Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-19/23 | Δανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Επαρκείς κατώτατοι μισθοί)
Ωστόσο, ακυρώνει τη διάταξη που απαριθμεί τα κριτήρια τα οποία πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνουν υπόψη τα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς όταν καθορίζουν και επικαιροποιούν τους μισθούς αυτούς, καθώς και τον κανόνα που εμποδίζει τη μείωση των νόμιμων κατώτατων μισθών στην περίπτωση αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής τους
Η Δανία προσέφυγε στο Δικαστήριο ζητώντας να ακυρωθεί στο σύνολό της η οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η οδηγία παραβιάζει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, επειδή συνεπάγεται άμεση επέμβαση στους τομείς του καθορισμού των αμοιβών εντός της Ένωσης και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, για τους οποίους αρμόδια σύμφωνα με τις Συνθήκες είναι τα κράτη μέλη. Το Δικαστήριο δέχεται εν μέρει τα επιχειρήματα της Δανίας. Εντοπίζει τέτοιας φύσης επέμβαση σε δύο διατάξεις της οδηγίας οι οποίες απευθύνονται στα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς και αφορούν τον καθορισμό ή την επικαιροποίηση των μισθών αυτών. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή της Δανίας και επιβεβαιώνει έτσι το κύρος του μεγαλύτερου μέρους της επίμαχης οδηγίας.
Στις 19 Οκτωβρίου 2022 ο νομοθέτης της Ένωσης, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, εξέδωσε την οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση 1. Επιδιώκοντας τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ένωση, η οδηγία θεσπίζει ένα πλαίσιο που αποσκοπεί, ιδίως, στη διασφάλιση της επάρκειας των νόμιμων κατώτατων μισθών στα κράτη μέλη στα οποία προβλέπονται τέτοιοι μισθοί και στην προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών.
Η Δανία 2 άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση της οδηγίας στο σύνολό της 3.
Υποστηρίζει ότι η οδηγία δεν λαμβάνει υπόψη την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, επειδή συνεπάγεται άμεση επέμβαση στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης και στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, δηλαδή σε τομείς οι οποίοι, σύμφωνα με τις Συνθήκες 4 , δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες της Ένωσης.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι ο προβλεπόμενος από τις Συνθήκες αποκλεισμός της αρμοδιότητας της Ένωσης όσον αφορά τους δύο αυτούς τομείς δεν περιλαμβάνει κάθε ζήτημα που σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τις αμοιβές ή με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Ομοίως, δεν καλύπτει κάθε μέτρο το οποίο θα μπορούσε να έχει στην πράξη αντίκτυπο ή συνέπειες στο επίπεδο των αμοιβών. Σε αντίθετη περίπτωση, ορισμένες αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στην Ένωση για την υποστήριξη και τη συμπλήρωση της δράσης των κρατών μελών στον τομέα των όρων εργασίας 5 θα καθίσταντο άνευ περιεχομένου. Συνεπώς, η αρμοδιότητα της Ένωσης αποκλείεται μόνο σε περίπτωση άμεσης επέμβασης του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών
και στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
Το Δικαστήριο, μετά από εξέταση του σκοπού και του περιεχομένου της οδηγίας, εντοπίζει τέτοιας φύσης επέμβαση μόνο σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Πρώτον, η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς κριτήρια 6 τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο των διαδικασιών για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των μισθών αυτών. Με αυτόν τον τρόπο, η οδηγία συνεπάγεται εναρμόνιση όσον αφορά μέρος των στοιχείων που συνιστούν τους νόμιμους κατώτατους μισθούς και, κατά συνέπεια, συνιστά άμεση επέμβαση στον καθορισμό των αμοιβών.
Δεύτερον, το ίδιο ισχύει και για τον κανόνα που εμποδίζει τη μείωση των νόμιμων κατώτατων μισθών 7, όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών αυτών.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ακυρώνει τις ανωτέρω διατάξεις της οδηγίας οι οποίες συνεπάγονται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών και οι οποίες, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στις νομοθετικές αρμοδιότητες της Ένωσης. Το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή της Δανίας κατά τα λοιπά.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία δεν συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα και όσον αφορά τη διάταξη της οδηγίας σχετικά με την «Προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών», μεταξύ άλλων για τον λόγο ότι η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν την προσχώρηση μεγαλύτερου αριθμού εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το Δικαστήριο απορρίπτει επίσης τον ισχυρισμό της Δανίας ότι η οδηγία εκδόθηκε με εσφαλμένη νομική βάση 8.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η προσφυγή ακυρώσεως αποσκοπεί στην ακύρωση πράξεων των οργάνων της Ένωσης που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη, τα όργανα της Ένωσης και οι ιδιώτες μπορούν να ασκήσουν, κατά περίπτωση, προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου. Αν η προσφυγή κριθεί βάσιμη, η πράξη ακυρώνεται. Το καθού όργανο της Ένωσης οφείλει να καλύψει το ενδεχόμενο κενό δικαίου που δημιουργεί η ακύρωση της πράξεως.
- Οδηγία (ΕΕ) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2022, για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
- Υποστηριζόμενη από τη Σουηδία.
- Επικουρικώς, η Δανία ζήτησε την ακύρωση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, και/ή του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, τα οποία αφορούν την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών. Κατά τη Δανία, και αυτά τα άρθρα θίγουν τις αρμοδιότητες των κρατών μελών.
- Άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ.
- Κατά το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.
- Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας στα κριτήρια αυτά περιλαμβάνονται, τουλάχιστον, η αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης, το γενικό επίπεδο των μισθών και η κατανομή τους, ο ρυθμός αύξησης των μισθών και ταεθνικά επίπεδα και οι εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα.
- Άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας.
- Προς στήριξη του αιτήματός της για ακύρωση της οδηγίας στο σύνολό της, η Δανία υποστήριξε επίσης ότι η οδηγία, μολονότι το αντικείμενο της εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ένωσης, στηρίζεται σε μη ορθή νομική βάση. Κατά τη Δανία, δεδομένου ότι η οδηγία αφορά επίσης και την εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών, το Συμβούλιο θα έπρεπε να την έχει εγκρίνει ομόφωνα και όχι με ειδική πλειοψηφία.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 11ης Νοεμβρίου 2025 (*)
Περιεχόμενα
I. Το νομικό πλαίσιο
Α. Η Συνθήκη ΛΕΕ
Β. Η προσβαλλόμενη οδηγία
II. Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
III. Επί της προσφυγής
Α. Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης οδηγίας στο σύνολό της
1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ και κατάχρηση των εξουσιών που απονέμουν οι Συνθήκες στον νομοθέτη της Ένωσης
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου
1) Επί του σκοπού και του περιεχομένου της προσβαλλόμενης οδηγίας
2) Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του κανόνα περί αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά τις «αμοιβές»
i) Το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας
ii) Το άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας
iii) Το άρθρο 6 της προσβαλλόμενης οδηγίας
3) Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του κανόνα περί αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι»
2. Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται αδυναμία έκδοσης της προσβαλλόμενης οδηγίας βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Β. Επί του επικουρικού αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και/ή του άρθρου 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας
IV. Επί των δικαστικών εξόδων
« Προσφυγή ακυρώσεως – Οδηγία (ΕΕ) 2022/2041 – Επαρκείς κατώτατοι μισθοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ – Άρθρο 153, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ – Τήρηση των αρμοδιοτήτων που απονέμουν στην Ένωση οι Συνθήκες – Άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ – Περιπτώσεις αποκλεισμού της αρμοδιότητας – “Αμοιβές” και “δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι” – Άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης και στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι – Μερική ακύρωση – Άρθρο 5, παράγραφος 1, εν μέρει, παράγραφοι 2 και 3 in fine »
Στην υπόθεση C‑19/23,
με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2023,
Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον M. Jespersen, την J. F. Kronborg και την C. A.‑S. Maertens, στη συνέχεια από τον M. Jespersen, την C. A.‑S. Maertens και τον A. Skovsø Clausen,
προσφεύγον,
υποστηριζόμενο από το:
Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την H. Eklinder, την H. Shev και τον O. Simonsson, στη συνέχεια από την H. Eklinder και τον O. Simonsson,
παρεμβαίνον,
κατά
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους W. D. Kuzmienko, U. Spliid, A. Tamás και L. Visaggio,
καθού,
υποστηριζόμενου από:
την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον J. Möller και την A. Hoesch, στη συνέχεια από τον J. Möller,
την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Β. Μπαρούτα και τη Μ. Τασσοπούλου,
το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την A. Gavela Llopis,
τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους R. Bénard, J.‑L. Carré, B. Fodda και T. Lechevallier, στη συνέχεια από τους B. Fodda και T. Lechevallier,
το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενο από τους A. Germeaux και T. Schell, επικουρούμενους από την V. Verdanet, avocate,
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους B.‑R. Killmann και C. Vang, στη συνέχεια από τον B.‑R. Killmann,
παρεμβαίνοντες,
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από την A. F. Jensen, τον A. Norberg και την S. Scarpa Ferraglio, στη συνέχεια από τον A. Norberg και την S. Scarpa Ferraglio,
καθού,
υποστηριζόμενου από:
το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις C. Pochet, A. Van Baelen και L. Van den Broeck, στη συνέχεια από την C. Pochet,
την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον J. Möller και την A. Hoesch, στη συνέχεια από τον J. Möller,
την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Β. Μπαρούτα και τη Μ. Τασσοπούλου,
το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την A. Gavela Llopis,
τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους R. Bénard, J.-L. Carré, B. Fodda και T. Lechevallier, στη συνέχεια από τους B. Fodda και T. Lechevallier,
το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενο από τους A. Germeaux και T. Schell, επικουρούμενους από την V. Verdanet, avocate,
την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις C. Alves, P. Barros da Costa, P. Estevão, S. Leite, A. Pimenta και M. Sousa,
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους B.‑R. Killmann και C. Vang, στη συνέχεια από τον B.‑R. Killmann,
παρεμβαίνοντες,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, T. von Danwitz, Αντιπρόεδρο, F. Biltgen (εισηγητή), K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, I. Jarukaitis, I. Ziemele, J. Passer και O. Spineanu-Matei, προέδρους τμήματος, S. Rodin, E. Regan, A. Kumin, N. Jääskinen, M. Gavalec και Z. Csehi, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Ν. Αιμιλίου
γραμματέας: M. Krausenboeck, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 2024,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 2025,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με την προσφυγή του, το Βασίλειο της Δανίας ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει στο σύνολό της την οδηγία (ΕΕ) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2022, για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2022, L 275, σ. 33, στο εξής: προσβαλλόμενη οδηγία), και, επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και/ή το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας.
I. Το νομικό πλαίσιο
Α. Η Συνθήκη ΛΕΕ
2 Ο τίτλος X του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, ο οποίος τιτλοφορείται «Κοινωνική πολιτική», περιλαμβάνει τα άρθρα 151 έως 161 ΣΛΕΕ.
3 Κατά το άρθρο 151 ΣΛΕΕ:
«Η [Ευρωπαϊκή] Ένωση και τα κράτη μέλη, έχοντας υπόψη τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα όπως αυτά που ορίζονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961, και στον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989 [(στο εξής: Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων)], έχουν ως στόχο την προώθηση της απασχόλησης, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, ώστε να καταστήσουν δυνατή την εναρμόνισή τους με παράλληλη διατήρηση της προόδου, την κατάλληλη κοινωνική προστασία, τον κοινωνικό διάλογο και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιτρέψουν ένα υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχόλησης και την καταπολέμηση του αποκλεισμού.
Προς τούτο, η Ένωση και τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μέτρα στα οποία λαμβάνεται υπόψη η ποικιλομορφία των εθνικών πρακτικών, ιδιαιτέρως στον τομέα των συμβατικών σχέσεων, καθώς και η ανάγκη να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ένωσης.
Φρονούν ότι η εξέλιξη αυτή θα προκύψει όχι μόνον από τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η οποία θα διευκολύνει την εναρμόνιση των κοινωνικών συστημάτων, αλλά και από τις διαδικασίες που θεσπίζουν οι Συνθήκες, και από την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων.»
4 Το άρθρο 152, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:
«Η Ένωση αναγνωρίζει και προάγει τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων στο επίπεδό της, λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των εθνικών συστημάτων. Διευκολύνει τον μεταξύ τους διάλογο, σεβόμενη την αυτονομία τους.»
5 Το άρθρο 153 ΣΛΕΕ προβλέπει τα εξής:
«1. Προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους του άρθρου 151, η Ένωση υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στους ακόλουθους τομείς:
[…]
β) όροι εργασίας,
[…]
στ) εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένης της συνδιαχείρισης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5,
[…]
2. Για τον σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]:
[…]
β) δύνανται να θεσπίζουν, στους τομείς που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως θ) της παραγράφου 1, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές οι οποίες εφαρμόζονται σταδιακά, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και των τεχνικών ρυθμίσεων που υφίστανται σε κάθε κράτος μέλος. Στις οδηγίες αυτές αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την [Ευρωπαϊκή] Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή [(ΕΟΚΕ)] και την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή των Περιφερειών [(ΕτΠ)].
Στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία γ), δ), στ) και ζ), το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία, ομοφώνως, και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις εν λόγω επιτροπές.
[…]
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις αμοιβές, στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στο δικαίωμα για απεργία ή στο δικαίωμα για ανταπεργία (λόκ-άουτ).»
6 Το άρθρο 156 ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:
«Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 151 και με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων των Συνθηκών, η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και διευκολύνει το συντονισμό της δράσης τους σε όλους τους τομείς της κοινωνικής πολιτικής που υπάγονται στο παρόν κεφάλαιο, ιδίως επί θεμάτων που έχουν σχέση με:
[…]
– το συνδικαλιστικό δικαίωμα και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
[…]»
Β. Η προσβαλλόμενη οδηγία
7 Η προσβαλλόμενη οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.
8 Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 7, 8, 12, 16, 18, 19, 22, 24, 25, 28 και 29 της προσβαλλόμενης οδηγίας έχουν ως εξής:
«(3) Το άρθρο 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] [(στο εξής: Χάρτης)] κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του. […]
[…]
(7) Η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, μεταξύ άλλων μέσω επαρκών κατώτατων μισθών, ωφελεί τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις της Ένωσης, καθώς και την κοινωνία και την οικονομία γενικά, και αποτελεί προαπαιτούμενο για την επίτευξη δίκαιης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Η αντιμετώπιση των μεγάλων διαφορών όσον αφορά την κάλυψη και την επάρκεια της προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού συμβάλλει στην ενίσχυση της δικαιοσύνης στην αγορά εργασίας της Ένωσης, στην πρόληψη και τη μείωση των μισθολογικών και κοινωνικών ανισοτήτων και στην προαγωγή της οικονομικής και κοινωνικής προόδου και της σύγκλισης προς τα πάνω. […]
(8) Όταν καθορίζονται σε επαρκή επίπεδα, οι κατώτατοι μισθοί, όπως προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο ή σε συλλογικές συμβάσεις, προστατεύουν το εισόδημα των εργαζομένων, ιδίως των εργαζομένων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, συμβάλλουν στη διασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης, όπως επιδιώκεται με τη σύμβαση αριθ. 131 (1970) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) για τη θέσπιση συστήματος καθορισμού κατώτατων μισθών. Οι κατώτατοι μισθοί που διασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και, συνεπώς, πληρούν το όριο αξιοπρέπειας μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση της φτώχειας σε εθνικό επίπεδο και στη στήριξη της εγχώριας ζήτησης και της αγοραστικής δύναμης, ενισχύουν τα κίνητρα για εργασία και μειώνουν τις μισθολογικές ανισότητες, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων και τη φτώχεια των εργαζομένων και περιορίζουν τη μείωση του εισοδήματος σε περιόδους οικονομικής κάμψης.
[…]
(12) Αν και προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού υπάρχει σε όλα τα κράτη μέλη, σε ορισμένα από αυτά η εν λόγω προστασία απορρέει από νομοθετικές ή διοικητικές διατάξεις και από συλλογικές συμβάσεις, ενώ σε άλλα παρέχεται αποκλειστικά μέσω συλλογικών συμβάσεων. Οι διαφορετικές εθνικές παραδόσεις στα κράτη μέλη θα πρέπει να γίνονται σεβαστές.
[…]
(16) Αν και οι ισχυρές συλλογικές διαπραγματεύσεις, ιδίως σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο, συμβάλλουν στη διασφάλιση προστασίας με τη μορφή επαρκούς κατώτατου μισθού, οι παραδοσιακές δομές συλλογικών διαπραγματεύσεων διαβρώνονται τις τελευταίες δεκαετίες […]. Επιπλέον, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο υπέστησαν πιέσεις σε ορισμένα κράτη μέλη μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Ωστόσο, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις σε κλαδικό και διακλαδικό επίπεδο αποτελούν ουσιαστικό παράγοντα για την επίτευξη επαρκούς προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού και, ως εκ τούτου, είναι ανάγκη να προωθηθούν και να ενισχυθούν.
[…]
(18) Με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, καθώς και την ανοδική κοινωνική σύγκλιση στην Ένωση, η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστες προδιαγραφές σε ενωσιακό επίπεδο και ορίζει διαδικαστικές υποχρεώσεις για την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών και ενισχύει την αποτελεσματική πρόσβαση των εργαζομένων σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού, έχοντος χαρακτήρα νόμιμου κατώτατου μισθού, όπου υφίσταται, ή μισθού που προβλέπεται με βάση συλλογικές συμβάσεις όπως ορίζονται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Η παρούσα οδηγία προωθεί επίσης τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών.
(19) Σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, η παρούσα οδηγία δεν αποσκοπεί ούτε στην εναρμόνιση του επιπέδου των κατώτατων μισθών σε ολόκληρη την Ένωση ούτε στη θέσπιση ενιαίου μηχανισμού για τον καθορισμό των κατώτατων μισθών. Δεν θίγει την ελευθερία των κρατών μελών να καθορίζουν νόμιμους κατώτατους μισθούς ή να προωθούν την πρόσβαση σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού η οποία παρέχεται από συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τις πρακτικές και τις ιδιαιτερότητες κάθε κράτους μέλους και με πλήρη σεβασμό των εθνικών αρμοδιοτήτων και του δικαιώματος των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν συμβάσεις. Η παρούσα οδηγία δεν επιβάλλει και δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ως επιβάλλουσα υποχρέωση στα κράτη μέλη στα οποία η διαμόρφωση των μισθών διασφαλίζεται αποκλειστικά μέσω συλλογικών συμβάσεων να θεσπίσουν νόμιμο κατώτατο μισθό ή να αναγορεύουν τις συλλογικές συμβάσεις καθολικά εφαρμοστέες. Επιπλέον, η παρούσα οδηγία δεν καθορίζει το επίπεδο της αμοιβής, στοιχείο το οποίο υπάγεται στο πεδίο του δικαιώματος των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν συμβάσεις σε εθνικό επίπεδο και στη σχετική αρμοδιότητα των κρατών μελών.
[…]
(22) Οι εύρυθμα λειτουργούσες συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών αποτελούν σημαντικό μέσο για τη διασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων με επαρκείς κατώτατους μισθούς που κατά συνέπεια εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Στα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στηρίζουν τις γενικές μισθολογικές εξελίξεις και, ως εκ τούτου, συμβάλλουν στη βελτίωση της επάρκειας των κατώτατων μισθών, καθώς και των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων. Στα κράτη μέλη όπου η προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού παρέχεται αποκλειστικά μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, το επίπεδο των κατώτατων μισθών, καθώς και το ποσοστό των προστατευόμενων εργαζομένων, καθορίζονται απευθείας από τη λειτουργία του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Οι ισχυρές και εύρυθμα λειτουργούσες συλλογικές διαπραγματεύσεις, σε συνδυασμό με ένα υψηλό ποσοστό κάλυψης από κλαδικές ή διακλαδικές συλλογικές συμβάσεις, ενισχύουν την επάρκεια των κατώτατων μισθών και την κάλυψη από κατώτατους μισθούς.
[…]
(24) Σε ένα πλαίσιο φθίνουσας κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, είναι ουσιαστικής σημασίας τα κράτη μέλη να προωθούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, να διευκολύνουν την άσκηση του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης για τον καθορισμό των μισθών και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να ενισχύουν τον καθορισμό των μισθών που παρέχεται από τις συλλογικές συμβάσεις προκειμένου να βελτιωθεί η προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού των εργαζομένων. Τα κράτη μέλη έχουν επικυρώσει τη σύμβαση αριθ. 87 (1948) της ΔΟΕ περί συνδικαλιστικής ελευθερίας και προστασίας συνδικαλιστικού δικαιώματος[, που εγκρίθηκε στο Σαν Φρανσίσκο στις 9 Ιουλίου 1948,] και τη σύμβαση αριθ. 98 (1949) της ΔΟΕ περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως[, που εγκρίθηκε στη Γενεύη την 1η Ιουλίου 1949]. Το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης αναγνωρίζεται δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων της ΔΟΕ, δυνάμει της σύμβασης αριθ. 151 (1978) της ΔΟΕ για τις εργασιακές σχέσεις (στη Δημόσια Διοίκηση)[, που εγκρίθηκε στη Γενεύη στις 27 Ιουνίου 1978,] και της σύμβασης αριθ. 154 (1981) της ΔΟΕ περί συλλογικών διαπραγματεύσεων[, που εγκρίθηκε στη Γενεύη στις 19 Ιουνίου 1981], καθώς και δυνάμει της Ευρωπαϊκής σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών[, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950,] και του [Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη]. Τα άρθρα 12 και 28 του Χάρτη διασφαλίζουν, αντιστοίχως, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων. Σύμφωνα με το προοίμιό του, ο Χάρτης επιβεβαιώνει τα εν λόγω δικαιώματα που απορρέουν, ιδίως, από την Ευρωπαϊκή σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και τους Κοινωνικούς Χάρτες που έχουν υιοθετηθεί από την Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν, κατά περίπτωση και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και πρακτική, μέτρα για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μέτρα που διευκολύνουν την πρόσβαση των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων στους εργαζομένους.
(25) Τα κράτη μέλη με υψηλό ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις τείνουν να έχουν μικρό ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων και υψηλούς κατώτατους μισθούς. […] Κάθε κράτος μέλος στο οποίο η κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80 % θα πρέπει να θεσπίσει πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να καταρτίσει σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε σταδιακά να αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Προκειμένου να γίνει σεβαστή η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμά τους σε συλλογικές διαπραγματεύσεις και αποκλείει οποιαδήποτε υποχρέωση σύναψης συλλογικών συμβάσεων, το κατώτατο όριο του 80 % της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να νοείται μόνο ως δείκτης που ενεργοποιεί την υποχρέωση κατάρτισης σχεδίου δράσης.
[…] Τα ποσοστά κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων των κρατών μελών διαφέρουν σημαντικά λόγω διάφορων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων της εθνικής παράδοσης και πρακτικής, καθώς και του ιστορικού πλαισίου. Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ανάλυση της προόδου προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ιδίως όσον αφορά το σχέδιο δράσης που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.
[…]
(28) Οι κατώτατοι μισθοί θεωρούνται επαρκείς αν είναι δίκαιοι σε σχέση με την κατανομή των μισθών στο σχετικό κράτος μέλος και αν διασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζομένους βάσει σχέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης. Η επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών κρίνεται και αξιολογείται από κάθε κράτος μέλος λαμβανομένων υπόψη των οικείων εθνικών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων της αύξησης της απασχόλησης, της ανταγωνιστικότητας και των περιφερειακών και κλαδικών εξελίξεων. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αγοραστική δύναμη, τα μακροπρόθεσμα εθνικά επίπεδα παραγωγικότητας και την εξέλιξη της παραγωγικότητας, καθώς και τα επίπεδα των μισθών, την κατανομή των μισθών και την αύξηση των μισθών.
[…]
(29) Χωρίς να θίγεται η αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν τον νόμιμο κατώτατο μισθό και να επιτρέπουν διαφοροποιήσεις και κρατήσεις, είναι σημαντικό να αποφευχθεί η εκτεταμένη χρήση διαφοροποιήσεων και κρατήσεων, καθώς υπάρχει κίνδυνος να επηρεάσουν αρνητικά την επάρκεια των κατώτατων μισθών. […]»
9 Η προσβαλλόμενη οδηγία έχει τέσσερα κεφάλαια. Το κεφάλαιο I επιγράφεται «Γενικές διατάξεις» και περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 4. Το κεφάλαιο II επιγράφεται «Νόμιμοι κατώτατοι μισθοί» και περιλαμβάνει τα άρθρα 5 έως 8. Το κεφάλαιο III επιγράφεται «Οριζόντιες διατάξεις» και περιλαμβάνει τα άρθρα 9 έως 13. Το κεφάλαιο IV επιγράφεται «Τελικές διατάξεις» και περιλαμβάνει τα άρθρα 14 έως 19.
10 Το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 4 τα εξής:
«1. Με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ένωση, ιδίως της επάρκειας των κατώτατων μισθών για εργαζομένους, ώστε να συμβάλει στην ανοδική κοινωνική σύγκλιση και να μειώσει τη μισθολογική ανισότητα, η παρούσα οδηγία θεσπίζει πλαίσιο για:
α) την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και εργασίας·
β) την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών·
γ) την ενίσχυση της αποτελεσματικής πρόσβασης των εργαζομένων σε δικαιώματα προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού, όπου αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και/ή συλλογικές συμβάσεις.
2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του απόλυτου σεβασμού της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων, καθώς και του δικαιώματός τους να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις.
3. Σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά τον καθορισμό του επιπέδου των κατώτατων μισθών, ούτε την επιλογή των κρατών μελών να θεσπίζουν νόμιμους κατώτατους μισθούς, να προωθούν την πρόσβαση σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού η οποία προβλέπεται από συλλογικές συμβάσεις ή αμφότερα.
4. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σέβεται πλήρως το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων. Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν ερμηνεύεται ως επιβάλλουσα την υποχρέωση σε οποιοδήποτε κράτος μέλος:
α) όπου η διαμόρφωση των μισθών διασφαλίζεται αποκλειστικά μέσω συλλογικών συμβάσεων, να θεσπίσει νόμιμο κατώτατο μισθό· ή
β) να αναγορεύσει οποιεσδήποτε συλλογικές συμβάσεις καθολικά εφαρμοστέες.»
11 Το άρθρο 2, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία «εφαρμόζεται στους εργαζομένους στην Ένωση που εργάζονται με σύμβαση εργασίας ή σχέση εργασίας, όπως οι εν λόγω έννοιες ορίζονται από το δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις ή τις πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου».
