Το έγγραφο της καταγγελίας δεν επιδόθηκε με τις πρωτότυπες ιδιόχειρες υπογραφές των αρμοδίων προς τούτο υπαλλήλων της πιστώτριας, αλλά επιδόθηκε από φωτοαντίγραφο χωρίς την απαιτούμενη επικύρωση
Δεκτή έγινε ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, λόγω καταγγελίας της επίδικης δανειακής σύμβασης με τη μορφή απλού φωτοαντιγράφου, χωρίς επικύρωση και χωρίς τις απαιτούμενες ιδιόχειρες υπογραφές των αρμοδίων υπαλλήλων της πιστώτριας τράπεζας (ΜΠρΚορ 386/2025).
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η πιστώτρια εταιρεία κοινοποίησε προς την ανακόπτουσα την εξώδικη καταγγελία της επίδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, λόγω αθέτησης των εξ αυτής απορρεουσών υποχρεώσεων, με την οποία κήρυξε ανεξόφλητο, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του οφειλομένου κεφαλαίου και προχώρησε στο οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών του δανείου.
Κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, το έγγραφο της καταγγελίας, το οποίο της επιδόθηκε, δεν έφερε πρωτότυπες ιδιόχειρες υπογραφές των φερόμενων υπογραφέων αυτού, αλλά αποτελούσε φωτοτυπία μη επικυρωμένη από αρμόδιο προς τούτο πρόσωπο, στερούμενης της καταγγελίας αποδεικτικής ισχύος.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή, αντί για υπογραφή, ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικύρωση από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή. Κατά δε το άρθρο 449 παρ. 2 ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα, ήτοι από δικηγόρο ή άλλη αρμόδια αρχή. Επικυρωμένη δε φωτοτυπία σημαίνει απεικόνιση του φωτοτυπημένου εγγράφου και επί πλέον βεβαίωση ότι η απεικόνιση είναι ακριβής.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο διαπίστωσε πως, πράγματι, η εξώδικη καταγγελία της σύμβασης δεν προέκυψε ότι επιδόθηκε ως πρωτότυπο έγγραφο με τις πρωτότυπες ιδιόχειρες υπογραφές των αρμοδίων προς τούτο υπαλλήλων της πιστώτριας, αλλά επιδόθηκε από φωτοαντίγραφο, το οποίο για να έχει αποδεικτική δύναμη θα έπρεπε να φέρει επικύρωση από δικηγόρο (ή άλλη αρμόδια αρχή) ότι αποτελεί ακριβές αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου, το οποίο έστω και κατ’ ελάχιστο χρόνο είχε στην κατοχή του. Το ως άνω φωτοαντίγραφο έφερε μεν τη σφραγίδα του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ’ ης που κατέθεσε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά δεν είχε λάβει χώρα επικύρωση της ακρίβειας αυτού ως φωτοαντιγράφου εκ του πρωτοτύπου από δικηγόρο ή άλλη αρμόδια αρχή.
Συνεπώς, το δικαστήριο έκρινε πως το συγκεκριμένο αντίγραφο της εξώδικης καταγγελίας, που προσκόμισε η καθ’ ης προς απόδειξη της απαίτησής της, δεν έχει συνταχθεί με τους νόμιμους τύπους και εξομοιώνεται με ανύπαρκτο και, ως εκ τούτου, δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από την καταγγελία. Το δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν αποδείχθηκε από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο ότι επιδόθηκε η ως άνω καταγγελία της σύμβασης δανείου με τις πρωτότυπες και ιδιόχειρες υπογραφές των αρμοδίων προς τούτο υπαλλήλων, ενώ ούτε από το σώμα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι για την έκδοσή της προσκομίστηκε το πρωτότυπο του ανωτέρω εγγράφου, το οποίο δεν προσκομίστηκε ούτε κατά την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης.
