Αριθμός 452/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Παρασκευή Τσούμαρη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 3 Φεβρουαρίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Καλουτά, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ. Β. του Γ., κατοίκου … ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο του Δήμητρα Χατζηλεωνίδα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 297/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.12.2022 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1257/2022.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε: α) να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης για τους πρώτο και δεύτερο λόγους, απορριπτομένων των λοιπών λόγων αναίρεσης, β) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και γ) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, από 16-12-2022, αίτηση του Χ. Β. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αρ. 297/2022 τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 466, 473, 474, 504 του ΚΠΔ), περιέχει δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’,Δ’ και Α’ του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α’ του Π.Κ., όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 309 του ιδίου Κώδικα, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 65 του Ν. 4855/12-11-2021, “αν η πράξη του άρθρου 308 τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για την ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Ενόψει της διαζευκτικής διατυπώσεως της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές, είναι απαραίτητο στην καταδικαστική, για επικίνδυνη σωματική βλάβη, απόφαση, να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στην συγκεκριμένη περίπτωση δηλαδή, διακινδύνευση για την ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περιπτώσεως, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς οδηγεί σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχειρίσεως του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από την σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή του θα καθορισθεί βάσει των κατά το άρθρο 79 του Π.Κ. κριτηρίων. Απαιτούμενα στοιχεία για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του Π.Κ., β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη και γ) δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση προκλήσεως της σωματικής κακώσεως και των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει αντικειμενικά κίνδυνος της ζωής ή βαριά σωματική βλάβη. Αν υπάρχει ασάφεια αναφορικά με το είδος της διακινδυνεύσεως, τότε συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου παραβιάσεως της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 309 του Π.Κ. και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. και ο υπό στοιχ. Ε’ του ίδιου άρθρου, λόγος αναιρέσεως, διότι ο Άρειος Πάγος αδυνατεί να ελέγξει αναιρετικά την απόφαση για το αν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά ή μη το νόμο, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσεως. (ΑΠ 47/2020, ΑΠ 87/2020, ΑΠ 322/2020, ΑΠ 100/2018, ΑΠ 35/2017, ΑΠ 984/2017, ΑΠ 1549/2016). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή , με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά την ως άνω παρεπίμπτουσα απόφασή του τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε” του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα ακόλουθα: “στον Άνω … την 15/02/2015, με πρόθεση προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα βαριά σωματική του βλάβη και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και εντός της ενταύθα ευρισκόμενης οικίας του, επιτέθηκε στην ανήλικη (γεν, 01/02/1999), Κ. Σ. του Π., την χαστούκισε στο πρόσωπο και την χτύπησε με μία γροθιά στην κοιλιά, προκαλώντας της με τον τρόπο αυτό, έντονο άλγος στα πλευρά και στην κοιλιακή χώρα και αιματουρία. Η ως άνω πράξη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στην παθούσα κίνδυνο για τη βαριά σωματική της βλάβη, λόγω της μικρής ηλικίας της παθούσας (γεν. το 1999) και του σημείου πλήξης (κοιλιακή χώρα). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι κατ’αρχάς η σωματική βλάβη (κάκωση σπληνός) δεν ήταν αποτέλεσμα δικής του πράξης, κρίνεται παντελώς αβάσιμος, καθώς ο ίδιος ομολόγησε ότι διαπληκτίστηκε και απώθησε την παθούσα, ενώ η ίδια εμφάνισε αιματουρία την ίδια ημέρα και για τον λόγο αυτό ακολούθησε και νοσηλεία της στο “Βοστάνειο” Γ.Ν. Μυτιλήνης. Άλλωστε για τον λόγο αυτό σε μεταγενέστερο χρόνο, αφού επανασυνδένθηκαν, της ζήτησε σε συνεννόηση με τη συνήγορό του να καταθέσει ότι οι γονείς της ήταν αυτοί οι οποίοι την χτύπησαν και όχι ο ίδιος, γεγονός που αρνήθηκε η παθούσα, για τον λόγο δε αυτό ο κατηγορούμενος διέκοψε οριστικά την σχέση του μαζί της. Οι συνάδελφοί του κατηγορουμένου και των συγγενών του ιατρών, μάρτυρες – ιατροί ήταν σαφές κατά την κατάθεσή τους, ότι προσπάθησαν να δημιουργήσουν αμφιβολίες ως προς το γεγονός ότι μια γροθιά δεν αρκεί για να επιφέρει κάκωση σπληνός και ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να υπάρχουν εξωτερικές εμφανείς κακώσεις (μώλωπες), πλην όμως, ακόμη και από τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η δυνατή γροθιά από άνδρα νεαρής ηλικίας, της σωματικής διάπλασης του κατηγορουμένου σε μία ανήλικη με τη σωματική διάπλαση της παθούσας, θα μπορούσε κάλλιστα να επιφέρει κάκωση σπληνός, χωρίς να είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί μώλωπας εξωτερικά. Το ότι δε η παθούσα με την μητέρα της δήλωσαν άλλα στοιχεία και αιτία κατά την είσοδό τους στο νοσοκομείο έγινε προκειμένου να συγκαλύψουν το γεγονός και να προστατεύσουν τον κατηγορούμενο κατά παράκληση της παθούσας, η οποία συνδεόταν συναισθηματικά μαζί του, πλην όμως, λόγω της αντιμετώπισης τους από τους ιατρούς και της ελλιπούς ενημέρωσής τους, κατά την άποψή τους, στη συνέχεια κινήθηκαν δικαστικώς αναφέροντας την αλήθεια.
Συνεπώς, στο Δικαστήριο δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι υπαίτιος για τη σωματική βλάβη της παθούσας είναι ο κατηγορούμενος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η παθούσα αρχικά νοσηλεύτηκε στην Ουρολογική Κλινική με διάγνωση τραυματισμός σπλήνας λόγω της αιματουρίας που παρατηρήθηκε για 4 αρχικά ημέρες (από 16-2-2015 έως 19-2-2015), οπότε και πήρε εξιτήριο, πλην όμως λόγω των πόνων και της αδιαθεσίας, επανεισήχθη στο Νοσοκομείο την ίδια ημέρα όπου και παρέμεινε για άλλες 9 ημέρες (από 19-2-2015 έως 27-2-2015) έχοντας υποβληθεί σε 4 αξονικές και περαιτέρω εξετάσεις, καθώς προφανώς παρακολουθείτο για τυχόν περαιτέρω κίνδυνο επιδείνωσης της υγείας της. Υπό τα περιστατικά αυτά, η σωματική βλάβη που υπέστη δεν μπορεί να θεωρηθεί απλή σωματική βλάβη, όπως διατείνεται ο κατηγορούμενος, απορριπτομένου του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού, καθώς από τον τρόπο που τελέστηκε (γροθιά) και το ευπαθές σημείο που έπληξε την παθούσα (κοιλιακή χώρα) μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή της, όπως άλλωστε προέκυψε και από την νοσηλεία της στο Γ.Ν. Μυτιλήνης.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για επικίνδυνη σωματική βλάβη.”.
