ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Όγδοο Τμήμα)
30 Οκτωβρίου 2025 ( * )
Προδικαστική παραπομπή — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός (ΕΕ) 261/2004 — Άρθρο 6 — Έννοια της «καθυστέρησης πτήσης» — Προηγούμενη κοινοποίηση από τον αερομεταφορέα της αναβολής της πτήσης και επιβεβαίωση νέας ώρας αναχώρησης και άφιξης — Άρθρα 5(1)(γ) και 7(1) — Δικαίωμα των επιβατών σε αποζημίωση σε περίπτωση καθυστέρησης άφιξης πτήσης κατά τρεις ή περισσότερες ώρες — Έννοια της «προγραμματισμένης ώρας άφιξης» — Προσδιορισμός της διάρκειας της καθυστέρησης
Στην υπόθεση C‑558/24,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht Landshut (Περιφερειακό Δικαστήριο Landshut, Γερμανία), με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Αυγούστου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
Corendon Airlines Turistik Hava Tasimacilik AS
κατά
Myflyright GmbH ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Όγδοο Τμήμα),
συγκείμενο από τους O. Spineanu-Matei, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin και N. Piçarra (εισηγητή), δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: T. Ćapeta,
Γραμματέας: A. Calot Escobar,
έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά την έγγραφη διαδικασία,
έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που του υπέβαλαν οι
– Corendon Airlines Turistik Hava Tasimacilik AS, εκπροσωπούμενη από τον S. Hendrix, Rechtsanwältin,
– Myflyright GmbH, εκπροσωπούμενη από τον J.-P. von Hagen, Rechtsanwalt,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.-R. Killmann και N. Yerrell,
Αφού αποφάσισε, αφού άκουσε τον Γενικό Εισαγγελέα, να εκδώσει απόφαση χωρίς απόφαση,
έχει δώσει τα εξής
κρίση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης και παροχής βοήθειας στους επιβάτες σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης πτήσεων, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του αερομεταφορέα Corendon Airlines Turistik Hava Tasimacilik AS («Corendon Airlines») και της Myflyright GmbH, εταιρείας παροχής νομικής βοήθειας σε επιβάτες αεροπορικών μεταφορών, σχετικά με αξίωση αποζημίωσης, βάσει του κανονισμού 261/2004, για μεγάλη καθυστέρηση πτήσης μετά την άφιξή της στον τελικό προορισμό της.
Σχετικές νομικές διατάξεις
3 Η πρώτη, δεύτερη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 261/2004 ορίζουν τα εξής:
«(1) Η κοινοτική δράση στον τομέα των αερομεταφορών θα πρέπει να αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών. Επιπλέον, θα πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι γενικές απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών.»
(2) Η άρνηση επιβίβασης, οι ακυρώσεις και οι μεγάλες καθυστερήσεις πτήσεων προκαλούν σοβαρές δυσκολίες και ταλαιπωρία στους επιβάτες.
– –
(4) Η Κοινότητα θα πρέπει επομένως να ενισχύσει τα ελάχιστα πρότυπα προστασίας που ορίζονται στον [κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 1991, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης σε τακτικές αεροπορικές γραμμές (ΕΕ L 36, σ. 5)], προκειμένου να βελτιωθούν τα δικαιώματα των επιβατών και να διασφαλιστεί ότι οι αερομεταφορείς λειτουργούν υπό εναρμονισμένες συνθήκες σε μια απελευθερωμένη αγορά.
4 Το άρθρο 2 του κανονισμού 261/2004, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:
– –
(λ) «ακύρωση» νοείται η μη εκτέλεση προγραμματισμένης πτήσης για την οποία είχε κρατηθεί τουλάχιστον μία θέση.
5 Το άρθρο 5 του κανονισμού, με τίτλο «Ακύρωση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Εάν η πτήση ακυρωθεί:
– –
γ) ο επιβάτης δικαιούται αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7, εκτός εάν:
– –
(iii) ο επιβάτης έχει ενημερωθεί για την ακύρωση λιγότερο από επτά ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και του έχει προσφερθεί μεταφορά με άλλο δρομολόγιο που θα του επέτρεπε να αναχωρήσει το αργότερο μία ώρα πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσει στον προορισμό του λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.
6 Το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Καθυστέρηση», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Όταν ο αερομεταφορέας που εκτελεί την πτήση εκτιμά εύλογα ότι είναι πιθανό η πτήση να καθυστερήσει πέραν της προγραμματισμένης ώρας αναχώρησής της
(α) τουλάχιστον δύο ώρες για πτήσεις 1500 χιλιομέτρων ή λιγότερο, ή
(β) τουλάχιστον τρεις ώρες για ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1 500 χιλιομέτρων και για άλλες πτήσεις άνω των 1 500 αλλά κάτω των 3 500 χιλιομέτρων, ή
– –
ο αερομεταφορέας που εκτελεί την πτήση πρέπει να προσφέρει στον επιβάτη
(i) βοήθεια όπως ορίζεται στο άρθρο 9(1)(α) και στο άρθρο 9(2), και
(ii) όταν η εύλογα αναμενόμενη ώρα αναχώρησης είναι τουλάχιστον η επόμενη ημέρα από την προηγουμένως ανακοινωθείσα ώρα αναχώρησης, η παροχή βοήθειας όπως ορίζεται στο άρθρο 9(1)(β) και στο άρθρο 9(1)(γ), και
(iii) σε περίπτωση καθυστέρησης πέντε ωρών ή περισσότερο, βοήθεια όπως ορίζεται στο άρθρο 8(1)(α).
7 Το άρθρο 7 του κανονισμού, με τίτλο «Δικαίωμα αποζημίωσης», ορίζει στην παράγραφο 1:
«Όταν γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους ακόλουθου ποσού:»
– –
β) 400 ευρώ για ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1500 χιλιομέτρων και για άλλες πτήσεις άνω των 1500 αλλά κάτω των 3500 χιλιομέτρων·
… –”
Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα
8 Τέσσερις επιβάτες που είχαν λάβει επιβεβαίωση κράτησης από την Corendon Airlines για πτήση με αναχώρηση από το Μόναχο (Γερμανία) στις 10:20 π.μ. (τοπική ώρα) με προορισμό την Αττάλεια (Τουρκία), όπου η πτήση επρόκειτο να φτάσει στις 2:20 μ.μ. (τοπική ώρα) στις 2 Αυγούστου 2022, έλαβαν νέα επιβεβαίωση κράτησης από τον ενδιαφερόμενο ταξιδιωτικό πράκτορα για την εν λόγω πτήση την προηγούμενη ημέρα της ημερομηνίας αναχώρησής τους, με την οποία τους ενημέρωνε ότι η προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης της πτήσης είχε αναβληθεί για τις 11:20 π.μ. (τοπική ώρα), με αποτέλεσμα η ώρα άφιξης της πτήσης να αναβληθεί για τις 3:20 μ.μ. (τοπική ώρα).
9 Ωστόσο, η πτήση δεν αναχώρησε παρά στις 2:37 μ.μ. (τοπική ώρα) στις 2 Αυγούστου 2022 και οι εν λόγω επιβάτες έφτασαν τελικά στον προορισμό τους στις 6:16 μ.μ. (τοπική ώρα).
10 Η Myflyright, στην οποία οι ενδιαφερόμενοι επιβάτες είχαν εκχωρήσει το δικαίωμά τους σε αποζημίωση, άσκησε αγωγή ενώπιον του Amtsgericht Erding (ειρηνοδικείου Erding, Γερμανία) ζητώντας αποζημίωση ύψους 1 600 ευρώ, ήτοι 400 ευρώ ανά επιβάτη, βάσει, μεταξύ άλλων, των άρθρων 5 και 7 του κανονισμού 261/2004.
11 Το εν λόγω δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή με απόφαση της 30ής Αυγούστου 2023, κρίνοντας ότι η αναβολή των δρομολογίων πτήσεων κατά μία ώρα δεν συνιστούσε ματαίωση κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιβ΄, του κανονισμού 261/2004, αλλά καθυστέρηση, η διάρκεια της οποίας έπρεπε να καθοριστεί βάσει των αρχικών δρομολογίων πτήσεων.
12 Η Corendon Airlines άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Landgericht Landshut (περιφερειακού δικαστηρίου Landshut, Γερμανία), του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι, εν προκειμένω, η διάρκεια της επίμαχης καθυστέρησης πρέπει να προσδιοριστεί με βάση τα δρομολόγια πτήσεων που αναφέρονται στη νέα επιβεβαίωση κράτησης και όχι με βάση τα αρχικά δρομολόγια πτήσεων.
13 Το αιτούν δικαστήριο, αντιθέτως, θεωρεί ότι η διάρκεια της καθυστέρησης που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης πρέπει να προσδιοριστεί με βάση την ώρα άφιξης σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα, δεδομένου ότι ο μόνος κρίσιμος παράγοντας για τους ενδιαφερόμενους επιβάτες είναι το κατά πόσον η πτήση έφτασε αργά σε σχέση με την ώρα αυτή. Κατά την άποψη του εν λόγω δικαστηρίου, η συνεκτίμηση της ώρας άφιξης της πτήσης που αναφέρεται στη νέα επιβεβαίωση κράτησης για τον προσδιορισμό της διάρκειας της καθυστέρησης δεν αποτελεί μόνο «καθαρά τυπική προσέγγιση», αλλά και αντίθετη προς τον σκοπό του κανονισμού 261/2004, ο οποίος είναι, μεταξύ άλλων, η διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών που επηρεάζονται από τη ματαίωση ή τη μεγάλη καθυστέρηση της πτήσης τους. Επιπλέον, η προσέγγιση αυτή θα επέτρεπε στον αερομεταφορέα να καθυστερήσει την ώρα άφιξης της πτήσης χωρίς να θεωρηθεί υπεύθυνος γι’ αυτό, αποστέλλοντας νέες επιβεβαιώσεις κράτησης την τελευταία στιγμή ενημερώνοντάς τους για τις καθυστερήσεις της πτήσης.
14 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Landshut ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Σε περίπτωση αναβολής μιας πτήσης και έκδοσης νέας επιβεβαίωσης κράτησης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχικά προγραμματισμένη ώρα άφιξης ή η ώρα άφιξης που αναφέρεται στη νέα επιβεβαίωση κράτησης κατά την αξιολόγηση της «μεγάλης» καθυστέρησης άφιξης στον τελικό προορισμό;»
2) Εάν η αλλαγή ώρας άφιξης θεωρείται καθοριστική:
(α) Έχει σημασία πόσο καιρό πριν από την αρχική ώρα αναχώρησης ο επιβάτης ενημερώνεται για την καθυστέρηση της πτήσης; Ειδικότερα, έχει σημασία το κατά πόσον οι προθεσμίες για την εκ νέου άφιξη που αναφέρονται στο άρθρο 5(1)(γ) του κανονισμού [αριθ. 261/2004] έχουν πράγματι τηρηθεί, προκειμένου να απαλλαγεί ο αερομεταφορέας από την υποχρέωσή του να καταβάλει αποζημίωση;
(β) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης: Δικαιούται επιβάτης αποζημίωση βάσει των άρθρων 5 και 7 του κανονισμού [αριθ. 261/2004] εάν η πτήση φτάσει με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με την αρχική ώρα άφιξης, και εάν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις;
Εξέταση προδικαστικών αποφάσεων
Πρώτη ερώτηση
15 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι, όταν ένας αερομεταφορέας αναβάλλει τις ώρες αναχώρησης και άφιξης μιας πτήσης, ειδοποιεί εκ των προτέρων τους ενδιαφερόμενους επιβάτες και εκδίδει νέα επιβεβαίωση κράτησης, η διάρκεια της καθυστέρησης που υπέστησαν οι εν λόγω επιβάτες μετά την άφιξή τους πρέπει να προσδιοριστεί λαμβάνοντας υπόψη την ώρα άφιξης σύμφωνα με το αρχικό πρόγραμμα ή αν οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ώρα άφιξης που αναγράφεται στην εν λόγω νέα επιβεβαίωση κράτησης.
16 Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια της καθυστέρησης πτήσης δεν ορίζεται στον κανονισμό 261/2004, σε αντίθεση με την έννοια της ματαίωσης, η οποία καλύπτεται από το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού και η οποία ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ιβ’, του ίδιου κανονισμού ως «η μη εκτέλεση προγραμματισμένης πτήσης για την οποία είχε κρατηθεί τουλάχιστον μία θέση».
17 Όσον αφορά την έννοια της καθυστέρησης πτήσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει, πρώτον, ότι καθυστέρηση κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 261/2004 υπάρχει όταν μια πτήση εκτελείται όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί, αλλά η πραγματική ώρα αναχώρησής της είναι μεταγενέστερη της αρχικά προγραμματισμένης ώρας αναχώρησης (βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Sturgeon κ.λπ., C‑402/07 και C‑432/07, EU:C:2009:716, σκέψη 32). Έχει επίσης κρίνει ότι θα ήταν αντίθετο προς τη συνήθη έννοια και τη γενική οικονομία των όρων του εν λόγω κανονισμού να θεωρηθεί η απλή αναβολή της πραγματικής ώρας αναχώρησης μιας πτήσης ως ματαίωση κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιβ’, του εν λόγω κανονισμού, εκτός εάν υπάρχουν άλλες αλλαγές στην πτήση (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Corendon Airlines, C‑395/20, EU:C:2021:1041, σκέψη 22).
18 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι ο κανονισμός 261/2004 δεν εξαρτά τον χαρακτηρισμό μιας πτήσης ως ματαιωμένης πτήσης κατά την έννοια του άρθρου 5 αυτού ή ως καθυστερημένης πτήσης κατά την έννοια του άρθρου 6 αυτού αποκλειστικά από την προϋπόθεση ότι η εν λόγω πτήση έχει αναβληθεί εκ των προτέρων (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Corendon Airlines, C‑395/20, EU:C:2021:1041, σκέψη 21).
19 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ενδιαφερόμενοι επιβάτες ενημερώθηκαν την προηγούμενη ημέρα της αναχώρησής τους για την αναβολή της ώρας αναχώρησης της πτήσης τους και ότι τους χορηγήθηκε νέα επιβεβαίωση κράτησης που ανέφερε τα νέα δρομολόγια χωρίς να αλλάξει ο αερολιμένας αναχώρησης ή άφιξης ή ο αριθμός πτήσης με την οποία επρόκειτο να μεταφερθούν. Τα στοιχεία αυτά συνεπάγονται καθυστέρηση κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 261/2004, όπως ερμηνεύτηκε στις σκέψεις 17 και 18 της παρούσας αποφάσεως.
20 Δεύτερον, τα άρθρα 5 και 7 του κανονισμού 261/2004, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της δεύτερης αιτιολογικής σκέψης του εν λόγω κανονισμού και της αρχής της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, πρώτον, οι επιβάτες των οποίων οι πτήσεις έχουν καθυστέρηση μπορούν να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης με τους επιβάτες των οποίων οι πτήσεις έχουν ματαιωθεί για τους σκοπούς του δικαιώματος αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1. Δεύτερον, οι εν λόγω επιβάτες μπορούν να επικαλεστούν ένα τέτοιο δικαίωμα αποζημίωσης όταν υφίστανται ανεπανόρθωτη απώλεια χρόνου τουλάχιστον τριών ωρών λόγω της καθυστέρησης, δηλαδή όταν φτάνουν στον προορισμό τους τουλάχιστον τρεις ώρες μετά την ώρα άφιξης που είχε αρχικά προγραμματίσει ο αερομεταφορέας (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2024, Laudamotion και Ryanair, C‑54/23, EU:C:2024:74, σκέψεις 19 και 21 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
21 Μια τέτοια καθυστέρηση τριών ωρών ως προϋπόθεση για τη λήψη αποζημίωσης έχει καθοριστεί λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, σημείο iii, του κανονισμού 261/2004, οι αερομεταφορείς μπορούν, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της μεταφοράς επιβατών με άλλο δρομολόγιο κατόπιν ματαίωσης πτήσης την τελευταία στιγμή, να επισπεύσουν την ώρα αναχώρησης των επιβατών κατά μία ώρα το πολύ και να καθυστερήσουν την άφιξή τους κατά λιγότερο από δύο ώρες (βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2012, Nelson κ.λπ., C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 31).
22 Συνεπώς, από τις δύο προηγούμενες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης άφιξης πτήσης κατά τρεις ώρες ή περισσότερο, οι ενδιαφερόμενοι επιβάτες, όπως και οι επιβάτες των οποίων η αρχική πτήση έχει ακυρωθεί και στους οποίους ο αερομεταφορέας δεν είναι σε θέση να προσφέρει μεταφορά με άλλη πτήση σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, σημείο iii, του κανονισμού 261/2004, δικαιούνται αποζημίωση βάσει του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και αυτοί υφίστανται ανεπανόρθωτη απώλεια χρόνου (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Germanwings, C‑452/13, EU:C:2014:2141, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
23 Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι, εάν η διάρκεια της καθυστέρησης που υπέστησαν οι εν λόγω επιβάτες μετά την άφιξη στον προορισμό τους καθοριζόταν λαμβάνοντας υπόψη την αρχικά προγραμματισμένη ώρα άφιξης, οι εν λόγω επιβάτες θα μπορούσαν να ζητήσουν αποζημίωση, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, θα είχαν υποστεί καθυστέρηση άνω των τριών ωρών από την αρχικά προγραμματισμένη ώρα άφιξης. Από την άλλη πλευρά, εάν η διάρκεια της καθυστέρησης αυτής καθοριζόταν λαμβάνοντας υπόψη την ώρα άφιξης που αναφέρεται στη νέα επιβεβαίωση κράτησης, οι εν λόγω επιβάτες δεν θα μπορούσαν να ζητήσουν τέτοια αποζημίωση, δεδομένου ότι σε μια τέτοια περίπτωση η καθυστέρηση άφιξης θα ήταν μικρότερη των τριών ωρών.
