ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, υπήκοοι της Βόρειας Μακεδονίας, είχαν επιτύχει την έκδοση αμετάκλητης απόφασης αποκατάστασης το 2002 που τους απέδιδε τίτλο ιδιοκτησίας σε οικόπεδο 6.112 τ.μ. το οποίο είχε κατασχεθεί από τους προκατόχους τους. Η απόφαση αποκατάστασης εκτελέστηκε εν μέρει και οι προσφεύγοντες καταχώρησαν τον τίτλο τους στο κτηματολόγιο. Ωστόσο, το 2015, οι αρχές ακύρωσαν proprio motu την απόφαση για το τμήμα των 4.797 τ.μ., με την αιτιολογία της νομικής και πραγματικής αδυναμίας εκτέλεσής της, καθώς τρίτα πρόσωπα είχαν εν τω μεταξύ κατασκευάσει επιχειρηματικούς χώρους, βενζινάδικο και δημόσιο δρόμο στο οικόπεδο.
Το ΕΔΔΑ στην κύρια απόφαση του Δεκεμβρίου 2023 διαπίστωσε ότι η ακύρωση της τελεσίδικης απόφασης αποκατάστασης στο πλαίσιο διαδικασιών διοικητικής εκτέλεσης ματαίωσε τη νόμιμη προσδοκία των προσφευγόντων και τους στέρησε την ευκαιρία να αποκτήσουν την κατοχή της ιδιοκτησίας που δικαιολογημένα ανέμεναν. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα των προσφευγόντων παραβίασε την αρχή της νομιμότητας και δεν ήταν προβλέψιμη σύμφωνα με τις αρχές της Σύμβασης.
Στην παρούσα απόφαση δίκαιης ικανοποίησης, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η αποζημίωση θα έπρεπε να υπολογιστεί με βάση την αξία της γεωργικής γης κατά τον χρόνο της κατάσχεσης. Το ΕΔΔΑ επιδίκασε από κοινού στους προσφεύγοντες 774.000 ευρώ ως χρηματική αποζημίωση ή, εναλλακτικά, διέταξε το Κράτος να τους μεταβιβάσει παρόμοιο οικόπεδο στην ίδια περιοχή.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι δέκα υπήκοοι της Βόρειας Μακεδονίας που γεννήθηκαν μεταξύ 1937 και 1972 και κατοικούν στα Σκόπια. Στις 7 Δεκεμβρίου 2001, υπέβαλαν αίτηση αποκατάστασης για οικόπεδο που είχε κατασχεθεί από τους προκατόχους τους. Με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2002, η Επιτροπή Αποκατάστασης αποδέχτηκε την αίτηση και διαπίστωσε ότι το οικόπεδο ήταν αδόμητη οικοδομήσιμη γη συνολικής έκτασης 6.112 τ.μ.
Η απόφαση κατέστη αμετάκλητη και οι προσφεύγοντες καταχώρησαν τον τίτλο ιδιοκτησίας τους στο κτηματολόγιο το 2014. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία εκτέλεσης, διαπιστώθηκε ότι τρίτα πρόσωπα είχαν κατασκευάσει επιχειρηματικούς χώρους, βενζινάδικο, δημόσιο δρόμο και οπωρώνα σε τμήματα του οικοπέδου.
Στις 16 Οκτωβρίου 2015, η Επιτροπή Αποκατάστασης, ενεργώντας proprio motu, ακύρωσε εν μέρει την απόφαση αποκατάστασης για 4.797 τ.μ., επικαλούμενη νομική και πραγματική αδυναμία εκτέλεσης λόγω των κατασκευών που είχαν πραγματοποιηθεί από τρίτους. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη στις 21 Οκτωβρίου 2015, παρά τις αντίθετες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων και του Ανώτατου Δικαστηρίου που είχαν κρίνει εκτελεστή την αρχική απόφαση αποκατάστασης.