12 Το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:
«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
1) “κατώτατος μισθός”: η κατώτατη αμοιβή που καθορίζεται με νόμο ή συλλογικές συμβάσεις που εργοδότης, μεταξύ άλλων στον δημόσιο τομέα, υποχρεούται να καταβάλλει στους εργαζομένους για την εργασία που επιτελούν κατά τη διάρκεια δεδομένου χρονικού διαστήματος·
2) “νόμιμος κατώτατος μισθός”: κατώτατος μισθός που καθορίζεται με νόμο ή άλλες δεσμευτικές νομικές διατάξεις, με εξαίρεση τους κατώτατους μισθούς που καθορίζονται από συλλογικές συμβάσεις που έχουν αναγορευτεί καθολικά εφαρμοστέες χωρίς τη διακριτική ευχέρεια της αναγορεύουσας αρχής ως προς το περιεχόμενο των εφαρμοστέων διατάξεων·
3) “συλλογικές διαπραγματεύσεις”: όλες οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την εθνική πρακτική σε κάθε κράτος μέλος μεταξύ, αφενός, ενός εργοδότη, μίας ομάδας εργοδοτών ή μίας ή περισσότερων οργανώσεων εργοδοτών και, αφετέρου, μίας ή περισσότερων συνδικαλιστικών οργανώσεων, για τον καθορισμό των συνθηκών εργασίας και των όρων απασχόλησης·
4) “συλλογική σύμβαση”: έγγραφη συμφωνία που αφορά διατάξεις σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και τους όρους απασχόλησης που συνάπτονται από τους κοινωνικούς εταίρους που έχουν την ικανότητα να διαπραγματεύονται εξ ονόματος των εργαζομένων και των εργοδοτών, αντίστοιχα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την εθνική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων των συλλογικών συμβάσεων που έχουν αναγορευτεί καθολικά εφαρμοστέες·
5) “κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις”: το ποσοστό των εργαζομένων σε εθνικό επίπεδο για τους οποίους εφαρμόζεται συλλογική σύμβαση, που υπολογίζεται ως ο λόγος του αριθμού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, προς τον αριθμό εργαζομένων των οποίων οι συνθήκες εργασίας μπορούν να ρυθμίζονται με συλλογικές συμβάσεις σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την εθνική πρακτική.»
13 Το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών», προβλέπει τα εξής:
«1. Με στόχο την αύξηση της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, τα κράτη μέλη, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την εθνική πρακτική:
[…]
γ) λαμβάνουν μέτρα, κατά περίπτωση, για την προστασία της άσκησης του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών και για την προστασία των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων από πράξεις που εισάγουν διακρίσεις εις βάρος τους όσον αφορά την απασχόλησή τους με την αιτιολογία ότι συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών·
δ) για τους σκοπούς της προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, λαμβάνουν μέτρα, κατά περίπτωση, για την προστασία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των οργανώσεων των εργοδοτών που συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις έναντι τυχόν ενεργειών παρέμβασης μεταξύ τους ή των εκατέρωθεν εκπροσώπων ή μελών τους κατά τη σύσταση, τη λειτουργία ή τη διοίκησή τους.
2. Επιπροσθέτως, κάθε κράτος μέλος στο οποίο το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80 % θεσπίζει πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με νόμο κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους είτε με συμφωνία με αυτούς. Το εν λόγω κράτος μέλος εκπονεί, επίσης, σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Το κράτος μέλος εκπονεί αυτό το σχέδιο δράσης κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή, κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικών εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Το σχέδιο δράσης ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων. Το κράτος μέλος θα πρέπει να επανεξετάζει τακτικά το σχέδιο δράσης του και να το επικαιροποιεί, εάν είναι απαραίτητο. Όταν ένα κράτος μέλος επικαιροποιεί το σχέδιο δράσης του, το κάνει κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή, κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικών εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω σχέδιο δράσης επανεξετάζεται τουλάχιστον ανά πενταετία. Το σχέδιο δράσης και τυχόν επικαιροποιήσεις του δημοσιοποιούνται και κοινοποιούνται στην Επιτροπή.»
14 Το άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία καθορισμού επαρκών νόμιμων κατώτατων μισθών», ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς θεσπίζουν τις αναγκαίες διαδικασίες για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών. Ο εν λόγω καθορισμός και η επικαιροποίηση διέπονται από κριτήρια που καθορίζονται ώστε να συμβάλλουν στην επάρκειά τους, με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου, τη μείωση της φτώχειας των εργαζομένων, καθώς και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής σύγκλισης προς τα πάνω, και τη μείωση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τα εν λόγω κριτήρια σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές τους, με σχετικό εθνικό δίκαιο, με αποφάσεις των αρμόδιων φορέων τους ή με τριμερείς συμφωνίες. Τα κριτήρια καθορίζονται κατά τρόπο σαφή. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ως προς τη σχετική βαρύτητα των κριτηρίων αυτών, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες τους.
2. Τα εθνικά κριτήρια της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:
α) την αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης·
β) το γενικό επίπεδο των μισθών και την κατανομή τους·
γ) τον ρυθμό αύξησης των μισθών·
δ) τα εθνικά επίπεδα και τις εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα.
3. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που ορίζονται στο παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη μπορούν επιπλέον να χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των νόμιμων κατώτατων μισθών, με βάση οποιαδήποτε κατάλληλα κριτήρια και σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, με την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού.
4. Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς για την καθοδήγηση της εκτίμησής τους ως προς την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών. Για τον σκοπό αυτό, μπορούν να χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται συνήθως σε διεθνές επίπεδο, όπως το 60 % του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50 % του ακαθάριστου μέσου μισθού, και/ή ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο.
5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η τακτική και έγκαιρη επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά διετία ή, για τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, τουλάχιστον ανά τετραετία.
6. Κάθε κράτος μέλος ορίζει ή συγκροτεί ένα ή περισσότερα συμβουλευτικά όργανα για να συμβουλεύουν τις αρμόδιες αρχές στα ζητήματα που σχετίζονται με τους νόμιμους κατώτατους μισθούς και καθιστά δυνατή την επιχειρησιακή λειτουργία των εν λόγω οργάνων.»
15 Το άρθρο 6 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαφοροποιήσεις και κρατήσεις», προβλέπει τα εξής:
«1. Όταν τα κράτη μέλη προβλέπουν διαφορετικά επίπεδα νόμιμου κατώτατου μισθού για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων ή κρατήσεις οι οποίες μειώνουν την καταβαλλόμενη αμοιβή σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου του σχετικού νόμιμου κατώτατου μισθού, διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω διαφοροποιήσεις και κρατήσεις τηρούν τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνει την επιδίωξη θεμιτού στόχου.
2. Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν ερμηνεύεται ως επιβάλλουσα στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εισάγουν διαφοροποιήσεις στους νόμιμους κατώτατους μισθούς ή κρατήσεις από τους νόμιμους κατώτατους μισθούς.»
16 Τα άρθρα 7 και 8 της προσβαλλόμενης οδηγίας επιγράφονται, αντιστοίχως, «Συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών» και «Πραγματική πρόσβαση των εργαζομένων στους νόμιμους κατώτατους μισθούς».
17 Τα άρθρα 9 έως 11 της προσβαλλόμενης οδηγίας επιγράφονται, αντιστοίχως, «Δημόσιες συμβάσεις», «Παρακολούθηση και συλλογή δεδομένων» και «Πληροφορίες σχετικά με την προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού».
18 Το άρθρο 12 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα σε επανόρθωση και προστασία από δυσμενή μεταχείριση ή συνέπειες», ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, χωρίς να θίγονται οι ειδικές μορφές επανόρθωσης και επίλυσης διαφορών που τυχόν προβλέπονται σε συλλογικές συμβάσεις, οι εργαζόμενοι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων η σχέση εργασίας έχει λήξει, έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικό, έγκαιρο και αμερόληπτο μηχανισμό επίλυσης διαφορών και δικαίωμα σε επανόρθωση, σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων που σχετίζονται με τον νόμιμο κατώτατο μισθό ή με την προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού, όταν τα δικαιώματα αυτά προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο ή σε συλλογικές συμβάσεις.
2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των εργαζομένων και των εκπροσώπων εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων που είναι μέλη ή εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων, από κάθε δυσμενή μεταχείριση από τον εργοδότη και από οποιεσδήποτε δυσμενείς συνέπειες που έχουν ως αιτία την υποβολή καταγγελίας στον εργοδότη ή την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας με σκοπό την επιβολή της συμμόρφωσης σε περίπτωση προσβολής δικαιωμάτων που σχετίζονται με την προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού τα οποία προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο ή σε συλλογικές συμβάσεις.»
19 Το άρθρο 13 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις περιπτώσεις παραβίασης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο ή από συλλογικές συμβάσεις. Σε κράτη μέλη όπου δεν υφίστανται νόμιμοι κατώτατοι μισθοί, οι εν λόγω κανόνες ενδέχεται να περιλαμβάνουν ή να περιορίζονται σε μνεία σε αποζημίωση και/ή συμβατικές κυρώσεις που προβλέπονται, κατά περίπτωση, σε κανόνες για την εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»
20 Το άρθρο 16 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαγόρευση της υποβάθμισης και ευνοϊκότερες διατάξεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν αποτελεί βάσιμο λόγο για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας που ήδη παρέχεται στους εργαζομένους εντός των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά τη μείωση ή την κατάργηση των κατώτατων μισθών.»
II. Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
21 Το Βασίλειο της Δανίας ζητεί από το Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την προσβαλλόμενη οδηγία·
– επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και/ή το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας και
– να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.
22 Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή και
– να καταδικάσει το Βασίλειο της Δανίας στα δικαστικά έξοδα.
23 Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει το κύριο αίτημα ως αβάσιμο·
– να απορρίψει το επικουρικό αίτημα ως απαράδεκτο ή, επικουρικώς, ως αβάσιμο και
– να καταδικάσει το Βασίλειο της Δανίας στα δικαστικά έξοδα.
24 Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου και της 25ης Μαΐου 2023, αντιστοίχως, επετράπη στο Βασίλειο του Βελγίου και στην Πορτογαλική Δημοκρατία να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.
25 Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης και της 26ης Μαΐου 2023, καθώς και της 5ης και της 7ης Ιουνίου 2023, αντιστοίχως, επετράπη στην Επιτροπή, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και στη Γαλλική Δημοκρατία να παρέμβουν υπέρ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
26 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Μαΐου 2023, επετράπη στο Βασίλειο της Σουηδίας να παρέμβει υπέρ του Βασιλείου της Δανίας.
III. Επί της προσφυγής
27 Με την προσφυγή του, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Σουηδίας, ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης οδηγίας στο σύνολό της και, επικουρικώς, την ακύρωση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και/ή του άρθρου 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας.
28 Προς στήριξη του κυρίου αιτήματος, το Βασίλειο της Δανίας επικαλείται δύο λόγους ακυρώσεως, προβάλλοντας με τον πρώτο παράβαση του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ και κατάχρηση των εξουσιών που απονέμουν οι Συνθήκες στον νομοθέτη της Ένωσης και με τον δεύτερο αδυναμία έκδοσης της προσβαλλόμενης οδηγίας βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, επειδή αυτή επιδιώκει πλείονες διαφορετικούς σκοπούς.
29 Προς στήριξη του επικουρικού αιτήματος, το Βασίλειο της Δανίας επικαλείται έναν μόνο λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θέσπισαν το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας κατά παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας και κατά παράβαση του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ.
Α. Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης οδηγίας στο σύνολό της
1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ και κατάχρηση των εξουσιών που απονέμουν οι Συνθήκες στον νομοθέτη της Ένωσης
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
30 Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της, του πλαισίου που θεσπίζει και των αποτελεσμάτων της, εξεταζομένων από κοινού, συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός των κρατών μελών, κατά παράβαση του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ και της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών.
31 Κατ’ αρχάς, η προσβαλλόμενη οδηγία έχει ως αντικείμενο την κατώτατη αμοιβή. Πλην όμως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η κατώτατη αμοιβή ανήκει στον πυρήνα του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ. Εν συνεχεία, σύμφωνα με το πλαίσιο που θεσπίζει η προσβαλλόμενη οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν διάφορες διαδικασίες και να λαμβάνουν διάφορα μέτρα των οποίων ρητός σκοπός είναι να επηρεάζουν το ελάχιστο επίπεδο των αμοιβών εντός της Ένωσης και να διασφαλίζουν κατ’ αυτόν τον τρόπο την επάρκειά του. Τέλος, η προσβαλλόμενη οδηγία προδήλως αποσκοπεί στην παραγωγή αποτελεσμάτων επί του επιπέδου των αμοιβών εντός των κρατών μελών, οδηγώντας στην αύξησή του.
32 Κατά το Βασίλειο της Δανίας, η ανωτέρω ανάλυση επιβεβαιώνεται από σειρά διατάξεων της προσβαλλόμενης οδηγίας.
33 Ειδικότερα, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας προκύπτει ότι σκοπός της είναι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ένωση και, ιδίως, της επάρκειας των κατώτατων μισθών για εργαζομένους. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι οι διατάξεις της προσβαλλόμενης οδηγίας θα επηρεάσουν το επίπεδο των αμοιβών στα κράτη μέλη και θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξησή τους, όπερ συμπίπτει επίσης με τον σκοπό που επιδιώκει η Επιτροπή. Το κατά τη διάταξη αυτή πλαίσιο για τη διασφάλιση του ανωτέρω αποτελέσματος περιλαμβάνει, αφενός, μέτρα για την αύξηση της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, τα οποία προβλέπει το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας, και, αφετέρου, μέτρα για τη διασφάλιση του καθορισμού επαρκών νόμιμων κατώτατων μισθών, τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6.
34 Πρώτον, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας προβλέπει τόσο μέτρα που προσομοιάζουν με «προγραμματικές δηλώσεις» όσο και τη λήψη μέτρων εκ μέρους των κρατών μελών.
35 Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη στα οποία το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατωτάτου ορίου του 80 % να θεσπίζουν πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με νόμο είτε με συμφωνία με τους κοινωνικούς εταίρους, και να εκπονούν σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Το πλαίσιο αυτό που προβλέπει τους «αναγκαίους πρόσφορους όρους» για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις πρέπει να είναι νομικώς δεσμευτικό στο κράτος μέλος, τουλάχιστον για τους κοινωνικούς εταίρους.
36 Η ενδεχόμενη μείωση κάτω από το όριο του 80 % του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις σε ένα κράτος μέλος θα μπορούσε να επηρεάσει το ισχύον σε αυτό νομικό πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ιδίως όσον αφορά τις αμοιβές. Τα κράτη μέλη στα οποία το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατωτάτου ορίου οφείλουν να λάβουν μέτρα και να εκπονήσουν σχέδιο δράσης για την αποτελεσματική προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα εν λόγω κράτη μέλη καλούνται να παρέμβουν σε τομείς οι οποίοι, όπως συμβαίνει στη Δανία, εμπίπτουν στην αυτονομία των κοινωνικών εταίρων.
37 Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης σε στοιχείο που ανήκει «στον πυρήνα του δανικού μοντέλου» στο πλαίσιο του οποίου εναπόκειται αποκλειστικά στους κοινωνικούς εταίρους να διαπραγματεύονται και να καθορίζουν με πλήρη αυτονομία το επίπεδο των αμοιβών.
38 Δεύτερον, το άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο θεσπίζει διαδικασία καθορισμού επαρκών νόμιμων κατώτατων μισθών, συνεπάγεται de facto επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός των κρατών μελών, ανεξαρτήτως του ασαφούς χαρακτήρα της έννοιας της «επάρκειας» των νόμιμων κατώτατων μισθών για την επίτευξη «αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου» και παρά το ότι το άρθρο αυτό δεν καθορίζει συγκεκριμένο επίπεδο κάτω από το οποίο ο νόμιμος κατώτατος μισθός μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπαρκής.
39 Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν τις αναγκαίες διαδικασίες για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών που πρέπει να διέπονται από νομικώς δεσμευτικά κριτήρια, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2, στοιχεία αʹ έως δʹ, του άρθρου αυτού. Λαμβανομένου, όμως, υπόψη του εύρους των στοιχείων αυτών, το άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας ενδέχεται να μην καταλείπει πραγματική ελευθερία στα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό πρόσθετων κριτηρίων, τούτο δε παρά το γεγονός ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αποφασίζουν ως προς τη σχετική βαρύτητα των οριζόμενων κριτηρίων. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να περιλαμβάνουν τα κριτήρια του άρθρου 5, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας κατά τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών συνεπάγεται επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός των κρατών μελών. Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται, περαιτέρω, από το άρθρο 5, παράγραφος 3, της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο απαγορεύει την εφαρμογή αυτόματου μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής που οδηγεί «σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού», και από το άρθρο 5, παράγραφος 5, δυνάμει του οποίου η τακτική και έγκαιρη επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών θα πρέπει να πραγματοποιείται, κατά περίπτωση, τουλάχιστον ανά διετία ή τετραετία.
40 Επομένως, το άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας επιβάλλει de facto την εφαρμογή ελάχιστων κριτηρίων καθώς και τη χρήση ενδεικτικών τιμών αναφοράς που συνδέονται άμεσα με τους νόμιμους κατώτατους μισθούς στα κράτη μέλη και αποσκοπούν άμεσα στην αύξηση του επιπέδου των μισθών αυτών.
41 Τρίτον, το άρθρο 6 της προσβαλλόμενης οδηγίας περιορίζει, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του, την ευχέρεια των κρατών μελών να προβλέπουν διαφοροποιήσεις και κρατήσεις όσον αφορά τους νόμιμους κατώτατους μισθούς, όπερ συνιστά σοβαρό περιορισμό της αυτονομίας των κρατών μελών ως προς τον καθορισμό των νόμιμων κατώτατων μισθών και επηρεάζει, ως εκ τούτου, άμεσα τον καθορισμό των αμοιβών. Τα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει νόμιμους κατώτατους μισθούς και επιθυμούν να επιτρέψουν διαφορετικό επίπεδο μισθού για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων πρέπει, ειδικότερα, να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και να δικαιολογούν τη διαφοροποίηση επικαλούμενα την επιδίωξη «θεμιτού στόχου».
42 Κατά συνέπεια, το συνολικό πλαίσιο που καθιερώνουν τα άρθρα 4 έως 6 της προσβαλλόμενης οδηγίας έχει ευθεία και άμεση σχέση με την αμοιβή, κατά παράβαση του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ.
43 Το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει επίσης ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ δεν είναι καθοριστική για την εκτίμηση του ζητήματος αν η προσβαλλόμενη οδηγία συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός των κρατών μελών.
44 Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία ρυθμίζει τομείς που εμπίπτουν στην έννοια του «δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι» και, ως εκ τούτου, παραβιάζει τον κατ’ άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ κανόνα περί αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
45 Το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι σκοπός του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ είναι η διαφύλαξη της συλλογικής αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων από τυχόν επεμβάσεις. Επομένως, μέτρα συνδεόμενα με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι μπορούν να ληφθούν βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνον εφόσον δεν θίγεται άμεσα το εθνικό δίκαιο που ρυθμίζει το δικαίωμα αυτό. Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της έννοιας που του δίνει ο Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων, το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι» κατά το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ αφορά το δικαίωμα των εργαζομένων και των εργοδοτών να μετέχουν ή όχι σε επαγγελματικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις και να συμμετέχουν ελεύθερα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
46 Συναφώς, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της προσβαλλόμενης οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων που συμμετέχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις έναντι κάθε παρέμβασης κατά τη σύσταση, τη λειτουργία ή τη διοίκησή τους, η διάταξη αυτή συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στο «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι», κατά παράβαση του κανόνα περί αποκλεισμού της σχετικής με αυτό αρμοδιότητας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ.
47 Επιπλέον, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας επηρεάζει επίσης το νομικό πλαίσιο της συμμετοχής σε συνδικαλιστική ή επαγγελματική οργάνωση και, κατά συνέπεια, αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι στο πλαίσιο του οποίου δρουν οι κοινωνικοί εταίροι στη Δανία. Ειδικότερα, για να μπορεί να αναπτύξει οποιοδήποτε αποτέλεσμα, η υποχρέωση που προβλέπει η διάταξη αυτή πρέπει κατ’ ανάγκη να έχει ως σκοπό τη δέσμευση από συλλογικές συμβάσεις ενός μεγαλύτερου αριθμού εργαζομένων μέσω της προσχώρησής τους σε συνδικαλιστικές οργανώσεις.
48 Το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν υπέρ των καθών θεσμικών οργάνων υποστηρίζουν, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η προσβαλλόμενη οδηγία, της οποίας μοναδικός σκοπός είναι η βελτίωση των συνθηκών εργασίας μέσω μέτρων που αφορούν την επάρκεια και την προώθηση των κατώτατων μισθών, καθώς και την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, εκδόθηκε με πλήρη σεβασμό του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ.
49 Κατά την άποψή τους, η προσβαλλόμενη οδηγία καθορίζει μόνο, μέσω ελάχιστων προδιαγραφών σε επίπεδο Ένωσης, διαδικαστικές υποχρεώσεις σχετικά με τον προσδιορισμό της επάρκειας των νόμιμων κατώτατων μισθών και προωθεί τις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό τέτοιων μισθών. Η προσβαλλόμενη οδηγία προβλέπει, συνεπώς, διαδικαστικές υποχρεώσεις μέσων και όχι υποχρεώσεις αποτελέσματος, σεβόμενη πλήρως την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων και τα διάφορα συστήματα καθορισμού των αμοιβών στα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη οδηγία δεν προβλέπει συγκεκριμένα επίπεδα αμοιβής ή στοιχεία του μισθού τα οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν με εναρμονισμένο τρόπο και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να καθορίσει άμεσα τις αμοιβές εντός της Ένωσης.
50 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν υπέρ των καθών θεσμικών οργάνων υποστηρίζουν ότι, μολονότι το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αποτελεί προαπαιτούμενο του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης, εντούτοις τα δύο αυτά δικαιώματα διακρίνονται μεταξύ τους.
51 Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη οδηγία, και ειδικότερα το άρθρο 4, δεν προβλέπει κανέναν κανόνα όσον αφορά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Η προσβαλλόμενη οδηγία θεσπίζει απλώς ένα πλαίσιο για τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης, χωρίς να επιβάλλει υποχρεώσεις όσον αφορά την προσχώρηση σε συνδικαλιστικές οργανώσεις ή σε ενώσεις, ούτε όσον αφορά την αποχώρηση από τέτοιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ή ενώσεις, ή τη διάλυσή τους. Επίσης, δεν επιβάλλει οποιαδήποτε προϋπόθεση όσον αφορά τη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων ή των ενώσεων ούτε συνεπάγεται επέμβαση σε αυτές.
β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου
52 Σύμφωνα με την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν και κάθε αρμοδιότητα η οποία δεν απονέμεται στην Ένωση με τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη μέλη.
53 Για την έκδοση της προσβαλλόμενης οδηγίας ο νομοθέτης της Ένωσης στηρίχθηκε στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 153, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ οι οποίες εξουσιοδοτούν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να θεσπίζουν, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές στον τομέα των «όρων εργασίας».
54 Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, οι διατάξεις του άρθρου αυτού «δεν εφαρμόζονται στις αμοιβές, στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στο δικαίωμα για απεργία ή στο δικαίωμα για ανταπεργία (λόκ-άουτ)». Συνεπώς, οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου αυτού δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως νομική βάση προς καταστρατήγηση του ρητού αποκλεισμού κάθε αρμοδιότητας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2000, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑376/98, EU:C:2000:544, σκέψη 79).
55 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν ο νομοθέτης της Ένωσης, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη οδηγία βάσει των διατάξεων του άρθρου 153, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, ενήργησε κατά παράβαση των κατά την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού κανόνων περί αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά τις «αμοιβές» και το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι» και, ως εκ τούτου, καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που απονέμουν στην Ένωση οι Συνθήκες.
56 Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη η πάγια νομολογία κατά την οποία η επιλογή της νομικής βάσης μιας πράξης της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης αυτής (αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1996, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, C‑84/94, EU:C:1996:431, σκέψη 25, και της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑620/18, EU:C:2020:1001, σκέψη 38). Πράγματι, το ζήτημα αν μια πράξη της Ένωσης εμπίπτει, εν όλω ή εν μέρει, σε προβλεπόμενο από τις Συνθήκες αποκλεισμό της αρμοδιότητας της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των ανωτέρω αντικειμενικών στοιχείων.
1) Επί του σκοπού και του περιεχομένου της προσβαλλόμενης οδηγίας
57 Κατά πρώτον, όσον αφορά τον σκοπό, η προσβαλλόμενη οδηγία, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, παράγραφος 1, αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ένωση, ιδίως της επάρκειας των κατώτατων μισθών για εργαζομένους, ώστε να συμβάλει στην ανοδική κοινωνική σύγκλιση και να μειώσει τη μισθολογική ανισότητα.
58 Η αιτιολογική σκέψη 7 της προσβαλλόμενης οδηγίας αναφέρει συναφώς ότι «[η] βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, μεταξύ άλλων μέσω επαρκών κατώτατων μισθών, ωφελεί τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις της Ένωσης, καθώς και την κοινωνία και την οικονομία γενικά, και αποτελεί προαπαιτούμενο για την επίτευξη δίκαιης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης». Στην ίδια αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται επίσης ότι «[η] αντιμετώπιση των μεγάλων διαφορών όσον αφορά την κάλυψη και την επάρκεια της προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού συμβάλλει στην ενίσχυση της δικαιοσύνης στην αγορά εργασίας της Ένωσης, στην πρόληψη και τη μείωση των μισθολογικών και κοινωνικών ανισοτήτων και στην προαγωγή της οικονομικής και κοινωνικής προόδου και της σύγκλισης προς τα πάνω». Η αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλόμενης οδηγίας προσθέτει ότι, «[ό]ταν καθορίζονται σε επαρκή επίπεδα, οι κατώτατοι μισθοί, όπως προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο ή σε συλλογικές συμβάσεις, προστατεύουν το εισόδημα των εργαζομένων, ιδίως των εργαζομένων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, [και] συμβάλλουν στη διασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης».
59 Κατά δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο, η προσβαλλόμενη οδηγία περιλαμβάνει 19 άρθρα. Τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλόμενης οδηγίας ορίζουν, αντιστοίχως, το αντικείμενο και το πεδίο εφαρμογής της, ενώ το άρθρο 3 προβλέπει εναρμονισμένο ορισμό των εννοιών «κατώτατος μισθός», «νόμιμος κατώτατος μισθός», «συλλογικές διαπραγματεύσεις», «συλλογική σύμβαση» και «κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις».
60 Για την επίτευξη των σκοπών που εκτίθενται στις σκέψεις 57 και 58 της παρούσας απόφασης, η προσβαλλόμενη οδηγία θεσπίζει, σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 18, πλαίσιο το οποίο διαρθρώνεται γύρω από τρεις κύριους άξονες, οι οποίοι μνημονεύονται στα στοιχεία αʹ έως γʹ της διάταξης αυτής. Ο πρώτος άξονας αφορά την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. Ο δεύτερος άξονας αφορά την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών. Τέλος, ο τρίτος άξονας αφορά την ενίσχυση της αποτελεσματικής πρόσβασης των εργαζομένων σε δικαιώματα προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού, όπου αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και/ή τις συλλογικές συμβάσεις.
61 Όσον αφορά τον πρώτο άξονα, το άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας επιβάλλει με την παράγραφο 1 στα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς να θεσπίσουν τις αναγκαίες διαδικασίες για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των μισθών αυτών, οι οποίες πρέπει να διέπονται από κριτήρια που καθορίζονται ώστε να συμβάλλουν στην επάρκειά τους, και προβλέπει στην παράγραφο 2 κριτήρια τα οποία πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη προς τούτο. Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της προσβαλλόμενης οδηγίας επιβεβαιώνει ρητώς τη δυνατότητα των κρατών μελών να χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των νόμιμων κατώτατων μισθών, υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων και της προϋπόθεσης που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή. Περαιτέρω, το άρθρο 5, παράγραφος 4, της προσβαλλόμενης οδηγίας προβλέπει ότι η εκτίμηση της επάρκειας των νόμιμων κατώτατων μισθών πρέπει να καθοδηγείται από ενδεικτικές τιμές αναφοράς. Εξάλλου, οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας αφορούν, αντιστοίχως, τη συχνότητα των επικαιροποιήσεων των νόμιμων κατώτατων μισθών και τον ορισμό ή τη συγκρότηση συμβουλευτικών οργάνων για να συμβουλεύουν τις αρμόδιες αρχές στα ζητήματα που σχετίζονται με τους νόμιμους κατώτατους μισθούς.
62 Τα άρθρα 6 έως 8 της προσβαλλόμενης οδηγίας αφορούν, αντιστοίχως, τις διαφοροποιήσεις και τις κρατήσεις από τους νόμιμους κατώτατους μισθούς, τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών και την πραγματική πρόσβαση των εργαζομένων στους νόμιμους κατώτατους μισθούς.
63 Όσον αφορά τον δεύτερο άξονα, αφενός, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας προβλέπει, με σκοπό την αύξηση της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, ότι, μεταξύ άλλων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν, κατά περίπτωση, τα μέτρα των στοιχείων γʹ και δʹ για την προστασία των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων, καθώς και των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των οργανώσεων των εργοδοτών, όταν συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν σε τέτοιες συλλογικές διαπραγματεύσεις.
64 Αφετέρου, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη στα οποία το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατωτάτου ορίου του 80 % να θεσπίσουν πλαίσιο για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, είτε με νόμο κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους είτε με συμφωνία με αυτούς, και να εκπονήσουν σχέδιο δράσης για τον σκοπό αυτό, ορίζοντας σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, σχέδιο δράσης το οποίο θα πρέπει να επανεξετάζεται τακτικά και να επικαιροποιείται εάν είναι απαραίτητο. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 22 της προσβαλλόμενης οδηγίας προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης στηρίχθηκε, συναφώς, στην παραδοχή ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του υψηλού ποσοστού της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις και της επάρκειας των κατώτατων μισθών.
65 Όσον αφορά τον τρίτο άξονα, τα άρθρα 9 έως 13 της προσβαλλόμενης οδηγίας προβλέπουν οριζόντιες διατάξεις σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις, την παρακολούθηση και τη συλλογή δεδομένων, τις πληροφορίες σχετικά με την προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού, το δικαίωμα σε επανόρθωση και προστασία από δυσμενή μεταχείριση ή συνέπειες, καθώς και το καθεστώς κυρώσεων.
66 Υπό τις συνθήκες αυτές, από την εξέταση του σκοπού και του περιεχομένου της προσβαλλόμενης οδηγίας προκύπτει ότι αυτή θέσπισε, μεταξύ άλλων, ένα πλαίσιο για τον καθορισμό επαρκών κατώτατων μισθών με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ένωση. Επομένως, η προσβαλλόμενη οδηγία εμπίπτει εκ πρώτης όψεως σε έναν ή περισσότερους τομείς από εκείνους που απαριθμούνται στο άρθρο 153, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι «όροι εργασίας» περί των οποίων γίνεται λόγος στο στοιχείο βʹ της διάταξης αυτής, ενώ ταυτόχρονα σχετίζεται με τον τομέα των «αμοιβών», πράγμα που θα μπορούσε να εμπίπτει στον κατ’ άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ αποκλεισμό της αρμοδιότητας όσον αφορά τις «αμοιβές».
2) Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του κανόνα περί αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά τις «αμοιβές»
67 Λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου ανάλυσης που εκτίθεται στις σκέψεις 52 έως 56 της παρούσας απόφασης, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι δικαιολογητικός λόγος της εξαίρεσης των «αμοιβών» την οποία προβλέπει το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ είναι το γεγονός ότι ο καθορισμός των αμοιβών εμπίπτει στη συμβατική αυτονομία των κοινωνικών εταίρων σε εθνικό επίπεδο και στην αντίστοιχη αρμοδιότητα των κρατών μελών. Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίθηκε σκόπιμο, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, να αποκλεισθεί ο καθορισμός του επιπέδου των αμοιβών από την εναρμόνιση βάσει των άρθρων 151 επ. ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψεις 40 και 46, και της 7ης Ιουλίου 2022, Coca-Cola European Partners Deutschland, C‑257/21 και C‑258/21, EU:C:2022:529, σκέψη 47).
68 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ως άνω αποκλεισμός της αρμοδιότητας αφορά τα μέτρα εκείνα τα οποία, όπως η ενοποίηση όλων ή ορισμένων από τα στοιχεία που συνιστούν τους μισθούς και/ή του επιπέδου τους στα κράτη μέλη ή ακόμα η καθιέρωση ελάχιστου μισθού στο επίπεδο της Ένωσης, θα συνιστούσαν άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης. Εντούτοις, ο αποκλεισμός της αρμοδιότητας δεν μπορεί να επεκταθεί τόσον ώστε να περιλαμβάνει κάθε ζήτημα που σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τις αμοιβές, διότι άλλως θα καθίσταντο σε μεγάλο βαθμό άνευ αντικειμένου ορισμένοι από τους τομείς στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 153, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, Impact, C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψεις 124 και 125, και της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Glavna direktsia «Pozharna bezopasnost i zashtita na naselenieto», C‑262/20, EU:C:2022:117, σκέψη 30).
69 Βεβαίως, όπως τόνισαν το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών στους τομείς του άρθρου 153 ΣΛΕΕ όσον αφορά πράξεις οι οποίες δεν αφορούσαν τον τομέα των αμοιβών, αλλά ρύθμιζαν άλλους όρους εργασίας ή ακόμη είχαν άλλο αντικείμενο και των οποίων οι διατάξεις μπορούσαν να έχουν ορισμένο αντίκτυπο ή συνέπειες στον καθορισμό των αμοιβών. Εντούτοις, με τις ως άνω αποφάσεις το Δικαστήριο ερμήνευσε το περιεχόμενο του κανόνα περί αποκλεισμού των «αμοιβών» τον οποίο προβλέπει η παράγραφος 5 του άρθρου 153 ΣΛΕΕ με γενικούς όρους, ανεξαρτήτως της περισσότερο ή λιγότερο στενής σχέσης μεταξύ των πράξεων των οποίων είχε ζητηθεί η ερμηνεία και του τομέα των αμοιβών.
70 Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της συνέχειας ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων που διέπουν την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, το κριτήριο της «άμεσης επέμβασης του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης», για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 68 της παρούσας απόφασης, πρέπει να αποτελέσει γνώμονα για την εξέταση της τήρησης του κατ’ άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά τις «αμοιβές», ανεξαρτήτως της περισσότερο ή λιγότερο στενής σχέσης μεταξύ της επίμαχης πράξης και του τομέα των «αμοιβών». Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να θεωρείται ότι η αρμοδιότητα της Ένωσης αποκλείεται αυτομάτως όταν η επίμαχη πράξη συνδέεται με τον συγκεκριμένο τομέα.
71 Επιπλέον, η δυνατότητα του νομοθέτη της Ένωσης να εκπληρώσει τους σκοπούς της κοινωνικής πολιτικής, όπως αυτοί διατυπώνονται στο άρθρο 151, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και, γενικότερα, να υλοποιήσει την κοινωνική διάσταση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα διακυβευόταν σημαντικά αν ο νομοθέτης της Ένωσης εμποδιζόταν να θεσπίσει μέτρα τα οποία έχουν, στην πράξη, θετικές συνέπειες στο επίπεδο των αμοιβών, τούτο δε ακόμη και αν ενεργεί προς τον σκοπό αυτόν με πλήρη σεβασμό της ποικιλομορφίας των εθνικών πρακτικών των κρατών μελών και της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων, σύμφωνα με το άρθρο 151, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 152, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
72 Η διαπίστωση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τους «όρους εργασίας», οι οποίοι περιλαμβάνονται στους τομείς ως προς τους οποίους το άρθρο 153, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απονέμει στην Ένωση αρμοδιότητα να υποστηρίζει και να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών και των οποίων το περιεχόμενο συμπίπτει εν μέρει με το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης των «αμοιβών» την οποία προβλέπει το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η αμοιβή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των όρων εργασίας (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2004, Delahaye, C‑425/02, EU:C:2004:706, σκέψη 33, και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 58).
73 Εξάλλου, το γεγονός, που επικαλείται το Κοινοβούλιο, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει εκδώσει άλλες πράξεις σχετικά με τις αμοιβές στηριζόμενος στις νομικές βάσεις τις οποίες προβλέπει το άρθρο 153 ΣΛΕΕ δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το ζήτημα αν η προσβαλλόμενη οδηγία μπορούσε να εκδοθεί συννόμως με νομική βάση προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό χωρίς να παραβιαστεί ο κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου κανόνας περί αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά τις «αμοιβές». Πράγματι, κατά τη νομολογία, η νομική βάση μιας πράξης πρέπει να καθορίζεται βάσει του σκοπού και του περιεχομένου της ίδιας της πράξης και όχι υπό το πρίσμα της νομικής βάσης που έχει επιλεγεί για την έκδοση άλλων πράξεων της Ένωσης που εμφανίζουν ενδεχομένως παρόμοια χαρακτηριστικά (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 1994, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑187/93, EU:C:1994:265, σκέψη 28, και της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑48/14, EU:C:2015:91, σκέψη 30).
74 Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι από την εξέταση που πραγματοποιήθηκε στις σκέψεις 57 έως 66 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία συνδέεται με τον τομέα των αμοιβών και είναι ικανή να επηρεάσει το επίπεδό τους, οι περιστάσεις αυτές δεν μπορούν εντούτοις να οδηγήσουν από μόνες τους αυτομάτως στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε την προσβαλλόμενη οδηγία κατά παράβαση του κατ’ άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ κανόνα περί αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά τις «αμοιβές».
75 Προς τούτο, πρέπει επιπλέον να εξακριβωθεί αν τα άρθρα 4 έως 6 της προσβαλλόμενης οδηγίας, τα οποία αφορούν κατ’ ουσίαν οι επικρίσεις του Βασιλείου της Δανίας και του Βασιλείου της Σουηδίας, συνεπάγονται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης.
i) Το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας
76 Όπως υποστηρίζουν το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας προβλέπει ορισμένες απαιτήσεις, που διατυπώνονται άλλοτε με γενικούς όρους και άλλοτε με τρόπο που επιβάλλει τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων, με σκοπό την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών. Ειδικότερα, η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού επιβάλλει στα κράτη μέλη στα οποία το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατωτάτου ορίου του 80 % να θεσπίσουν πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με «νόμο» κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους είτε με «συμφωνία» με αυτούς. Τα εν λόγω κράτη μέλη πρέπει επίσης να εκπονήσουν «σχέδιο δράσης» με σαφές χρονοδιάγραμμα και «συγκεκριμένα μέτρα» για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις και να το επανεξετάζουν τακτικά, να το δημοσιοποιούν και να το κοινοποιούν στην Επιτροπή. Περαιτέρω, οι έννοιες των «συλλογικών διαπραγματεύσεων», της «συλλογικής σύμβασης» και της «κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις» κατά το άρθρο 4 αποτελούν αντικείμενο εναρμονισμένων ορισμών στο άρθρο 3, σημεία 3 έως 5, της προσβαλλόμενης οδηγίας.
77 Μολονότι το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας εισάγει κατ’ αυτόν τον τρόπο ορισμένη μορφή κρατικής παρέμβασης στους όρους των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, αυτό δεν σημαίνει ότι οι διατάξεις του συνεπάγονται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης.
78 Αφενός, το άρθρο 4 δεν επηρεάζει την επιλογή των κρατών μελών όσον αφορά το σύστημα καθορισμού των μισθών, δηλαδή είτε διά της νομοθετικής οδού, είτε μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, είτε με συνδυασμό των δύο. Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλόμενης οδηγίας διευκρινίζει ότι «[ο]ι διαφορετικές εθνικές παραδόσεις στα κράτη μέλη θα πρέπει να γίνονται σεβαστές».
79 Αφετέρου, το άρθρο 4 δεν ρυθμίζει το περιεχόμενο των συλλογικών διαπραγματεύσεων ούτε επιβάλλει συγκεκριμένο αποτέλεσμα για αυτές. Όπως υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τα διάφορα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 4 δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη υποχρεώσεις αποτελέσματος, αλλά, το πολύ, υποχρεώσεις μέσου. Ειδικότερα, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να φτάσουν το προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή κατώτατο όριο του 80 % όσον αφορά την κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά ότι οφείλουν να θεσπίσουν ένα «πλαίσιο» με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να εκπονήσουν «σχέδιο δράσης» για την προώθησή τους. Κατά τα λοιπά, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 25 της προσβαλλόμενης οδηγίας, όπου διευκρινίζεται συναφώς ότι «το κατώτατο όριο του 80 % της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να νοείται μόνο ως δείκτης που ενεργοποιεί την υποχρέωση κατάρτισης σχεδίου δράσης» και ότι, κατά την ανάλυση της προόδου προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ιδίως όσον αφορά το σχέδιο δράσης που προβλέπει η προσβαλλόμενη οδηγία, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι «[τ]α ποσοστά κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων των κρατών μελών διαφέρουν σημαντικά λόγω διάφορων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων της εθνικής παράδοσης και πρακτικής, καθώς και του ιστορικού πλαισίου».
80 Επομένως, η μη επίτευξη εκ μέρους κράτους μέλους του ποσοστού κάλυψης 80 % από συλλογικές διαπραγματεύσεις το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράβαση υποχρέωσης την οποία υπέχει το κράτος μέλος αυτό.
81 Πρέπει να προστεθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας είναι διατυπωμένο κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων. Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της υποχρεούνται να διασφαλίσουν τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη θέσπιση του πλαισίου με τους κατά την εν λόγω διάταξη αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε το «πλαίσιο» αυτό θεσπιστεί με νόμο είτε λάβει τη μορφή συμφωνίας, καθώς και στην εκπόνηση, την επικαιροποίηση και την επανεξέταση του προβλεπόμενου στην ίδια διάταξη σχεδίου δράσης. Ομοίως, το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης οδηγίας προβλέπει στην παράγραφο 2 ότι αυτή «εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του απόλυτου σεβασμού της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων, καθώς και του δικαιώματός τους να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις», και στην παράγραφο 4 ότι «[η] εφαρμογή της […] σέβεται πλήρως το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων».
82 Το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 19 στην οποία διευκρινίζεται ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν θίγει την ελευθερία των κρατών μελών να καθορίζουν νόμιμους κατώτατους μισθούς ή να προωθούν την πρόσβαση σε προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού η οποία παρέχεται από συλλογικές συμβάσεις, «σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τις πρακτικές και τις ιδιαιτερότητες κάθε κράτους μέλους και με πλήρη σεβασμό των εθνικών αρμοδιοτήτων και του δικαιώματος των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν συμβάσεις».
83 Επομένως, το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας σέβεται το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που έχουν οι κοινωνικοί εταίροι στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και της σύναψης των συλλογικών συμβάσεων.
84 Επιπλέον, το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 152 ΣΛΕΕ, το οποίο προστέθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας και κατοχυρώνει ρητώς στο πρώτο εδάφιο τον σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων. Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν την προσχώρηση μεγαλύτερου αριθμού εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. Όπως δε ρητώς υπενθυμίζει το άρθρο 1, παράγραφος 4, της προσβαλλόμενης οδηγίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε υπό την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη να κηρύσσουν μια συλλογική σύμβαση ως γενικώς υποχρεωτική.
85 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης.
ii) Το άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας
86 Επισημαίνεται, εκ προοιμίου, ότι το άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία καθορισμού επαρκών νόμιμων κατώτατων μισθών», εφαρμόζεται, όπως προκύπτει από την παράγραφό του 1, στα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς. Το άρθρο 1, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης οδηγίας, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 19, προβλέπει συναφώς ότι καμία διάταξη της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα την υποχρέωση σε οποιοδήποτε κράτος μέλος όπου η διαμόρφωση των μισθών διασφαλίζεται αποκλειστικά μέσω συλλογικών συμβάσεων να θεσπίσει νόμιμο κατώτατο μισθό. Κατά συνέπεια, όπως παραδέχονται το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, το άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας σέβεται την αρμοδιότητα των κρατών μελών να επιλέγουν το σύστημα καθορισμού των μισθών.
87 Πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί αν οι επιμέρους διατάξεις του άρθρου αυτού συνεπάγονται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης.
88 Πρώτον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας προβλέπει, με την πρώτη και τη δεύτερη περίοδο, υποχρέωση των κρατών μελών με νόμιμους κατώτατους μισθούς να θεσπίσουν «τις αναγκαίες διαδικασίες για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών». Επιπλέον, οι διαδικασίες αυτές πρέπει να διέπονται από κριτήρια που καθορίζονται «κατά τρόπο σαφή» «ώστε να συμβάλλουν στην επάρκεια [των νόμιμων κατώτατων μισθών], με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου, τη μείωση της φτώχειας των εργαζομένων, καθώς και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής σύγκλισης προς τα πάνω, και τη μείωση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων».
89 Ωστόσο, όπως ορθώς υποστηρίζουν ενώπιον του Δικαστηρίου το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Γαλλική Δημοκρατία, η έννοια της «επάρκειας» των νόμιμων κατώτατων μισθών δεν ορίζεται στο άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας ούτε σε καμία άλλη διάταξή της. Αντιθέτως, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διατύπωσής του, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας αφήνει στα κράτη μέλη σημαντικό περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας αυτής και τον προσδιορισμό του ακριβούς περιεχομένου της. Η επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών αποτελεί, το πολύ, μια ενδεικτική αξία την οποία πρέπει να επιδιώκουν τα κράτη μέλη κατά τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται τόσο από την τρίτη περίοδο του άρθρου 5, παράγραφος 1, η οποία παραπέμπει, για τον καθορισμό των κριτηρίων που διαλαμβάνονται στη δεύτερη περίοδο της παραγράφου αυτής, στις εθνικές πρακτικές των κρατών μελών, στις αποφάσεις των αρμόδιων φορέων τους και σε τριμερείς συμφωνίες, όσο και από την πέμπτη περίοδο της ίδιας παραγράφου, η οποία παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποφασίζουν ως προς τη σχετική βαρύτητα των εν λόγω κριτηρίων, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες τους.
90 Ως εκ τούτου, δεδομένης της ρητής παραπομπής που γίνεται από την εν λόγω διάταξη στις εθνικές πρακτικές, όπως ορίζονται στα εθνικά δίκαια, η έννοια της «επάρκειας» των νόμιμων κατώτατων μισθών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, CU και ND (Κοινωνική αρωγή – Έμμεση διάκριση), C‑112/22 και C‑223/22, EU:C:2024:636, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], πράγμα το οποίο δέχονται και το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
91 Επιπλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας ρυθμίζει τη «διαδικασία» καθορισμού και επικαιροποίησης των νόμιμων κατώτατων μισθών, επιβάλλοντας στα κράτη μέλη που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του να θεσπίσουν διαδικασίες οι οποίες να διέπονται από κριτήρια καθοριζόμενα στο εθνικό επίπεδο κατά τρόπο που να συμβάλλει στην επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών και στην επικαιροποίησή τους, κριτήρια των οποίων τη σχετική βαρύτητα μπορούν να καθορίσουν τα κράτη μέλη αυτά. Επομένως, η συγκεκριμένη διάταξη, η οποία είναι διατυπωμένη με γενικούς όρους και στηρίζεται σε διαδικαστική προσέγγιση, δεν παρέχει στους εργαζομένους δικαίωμα σε επαρκείς νόμιμους κατώτατους μισθούς ούτε δικαίωμα επικαιροποίησης των μισθών αυτών, τα οποία να απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται από τα άρθρα 12 και 13 της προσβαλλόμενης οδηγίας εκ των οποίων το πρώτο εξαρτά την πρόσβαση στα μέσα παροχής έννομης προστασίας που προβλέπει, σε περίπτωση προσβολής «των δικαιωμάτων που σχετίζονται με τον νόμιμο κατώτατο μισθό ή με την προστασία με τη μορφή κατώτατου μισθού», από την ύπαρξη των δικαιωμάτων αυτών στο εθνικό δίκαιο ή σε συλλογικές συμβάσεις και το δεύτερο προβλέπει υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις περιπτώσεις προσβολής «των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της [προσβαλλόμενης] οδηγίας», «εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο ή από συλλογικές συμβάσεις».
92 Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης.
93 Πρέπει να προστεθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του κατ’ άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά τις «αμοιβές», δικαίωμα σε «επαρκείς» ή «δίκαιους» νόμιμους κατώτατους μισθούς το οποίο να απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας και του άρθρου 31, παράγραφος 1, του Χάρτη. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο του 51, παράγραφος 2, ο Χάρτης δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και δεν θεσπίζει νέες αρμοδιότητες και καθήκοντα για την Ένωση ούτε τροποποιεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα όπως ορίζονται στις Συνθήκες.
94 Δεύτερον, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας απαριθμεί στα στοιχεία αʹ έως δʹ τέσσερα στοιχεία, ήτοι, αντιστοίχως, «την αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης», «το γενικό επίπεδο των μισθών και την κατανομή τους», «τον ρυθμό αύξησης των μισθών» και «τα εθνικά επίπεδα και τις εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα», στοιχεία τα οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνονται οπωσδήποτε στα εθνικά κριτήρια για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 του άρθρου 5.
95 Βεβαίως, όπως προκύπτει από τη λέξη «τουλάχιστον» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, η απαρίθμηση αυτή δεν είναι εξαντλητική, τα δε κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προσθέσουν και άλλα στοιχεία. Επιπλέον, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 89 της παρούσας απόφασης, από την τρίτη περίοδο του άρθρου 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν τα εθνικά κριτήρια για τα οποία γίνεται λόγος στη δεύτερη αυτή διάταξη σύμφωνα, μεταξύ άλλων, με τις εθνικές πρακτικές τους και από την πέμπτη περίοδο της ίδιας παραγράφου προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αποφασίζουν ως προς τη σχετική βαρύτητα των διαφόρων εθνικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων τα οποία αναφέρει το άρθρο 5, παράγραφος 2. Κατά τα λοιπά, ως σημείο αναφοράς για τα διάφορα εθνικά κριτήρια λαμβάνονται οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε κράτος μέλος. Εντούτοις, όπως ορθώς υποστηρίζει το Βασίλειο της Δανίας, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς να μεριμνούν ώστε στα εν λόγω εθνικά κριτήρια να συμπεριλαμβάνονται, τουλάχιστον, τα τέσσερα στοιχεία που απαριθμούνται σε αυτό. Επιβάλλοντας, όμως, τη χρήση των εν λόγω στοιχείων στις διαδικασίες καθορισμού και επικαιροποίησης των νόμιμων κατώτατων μισθών, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε απαίτηση η οποία αφορά τα στοιχεία που συνιστούν τους νόμιμους κατώτατους μισθούς, πράγμα που επηρεάζει άμεσα το επίπεδο των μισθών αυτών, τούτο δε, παρά τα οριζόμενα στην τελευταία περίοδο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας, ανεξαρτήτως της κρισιμότητας των εν λόγω στοιχείων στο εθνικό επίπεδο λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν στα κράτη μέλη.
96 Ως εκ τούτου, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας συνεπάγεται εναρμόνιση ορισμένων από τα στοιχεία που συνιστούν τους νόμιμους κατώτατους μισθούς και, κατά συνέπεια, άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης.
97 Τρίτον, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της προσβαλλόμενης οδηγίας, μολονότι απλώς επιτρέπει στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των νόμιμων κατώτατων μισθών και παραπέμπει στις εθνικές νομοθεσίες και στις εθνικές πρακτικές όσον αφορά τα κατάλληλα κριτήρια στα οποία πρέπει να βασίζεται ο μηχανισμός αυτός, εξαρτά εντούτοις, με την τελευταία φράση του, τη χρήση από τα κράτη μέλη αυτόματου μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής από την «προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού».
98 Επομένως, η εν λόγω διάταξη, στο μέτρο που επιβάλλει ρήτρα περί μη υποβάθμισης του επιπέδου των νόμιμων κατώτατων μισθών στα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών αυτών, συνεπάγεται, όπως ορθώς υποστηρίζει το Βασίλειο της Δανίας, άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης.
99 Τέταρτον, το άρθρο 5, παράγραφος 4, της προσβαλλόμενης οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν, για την καθοδήγηση της εκτίμησής τους ως προς την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών, «ενδεικτικές τιμές αναφοράς» που χρησιμοποιούνται συνήθως σε διεθνές επίπεδο, όπως το 60 % του ακαθάριστου διάμεσου μισθού ή/και τις ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο. Όπως υποστηρίζει, εν συνόψει, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι εν λόγω ενδεικτικές τιμές αναφοράς διακρίνονται από τα στοιχεία που πρέπει υποχρεωτικώς να λαμβάνονται υπόψη ως κριτήριο στις διαδικασίες καθορισμού και επικαιροποίησης των εθνικών κατώτατων μισθών, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας, στο μέτρο που αποτελούν απλές παραμέτρους αναφοράς για την εκτίμηση ως προς την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών, μεταξύ των οποίων τα κράτη μέλη μπορούν, επιπλέον, να επιλέγουν ελεύθερα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα κράτη μέλη μπορούν να κάνουν χρήση είτε ενδεικτικών τιμών αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο, είτε ενδεικτικών τιμών αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, είτε συνδυασμού των δύο. Κατά συνέπεια, το άρθρο 5, παράγραφος 4, της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν επιβάλλει υποχρεωτικά στοιχεία όσον αφορά τα επίπεδα των νόμιμων κατώτατων μισθών ούτε εναρμονίζει το σύνολο ή μέρος των στοιχείων που συνιστούν τους μισθούς αυτούς και, επομένως, δεν συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης.