24 Καμία διάταξη του γράμματος των διατάξεων του κανονισμού 261/2004, του οποίου ζητείται η ερμηνεία, δεν αποκλείει τον καθορισμό της διάρκειας της καθυστέρησης που υφίστανται οι επιβάτες μετά την άφιξή τους στον τελικό προορισμό τους από την ώρα αναχώρησης που είχε αρχικά συμφωνηθεί μεταξύ των επιβατών και του αερομεταφορέα κατά τον χρόνο κράτησης της οικείας πτήσης, ανεξάρτητα από το αν ο αερομεταφορέας στη συνέχεια ανέβαλε μονομερώς τις ώρες αναχώρησης και άφιξης της οικείας πτήσης και εξέδωσε νέες επιβεβαιώσεις κράτησης.
25 Αυτή η μέθοδος προσδιορισμού της διάρκειας της επίμαχης καθυστέρησης υποστηρίζεται, αφενός, από τους σκοπούς του κανονισμού 261/2004, οι οποίοι αποσκοπούν στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τις γενικές απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών, όπως αναφέρεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού. Αφετέρου, υποστηρίζεται από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, η οποία εκφράζει την πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να «ενισχύσει» τα ελάχιστα πρότυπα προστασίας που ορίζονται στον προηγούμενο κανονισμό, προκειμένου να βελτιωθούν τα δικαιώματα των επιβατών και να διασφαλιστεί ότι οι αερομεταφορείς λειτουργούν υπό εναρμονισμένες συνθήκες σε μια απελευθερωμένη αγορά.
26 Από την άλλη πλευρά, ο προσδιορισμός της διάρκειας της επίμαχης καθυστέρησης με βάση την ώρα άφιξης που αναφέρεται στη νέα επιβεβαίωση κράτησης θα σήμαινε ότι ο οικείος αερομεταφορέας θα μπορούσε, εκδίδοντας μόνον μια τέτοια επιβεβαίωση, να αλλάξει μονομερώς την ώρα αναχώρησης της πτήσης, ακόμη και αν η ώρα αναχώρησης είχε συμφωνηθεί κατά τον χρόνο της κράτησης στη σύμβαση μεταξύ των επιβατών και του οικείου αερομεταφορέα. Αυτό θα ήταν αντίθετο προς τον κύριο σκοπό του κανονισμού 261/2004, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και ο οποίος απαιτεί τα δικαιώματα που τους παρέχονται να ερμηνεύονται διασταλτικά (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Eventmedia Soluciones, C‑11/23, EU:C:2024:194, σκέψη 33).
27 Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Corendon Airlines, το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι επιβάτες ενημερώθηκαν εκ των προτέρων για την αναβολή της πτήσης τους μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε ο αερομεταφορέας την προηγούμενη ημέρα της πτήσης δεν αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό της αναβολής αυτής ως καθυστέρησης, χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα η εν λόγω κοινοποίηση να έχει περιορίσει την έκταση της ταλαιπωρίας που υπέστησαν.
28 Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι, όταν ένας αερομεταφορέας αναβάλλει τις ώρες αναχώρησης και άφιξης μιας πτήσης, ειδοποιεί εκ των προτέρων τους ενδιαφερόμενους επιβάτες και εκδίδει νέα επιβεβαίωση κράτησης, η διάρκεια της καθυστέρησης που υφίστανται οι εν λόγω επιβάτες μετά την άφιξή τους πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την αρχικά προγραμματισμένη ώρα άφιξης.
Δεύτερη ερώτηση
29 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.
Κόστος
30 Δεδομένου ότι, για τους διαδίκους της κύριας δίκης, η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία έχει, καθόσον την αφορά, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι πλην των εν λόγω διαδίκων για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάνθηκε ως εξής:
Άρθρο 5(1)(γ) και άρθρο 7(1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης και παροχής βοήθειας στους επιβάτες σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης πτήσεων, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
Εάν ο αερομεταφορέας αναβάλει τις ώρες αναχώρησης και άφιξης μιας πτήσης, ειδοποιήσει εκ των προτέρων τους ενδιαφερόμενους επιβάτες και εκδώσει νέα επιβεβαίωση κράτησης, η διάρκεια της καθυστέρησης που υπέστησαν οι εν λόγω επιβάτες κατά την άφιξή τους πρέπει να καθοριστεί λαμβάνοντας υπόψη την αρχικά προγραμματισμένη ώρα άφιξης.
Υπογραφές