Απόσπασμα απόφασης
Από τη συνεκτίμηση όλων όσων προαναφέρθηκαν αποδείχθηκαν ειδικότερα τα εξής: Στις 31-5-2019 η αρχική πιστώτρια – δικαιούχος της επίδικης απαίτησης κοινοποίησε προς την ανακόπτουσα με την υπ’ αρ. ./31-5-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου με έδρα το Πρωτοδικείο Κορίνθου την από 13-5-2019 εξώδικη καταγγελία της ως άνω σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου λόγω αθέτησης των εξ αυτής απορρεουσών υποχρεώσεων, με την οποία τη πιστώτρια γνωστοποίησε στην ανακόπτουσα ότι στις 2-5-2019 προέβη στην καταγγελία της σύμβασης αυτής, κηρύσσοντας ανεξόφλητο, ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του οφειλομένου κεφαλαίου ποσού 27.463,09 ευρώ, και ότι προχώρησε στο οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών του δανείου, καλώντας την ταυτόχρονα να προβεί στην άμεση καταβολή του ως άνω ποσού, πλέον τόκων και εξόδων. Εντούτοις, η από 13-5-2019 εξώδικη καταγγελία της σύμβασης δεν προέκυψε ότι επιδόθηκε ως πρωτότυπο έγγραφο με τις πρωτότυπες ιδιόχειρες υπογραφές των αρμοδίων προς τούτο υπαλλήλων της πιστώτριας, αλλά επιδόθηκε από φωτοαντίγραφο, το οποίο για να έχει αποδεικτική δύναμη θα έπρεπε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να φέρει επικύρωση από δικηγόρο (ή άλλη αρμόδια αρχή) ότι αποτελεί ακριβές αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου, το οποίο έστω και κατ’ ελάχιστο χρόνο είχε στην κατοχή του, γεγονός το οποίο δεν βεβαιώνει ούτε η ως άνω δικαστική επιμελήτρια. Το ως άνω φωτοαντίγραφο έφερε μεν τη σφραγίδα του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθής που κατέθεσε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά δεν είχε λάβει χώρα επικύρωση της ακρίβειας αυτού ως φωτοαντιγράφου εκ του πρωτοτύπου από δικηγόρο ή άλλη αρμόδια αρχή (βλ. το προσκομιζόμενο από την καθής φωτοαντίγραφο της εν λόγω καταγγελίας, που είχε επισυναφθεί στην αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και τηρείται στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου). Συνεπώς, το συγκεκριμένο αντίγραφο της από 13-5-2019 εξώδικης καταγγελίας, που προσκόμισε η καθής προς απόδειξη της απαίτησής της, δεν έχει συνταχθεί με τους νόμιμους τύπους και εξομοιώνεται με ανύπαρκτο και ως εκ τούτου δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτή (την καταγγελία), ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός συμβατικός όρος που παρείχε στη δανείστρια το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από την οφειλέτιδα ανακόπτουσα ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων και δεν κατέστη το σύνολο του ανεξόφλητου δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (βλ. ομοίως κριθέντα με την υπ’ αρ. 1532/2023 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών – Τμήματος Ανακοπών κατά της Αναγκαστικής Εκτέλεσης). Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι επιδόθηκε η ως άνω καταγγελία της σύμβασης. δανείου με τις πρωτότυπες και ιδιόχειρες υπογραφές των αρμοδίων προς τούτο υπαλλήλων, ενώ ούτε από το σώμα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι για την έκδοσή της προσκομίστηκε το πρωτότυπο του ανωτέρω εγγράφου, το οποίο, σημειωτέον, δεν προσκομίστηκε ούτε κατά την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης. Επομένως, πρέπει ο πρώτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν και, γενομένης δεκτής της ανακοπής αυτής (κατά διαταγής πληρωμής) που σωρεύεται στο υπό κρίση δικόγραφο ως ουσιαστικά βάσιμης, να ακυρωθεί η υπ’ αρ. ./2023 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Κορίνθου, παρελκούσης της εξέτασης της βασιμότητας των λοιπών λόγων ανακοπής ως άνευ αντικειμένου, εφόσον επίσης κατατείνουν στην ακύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής (ΕφΑθ 4490/2021, ΕφΑθ 4359/2021, ΤΝΠ Νόμος).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr.