαμβάνει ο εργοδότης και τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι ανεπαρκή για την εγγύηση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία.»
15 Το άρθρο 39, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) θεωρείται παράβαση που τιμωρείται με πρόστιμο μεταξύ 4.000 [ρουμανικών λέι (RON)] και 8.000 [ρουμανικών λέι (RON)] [(περίπου 860 έως 1.720 ευρώ)] …»
Κανονισμοί για τις συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση που ταξινομούν τους χώρους εργασίας με βάση τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι εργαζόμενοι
– Διαδοχικοί νόμοι σε αυτόν τον τομέα
16 Πριν από την έναρξη ισχύος, την 1η Απριλίου 2001, του νόμου αριθ. 19/2000 περί του συστήματος δημοσίων συντάξεων και άλλων δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης (νόμου αριθ. 19/2000 της 17ης Μαρτίου 2000 σχετικά με το σύστημα δημόσιων συντάξεων και άλλων δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης· Monitorul Oficial al României, Μέρος I, αριθ. 140 της 1ης Απριλίου 2000), η ρουμανική νομοθεσία που ίσχυε για τις συντάξεις γήρατος κατέτασσε τις θέσεις εργασίας σε τρεις ομάδες: Ομάδα Ι, η οποία περιελάμβανε θέσεις εργασίας που εξέθεταν τους εργαζόμενους σε πολύ επιβλαβείς, πολύ δύσκολες ή πολύ επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, Ομάδα II, η οποία περιελάμβανε θέσεις εργασίας που εξέθεταν τους εργαζόμενους σε επιβλαβείς, δύσκολες ή επικίνδυνες συνθήκες, και Ομάδα III, η οποία περιελάμβανε άλλες θέσεις εργασίας.
17 Το άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 2 του νόμου αριθ. 19/2000 όριζε τα εξής:
«(1) Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ως «χώρος εργασίας που εκθέτει τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες εργασίας» νοείται ένας χώρος εργασίας που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά μόνιμα ή σε ορισμένες χρονικές στιγμές την ικανότητα εργασίας των ασφαλισμένων λόγω υψηλής έκθεσης σε κίνδυνο.
(2) Με βάση κοινή πρόταση του Υπουργείου Εργασίας, Οικογένειας και Κοινωνικής Προστασίας και του Υπουργείου Υγείας, με κυβερνητική απόφαση καθορίζονται τα κριτήρια και η μέθοδος ταξινόμησης για τους χώρους εργασίας που εκθέτουν τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες εργασίας.
18 Ο νόμος αριθ. 263/2010 της 16ης Δεκεμβρίου 2010 περί του ενιαίου συστήματος δημόσιων συντάξεων (νόμος αριθ. 263/2010 περί του ενιαίου συστήματος δημόσιων συντάξεων· Επίσημη Εφημερίδα, Μέρος Ι, αριθ. 852 της 20ής Δεκεμβρίου 2010), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της κύριας δίκης, κατάργησε και αντικατέστησε τον νόμο αριθ. 19/2000. Ο εν λόγω νόμος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2011.
19 Κατά το άρθρο 28, παράγραφος 2, του νόμου 263/2010, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο που ίσχυε για την υπόθεση της κύριας δίκης:
«Οι συνθήκες εργασίας υπό τις οποίες οι ασφαλισμένοι του κρατικού συνταξιοδοτικού συστήματος ασκούν τις δραστηριότητές τους μπορεί να είναι συνήθεις, ειδικές ή μοναδικές.»
20 Σύμφωνα με το άρθρο 29 του εν λόγω νόμου:
«(1) Οι χώροι εργασίας που έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με τα κριτήρια και τη μέθοδο που ορίζονται στην ισχύουσα κατά τον χρόνο της ταξινόμησής τους νομοθεσία θεωρούνται ότι εκθέτουν τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες.»
(1bis) Η ισχύς των αδειών για την ταξινόμηση χώρων εργασίας που εκθέτουν τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες, η οποία λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2018, παρατείνεται έως την 1η Σεπτεμβρίου 2023, ημερομηνία κατά την οποία οι εργοδότες πρέπει να ομαλοποιήσουν τις συνθήκες εργασίας.
(1ter) Η περίοδος από 31 Δεκεμβρίου 2018 έως 1 Σεπτεμβρίου 2023 θεωρείται περίοδος εισφορών για ειδικές συνθήκες εργασίας, μετά την οποία οι εργοδότες υποχρεούνται να καταβάλουν εισφορά 4% σύμφωνα με το άρθρο 138(β) του [νόμου αριθ. 227/2015 περί του φορολογικού κώδικα], όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε.
21 Σύμφωνα με το άρθρο 55(1) του εν λόγω νόμου:
«Τα άτομα που έχουν συμπληρώσει πλήρη περίοδο εισφορών δικαιούνται σύνταξη γήρατος με μείωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδότησης ως εξής: α) σύμφωνα με τον Πίνακα 1 για τα άτομα που έχουν συμπληρώσει περιόδους εισφορών υπό ειδικές συνθήκες εργασίας·
[…]»
22 Σύμφωνα με το άρθρο 169(1) του ίδιου νόμου:
«Για τους δικαιούχους του κρατικού συνταξιοδοτικού συστήματος των οποίων το συνταξιοδοτικό δικαίωμα θεμελιώθηκε βάσει νομοθεσίας πριν από την 1η Απριλίου 2001 και οι οποίοι έχουν απασχοληθεί σε θέσεις εργασίας στις επαγγελματικές ομάδες I και/ή II, ο συνολικός αριθμός ετήσιων μορίων κατά την εν λόγω περίοδο αυξάνεται ως εξής:»
[…]
β) 25% για περιόδους κατά τις οποίες εργάστηκαν σε χώρο εργασίας που ανήκει στην ομάδα εργασίας II.
23 Η διαδοχική νομοθεσία σχετικά με τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης έχει θεσπίσει διαφορετικά ποσοστά εισφορών ανάλογα με το αν η εργασία εκτελείται υπό κανονικές, ειδικές ή ατομικές συνθήκες.
– Κυβερνητικές αποφάσεις σχετικά με την ταξινόμηση των χώρων εργασίας ως χώρων εργασίας που εκθέτουν τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες εργασίας
24 Διαδοχικές κυβερνητικές αποφάσεις ρυθμίζουν, αφενός, τα κριτήρια και τη μέθοδο για την ταξινόμηση των χώρων εργασίας ως χώρων που εκθέτουν τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες και, αφετέρου, την ανανέωση των αδειών για την ταξινόμηση των χώρων εργασίας ως χώρων που εκθέτουν τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες.