Ακολούθως, το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης με το ακόλουθο διατακτικό: “στον Άνω … την 15/02/2015, με πρόθεση προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα βαριά σωματική του βλάβη και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και εντός της ενταύθα ευρισκόμενης οικίας του, επιτέθηκε στην ανήλικη (γεν, 01/02/1999), Κ. Σ. του Π., την χαστούκισε στο πρόσωπο και την χτύπησε με μία γροθιά στην κοιλιά, προκαλώντας της με τον τρόπο αυτό, έντονο άλγος στα πλευρά και στην κοιλιακή χώρα και αιματουρία. Η ως άνω πράξη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στην παθούσα κίνδυνο για τη βαριά σωματική της βλάβη, λόγω της μικρής ηλικίας της παθούσας (γεν. το 1999) και του σημείου πλήξης (κοιλιακή χώρα)”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό , σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του, την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ παράλληλα στέρησε αυτή νόμιμης βάσης, αφού υπάρχουν ασάφειες, ελλείψεις και αντιφάσεις που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 309 του Π.Κ. Ειδικότερα, ενώ αρχικά στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την παραδοχή ότι “….. η ως άνω πράξη τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στην παθούσα κίνδυνο για την βαριά σωματική της βλάβη, λόγω της μικρής ηλικίας της παθούσας(γεν.το 1999) και του σημείου πλήξης(κοιλιακή χώρα)”, γίνεται δεκτό ότι η προξενηθείσα από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στην παθούσα σωματική βλάβη, μπορούσε να προκαλέσει στην τελευταία βαριά σωματική βλάβη, στην συνέχεια, με την παραδοχή οτι “…….υπό τα περιστατικά αυτά, η σωματική βλάβη που υπέστη δεν μπορεί να θεωρηθεί απλή σωματική βλάβη, όπως διατείνεται ο κατηγορούμενος, απορριπτομένου του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού, καθώς από τον τρόπο που τελέστηκε (γροθιά) και το ευπαθές σημείο που έπληξε την παθούσα(κοιλιακή χώρα), μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για την ζωή της, όπως άλλωστε προέκυψε και από την νοσηλεία της στο Γ.Ν. Μυτιλήνης”, όλως αντιφατικά γίνεται δεκτό ότι η ίδια πράξη (προξενηθείσα στην παθούσα σωματική βλάβη) μπορούσε να προκαλέσει σ’αυτή κίνδυνο για την ζωή της. Τέλος, με το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης ο αναιρεσείων κηρύχτηκε ένοχος επικίνδυνης σωματικής βλάβης καθόσον η ως άνω πράξη τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για την βαριά σωματική της βλάβη, λόγω της μικρής ηλικίας της παθούσας (γεν.το 1999) και του σημείου πλήξης(κοιλιακή χώρα). Έτσι, όμως δημιουργείται ασάφεια, ως προς το είδος της διακινδύνευσης, που τελικά δέχτηκε το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση, με συνέπεια να συντρέχει περίπτωση έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του παράλληλα δε παραβιάζεται εκ πλαγίου η διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ και η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Επομένως οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής αυτής ποινικής διάταξης, με την μορφή της έλλειψης νόμιμης βάσης, είναι βάσιμοι. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β’, 370 εδ. β’ και 511 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, υποχρεούται να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ (ΟλΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, η πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος και φέρεται να έχει τελεσθεί την 15-2-2015. Από τον ανωτέρω όμως χρόνο τελέσεως της πράξεως (15-2-2015) και μέχρι την διάσκεψη της κρινομένης υποθέσεως (3-3-2023), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, με συνέπεια να έχει επέλθει παραγραφή του αξιοποίνου της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση αναίρεσης περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος, κατά τα ανωτέρω, παρελκομένης της εξετάσεως των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του ως άνω κατηγορουμένου, για την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, λόγω παραγραφής, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό εκτιθέμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. 297/2022 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Μυτιλήνης.
Παύει οριστικά την κατά του αναιρεσείοντος Χ. Β. του Γ., κατοίκου … ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και ειδικότερα για το ότι “στον Άνω … την 15/02/2015, με πρόθεση προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα βαριά σωματική του βλάβη και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο και εντός της ενταύθα ευρισκόμενης οικίας του, επιτέθηκε στην ανήλικη (γεν, 01/02/1999), Κ. Σ. του Π., την χαστούκισε στο πρόσωπο και την χτύπησε με μία γροθιά στην κοιλιά, προκαλώντας της με τον τρόπο αυτό, έντονο άλγος στα πλευρά και στην κοιλιακή χώρα και αιματουρία. Η ως άνω πράξη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στην παθούσα κίνδυνο για τη βαριά σωματική της βλάβη, λόγω της μικρής ηλικίας της παθούσας (γεν. το 1999) και του σημείου πλήξης (κοιλιακή χώρα)”.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Μαρτίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαρτίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