Οι προσφεύγοντες είχαν καταβάλει στο Κράτος 49.497 δηνάρια Βόρειας Μακεδονίας ως επιστροφή της αποζημίωσης που είχαν λάβει οι προκάτοχοί τους κατά την κατάσχεση, ποσό που δεν τους επιστράφηκε μετά την ακύρωση.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου,
Άρθρο 41
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου – Δίκαιη Ικανοποίηση
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι παράνομες και αυθαίρετες αποστερήσεις ιδιοκτησίας δικαιολογούν κατ’ αρχήν restitutio in integrum και, σε περίπτωση μη αποκατάστασης, καταβολή της πλήρους τρέχουσας αξίας της ιδιοκτησίας. Η φύση της παραβίασης που διαπιστώθηκε – παράνομη αποστέρηση ιδιοκτησίας λόγω μη τήρησης της αρχής της νομιμότητας – απαιτεί την τοποθέτηση των προσφευγόντων όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην κατάσταση που θα βρίσκονταν εάν δεν είχε συμβεί η παραβίαση.
Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι οι προσφεύγοντες όφειλαν να ζητήσουν αναψηλάφηση των εγχώριων διαδικασιών μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ. Δεδομένου ότι η διαδικασία αποκατάστασης κράτησε σχεδόν 14 χρόνια από την υποβολή της αίτησης (2001) μέχρι την τελεσίδικη ακύρωση (2015), η αναμονή του αποτελέσματος ενδεχόμενης επανεκδίκασης θα επέβαλε υπερβολικό βάρος στους προσφεύγοντες.
Σχετικά με τον υπολογισμό της αποζημίωσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 27 του Νόμου Αποκατάστασης, οι προσφεύγοντες δικαιούνταν τη φυσική επιστροφή του οικοπέδου ως αδόμητης οικοδομήσιμης γης, όπως ήταν κατά την υποβολή της αίτησής τους. Η απόφαση αποκατάστασης του 2002 διαπίστωσε ότι το οικόπεδο ήταν πράγματι αδόμητη οικοδομήσιμη γη. Συνεπώς, η αποζημίωση πρέπει να βασίζεται στην τρέχουσα αγοραία αξία του οικοπέδου ως οικοδομήσιμης γης και όχι στην αξία γεωργικής γης κατά τη στιγμή της κατάσχεσης, όπως υποστήριξε η Κυβέρνηση.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η έκταση που καλύπτεται από την προσφυγή είναι 4.797 τ.μ. (το τμήμα που ακυρώθηκε λόγω ιδιωτικών κατασκευών) και όχι 6.112 τ.μ. που ζήτησαν οι προσφεύγοντες. Λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες υπολογισμού της αγοραίας αξίας και την περιορισμένη αξιοπιστία της έκθεσης εμπειρογνώμονα των προσφευγόντων, το Δικαστήριο προσέφυγε σε επιεικείς εκτιμήσεις.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα:
- Διατάσσει το εναγόμενο Κράτος να μεταβιβάσει στην κατοχή των προσφευγόντων, εντός τριών μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης, οικόπεδο στην ίδια περιοχή με χαρακτηριστικά και αξία όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο επίδικο οικόπεδο, μείον τυχόν ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί.
- Εναλλακτικά, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, να καταβάλει από κοινού στους προσφεύγοντες 774.000 ευρώ ως αποζημίωση, μείον τυχόν ποσά επιστροφής που έχουν ήδη καταβληθεί.
ΣΧΟΛΙΟ
Η προσέγγιση του Δικαστηρίου ευθυγραμμίζεται με την πάγια νομολογία που καθιερώθηκε στις υποθέσεις Stojanovski και λοιποί κατά πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας της 07.02.2019 με αριθμ. προσφ. 14174/09 και Arsovski κατά πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας της 07.02.2019 με αριθμ. προσφ. 30206/06, σύμφωνα με την οποία παράνομες αποστερήσεις ιδιοκτησίας δικαιολογούν καταβολή της πλήρους τρέχουσας αξίας.
Η απόρριψη του επιχειρήματος της Κυβέρνησης για υπολογισμό με βάση την αξία γεωργικής γης κατά τον χρόνον κατάσχεση αντανακλά την αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Vistiņš και Perepjolkins κατά Λετονίας (δίκαιη ικανοποίηση) [GC] της 25.10.2014 με αριθμ. προσφ. 71243/01, ότι η αποζημίωση πρέπει να θέτει τον προσφεύγοντα στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε συμβεί η παραβίαση.