25 Το άρθρο 2(1) και (2) της κυβερνητικής απόφασης αριθ. 261/2001 της 22ας Φεβρουαρίου 2001 σχετικά με τα κριτήρια και τη μεθοδολογία για την ταξινόμηση των θέσεων εργασίας που υπόκεινται σε ειδικές συνθήκες εργασίας (κυβερνητική απόφαση αριθ. 261/2001 σχετικά με τα κριτήρια και τη μεθοδολογία για την ταξινόμηση των θέσεων εργασίας που υπόκεινται σε ειδικές συνθήκες εργασίας· Επίσημη Εφημερίδα της Ρουμανίας, Μέρος Ι, αριθ. 114 της 6ης Μαρτίου 2001) όριζε τα εξής:
«(1) Τα κριτήρια για την ταξινόμηση ενός χώρου εργασίας ως χώρου που εκθέτει τους εργαζόμενους σε ειδικές συνθήκες εργασίας είναι τα ακόλουθα:
(α) η παρουσία φυσικών επαγγελματικών κινδύνων όπως ορίζονται στους γενικούς κανονισμούς ασφάλειας στην εργασία, δηλαδή θόρυβος, κραδασμοί, ηλεκτρομαγνητικά κύματα, πίεση, ιονίζουσα ακτινοβολία, θερμική ακτινοβολία, απροστάτευτη ακτινοβολία λέιζερ υψηλής ισχύος ή χημικοί ή βιολογικοί επαγγελματικοί κίνδυνοι που δεν συμμορφώνονται με τα επιτρεπόμενα όρια που ορίζονται στους εν λόγω κανονισμούς·
β) μια συγκεκριμένη αντίδραση του οργανισμού στις βλαβερές συνέπειες των επαγγελματικών κινδύνων, η οποία καθίσταται επίσης σαφής από δείκτες έκθεσης ή/και βιολογικών επιπτώσεων που καθορίζονται βάσει οδηγιών του Υπουργείου Υγείας και Οικογενειακών Υποθέσεων·
γ) νοσηρότητα που εμφανίζεται σε επαγγελματικές ασθένειες που έχουν καταγραφεί στον χώρο εργασίας τα τελευταία 15 χρόνια.
(2) Η ταξινόμηση των εργαζομένων ως εκτεθειμένων σε ειδικές συνθήκες εργασίας πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 7 ή/και, κατά περίπτωση, του άρθρου 8 και ταυτόχρονα να συμμορφώνεται με τους όρους που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 και στα στοιχεία α) και γ) της παραγράφου 1.
26 Το άρθρο 3(1) της απόφασης αριθ. 261/2001 όριζε τα εξής:
«Κατά την ταξινόμηση των εργαζομένων ως εργαζομένων σε χώρο εργασίας που υπόκειται σε ειδικές συνθήκες, πρέπει να τηρείται η ακόλουθη μεθοδολογία, η οποία συνίσταται στην εφαρμογή των ακόλουθων συγκεκριμένων λειτουργιών, κατά προτίμηση διαδοχικά:»
(α) τον προσδιορισμό των χώρων εργασίας που θα ταξινομηθούν ως χώροι εργασίας που εκθέτουν τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες και τον καθορισμό κριτηρίων για την εν λόγω ταξινόμηση, η οποία πραγματοποιείται από τον εργοδότη σε συνεννόηση με τις νόμιμα εκπροσωπούσες συνδικαλιστικές οργανώσεις ή, όπου ενδείκνυται, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στην επιτροπή επαγγελματικής ασφάλειας και υγείας, εφόσον υπάρχει·
β) έκδοση γνωμοδοτήσεων εμπειρογνωμόνων σχετικά με τους χώρους εργασίας όσον αφορά την ασφάλεια των εργαζομένων·
(γ) τον προσδιορισμό των επαγγελματικών κινδύνων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1· τα δελτία δεδομένων πρέπει να περιέχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες: μονάδα, τμήμα, εργαστήριο, χώρος εργασίας, επαγγελματικός κίνδυνος, μετρούμενη τιμή, επιτρεπόμενη οριακή τιμή, μέθοδοι μέτρησης·
δ) υποβολή από τον εργοδότη στους φορείς που έχουν εξουσιοδοτηθεί από το Υπουργείο Υγείας και Οικογενειακών Υποθέσεων αιτήματος για κατάλογο καταχωρημένων επαγγελματικών ασθενειών και κατάλογο ιατρικών εξετάσεων προσωπικού που εργάζεται σε χώρους εργασίας που εκτίθενται σε ειδικές συνθήκες, προκειμένου να προσδιοριστεί η συγκεκριμένη αντίδραση του οργανισμού·
ε) αξιολόγηση των χώρων εργασίας που προσδιορίζονται από τον εργοδότη στο σημείο (α) με τις νόμιμα εκπροσωπούσες συνδικαλιστικές οργανώσεις ή, κατά περίπτωση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στην επιτροπή επαγγελματικής ασφάλειας και υγείας, εάν υπάρχει, σύμφωνα με το Παράρτημα 2 ή 3·
στ) ανάπτυξη τεχνικών, υγειονομικών και οργανωτικών μέτρων επαγγελματικής ασφάλειας κατάλληλων για τις συνθήκες εργασίας και τους συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες στον χώρο εργασίας·
ζ) λήψη άδειας από την περιφερειακή επιθεώρηση εργασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4·
(i) χαρακτηρισμός ως χώρου εργασίας που εκθέτει τους εργαζόμενους σε ειδικές συνθήκες, σύμφωνα με το άρθρο 19(4) του νόμου αριθ. 19/2000.
27 Το άρθρο 4 της απόφασης αριθ. 261/2001 όριζε τα εξής:
«(1) Η άδεια που εκδίδεται από την εδαφική επιθεώρηση εργασίας για τον χαρακτηρισμό ενός χώρου εργασίας ως χώρου που εκθέτει τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες περιλαμβάνει τα ακόλουθα έγγραφα και εκδίδεται βάσει αυτών:
α) μετρήσεις επιβλαβών επιπτώσεων που πραγματοποιήθηκαν από τα εγκεκριμένα εργαστήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα 1, παρουσία μόνο επιθεωρητών εργασίας, οι οποίες βεβαιώνουν ότι κατά τον χρόνο υλοποίησης, ελήφθησαν τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την ομαλοποίηση των συνθηκών εργασίας, ότι όλος ο εξοπλισμός επαγγελματικής ασφάλειας λειτουργούσε σωστά σύμφωνα με το έργο και ότι οι τεχνολογικές διαδικασίες πραγματοποιήθηκαν υπό κανονικές συνθήκες·
β) ευρήματα των εδαφικών επιθεωρήσεων εργασίας, που καταγράφονται σε πρακτικά, τα οποία αναφέρονται άμεσα στη συμμόρφωση με τις διατάξεις των γενικών κανονισμών προστασίας της εργασίας, των ειδικών κανονισμών ασφάλειας στον χώρο εργασίας και άλλων σχετικών κανονιστικών πράξεων·
(γ) αντίγραφα του καταλόγου επαγγελματικών ασθενειών ή της περίληψης των ιατρικών εξετάσεων και του εντύπου αξιολόγησης που απαιτείται από το Παράρτημα 2 ή 3.
(2) Η διάρκεια ισχύος της εκδοθείσας άδειας είναι το πολύ τρία έτη, με δυνατότητα παράτασης.
[…]»
28 Σύμφωνα με το άρθρο 8(1) της απόφασης αριθ. 261/2001:
«Οι εργοδότες που έχουν ορίσει χώρους εργασίας που εκθέτουν τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες και οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 υποχρεούνται, εντός έξι ετών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης στο Μέρος Ι της Επίσημης Εφημερίδας της Ρουμανίας, να λάβουν όλα τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την ομαλοποίηση των συνθηκών εργασίας, σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 90/1996 [που αντικαταστάθηκε από τον νόμο αριθ. 319/2006], τους γενικούς κανονισμούς ασφάλειας στην εργασία, τους ειδικούς κανονισμούς ασφάλειας στην εργασία ή άλλους σχετικούς κανόνες.»
29 Το άρθρο 1 της κυβερνητικής απόφασης αριθ. 246/2007 της 7ης Μαρτίου 2007 σχετικά με τη μέθοδο ανανέωσης της άδειας ταξινόμησης εργαζομένων ως εργαζομένων σε ειδικές συνθήκες εργασίας (κυβερνητική απόφαση αριθ. 246/2007 σχετικά με τη μέθοδο ανανέωσης της άδειας ταξινόμησης εργαζομένων ως εργαζομένων σε ειδικές συνθήκες εργασίας· Επίσημη Εφημερίδα της Ρουμανίας, αριθ. 169 της 9ης Μαρτίου 2007) όριζε τα εξής:
«(1) Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης, οι άδειες για τον χαρακτηρισμό των χώρων εργασίας ως χώρων όπου οι εργαζόμενοι εκτίθενται σε ειδικές συνθήκες εργασίας, οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της [κυβερνητικής απόφασης αριθ. 261/2001], όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, και ισχύουν έως τις 6 Μαρτίου 2007, μπορούν να ανανεώνονται σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στην παρούσα απόφαση.»
(2) Η περίοδος ισχύος των αδειών που ανανεώνονται με την παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τις 31 Δεκεμβρίου 2008.
30 Σύμφωνα με το άρθρο 2 της απόφασης αριθ. 246/2007:
«(1) Η εδαφική επιθεώρηση εργασίας ανανεώνει την άδεια χαρακτηρισμού ενός χώρου εργασίας ως χώρου που εκθέτει τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες εργασίας βάσει των ακόλουθων εγγράφων:
α) αίτηση ανανέωσης της άδειας χαρακτηρισμού ενός χώρου εργασίας ως χώρου που εκθέτει τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες εργασίας, η οποία υποβάλλεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο του εργοδότη ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον εργοδότη σύμφωνα με τον νόμο, καθώς και από εκπροσώπους αντιπροσωπευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων ή, κατά περίπτωση, από εκπροσώπους εργαζομένων, το αργότερο 30 ημέρες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης·
β) δελτία δεδομένων που εκδίδονται από εργαστήρια εξουσιοδοτημένα από το νόμο για τον προσδιορισμό των επαγγελματικών κινδύνων, τα οποία υποδεικνύουν ότι έχει σημειωθεί υπέρβαση των ορίων επαγγελματικής έκθεσης σε χώρους εργασίας που έχουν χαρακτηριστεί ως χώροι όπου οι εργαζόμενοι εκτίθενται σε ειδικές συνθήκες εργασίας, ή έγγραφα που πιστοποιούν την απλή παρουσία πολύ επικίνδυνων χημικών ουσιών ή βιολογικών ουσιών για τις οποίες δεν ισχύει καμία επιτρεπόμενη οριακή τιμή·
(γ) ένα σχέδιο πρόληψης και προστασίας για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, το οποίο θα περιλαμβάνει σταδιακά μέτρα και δράσεις για να διασφαλιστεί ότι οι χώροι εργασίας μπορούν να χαρακτηριστούν ως χώροι που παρέχουν κανονικές συνθήκες το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008.
(2) Οι επαγγελματικοί κίνδυνοι προσδιορίζονται αποκλειστικά παρουσία επιθεωρητή εργασίας που διορίζεται για τον σκοπό αυτό από την περιφερειακή επιθεώρηση εργασίας.
(3) Τα έγγραφα που αναφέρονται στα σημεία β) και γ) της παραγράφου (1) μπορούν να υποβληθούν στην περιφερειακή επιθεώρηση εργασίας εντός μέγιστης προθεσμίας 120 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης που αναφέρεται στο σημείο α) της παραγράφου (1).
(4) Η εδαφική επιθεώρηση εργασίας μπορεί να ανανεώσει την άδεια χαρακτηρισμού ενός χώρου εργασίας ως χώρου που εκθέτει τους εργαζομένους σε ειδικές συνθήκες εργασίας εντός 15 ημερών από την υποβολή της πλήρους τεκμηρίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο (1).
(5) Η μη συμμόρφωση με τους όρους που ορίζονται στην παράγραφο (3) έχει ως αποτέλεσμα τη μη ανανέωση της άδειας χαρακτηρισμού ως χώρου εργασίας που εκθέτει τους εργαζόμενους σε ειδικές συνθήκες εργασίας.
[…]»
31 Το άρθρο 4 της απόφασης αριθ. 246/2007 όριζε τα εξής:
«Οι εργοδότες των οποίων η άδεια χαρακτηρισμού χώρων εργασίας ως χώρων όπου οι εργαζόμενοι εκτίθενται σε ειδικές συνθήκες εργασίας δεν έχει ανανεωθεί, μπορούν, εντός 15 ημερών από την κοινοποίηση, να υποβάλουν καταγγελία στην επιθεώρηση εργασίας, η οποία θα την εξετάσει εντός 30 ημερών, ή μπορούν να προσφύγουν απευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με το νόμο.»
[…]»
32 Η κυβερνητική απόφαση αριθ. 1622/2008 της 10ης Δεκεμβρίου 2008, για την τροποποίηση και συμπλήρωση της κυβερνητική απόφασης αριθ. 246/2007 σχετικά με τη μέθοδο ανανέωσης της άδειας κατάταξης εργαζομένων σε θέσεις εργασίας που υπόκεινται σε ειδικές συνθήκες εργασίας (κυβερνητική απόφαση αριθ. 1622/2008 που τροποποιεί και συμπληρώνει την κυβερνητική απόφαση αριθ. 246/2007 σχετικά με τη μέθοδο ανανέωσης της άδειας κατάταξης εργαζομένων σε θέσεις εργασίας που υπόκεινται σε ειδικές συνθήκες εργασίας· Επίσημη Εφημερίδα της Ρουμανίας, αριθ. 862 της 20ής Δεκεμβρίου 2008) όριζε, στο άρθρο 1:
«(1) Από την 1η Ιανουαρίου 2009, οι άδειες για την ταξινόμηση των χώρων εργασίας ως χώρων όπου οι εργαζόμενοι εκτίθενται σε ειδικές συνθήκες εργασίας και ισχύουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008 μπορούν να ανανεώνονται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στην παρούσα απόφαση.»
(2) Οι διατάξεις της παρούσας Απόφασης εφαρμόζονται μόνο σε εργοδότες που κατείχαν άδεια ανανέωσης στις 31 Δεκεμβρίου 2008 και οι οποίοι δεν είχαν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την ομαλοποίηση των συνθηκών εργασίας μέχρι την ημερομηνία αυτή.
(3) Η περίοδος ισχύος των αδειών που ανανεώνονται με την παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τις 31 Δεκεμβρίου 2009.
33 Αυτή η δυνατότητα ετήσιας ανανέωσης προηγουμένως εκδοθεισών «αδειών για την ταξινόμηση των χώρων εργασίας ως χώρων όπου οι εργαζόμενοι εκτίθενται σε ειδικές συνθήκες εργασίας» προβλέφθηκε στη συνέχεια σε άλλες διαδοχικές κυβερνητικές αποφάσεις έως το 2014.
