ΑΠΟΦΑΣΗ
Κωνσταντίνου κ.α. κατά Κύπρου της 13.11.2025 (προσφ. αριθ. 77396/14 και 4 άλλες)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τετρακόσιοι πενήντα (450) Κύπριοι δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι κατέθεσαν προσφυγές κατά των μέτρων λιτότητας που επιβλήθηκαν κατά την οικονομική κρίση. Οι προσφεύγοντες υπέστησαν μειώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις τους μέσω έκτακτης εισφοράς που κυμαινόταν από 0,8% έως 3,5% ανάλογα με το ύψος των απολαβών. Για την πρώτη ομάδα προσφευγόντων (προσφυγή αριθ. 77396/14), οι μειώσεις ίσχυσαν από την 1η Σεπτεμβρίου 2011 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016. Για τις υπόλοιπες ομάδες, οι μειώσεις διήρκεσαν από την 1η Δεκεμβρίου 2012 έως την 1η Ιανουαρίου 2023.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου απέρριψε τις προσφυγές τους σε αποφάσεις του 2018-2020. Στην υπόθεση Χαραλάμπους (2018), το δικαστήριο έκρινε ότι μόνο ο πυρήνας του δικαιώματος στον μισθό προστατευόταν συνταγματικά και ότι η μικρή μείωση δεν αποτελούσε στέρηση αλλά περιορισμό δικαιολογημένο από το δημόσιο συμφέρον λόγω της οικονομικής κρίσης. Στην υπόθεση Αυγουστή (2020), το Ανώτατο Δικαστήριο ακολούθησε το προηγούμενο της Χαραλάμπους, διακρίνοντας την υπόθεση Κουτσελίνη – Ιωαννίδου (2014) όπου το δικαστήριο είχε κρίνει αντισυνταγματική την αναστολή συντάξεων, επειδή στην τελευταία η παρέμβαση ήταν μόνιμη και οι προσφεύγοντες είχαν χάσει πλήρως ή μερικώς τις συντάξεις τους.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε απόκλιση στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που να παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Το δικαστήριο παρείχε εύλογες εξηγήσεις για τις διαφορετικές προσεγγίσεις, διακρίνοντας τις υποθέσεις με βάση τα πραγματικά περιστατικά τους. Το νεοσυσταθέν Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε επίσης την απουσία σύγκρουσης στη νομολογία.
Όσον αφορά την προστασία της περιουσίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα εξυπηρετούσαν θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος κατά την περίοδο σοβαρής οικονομικής κρίσης με υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα που απειλούσε τη χρεοκοπία. Οι μειώσεις ήταν μέτριες (0,8%-3,5%), προσωρινές και κλιμακωτές με βάση το εισόδημα, προστατεύοντας τους χαμηλόμισθους. Το Δικαστήριο τόνισε το ευρύ περιθώριο εκτίμησης των κρατών σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής κατά τη διάρκεια κρίσεων και ότι η ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά τα ληφθέντα μέτρα αδικαιολόγητα.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, κρίνοντας ως απαράδεκτο το παράπονο βάσει του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 12 περί διάκρισης.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι 450 Κύπριοι πολίτες, δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι. Στις 31 Αυγούστου 2011, το Κυπριακό Κοινοβούλιο ψήφισε τον Νόμο 112(I)/2011 που επέβαλε κλιμακωτές μειώσεις στους μισθούς άνω των 1.500 ευρώ: 1,5% για μισθούς 1.501-2.500 ευρώ, 2,5% για 2.501-3.500 ευρώ, 3% για 3.501- 4.500 ευρώ και 3,5% για μισθούς άνω των 4.501 ευρώ.
Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2011 για αρχική περίοδο 24 μηνών και παρατάθηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016. Τον Νοέμβριο 2012, ψηφίστηκε ο Νόμος 168(I)/2012 που επέβαλε πιο ήπιες μειώσεις από 0,8% έως 3% για την περίοδο 2012-2023.
Οι προσφεύγοντες προσέβαλαν τα μέτρα στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο σε σειρά αποφάσεων (Χαραλάμπους 2018, Αυγουστή 2020) απέρριψε τις προσφυγές τους, κρίνοντας ότι οι μειώσεις ήταν συνταγματικές και δικαιολογημένες λόγω της οικονομικής κρίσης.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 1 Πρώτου Πρωτοκόλλου,
Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 12
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 – Δίκαιη δίκη
Το Δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό περί αντιφατικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεταξύ των αποφάσεων Χαραλάμπους, Κουτσελίνη – Ιωαννίδου και Αυγουστή,. Επαναβεβαίωσε ότι η ύπαρξη αντικρουόμενων δικαστικών αποφάσεων μπορεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες να δημιουργήσει νομική αβεβαιότητα που μειώνει την εμπιστοσύνη του κοινού στο δικαστικό σύστημα.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο παρείχε εύλογη εξήγηση για τις διαφορετικές προσεγγίσεις. Στην Αυγουστή, το δικαστήριο την διέκρινε απόν την Κουτσελίνη – Ιωαννίδου επειδή η παρέμβαση σε εκείνη την υπόθεση ήταν μόνιμη και οι προσφεύγοντες είχαν απωλέσει μερικά ή ολικά τις συντάξεις τους. Αντιθέτως, στην Αυγουστή οι προσφεύγοντες υπέστησαν μόνο περιορισμένη μείωση που σχετιζόταν με τη δεινή οικονομική κατάσταση και διήρκεσε περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Το νεοσυσταθέν Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αν και με obiter dictum, διαπίστωσε επίσης ότι δεν υπήρχε σύγκρουση στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου – Προστασία της περιουσίας
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι υπήρξε παρέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα των προσφευγόντων μέσω της μείωσης μισθών και συντάξεων. Εξέτασε αν η παρέμβαση ήταν νόμιμη, εξυπηρετούσε θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και τήρησε δίκαιη ισορροπία.
Σχετικά με τη νομιμότητα, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα είχαν σαφή νομική βάση στους Νόμους 112(I)/2011 και 168(I)/2012 που ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο. Το Ανώτατο Δικαστήριο παρείχε επαρκή ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας και επίλυσε τυχόν ασάφειες.
Ως προς το θεμιτό σκοπό, το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι τα μέτρα στόχευαν στη μείωση του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος κατά τη διάρκεια σοβαρής οικονομικής κρίσης. Η Κύπρος αντιμετώπιζε κίνδυνο κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και χρεοκοπίας, με το δημόσιο χρέος να αυξάνεται δραματικά.
Για την αναλογικότητα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι μειώσεις ήταν μέτριες (0,8%-3,5%), κλιμακωτές και προσωρινές. Δεν έθεταν σε κίνδυνο τα μέσα διαβίωσης των προσφευγόντων. Τα κράτη έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης σε θέματα οικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Η ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά τα ληφθέντα μέτρα αδικαιολόγητα εφόσον παραμένουν εντός του περιθωρίου εκτίμησης.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Το Δικαστήριο δεν βλέπει λόγους να διαπιστώσει ότι οι αρχές απέτυχαν να επιτύχουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων των γενικών συμφερόντων της κοινότητας και των απαιτήσεων προστασίας των ατομικών θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσφευγόντων» (παράγραφος 131).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή ενισχύει τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το ευρύ περιθώριο εκτίμησης των κρατών σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ειδικά κατά τη διάρκεια οικονομικών κρίσεων.
Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Constantinou and Others v. Cyprus επανέλαβε με συνέπεια τη νομολογία που έχει διαμορφώσει σε αντίστοιχες υποθέσεις μέτρων λιτότητας, όπως Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος της 07.05.2013 με αριθμ. προσφ. 57665/12 και 57657/12, Da Conceição Mateus και Santos Januário κατά Πορτογαλίας της 08.10.2013 με αριθμ. προσφ. 62235/12 και 57725/12, και Mockienė κατά Λιθουανίας της 28.04.2022 με αριθμ. προσφ. 75916/13, όπου κρίθηκε ότι μειώσεις μισθών και συντάξεων σε συνθήκες σοβαρής οικονομικής κρίσης δεν παραβιάζουν το άρθρο 1 ΠΠΠ όταν πληρούνται ουσιώδεις προϋποθέσεις νομιμότητας, θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, αναλογικότητας και προσωρινού χαρακτήρα.
Στην υπόθεση αυτή, το ΕΔΔΑ δέχεται ότι οι κυπριακές περικοπές ήταν κλιμακωτές, περιορισμένες σε έκταση (0–17.5%) και προσωρινές, με σαφές χρονικό τέλος, και ότι δεν έθιξαν τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας ούτε οδήγησαν σε υλική ανέχεια. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι εθνικές αρχές διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης στην επιλογή μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής, ιδίως σε περιόδους βαθιάς κρίσης.
Ως προς τη νομολογιακή απόκλιση, το ΕΔΔΑ εφαρμόζει αυστηρά κριτήρια: δεν αρκεί η ύπαρξη διαφορετικών αποφάσεων· απαιτείται βαθιά και μακροχρόνια αντίφαση χωρίς εύλογη εξήγηση. Η διάκριση μεταξύ της υπόθεσης Κουτσελίνη – Ιωαννίδου (που αφορούσε μόνιμη απώλεια συντάξεων) και της Χαραλάμπους (που αφορούσε προσωρινές κλιμακωτές μειώσεις) θεωρήθηκε επαρκώς αιτιολογημένη. Συνεπώς, δεν υπήρχε ασυνέπεια ικανή να πλήξει την προβλεψιμότητα της δικαστικής κρίσης.
Η συγκριτική θεώρηση με άλλα διεθνή Δικαστήρια και Επιτροπές ενισχύει το παραπάνω συμπέρασμα:
Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Five Pensioners v. Peru της 28.02.2003 αναγνώρισε ευρύ περιθώριο μεταρρυθμίσεων συντάξεων κατά οικονομική κρίση, αρκεί να μην πλήττεται ο πυρήνας του δικαιώματος.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στην Araujo–Jongen v. Netherlands (Communication αρ. 418/1990) δέχθηκε ότι μεταβολές κοινωνικοασφαλιστικών παροχών είναι επιτρεπτές όταν είναι εύλογες και αναλογικές.
Το Αφρικανικό Δικαστήριο, στην υπόθεση ACHPR κατά Λιβύης (Application αρ. 002/2013), παρότι δεν διαθέτει εκτενή νομολογία σε οικονομικά δικαιώματα, υιοθέτησε παρόμοια στάση σεβασμού του κρατικού περιθωρίου εκτίμησης σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης.
Επιπλέον, η προκειμένη απόφαση Κωνσταντίνου ενισχύει ότι:
α) η προστασία των χαμηλών εισοδημάτων μέσω μηδενικών ή ελάχιστων περικοπών αποτελεί καθοριστικό στοιχείο αναλογικότητας,
β) ο προσωρινός χαρακτήρας των μέτρων, που μειώνονταν σταδιακά και καταργήθηκαν το 2023, βάρυνε ιδιαίτερα υπέρ της συμβατότητας με την ΕΣΔΑ και
γ) η ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών δημοσιονομικής πολιτικής δεν αρκούσε για να καταστήσει το μέτρο δυσανάλογο.
Συνολικά, το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε πλήρως τη νομολογιακή του γραμμή που συνίσταται στο ότι: σε συνθήκες κρίσης, τα κράτη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης για την υιοθέτηση προσωρινών, στοχευμένων και αναλογικών περιορισμών σε μισθούς και συντάξεις, χωρίς να παραβιάζεται η Σύμβαση, εφόσον διασφαλίζεται ο πυρήνας του δικαιώματος και η διατήρηση αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου.
Βασίλης Χειρδάρης