100 Πέμπτον, το άρθρο 5, παράγραφος 5, της προσβαλλόμενης οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να επικαιροποιούν τακτικά και εγκαίρως τους νόμιμους κατώτατους μισθούς, τουλάχιστον ανά διετία, ή, για τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν αυτόματο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, τουλάχιστον ανά τετραετία, ενώ το άρθρο 5, παράγραφος 6, της προσβαλλόμενης οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να συγκροτούν ένα ή περισσότερα συμβουλευτικά όργανα για να συμβουλεύουν τις αρμόδιες αρχές στα ζητήματα που σχετίζονται με τους νόμιμους κατώτατους μισθούς. Οι παράγραφοι αυτές προβλέπουν απλώς τις διαδικαστικές ρυθμίσεις για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών, χωρίς να επιβάλλουν υποχρεωτικά στοιχεία, ως προς την ουσία, στα κράτη μέλη όσον αφορά το επίπεδο των νόμιμων κατώτατων μισθών ή να εναρμονίζουν το σύνολο ή μέρος των στοιχείων που συνιστούν τους μισθούς αυτούς. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Δανίας, το άρθρο 5, παράγραφοι 5 και 6, της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης.
101 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας συνεπάγεται, με την παράγραφο 2 και με τη φράση «με την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού» της παραγράφου 3, άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης και, ως εκ τούτου, παραβιάζει τον κατ’ άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ κανόνα περί αποκλεισμού των «αμοιβών».
iii) Το άρθρο 6 της προσβαλλόμενης οδηγίας
102 Το άρθρο 6 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαφοροποιήσεις και κρατήσεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι τα κράτη μέλη, όταν προβλέπουν διαφορετικά επίπεδα νόμιμου κατώτατου μισθού για συγκεκριμένες ομάδες εργαζομένων ή κρατήσεις οι οποίες μειώνουν την καταβαλλόμενη αμοιβή σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου του σχετικού νόμιμου κατώτατου μισθού, πρέπει να μεριμνούν ώστε να τηρούνται οι αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας, περιλαμβανομένης της επιδίωξης θεμιτού σκοπού. Η παράγραφος 2 του άρθρου 6 προσθέτει ότι καμία διάταξη της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν ερμηνεύεται ως επιβάλλουσα στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εισάγουν διαφοροποιήσεις στους νόμιμους κατώτατους μισθούς ή κρατήσεις από τους νόμιμους κατώτατους μισθούς. Οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 29 της προσβαλλόμενης οδηγίας, κατά την οποία είναι σημαντικό να αποφευχθεί η «εκτεταμένη χρήση» διαφοροποιήσεων και κρατήσεων, καθώς υπάρχει κίνδυνος να επηρεάσουν αρνητικά την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών.
103 Επισημαίνεται, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι το άρθρο 6 της προσβαλλόμενης οδηγίας αφήνει στα κράτη μέλη την ελευθερία να προβλέπουν ή να μην προβλέπουν διαφοροποιήσεις των νόμιμων κατώτατων μισθών ή κρατήσεις επ’ αυτών οι οποίες μειώνουν την καταβαλλόμενη αμοιβή σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου του σχετικού νόμιμου κατώτατου μισθού. Κατά τα λοιπά, το άρθρο 6 της προσβαλλόμενης οδηγίας, το οποίο απλώς απαιτεί από τα κράτη μέλη να τηρούν τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας, όταν προβλέπουν διαφορετικά επίπεδα νόμιμου κατώτατου μισθού για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων ή κρατήσεις οι οποίες μειώνουν την καταβαλλόμενη αμοιβή σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο του σχετικού νόμιμου κατώτατου μισθού, δεν συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στον καθορισμό των αμοιβών εντός της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που εκτίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας απόφασης.
104 Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας και, συνακόλουθα, τη φράση «συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2» της πέμπτης περιόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας καθώς και όσον αφορά τη φράση «με την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού» του άρθρου 5, παράγραφος 3, της προσβαλλόμενης οδηγίας. Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
3) Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του κανόνα περί αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι»
105 Το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στο «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι».
106 H έννοια του «δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι» κατά το άρθρο 153, παράγραφος 5, δεν ορίζεται στη Συνθήκη ΛΕΕ, κατά πάγια δε νομολογία, κατά την ερμηνεία μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της και οι σκοποί που επιδιώκει, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ενώ το ιστορικό της θεσπίσεώς της μπορεί επίσης να προσφέρει στοιχεία χρήσιμα για την ερμηνεία της [πρβλ. αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 19ης Νοεμβρίου 2024, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (Δικαίωμα του εκλέγεσθαι και ιδιότητα μέλους πολιτικού κόμματος), C‑808/21, EU:C:2024:962, σκέψη 91].
107 Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ εξαιρεί τέσσερις τομείς, ήτοι τις «αμοιβές», το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι», το «δικαίωμα για απεργία» και το «δικαίωμα για ανταπεργία (λόκ-άουτ)», από τις αρμοδιότητες σχετικά με την κοινωνική πολιτική οι οποίες απονέμονται στην Ένωση με τις παραγράφους 1 έως 4 του ίδιου άρθρου, τομείς οι οποίοι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών του, συνδέονται μεταξύ τους κατά το μέτρο που αφορούν όλοι, τουλάχιστον εν μέρει, τα προνόμια των κοινωνικών εταίρων. Πρέπει να προστεθεί ότι, στον ειδικό τομέα της κοινωνικής πολιτικής, η προαγωγή του ρόλου των κοινωνικών εταίρων και η διευκόλυνση του διαλόγου μεταξύ τους, με σεβασμό της αυτονομίας τους, περιλαμβάνεται στους σκοπούς του τίτλου X του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, όπως προκύπτει από το άρθρο 152, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, EPSU κατά Επιτροπής, C‑928/19 P, EU:C:2021:656, σκέψεις 60 και 61). Από τα ανωτέρω μπορεί να συναχθεί ότι ο αποκλεισμός της αρμοδιότητας όσον αφορά το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι» έχει, όπως και ο αποκλεισμός της αρμοδιότητας όσον αφορά τις «αμοιβές», προεχόντως ως σκοπό να διαφυλάξει την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων σε εθνικό επίπεδο (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 40, και της 7ης Ιουλίου 2022, Coca-Cola European Partners Deutschland, C‑257/21 και C‑258/21, EU:C:2022:529, σκέψη 47).
108 Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του δικαιώματος ελεύθερης συμμετοχής σε συλλογικές διαπραγματεύσεις και του κατ’ άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ «δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι», είναι αληθές ότι το πρώτο δικαίωμα δεν μνημονεύεται ρητώς μεταξύ των τομέων στους οποίους το άρθρο 153 ΣΛΕΕ απονέμει αρμοδιότητα εναρμόνισης στην Ένωση προκειμένου αυτή να υλοποιήσει τους στόχους του άρθρου 151 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει το Βασίλειο της Δανίας, υφίσταται σχέση μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών, δεδομένου ότι το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αποτελεί προαπαιτούμενο για την άσκηση του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης. Εντούτοις, δεν μπορεί να συναχθεί από τα ανωτέρω ότι το δικαίωμα ελεύθερης συμμετοχής στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ως εγγενές στοιχείο του «δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι», αποκλείεται, εξ αυτού του λόγου, από τις αρμοδιότητες της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ.
109 Κατ’ αρχάς, το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, ΣΛΕΕ παρέχει ρητώς στον νομοθέτη της Ένωσης την αρμοδιότητα να θεσπίζει μέτρα σχετικά με την «εκπροσώπηση και [τη] συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένης της συνδιαχείρισης». Το γράμμα της διάταξης προσδίδει στην αρμοδιότητα αυτή αρκούντως ευρύ περιεχόμενο ώστε να καλύπτει τα μέτρα που ρυθμίζουν το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης, παρά τον αποκλεισμό της αρμοδιότητας που προβλέπει το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ όσον αφορά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
110 Εν συνεχεία, από την από κοινού παράθεση των εννοιών του «συνδικαλιστικού δικαιώματος» και των «συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων» στην έβδομη περίπτωση του άρθρου 156, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μπορεί να συναχθεί ότι, για τους σκοπούς του συγκεκριμένου άρθρου και, γενικότερα, των διατάξεων του τίτλου X του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, οι συντάκτες των Συνθηκών θέλησαν να διακρίνουν μεταξύ των τομέων που καλύπτει καθεμία από τις έννοιες αυτές.
111 Τέλος, ο Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, ως νομικά κείμενα στα οποία κάνει ρητή μνεία το άρθρο 151, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθώς και ο Χάρτης, αντιμετωπίζουν χωριστά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης.
112 Όσον αφορά ειδικότερα τον Χάρτη, αφενός, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12, αναφέρεται ιδίως στο «δικαίωμα κάθε προσώπου να ιδρύει με άλλους συνδικαλιστικές ενώσεις και να προσχωρεί σε αυτές για την υπεράσπιση των συμφερόντων του». Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα μη σύστασης οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων των συνδικαλιστικών οργανώσεων, και μη προσχώρησης σε αυτές. Στο πλαίσιο αυτό καλύπτει επίσης και τη δυνατότητα μιας ένωσης να ασκεί τις δραστηριότητές της και να λειτουργεί χωρίς αδικαιολόγητη κρατική ανάμειξη [πρβλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2006, Werhof, C‑499/04, EU:C:2006:168, σκέψη 33, και της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Διαφάνεια των οργανώσεων), C‑78/18, EU:C:2020:476, σκέψη 113].
113 Αφετέρου, το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 28 του Χάρτη, περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα των εργαζομένων και των εργοδοτών, ή των αντίστοιχων οργανώσεών τους, «να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις στα ενδεδειγμένα επίπεδα».
114 Ως προς το ζήτημα αυτό, είναι βεβαίως ακριβές ότι, όπως υποστηρίζει το Βασίλειο της Δανίας, η παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ ανάγεται στη Συμφωνία που συνήφθη μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πλην του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας για την κοινωνική πολιτική (ΕΕ 1992, C 191, σ. 91) που προσαρτάται στο πρωτόκολλο (αριθ. 14) σχετικά με την κοινωνική πολιτική, το οποίο είναι προσαρτημένο στη Συνθήκη ΕΚ, και, επομένως, είναι προγενέστερη της υιοθέτησης του Χάρτη. Εντούτοις, η άποψη του Βασιλείου της Δανίας ότι οι συντάκτες των Συνθηκών θέλησαν να εξαιρέσουν από τις αρμοδιότητες της Ένωσης, με το άρθρο 153 παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, το ζήτημα της ελεύθερης συμμετοχής σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, ως εγγενές στοιχείο του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στον Χάρτη, αλλά και ούτε στις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και του Χάρτη των Κοινωνικών Δικαιωμάτων οι οποίες είναι προγενέστερες της σύναψης της Συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική. Πράγματι, τόσο ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης όσο και ο Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων αντιμετωπίζουν επίσης το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης ως χωριστά δικαιώματα ο μεν πρώτος στα άρθρα 5 και 6, ο δε δεύτερος στα άρθρα 11 και 12.
115 Ως εκ τούτου, το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι» κατά το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αναφέρεται στην ελευθερία των εργαζομένων και των εργοδοτών να ιδρύουν ή να διαλύουν οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ή να προσχωρούν ή μη σε αυτές, χωρίς ωστόσο να καλύπτει μέτρα που διέπουν το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
116 Όσον αφορά το εφαρμοστέο νομικό κριτήριο για να εξεταστεί αν γίνεται σεβαστός ο κατ’ άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ αποκλεισμός της αρμοδιότητας όσον αφορά το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι», πρέπει να γίνει δεκτό, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 107 των προτάσεών του, ότι ο αποκλεισμός της αρμοδιότητας όσον αφορά το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι», όπως αυτό ορίζεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης, δεν καλύπτει κάθε μέτρο που σχετίζεται με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, αλλά μόνον τα μέτρα που συνεπάγονται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στο δικαίωμα αυτό ή στην άσκησή του. Αντιθέτως, δεν εμπίπτουν στον εν λόγω αποκλεισμό της αρμοδιότητας τα μέτρα τα οποία, μολονότι σχετίζονται με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, δεν ρυθμίζουν άμεσα το δικαίωμα αυτό, αλλά ρυθμίζουν το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης.
117 Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Δανίας, από το γεγονός και μόνον ότι το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας μπορεί να σχετίζεται με ζητήματα που εμπίπτουν στο δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης ενήργησε κατά παράβαση του κατ’ άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ κανόνα περί αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει όμως να εξεταστεί αν οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας, τις οποίες αφορούν ειδικότερα τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Δανίας, συνεπάγονται «άμεση επέμβαση» του δικαίου της Ένωσης στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
118 Πρώτον, επισημαίνεται αφενός ότι, μολονότι τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Δανίας δεν αφορούν ειδικώς τη διάταξη αυτή, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της προσβαλλόμενης οδηγίας αποσκοπεί στην προστασία της άσκησης του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών καθώς και στην προστασία των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους από πράξεις που εισάγουν διακρίσεις εις βάρος τους όσον αφορά την απασχόλησή τους με την αιτιολογία ότι συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών. Η διάταξη αυτή δεν ρυθμίζει την ελευθερία των εργαζομένων και των εργοδοτών να συστήνουν ή να διαλύουν οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ή να προσχωρούν ή μη σε αυτές, αλλά ρυθμίζει ζητήματα που εμπίπτουν στο δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης.
119 Αφετέρου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της προσβαλλόμενης οδηγίας αποσκοπεί στην προστασία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των οργανώσεων των εργοδοτών που συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις έναντι τυχόν ενεργειών παρέμβασης μεταξύ τους ή των εκατέρωθεν εκπροσώπων ή μελών τους κατά τη σύσταση, τη λειτουργία ή τη διοίκησή τους. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, τα κράτη μέλη οφείλουν να «λαμβάνουν μέτρα, κατά περίπτωση», προς τον σκοπό αυτόν. Η προστασία την οποία αποσκοπεί να παράσχει η διάταξη αυτή έναντι των πράξεων παρέμβασης αφορά τη «σύσταση», τη «λειτουργία» και τη «διοίκηση» των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των οργανώσεων των εργοδοτών, ήτοι ζητήματα που εμπίπτουν στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, τόσο στη θετική όσο και στην αρνητική πτυχή του, δηλαδή το δικαίωμα ίδρυσης οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων των συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς και εσωτερικής οργάνωσής τους.
120 Ο σεβασμός του κατ’ άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι» προϋποθέτει ότι ούτε το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της προσβαλλόμενης οδηγίας ούτε τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίσουν τη μεταφορά της διάταξης αυτής στο εσωτερικό τους δίκαιο συνεπάγονται άμεση επέμβαση στη σύσταση, τη λειτουργία και τη διοίκηση των ενώσεων.
121 Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της προσβαλλόμενης οδηγίας, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του, σχετίζεται μεν με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, αλλά σκοπό έχει να προωθήσει την ελεύθερη συμμετοχή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
122 Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν θίγει την αρμοδιότητα που διατηρούν τα κράτη μέλη όσον αφορά τη θέσπιση μέτρων που ρυθμίζουν άμεσα το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει, αφενός, από την παραπομπή που γίνεται στο γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας στο «εθνικό δίκαιο» και στην «εθνική πρακτική» και, αφετέρου, από τη φράση «κατά περίπτωση» στο στοιχείο δʹ, τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να λαμβάνουν υποχρεωτικώς «μέτρα» δυνάμει του στοιχείου δʹ και, εν πάση περιπτώσει, οφείλουν να λαμβάνουν τέτοια μέτρα μόνον εφόσον τούτο επιτρέπεται από το εθνικό τους δίκαιο και την εθνική πρακτική. Επισημαίνεται συναφώς ότι οι διατάξεις αυτές δεν εναρμονίζουν το περιεχόμενο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 84 της παρούσας απόφασης, οι διατάξεις του άρθρου 4 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του άρθρου 152, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο κατοχυρώνει ρητώς, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, τον σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.
123 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
124 Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν γίνεται σεβαστός, από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας, ο κατ’ άρθρο 153 παράγραφος 5, ΣΛΕΕ αποκλεισμός της αρμοδιότητας όσον αφορά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, συνεπάγεται επίσης επέμβαση στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι όσον αφορά τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, διότι ο σκοπός αύξησης του αριθμού των εργαζομένων που δεσμεύονται από συλλογική σύμβαση τον οποίο επιδιώκει η διάταξη αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις.
125 Το ως άνω επιχείρημα δεν δύναται, ωστόσο, να ευδοκιμήσει. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 84 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν την προσχώρηση μεγαλύτερου αριθμού εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις.
126 Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας δεν συνεπάγεται άμεση επέμβαση του δικαίου της Ένωσης στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
127 Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
128 Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας και, συνακόλουθα, τη φράση «συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2» της πέμπτης περιόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας καθώς και όσον αφορά τη φράση «με την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού» του άρθρου 5, παράγραφος 3, της προσβαλλόμενης οδηγίας και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
2. Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται αδυναμία έκδοσης της προσβαλλόμενης οδηγίας βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ
α) Επιχειρήματα των διαδίκων
129 Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο της Σουηδίας, υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν παραβιάζει τον κανόνα περί αποκλεισμού της αρμοδιότητας όσον αφορά τις «αμοιβές» και το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι» που προβλέπει το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν μπορούσαν να την εκδώσουν συννόμως βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, κατ’ εφαρμογήν της διαδικασίας λήψης αποφάσεων την οποία προβλέπει για τον τομέα αυτόν το άρθρο 153, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
130 Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη οδηγία επιδιώκει δύο εξίσου σημαντικούς σκοπούς, υπό την έννοια ότι σκοπός της είναι να ρυθμίσει όχι μόνον τους «όρους εργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, αλλά και την «εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών» κατά την έννοια του άρθρου 153, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, καθεμία από τις νομικές αυτές βάσεις συνεπάγεται την εφαρμογή διαφορετικής νομοθετικής διαδικασίας και οι διαδικασίες αυτές δεν είναι συμβατές μεταξύ τους. Όσον αφορά το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, ΣΛΕΕ απαιτείται ομοφωνία εντός του Συμβουλίου, ενώ όσον αφορά το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ απαιτείται ειδική πλειοψηφία εντός του Συμβουλίου.
131 Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η Επιτροπή καθώς και τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν υπέρ των καθών θεσμικών οργάνων αμφισβητούν την επιχειρηματολογία που εκθέτει το Βασίλειο της Δανίας στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.
β) Εκτίμηση του Δικαστηρίου
132 Όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 56 της παρούσας απόφασης, κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσης μιας πράξης της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης αυτής. Εάν από την εξέταση πράξης της Ένωσης προκύπτει ότι η πράξη αυτή επιδιώκει πλείονες σκοπούς ή ότι αποτελείται από πλείονα συστατικά στοιχεία και εάν ένας από τους σκοπούς ή τα στοιχεία αυτά μπορεί να χαρακτηριστεί κύριος ή πρωτεύων σκοπός ή κύριο ή πρωτεύον στοιχείο, ενώ οι άλλοι σκοποί ή τα άλλα στοιχεία έχουν παρεπόμενο απλώς χαρακτήρα, η εν λόγω πράξη πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να στηρίζεται σε μία και μόνη νομική βάση, δηλαδή σε εκείνη που αντιστοιχεί στον εν λόγω κύριο σκοπό ή στοιχείο. Μόνο κατ’ εξαίρεση μια πράξη της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται συγχρόνως σε διαφορετικές νομικές βάσεις, ήτοι οσάκις η πράξη αυτή επιδιώκει συγχρόνως πολλούς σκοπούς ή αποτελείται από πολλά συστατικά στοιχεία που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας σκοπός ή το ένα στοιχείο να έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με τους λοιπούς σκοπούς ή τα λοιπά στοιχεία [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑130/10, EU:C:2012:472, σκέψεις 43 και 44, και της 20ής Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (ΠΘΖ Ανταρκτικής), C‑626/15 και C‑659/16, EU:C:2018:925, σκέψεις 77 και 78].
133 Πάντως, η χρήση διττής νομικής βάσεως αποκλείεται οσάκις οι διαδικασίες που προβλέπονται για καθεμία από τις νομικές αυτές βάσεις δεν είναι συμβατές μεταξύ τους [απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑300/89, EU:C:1991:244, σκέψη 21, και γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 78].
134 Όσον αφορά το αντίστοιχα πεδία εφαρμογής του στοιχείου βʹ και του στοιχείου στʹ του άρθρου 153, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 72 και 109 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι, αφενός, το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τους «όρους εργασίας», μπορεί να καλύπτει μέτρα σχετικά με τη βελτίωση της επάρκειας των κατώτατων μισθών και, ως εκ τούτου, σχετικά με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ένωση και, αφετέρου, το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την «εκπροσώπηση και [τη] συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένης της συνδιαχείρισης», μπορεί να καλύπτει μέτρα σχετικά με την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, εφόσον τα θεσπιζόμενα μέτρα συνάδουν με το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ.
135 Μολονότι, σε καθέναν από τους δύο ως άνω τομείς, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, να θεσπίζουν «ελάχιστες προδιαγραφές», εντούτοις για τη λήψη απόφασης απαιτείται στον μεν πρώτο τομέα ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, ενώ στον δεύτερο τομέα είναι αναγκαία ομοφωνία στο Συμβούλιο κατ’ εφαρμογήν ειδικής νομοθετικής διαδικασίας.
136 Εν προκειμένω, όσον αφορά τις κύριες διατάξεις της προσβαλλόμενης οδηγίας που περιλαμβάνονται στα άρθρα της 4 έως 8, κατ’ αρχάς, το άρθρο 4 προβλέπει, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 63 και 64 της παρούσας απόφασης, μέτρα σχετικά με την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών. Αυτά τα μέτρα ενδέχεται βεβαίως να εμπίπτουν στην «εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένης της συνδιαχείρισης», κατά το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, ΣΛΕΕ. Εντούτοις, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 119 των προτάσεών του, πρέπει να ληφθεί υπόψη η σχέση που προβλέπει η οδηγία αυτή με το άρθρο 1, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 16 και 22, μεταξύ της προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών και του κύριου σκοπού της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ένωση και, ειδικότερα, της επάρκειας των κατώτατων μισθών για τους εργαζομένους. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης οδηγίας αποτελεί απλώς ένα μέσο για την επίτευξη του κύριου σκοπού της και όχι αυτοτελή και χωριστό σκοπό ή συστατικό στοιχείο της. Συνεπώς, και το άρθρο 4 εμπίπτει στον τομέα των «όρων εργασίας» κατά το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 4 συνιστά, το πολύ, χωριστό σκοπό ή στοιχείο που εντάσσεται στην «εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση των συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών» και έχει εντελώς παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με τον κύριο σκοπό ή συστατικό στοιχείο που εμπίπτει στον τομέα των «όρων εργασίας».
137 Εν συνεχεία, από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία περιλαμβάνει μία διάταξη και δύο φράσεις που εξαιρούνται από τις αρμοδιότητες της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, ήτοι το άρθρο 5, παράγραφος 2, και, συνακόλουθα, τη φράση «συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2» της πέμπτης περιόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, καθώς και τη φράση «με την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού» του άρθρου 5, παράγραφος 3, της προσβαλλόμενης οδηγίας. Επομένως, η διάταξη αυτή και οι δύο αυτές φράσεις δεν καλύπτονται από τις νομοθετικές αρμοδιότητες της Ένωσης στους τομείς του άρθρου 153, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και στʹ, ΣΛΕΕ.
138 Τέλος, οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 5 της προσβαλλόμενης οδηγίας καθώς και τα άρθρα της 6 έως 8 προβλέπουν, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 57 και 66 της παρούσας απόφασης, μέτρα για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό επαρκών κατώτατων μισθών με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ένωση. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές συνδέονται με τον τομέα των «όρων εργασίας» τον οποίο αφορά το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.
139 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 4 έως 8 τα οποία είναι οι κύριες διατάξεις της, η προσβαλλόμενη οδηγία εμπίπτει στην αρμοδιότητα που προβλέπεται στο άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και όχι σε εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, ΣΛΕΕ.
140 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
141 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το κύριο αίτημα του Βασιλείου της Δανίας είναι εν μέρει βάσιμο κατά το μέτρο που βάλλει κατά του άρθρου 5, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας και της φράσης «με την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού» του άρθρου 5, παράγραφος 3, επειδή οι διατάξεις αυτές εμπίπτουν σε τομείς που εξαιρούνται από τις αρμοδιότητες της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ. Η ακύρωση του άρθρου 5, παράγραφος 2, επισύρει την ακύρωση της φράσης «συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2» της πέμπτης περιόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας.
Β. Επί του επικουρικού αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και/ή του άρθρου 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας
142 Το Βασίλειο της Δανίας προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως προς στήριξη του επικουρικού αιτήματος, ο οποίος βάλλει κατά του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και/ή του άρθρου 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας και στηρίζεται στα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως προς στήριξη του κύριου αιτήματος. Επομένως, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα αυτά απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη του επικουρικού αιτήματος πρέπει επίσης να απορριφθεί, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του παραδεκτού του, και, ως εκ τούτου, το επικουρικό αίτημα είναι απορριπτέο.
143 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να ακυρωθούν η φράση «συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2» της πέμπτης περιόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης οδηγίας, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας καθώς και η φράση «με την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού» του άρθρου 5, παράγραφος 3, της προσβαλλόμενης οδηγίας. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.
IV. Επί των δικαστικών εξόδων
144 Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.
145 Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.
146 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Βασίλειο της Δανίας ηττήθηκε εν μέρει, πρέπει να φέρει δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του. Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρέπει να φέρουν το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε το Βασίλειο της Δανίας και το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων τους.
147 Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, η Πορτογαλική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Σουηδίας και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν ως παρεμβαίνοντες.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:
1) Ακυρώνει τη φράση «συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2» της πέμπτης περιόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2022, για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής καθώς και τη φράση «με την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δεν οδηγεί σε μείωση του νόμιμου κατώτατου μισθού» του άρθρου 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.
2) Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.
3) Το Βασίλειο της Δανίας φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων του.
4) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε το Βασίλειο της Δανίας και το ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων τους.
5) Το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, η Πορτογαλική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Σουηδίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.
(υπογραφές)