34 Το άρθρο 1 της κυβερνητικής απόφασης αριθ. 1014/2015 της 30ής Δεκεμβρίου 2015 σχετικά με τη μέθοδο ανανέωσης των αδειών για την κατάταξη εργαζομένων σε χώρους εργασίας που υπόκεινται σε ειδικές συνθήκες εργασίας (κυβερνητική απόφαση αριθ. 1014/2015 σχετικά με τη μέθοδο ανανέωσης των αδειών για την κατάταξη εργαζομένων σε χώρους εργασίας που υπόκεινται σε ειδικές συνθήκες εργασίας· Επίσημη Εφημερίδα της Ρουμανίας, Μέρος Ι, αριθ. 986 της 31ης Δεκεμβρίου 2015), η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα ανανέωσης έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, περιείχε το άρθρο 4, το οποίο είχε ως εξής: «[]οι εργοδότες των οποίων οι άδειες για την κατάταξη εργαζομένων σε χώρους εργασίας που υπόκεινται σε ειδικές συνθήκες εργασίας δεν έχουν ανανεωθεί μπορούν να υποβάλουν αίτηση απευθείας στο αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με τον νόμο».
Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα
35 Ο ενάγων της κύριας δίκης εργαζόταν ως ειδικός πνευμονολόγος επί τριάντα και πλέον έτη στο νοσοκομείο, το οποίο είναι δημόσιο ίδρυμα υγείας με νομική προσωπικότητα και υπάγεται στην αρμοδιότητα της τοπικής διοικητικής αρχής.
36 Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, ο χώρος εργασίας του αιτούντος της κύριας δίκης χαρακτηριζόταν ως χώρος που αρχικά τον υπέβαλε σε συνθήκες εργασίας που εμπίπτουν στην Ομάδα II και στη συνέχεια σε «ειδικές συνθήκες εργασίας» κατά την έννοια της διαδοχικά εφαρμοστέας ρουμανικής νομοθεσίας περί συντάξεων γήρατος και κοινωνικής ασφάλισης. Η εν λόγω ταξινόμηση παρείχε στον αιτούντα της κύριας δίκης δικαίωμα σε πρόσθετη ετήσια άδεια, μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης και αύξηση του αριθμού των απαραίτητων μονάδων για τον υπολογισμό της σύνταξης γήρατος. Το νοσοκομείο, υπό την ιδιότητά του ως εργοδότη και ενόψει της ταξινόμησης αυτής, ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει υψηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης από εκείνες που οφείλονταν από εργαζόμενο του οποίου ο χώρος εργασίας χαρακτηριζόταν ως χώρος που τον υπέβαλε σε «κανονικές συνθήκες εργασίας».
37 Ωστόσο, από 1ης Ιανουαρίου 2007, μολονότι η θέση και οι συνθήκες εργασίας του αιτούντος της κύριας δίκης παρέμειναν αμετάβλητες, ο τόπος εργασίας του χαρακτηρίστηκε ως υποκείμενος σε «κανονικές συνθήκες εργασίας» και το νοσοκομείο δεν ήταν πλέον υποχρεωμένο να καταβάλλει υψηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης στον αιτούντα της κύριας δίκης.
38 Το νοσοκομείο διέθετε άδεια που εκδόθηκε από την Inspectoratul Teritorial de Muncă Iași (Επιθεώρηση Εργασίας Περιοχής Ιασίου, Ρουμανία· στο εξής: ITM) στις 11 Δεκεμβρίου 2001, η οποία ενέκρινε τον χαρακτηρισμό των χώρων εργασίας του ως χώρων που υποβάλλουν τους εργαζόμενους σε «ειδικές συνθήκες εργασίας» και όριζε προθεσμία έως τις 31 Μαρτίου 2004 για την εφαρμογή τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ώστε να διασφαλιστεί ότι το προσωπικό του εκτελεί τις δραστηριότητές του υπό «κανονικές συνθήκες εργασίας». Η άδεια αυτή παρατάθηκε με άλλη άδεια που εκδόθηκε στις 29 Μαρτίου 2004, με προθεσμία έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 για την ομαλοποίηση των συνθηκών εργασίας.
39 Ωστόσο, δεδομένου ότι το νοσοκομείο δεν είχε λάβει παράταση της τελευταίας αυτής άδειας, το ITM το ενημέρωσε με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2007 ότι η περίοδος για την οποία είχε χορηγηθεί η άδεια ταξινόμησης της 29ης Μαρτίου 2004 είχε λήξει και ότι, ως εκ τούτου, είχε παύσει να ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 2006.
40 Μετά την επιστολή αυτή, το νοσοκομείο εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία, από 1ης Ιανουαρίου 2007, το προσωπικό του νοσοκομείου θα εργαζόταν υπό «κανονικές συνθήκες εργασίας». Ταυτόχρονα, το νοσοκομείο επικοινώνησε με την Autoritatea de Sănătate publică Iași (Αρχή Δημόσιας Υγείας Ιάσιο, Ρουμανία) και ζήτησε άδεια να διατηρήσει ή να επεκτείνει τον χαρακτηρισμό του νοσοκομείου ως χώρου εργασίας που υποβάλλει τους εργαζομένους του σε «ειδικές συνθήκες εργασίας». Δεδομένου ότι η εν λόγω αρχή δεν απάντησε, το νοσοκομείο απέστειλε δεύτερη επιστολή στις 19 Μαρτίου 2007, με την οποία ζήτησε εκ νέου άδεια σχετικά με τους επαγγελματικούς κινδύνους στους χώρους εργασίας, προκειμένου να ανανεώσει την άδεια χαρακτηρισμού που είχε χορηγήσει το ITM στις 29 Μαρτίου 2004. Η επιστολή αυτή επίσης δεν έλαβε απάντηση. Το νοσοκομείο, αφενός, με επιστολή της 28ης Ιουνίου 2007, ζήτησε επίσης από το ITM να ανανεώσει την εν λόγω άδεια ταξινόμησης με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2007 και, αφετέρου, στις 27 Δεκεμβρίου 2007, απέστειλε τρίτη επιστολή στην Αρχή Δημόσιας Υγείας του Ιασίου. Προέβη επίσης σε περαιτέρω ενέργειες με το ITM και το Υπουργείο Εργασίας.
41 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, έχοντας πληροφορηθεί τυχαία ότι, από 1ης Ιανουαρίου 2007, το νοσοκομείο είχε παύσει να καταβάλλει τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που της ίσχυαν, οι οποίες αντιστοιχούσαν στον χαρακτηρισμό του χώρου εργασίας της ως χώρου που υπόκειται σε «ειδικές συνθήκες εργασίας», άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunalul Iași (πρωτοδικείου Ιασίου, Ρουμανία) ζητώντας να χαρακτηριστεί ο χώρος εργασίας της ως χώρος που υπόκειται σε «ειδικές συνθήκες εργασίας» και να υποχρεωθεί ο εργοδότης της να καταβάλει τις αυξημένες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που οφείλονται για τις επαγγελματικές δραστηριότητες που άσκησε υπό τις συνθήκες αυτές μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2006.
42 Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2022, το Tribunalul Iași (Πρωτοδικείο Ιασίου) απέρριψε την αγωγή αυτή, κρίνοντας ότι η εθνική νομοθεσία περί ταξινόμησης των χώρων εργασίας, και ιδίως η κυβερνητική απόφαση αριθ. 1014/2015, απαιτούσε από τον εργοδότη να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδικασία για να λάβει την απαιτούμενη ταξινόμηση, μεταξύ άλλων ζητώντας και λαμβάνοντας άδεια ταξινόμησης από το ITM. Το εν λόγω δικαστήριο τόνισε επίσης ότι, σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν είχε λάβει απάντηση στην αίτηση ταξινόμησης ή σε οποιαδήποτε άλλη αίτηση που υποβλήθηκε στους εθνικούς φορείς, μπορούσε να κινήσει αγωγή κατά των τελευταίων ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου προκειμένου να τους διατάξει να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, κατά τρόπο ώστε να τηρούνται όλα τα στάδια της διαδικασίας για την ταξινόμηση των χώρων εργασίας ως χώρων εργασίας που υποβάλλουν τους εργαζομένους σε «ειδικές περιστάσεις» και για την έκδοση της σχετικής άδειας ταξινόμησης.
43 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Curtea de Apel Iaşi (Εφετείου Ιασίου, Ρουμανία), υποστηρίζοντας ότι το νοσοκομείο δεν είχε λάβει τα μέτρα που απαιτούνται από το άρθρο 2 της αποφάσεως 246/2007 και, ως εκ τούτου, είτε αμελώς είτε κακόπιστα, δεν είχε κινήσει τη διαδικασία προκειμένου να λάβει, από το 2007, άδεια χαρακτηρισμού του χώρου εργασίας της ως χώρου εργασίας που υπόκειται σε «ειδικές περιστάσεις». Συναφώς, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι οι συνθήκες εργασίας της στον χώρο εργασίας της δεν είχαν αλλάξει. Οι κίνδυνοι και οι ευθύνες της δεν είχαν μειωθεί από την πρόσληψή της. Αντιθέτως, εργαζόταν στο τμήμα όπου νοσηλεύονταν ασθενείς που έπασχαν από Covid-19, πράγμα που σήμαινε ότι η εργασία της είχε γίνει πολύ πιο εντατική και απαιτητική, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή της και των συγγενών της σε καθημερινή βάση.
44 Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί συναφώς ότι ο σκοπός του χαρακτηρισμού των εργαζομένων ως εργαζομένων που βρίσκονται σε χώρο εργασίας που υπόκειται σε «ειδικές συνθήκες» είναι η αντιστάθμιση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της εργασίας σε χώρο εργασίας ο οποίος, παρά όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, εξακολουθεί να παρουσιάζει σημαντικούς επαγγελματικούς κινδύνους. Η εν λόγω ταξινόμηση παρέχει στους εργαζόμενους πρόσθετα αντισταθμιστικά οφέλη. Έτσι, η σύνταξή τους υπολογίζεται με βάση μικρότερη περίοδο υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, μικρότερη περίοδο εισφορών, από ό,τι αν είχαν υποβληθεί σε «κανονικές συνθήκες εργασίας» στον χώρο εργασίας τους. Ομοίως, οι εργαζόμενοι που υπόκεινται σε «ειδικές συνθήκες εργασίας» δικαιούνται πρόσθετη άδεια, η οποία τους επιτρέπει να αποκαταστήσουν την υγεία τους σε ικανοποιητική κατάσταση μέσω μεγαλύτερων περιόδων ανάπαυσης.
45 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ρουμανικός νομοθέτης έχει υποβάλει τον χαρακτηρισμό ενός χώρου εργασίας ως χώρου που εκθέτει τους εργαζομένους σε «ειδικές περιστάσεις» σε δύο είδη περιορισμών. Πρώτον, έχει επιβάλει διαδικαστικούς περιορισμούς εξαρτώντας τον χαρακτηρισμό αυτό, μεταξύ άλλων, από ευνοϊκή γνώμη του ITM. Δεύτερον, έχει περιορίσει χρονικά τη δυνατότητα τέτοιου χαρακτηρισμού, καθώς μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε εργοδότες που υφίσταντο ήδη στις 31 Δεκεμβρίου 2002, ανεξάρτητα από το πότε άρχισε η εργασιακή σχέση με τους εργαζομένους. Επιπλέον, από το 2007, ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν είναι δυνατός εκ νέου. Μόνο υφιστάμενη χαρακτηρισμός μπορεί να ανανεωθεί, ιδίως υπό την προϋπόθεση ότι ο εργοδότης διαθέτει έγκυρη άδεια χαρακτηρισμού από το ITM κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης ανανέωσης.
46 Επιπλέον, η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπει στους εργαζόμενους να υποβάλουν αίτηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία ή να ασκήσουν αγωγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων εάν θεωρούν ότι ο εργοδότης δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του να χαρακτηρίσει τον χώρο εργασίας τους ως χώρο στον οποίο εκτίθενται σε «ειδικές περιστάσεις», είτε σε σχέση με παρελθούσες είτε με μελλοντικές περιόδους εργασίας.
47 Ειδικότερα, βάσει αυστηρής ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας, το Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) έκρινε ότι δεν υπήρχε γενικό ένδικο βοήθημα που να αποσκοπεί στη διαπίστωση των «ειδικών συνθηκών εργασίας» υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι ασκούσαν τις δραστηριότητές τους μετά την 1η Απριλίου 2001 ή στην υποχρέωση των εργοδοτών να χαρακτηρίζουν τους χώρους εργασίας ως χώρους που υποβάλλουν τους εργαζόμενους σε τέτοιες συνθήκες εργασίας, εφόσον δεν είχαν λάβει ή δεν τους είχαν ανανεωθεί οι άδειες για την εν λόγω ταξινόμηση. Το Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι οι εργοδότες που είχαν το δικαίωμα να κινήσουν διοικητική διαδικασία για την ταξινόμηση μιας θέσης εργασίας δεν το έπραξαν ή δεν διεξήγαγαν τέτοια διαδικασία δεν επέτρεπε σε έναν εργαζόμενο να επικαλεστεί γενικούς νομικούς κανόνες προκειμένου να χαρακτηριστεί η θέση εργασίας του ως θέση που τον εξέθετε σε συνθήκες διαφορετικές από τις «κανονικές», και ότι μια απόφαση των τακτικών δικαστηρίων προς τούτο παραβίαζε το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Επιπλέον, η νομολογία αυτή κρίθηκε συμβατή με το Ρουμανικό Σύνταγμα από το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ρουμανία), το οποίο, στην απόφασή του της 6ης Δεκεμβρίου 2018, παραπέμποντας συναφώς στην απόφαση της 21ης Μαρτίου 2018, Podilă κ.λπ. (C‑133/17 και C‑134/17, EU:C:2018:203), έκρινε ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391 δεν μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη συμβατότητα αυτή.
48 Το αιτούν δικαστήριο, ωστόσο, ζητεί να εξακριβωθεί εάν η εθνική νομοθεσία, όπως ερμηνεύεται από τα εν λόγω ανώτατα δικαστήρια, είναι συμβατή με τα άρθρα 9 και 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 89/391, καθώς και με τα άρθρα 31, παράγραφος 1, και 47 του Χάρτη. Συναφώς, αναφέρει ότι, μολονότι το άρθρο 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 89/391 μεταφέρθηκε στο ρουμανικό δίκαιο με το άρθρο 18, παράγραφος 7, του νόμου 319/2006, ο κανόνας που προβλέπει το δικαίωμα των εργαζομένων να επικοινωνούν με την αρμόδια για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία αρχή, προκειμένου να επαληθεύουν εάν τα μέτρα που λαμβάνονται και τα μέσα που χρησιμοποιεί ο εργοδότης είναι επαρκή για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, δεν έχει ληφθεί υπόψη στη νομοθεσία κατώτερου επιπέδου σχετικά με την αξιολόγηση των επαγγελματικών κινδύνων που επηρεάζουν τους εργαζομένους μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
49 Κατά το αιτούν δικαστήριο, στην υπό κρίση υπόθεση, σε αντίθεση με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Μαρτίου 2018, Podilă κ.λπ. (C‑133/17 και C‑134/17, EU:C:2018:203), η αγωγή που άσκησε ο αιτών στην κύρια δίκη δεν αποσκοπεί στη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη, αλλά στην αναγνώριση των επαγγελματικών κινδύνων που ενυπάρχουν στις ιδιαίτερες περιστάσεις του στις οποίες εκτίθεται στον χώρο εργασίας του. Μολονότι ο έμμεσος χαρακτηρισμός του χώρου εργασίας του αιτούντος στην κύρια δίκη ως χώρου που τον εκθέτει σε «ειδικές περιστάσεις» έχει συνέπειες για τα δικαιώματά του κοινωνικής ασφάλισης, η αγωγή του αποσκοπεί, πρωτίστως, στην αναγνώριση και εφαρμογή του χαρακτηρισμού αυτού τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον, δεδομένου ότι οι συνθήκες εργασίας του δεν έχουν μεταβληθεί από την πρόσληψή του. Ο προσφεύγων της κύριας δίκης ισχυρίζεται, επομένως, ότι εκτέθηκε και εξακολουθεί να εκτίθεται σε σημαντικούς παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν την υγεία του στην εργασία, οι οποίοι υπερβαίνουν τις οριακές τιμές, χωρίς, ωστόσο, να διαθέτει κανένα ένδικο βοήθημα για να ζητήσει τη διαπίστωση τόσο της ύπαρξης όσο και της έκτασης των επαγγελματικών κινδύνων στην εργασία και τον χαρακτηρισμό του χώρου εργασίας του ως χώρου εργασίας που τον εκθέτει σε συνθήκες εργασίας διαφορετικές από τις «κανονικές» συνθήκες εργασίας.
50 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, μολονότι το άρθρο 12 του νόμου 319/2006 μεταφέρει το άρθρο 9 της οδηγίας 89/391 στο ρουμανικό δίκαιο, οι υποχρεώσεις των εργοδοτών που αναφέρονται στη διάταξη αυτή δεν συνδέονται με την υποχρέωση διενέργειας ακριβούς και ρεαλιστικής ταξινόμησης των συνθηκών εργασίας σε επίπεδο επιχείρησης. Επιπλέον, δεν υπάρχει εθνική νομοθεσία κατώτερου επιπέδου που να ορίζει τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις αξιολόγησης και παρακολούθησης των επαγγελματικών κινδύνων από επιχειρήσεις όπου υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την υγεία των εργαζομένων. Μολονότι η μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 12 του νόμου 319/2006 μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή διοικητικού προστίμου στον εργοδότη, καμία άλλη έννομη συνέπεια δεν συνδέεται με τη μη διενέργεια κατάλληλης αξιολόγησης των επαγγελματικών κινδύνων στην εργασία.
51 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί η αλληλεπίδραση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου. Ειδικότερα, θεωρεί ότι, δεδομένου ότι οι σχετικές εθνικές διατάξεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, τίθεται το ερώτημα εάν το άρθρο 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 89/391 είναι ανεπιφύλακτο, πλήρες και ακριβές, ώστε να έχει άμεσο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, εάν η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τα άρθρα 31, παράγραφος 1, και 47 του Χάρτη, είναι ικανή να διασφαλίσει αποτελεσματική δικαστική προστασία για εργαζόμενους όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης σε περίπτωση που όσοι υποχρεούνται νομικά να το πράξουν, όπως οι εργοδότες, δεν συμμορφωθούν με τις νομικές τους υποχρεώσεις, όπως αυτές που αφορούν τον χαρακτηρισμό των εργαζομένων ως ευρισκομένων σε «ειδικές περιστάσεις».
52 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Iași (Εφετείο Ιασίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Αντιτίθενται τα άρθρα 9 και 11(6) της [οδηγίας 89/391] σε υποχρεωτική εθνική νομοθεσία και πρακτική βάσει της οποίας οι εργαζόμενοι δεν δικαιούνται να απευθύνονται απευθείας στις αρχές που είναι αρμόδιες για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, εάν κρίνουν ότι τα μέτρα και τα μέσα που λαμβάνει ο εργοδότης είναι ανεπαρκή για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, και δεν δικαιούνται να προσφύγουν ενώπιον των δικαστηρίων εάν κρίνουν ότι οι εργοδότες δεν έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους να χαρακτηρίσουν [τους εργαζόμενους] ως εργαζόμενους σε θέσεις εργασίας που υπόκεινται σε ειδικούς όρους εργασίας, τόσο ως προς τις ήδη δεδουλευμένες ώρες εργασίας όσο και ως προς τη μελλοντική διάρκεια της εργασιακής σχέσης;
(2) Έχει το άρθρο 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 89/391 κάθετο άμεσο αποτέλεσμα και, σε συνδυασμό με τα άρθρα 31, παράγραφος 1, και 47 του [Χάρτη], παρέχει στους εργαζομένους δικαίωμα δικαστικής προστασίας σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τη νομοθεσία από εκείνους που είναι νομικά υπεύθυνοι για την εκπλήρωση αυτή;
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Σχετικά με την πρώτη ερώτηση
53 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 9 και 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 89/391 πρέπει να ερμηνευθούν ως αντίθετα προς εθνική νομοθεσία, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, η οποία εμποδίζει έναν εργαζόμενο να επικοινωνήσει με την αρμόδια εθνική αρχή που είναι υπεύθυνη για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία ή να ασκήσει αγωγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να καθορίσει ή να αναθεωρήσει την κατάταξη του χώρου εργασίας του, όπως προβλέπεται από την εν λόγω νομοθεσία, ανάλογα με τους υψηλότερους κινδύνους για την υγεία στους οποίους εκτίθεται, και να του χορηγήσει πρόσθετα δικαιώματα όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών βάσει της νέας αυτής κατάταξης.
54 Συναφώς, από τον τίτλο και το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391 προκύπτει σαφώς ότι σκοπός της είναι η θέσπιση μέτρων για την ενθάρρυνση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στην εργασία. Προς τούτο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτής, η οδηγία θεσπίζει γενικές αρχές σχετικά με την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων, την προστασία της ασφάλειας και της υγείας, την εξάλειψη των κινδύνων και των ατυχημάτων, την παροχή πληροφοριών, διαβούλευσης, ισόρροπης συμμετοχής και εκπαίδευσης των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, καθώς και γενικές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των εν λόγω αρχών. Συνεπώς, η εν λόγω οδηγία αντικατοπτρίζει και προσδιορίζει το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε συνθήκες εργασίας που σέβονται την υγεία και την ασφάλειά του, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη.
55 Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, το άρθρο 4 της οδηγίας 89/391, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 1, απαιτεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εργοδότες υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων σε όλες τις πτυχές που σχετίζονται με την εργασία.
56 Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει συναφώς ότι ο εργοδότης οφείλει να έχει διενεργήσει αξιολόγηση των κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν ομάδες εργαζομένων που εκτίθενται σε ιδιαίτερους κινδύνους, να αποφασίζει για τα προστατευτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν και, όπου είναι απαραίτητο, για τον προστατευτικό εξοπλισμό που πρέπει να χρησιμοποιηθεί, να τηρεί αρχείο των εργατικών ατυχημάτων που έχουν ως αποτέλεσμα την ανικανότητα των εργαζομένων προς εργασία για περισσότερες από τρεις εργάσιμες ημέρες και να συντάσσει εκθέσεις για τα εργατικά ατυχήματα που υπέστησαν οι εργαζόμενοί του. Το άρθρο 9, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των δραστηριοτήτων και το μέγεθος της επιχείρησης, τις υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρώνουν οι διάφοροι τύποι επιχειρήσεων όσον αφορά τη σύνταξη των εγγράφων που αφορούν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1.
57 Επιπλέον, το άρθρο 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 89/391 ορίζει ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν την ευκαιρία να επικοινωνήσουν με την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, εάν κρίνουν ότι τα μέτρα που λαμβάνει ο εργοδότης είναι ανεπαρκή για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία.
58 Ούτε οι διατάξεις αυτές ούτε καμία άλλη διάταξη της οδηγίας 89/391 υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την ταξινόμηση των χώρων εργασίας ανάλογα με τη σοβαρότητα των κινδύνων για την υγεία των εργαζομένων σε αυτούς, ώστε να μπορούν τα εν λόγω πρόσωπα να αποκτούν, κατά περίπτωση, ορισμένα πρόσθετα δικαιώματα όσον αφορά τις συντάξεις και τις άδειες.
59 Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ένα σύστημα ταξινόμησης των χώρων εργασίας βάσει τέτοιων κινδύνων μπορεί να έχει αντίκτυπο στις υποχρεώσεις των εργοδοτών βάσει της οδηγίας 89/391. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος από τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω οδηγία. Αυτό δεν συμβαίνει όταν η εφαρμογή του συστήματος αυτού έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του εργοδότη από ορισμένες από τις υποχρεώσεις αυτές (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2018, Podilă κ.λπ., C‑133/17 και C‑134/17, EU:C:2018:203, σκέψεις 42 και 44).
60 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η σχετική εθνική νομοθεσία αποτελείται από δύο μέρη που εφαρμόζονται παράλληλα.
61 Το πρώτο μέρος είναι ο νόμος 319/2006. Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, ο νόμος αυτός μεταφέρει την οδηγία 89/391 στο ρουμανικό δίκαιο (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2018, Podilă κ.λπ., C‑133/17 και C‑134/17, EU:C:2018:203, σκέψη 43). Ειδικότερα, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β) και το άρθρο 18, παράγραφος 7, του εν λόγω νόμου μεταφέρουν αντίστοιχα το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 11, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας. Επιπλέον, το άρθρο 39, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εργοδότη με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β) του εν λόγω νόμου. Ωστόσο, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου δεν αφορούν την εν λόγω μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο και δεν αμφισβητείται στην κύρια δίκη ότι οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν με την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία ή να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να αμφισβητήσουν μέτρα που θεωρούν ανεπαρκή για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία.
62 Το δεύτερο μέρος, σε σχέση με το οποίο το αιτούν δικαστήριο εγείρει τα ερωτήματά του, επιτρέπει στους εργοδότες να κατατάσσουν τους χώρους εργασίας σε διαφορετικές κατηγορίες με βάση τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι εργαζόμενοι για την υγεία τους. Ανάλογα με την κατηγορία στην οποία κατατάσσεται ο χώρος εργασίας τους, μπορούν να χορηγηθούν στους εργαζόμενους ορισμένα πρόσθετα δικαιώματα όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και τα δικαιώματα άδειας. Ωστόσο, βάσει των διατάξεων του εθνικού δικαίου που εμπίπτουν στο δεύτερο αυτό μέρος, όπως ερμηνεύονται από το Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο), μόνο ο εργοδότης μπορεί να υποβάλει αίτηση για την κατάταξη ενός χώρου εργασίας ανάλογα με τον κίνδυνο ή για την ανανέωση της εν λόγω κατάταξης. Ένας εργαζόμενος δεν μπορεί να υποβάλει αίτηση στην εθνική αρχή που είναι αρμόδια για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία ή να ασκήσει αγωγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου για να διαπιστώσει ότι οι συνθήκες εργασίας του εμπίπτουν σε κατηγορία που τον εκθέτει σε ιδιαίτερους κινδύνους ή για να υποχρεώσει τον εργοδότη του να κατατάξει τον χώρο εργασίας του ως εμπίπτοντα σε τέτοια κατηγορία.
63 Ο προσφεύγων της κύριας δίκης αμφισβητεί το γεγονός ότι, από την 1η Ιανουαρίου 2007, ο χώρος εργασίας του δεν χαρακτηριζόταν ως χώρος εργασίας που υπόκειται σε «ειδικές συνθήκες εργασίας». Αυτή η έλλειψη χαρακτηρισμού έχει ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, να τον στερήσει, από την ημερομηνία αυτή, του δικαιώματος σε μεγαλύτερη ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών και των δικαιωμάτων συμπληρωματικής σύνταξης γήρατος, τα οποία συνίστανται, πρώτον, σε μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης και, δεύτερον, σε αύξηση του αριθμού των μορίων που απαιτούνται για τον υπολογισμό της σύνταξης, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης θα έπρεπε να καταβάλει υψηλότερες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
64 Συνεπώς, είναι απαραίτητο να εξεταστεί εάν η εθνική νομοθεσία που προβλέπει σύστημα ταξινόμησης των χώρων εργασίας με βάση τους κινδύνους για την υγεία στους οποίους εκτίθενται οι εργαζόμενοι έχει αντίκτυπο στις υποχρεώσεις των εργοδοτών βάσει της οδηγίας 89/391, στο μέτρο που η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος μπορεί να οδηγήσει στην παροχή στους εργαζομένους ορισμένων πρόσθετων δικαιωμάτων σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.
65 Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά τη χορήγηση συμπληρωματικών δικαιωμάτων σε συντάξεις γήρατος, επισημαίνεται ότι η χορήγηση τέτοιων δικαιωμάτων δεν συμβάλλει στον επιδιωκόμενο από την εν λόγω οδηγία σκοπό, ο οποίος συνίσταται στη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στην εργασία. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών του, σε σχέση με τα συμπληρωματικά συντάξιμα δικαιώματα γήρατος που αναφέρονται ρητά στην επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, η αύξηση του αριθμού των μορίων που απαιτούνται για τον υπολογισμό της σύνταξης γήρατος δεν επηρεάζει τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, αλλά μάλλον την κατάστασή τους μετά την περίοδο αυτή. Επιπλέον, η μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης για τους εργαζόμενους που εκτίθενται σε «ειδικές συνθήκες εργασίας» δεν συνδέεται με την εφαρμογή μέτρων που αποσκοπούν στη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στην εργασία. Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν στην πραγματικότητα αποζημίωση για τον κίνδυνο που αναλαμβάνεται, ο οποίος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 89/931.
66 Δεύτερον, όσον αφορά την παροχή του δικαιώματος σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών μεγαλύτερης διάρκειας, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις της οδηγίας 89/391 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 2003/88. Το άρθρο 1, παράγραφος 4, της τελευταίας ορίζει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 89/391 εφαρμόζονται πλήρως στις πτυχές του χρόνου εργασίας που καλύπτονται από την οδηγία 2003/88, με την επιφύλαξη τυχόν αυστηρότερων ή ειδικότερων διατάξεων της εν λόγω οδηγίας.
67 Σκοπός της οδηγίας 2003/88 είναι η θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων, ιδίως μέσω της προσέγγισης των εθνικών νομοθεσιών περί του χρόνου εργασίας. Σκοπός της εν λόγω εναρμόνισης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι η διασφάλιση καλύτερης προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, διασφαλίζοντας ότι έχουν μια ελάχιστη περίοδο ανάπαυσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2024, Loredas, C‑531/23, EU:C:2024:1050, σκέψεις 29 και 30 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
68 Επομένως, η «επαρκής ανάπαυση» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 9, της οδηγίας 2003/88 σημαίνει ότι στους εργαζόμενους παρέχονται τακτικές περίοδοι ανάπαυσης, η διάρκεια των οποίων εκφράζεται σε μονάδες χρόνου και οι οποίες είναι επαρκώς μακρές και συνεχείς ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εργαζόμενοι δεν προκαλούν βλάβη στον εαυτό τους, στους συναδέλφους τους ή σε άλλους ή στην υγεία τους, είτε βραχυπρόθεσμα είτε μακροπρόθεσμα, λόγω κόπωσης ή ακανόνιστης εργασίας.
69 Συνεπώς, προς διασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στην εργασία, δικαιολογείται η χορήγηση στον εργαζόμενο αρκετών ετών άδειας λόγω δύσκολων συνθηκών εργασίας που τον εκθέτουν σε κινδύνους για την υγεία ή το άτομό του.
70 Ωστόσο, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών του, η οδηγία 2003/88 δεν απαιτεί τη χορήγηση ετήσιας άδειας για τους λόγους αυτούς.
71 Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε εργαζόμενος δικαιούται τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται από την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική για την απόκτηση και τη χορήγηση τέτοιας άδειας. Επιπλέον, στην εν λόγω διάταξη, στα άρθρα 1, παράγραφος 1, 1, παράγραφος 2, στοιχείο α’, και 15 της εν λόγω οδηγίας, αναφέρεται ρητά ότι ο σκοπός της εν λόγω οδηγίας περιορίζεται στον καθορισμό ελάχιστων προδιαγραφών ασφάλειας και υγείας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας και ότι δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία των εργαζομένων.
72 Συνεπώς, πρώτον, η οδηγία 2003/88 δεν αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις που χορηγούν δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών διάρκειας μεγαλύτερης των τεσσάρων εβδομάδων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, με την επιφύλαξη των όρων κτήσης και χορήγησης του δικαιώματος αυτού που ορίζονται από το εθνικό δίκαιο, και, δεύτερον, η χορήγηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που υπερβαίνει το ελάχιστο απαιτούμενο από το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 δεν διέπεται από την εν λόγω οδηγία, αλλά από το εθνικό δίκαιο, εκτός του συστήματος που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT, C‑609/17 και C‑610/17, EU:C:2019:981, σκέψεις 33 και 35 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
73 Λαμβάνοντας υπόψη τις σκέψεις αυτές, το δικαίωμα σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών μεγαλύτερης διάρκειας που χορηγείται στους εργαζομένους με το σκεπτικό ότι ο χώρος εργασίας τους χαρακτηρίζεται ως χώρος που τους εκθέτει σε συγκεκριμένους επαγγελματικούς κινδύνους δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 2003/88 και 89/391.
74 Κατά συνέπεια, η εθνική νομοθεσία που προβλέπει σύστημα ταξινόμησης των χώρων εργασίας με βάση τους κινδύνους για την υγεία στους οποίους εκτίθενται οι εργαζόμενοι δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις των εργοδοτών βάσει της οδηγίας 89/391, στο μέτρο που η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος μπορεί να οδηγήσει μόνο στην παροχή στους εργαζομένους ορισμένων πρόσθετων δικαιωμάτων σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.
75 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, με την αγωγή που άσκησε ο προσφεύγων της κύριας δίκης, την οποία άσκησε με το σκεπτικό ότι ο τόπος εργασίας του δεν είχε χαρακτηριστεί ως τόπος εργασίας που τον υπαγόταν σε «ειδικές περιστάσεις» κατά την έννοια της ρουμανικής νομοθεσίας, δεν αφορά μόνο τα προαναφερθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και το δικαίωμα ετήσιας άδειας, αλλά ζητεί επίσης την αναγνώριση των επαγγελματικών κινδύνων που είναι εγγενείς στις συνθήκες υπό τις οποίες ασκεί τη δραστηριότητά του, τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον.
76 Συναφώς, από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 89/391 προκύπτει σαφώς ότι ο εργοδότης πρέπει να έχει στη διάθεσή του αξιολόγηση των κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν ομάδες εργαζομένων που εκτίθενται σε ιδιαίτερους κινδύνους, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφασίσει σχετικά με τα προστατευτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν και, εφόσον είναι απαραίτητο, τον προστατευτικό εξοπλισμό που πρέπει να χρησιμοποιηθεί.
77 Όπως προκύπτει από τη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, εάν ο χώρος εργασίας του αιτούντος της κύριας δίκης δεν είχε χαρακτηριστεί ως χώρος εργασίας που υπόκειται σε «ειδικές περιστάσεις» επειδή ο εργοδότης δεν είχε διενεργήσει εκτίμηση κινδύνου, με αποτέλεσμα να μην έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, η μη χαρακτηρισμός αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του εργοδότη από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, της οδηγίας 89/391, κατά των οποίων οι εργαζόμενοι πρέπει να μπορούν να ασκήσουν αγωγή ενώπιον της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας, και η οποία θα μπορούσε, κατά περίπτωση, να προσβληθεί με αγωγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, προκειμένου να διασφαλιστεί, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, η αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που παρέχονται στους εργαζόμενους από την εν λόγω οδηγία.
78 Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι, μετά τη μεταφορά στο ρουμανικό δίκαιο του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, και του άρθρου 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 89/391, ο εργοδότης οφείλει να έχει διενεργήσει εκτίμηση των κινδύνων και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, και ότι ο ενάγων της κύριας δίκης έχει την ευκαιρία να αμφισβητήσει, ενώπιον της αρμόδιας ρουμανικής αρχής που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία και, κατά περίπτωση, ενώπιον των ρουμανικών δικαστηρίων, την επάρκεια των μέτρων και των μέσων που έλαβε ο εργοδότης του για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία μετά την εκτίμηση των κινδύνων που διενεργήθηκε συναφώς.
79 Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι τα άρθρα 9 και 11, παράγραφος 6, της οδηγίας 89/391 πρέπει να ερμηνευθούν ως μη εφαρμοστέα στην εθνική νομοθεσία, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, η οποία εμποδίζει έναν εργαζόμενο να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια εθνική αρχή που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία ή να ασκήσει αγωγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να καθορίσει ή να αναθεωρήσει την κατάταξη του χώρου εργασίας του, όπως προβλέπεται από την εν λόγω νομοθεσία, ανάλογα με τους υψηλότερους κινδύνους για την υγεία στους οποίους εκτίθεται εκεί, και προκειμένου να του χορηγηθούν πρόσθετα δικαιώματα όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών βάσει αυτής της νέας κατάταξης.
Στο δεύτερο ερώτημα
80 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.
Σχετικά με το κόστος
81 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην εκείνων των διαδίκων αυτών, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Άρθρα 9 και 11(6) της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την ενθάρρυνση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στην εργασία
θα πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
δεν εφαρμόζονται στην εθνική νομοθεσία, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, η οποία εμποδίζει έναν εργαζόμενο να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια εθνική αρχή που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία ή να ασκήσει αγωγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να καθορίσει ή να αναθεωρήσει την κατάταξη του χώρου εργασίας του, όπως προβλέπεται από την εν λόγω νομοθεσία, σύμφωνα με τους υψηλότερους κινδύνους για την υγεία στους οποίους εκτίθεται εκεί, και προκειμένου να του χορηγηθούν πρόσθετα δικαιώματα όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών βάσει αυτής της νέας κατάταξης.
Υπογραφές
