Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας (ΕΔΑΚ) 11/2025
Πρόεδρος: Ηλίας Μάζος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Εισηγήτρια: Ευφροσύνη Παπαδημητρίου, Σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Με την απόφαση 11/2025, επί αγωγής κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων και ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας, το ΕΔΑΚ εδέχθη τα εξής:
α) Στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 99 παρ. 1 του Συντάγματος και του ν. 693/1977 εμπίπτουν και οι εθνικοί εισαγγελικοί λειτουργοί, οι οποίοι, αφενός, υπό το κράτος του ισχύοντος Συντάγματος, διαθέτουν την θεσμική κατοχύρωση που προβλέπεται από το Σύνταγμα για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς και, αφετέρου, δύνανται να ζημιώσουν τρίτους εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεών τους κατά την άσκηση των εισαγγελικών καθηκόντων τους. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 παρ. 1 του ν. 4786/2021, αλλά και από τις σχετικές διατάξεις του παράγωγου ενωσιακού δικαίου σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 33 και 43 του προοιμίου του Κανονισμού 2017/1939, οι ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς, ακόμη και όταν ασκούν καθήκοντα που απορρέουν από τον εν λόγω Κανονισμό, διατηρούν την ιδιότητα των εν ενεργεία εθνικών εισαγγελικών λειτουργών και δύνανται να ζημιώσουν τρίτους εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεών τους κατά την άσκηση των ως άνω καθηκόντών τους, η οποία διέπεται, άλλωστε, και από το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τα οριζόμενα και στο άρθρο 5 παρ. 3 του Κανονισμού. Επομένως, όπως και οι λοιποί εθνικοί εισαγγελικοί λειτουργοί, οι ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς δεν εκφεύγουν καταρχήν του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 99 παρ. 1 του Συντάγματος και του ν. 693/1977 (ιδίως του άρθρου 6 παρ. 1), δεν μπορεί δε να συναχθεί αντίθετο συμπέρασμα από τις διατάξεις των άρθρων 113 παρ. 3 – 5 του Κανονισμού 2017/1939, οι οποίες ρυθμίζουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ως ιδίου νομικού προσώπου, για την αποκατάσταση ζημιών που προξενούνται λόγω υπαιτιότητας ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέως κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, και αναθέτουν την εκδίκαση των σχετικών διαφορών αποζημίωσης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταλείπουν δε την ρύθμιση της προσωπικής εξωσυμβατικής ευθύνης των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων στην εθνική έννομη τάξη (με συγκλίνουσα και συμπληρωματική γνώμη ενός μέλους και μειοψηφία δύο μελών),
β) Από την διάταξη του άρθρου 96 παρ. 5 του Κανονισμού 2017/1939 και το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι οι ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς απολαύουν ετεροδικίας για τις πράξεις τους κατά την εκτέλεση των συναφών καθηκόντων τους. Τούτο δε διότι αφενός εντάσσονται στο προσωπικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (και ικανοποιείται με αυτόν τον τρόπο το γράμμα των ανωτέρω ενωσιακών διατάξεων που αναφέρονται σε «προσωπικό») και αφετέρου διότι ουδείς ουσιαστικός λόγος συντρέχει για την διαφοροποίηση της μεταχείρισής τους, από την εξεταζόμενη άποψη, από εκείνη των λοιπών απασχολουμένων στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Εξάλλου, ρύθμιση, όπως η επίμαχη, περί της ετεροδικίας των εντεταλμένων ευρωπαίων εισαγγελέων δεν αντίκειται στο άρθρο 99 παρ. 1 του Συντάγματος, υπό το κράτος του οποίου δεν ηγέρθη ζήτημα αμφισβήτησης της συνταγματικότητας της πάγιας διάταξης του άρθρου 7 του ν. 693/1977 που προβλέπει την (οριστική μάλιστα) εξαίρεση ορισμένων δικαστικών λειτουργών από την αγωγή κακοδικίας, ορίζοντας συναφώς ότι: «Δεν χωρεί αγωγή κακοδικίας, α) κατά των μελών του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, β) κατά μελών δικαστηρίων κρινόντων περί του κύρους των δημοτικών και κοινοτικών εκλογών, γ) κατά των δικαστικών λειτουργών, των μετεχόντων συμβουλίων, αποφαινομένων επί θεμάτων υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων, δ) κατά των μελών του κατά τον παρόντα νόμον Ειδικού Δικαστηρίου διά τας επί αγωγών κακοδικίας αποφάσεις» (με μειοψηφία δύο μελών και περαιτέρω συμπληρωματική μειοψηφούσα γνώμη ενός από τα δύο ανωτέρω μέλη).
Το Δικαστήριο δέχτηκε ομοφώνως ότι συντρέχει ανάγκη υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ, δυνάμει του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, αφενός, σχετικά με το ζήτημα εάν τα άρθρα 42, παρ. 4, και 113, παρ. 3 ως και 5, του Κανονισμού 2017/1939 πρέπει να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν την αρμοδιότητα δικαστηρίου κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να εκδικάσει, βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99, παρ. 1, του ελληνικού Συντάγματος, διαφορά αποζημίωσης που αφορά την προσωπική ευθύνη προβλεπόμενου στα άρθρα 8, παρ. 4, και 13 του παραπάνω Κανονισμού ευρωπαίου εντεταλμένου εισαγγελέως για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση των καθηκόντων του που πηγάζουν από τον Κανονισμό αυτόν και, αφετέρου, σχετικά με το ζήτημα εάν η παράγραφος 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει τη χορήγηση της ετεροδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 11, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών στους ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς και δη ως προς τον έλεγχο της προσωπικής τους ευθύνης από δικαστήριο κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99, παρ. 1, του ελληνικού Συντάγματος. Συναφώς, το ΕΔΑΚ ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις της νομολογίας του ΔΕΕ προκειμένου να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο» υπό την έννοια του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, όπως είναι η ίδρυση, η οργάνωση και η λειτουργία του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 99 του Συντάγματος και του ν. 693/1977, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του. Εξάλλου, οι αποφάσεις του ΕΔΑΚ δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου. Περαιτέρω, τα άρθρα 42, παρ. 4, 96, παρ. 5, και 113, παρ. 3 ως και 5, του Κανονισμού 2017/1939, ιδίως σχετικά με τη δυνατότητα ελέγχου της προσωπικής ευθύνης των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων από δικαστήριο κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99, παρ. 1, του ελληνικού Συντάγματος, δεν έχουν ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ούτε η ορθή ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής ώστε να μην αφήνει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία. Τούτο προκύπτει, άλλωστε, και από τη διάσταση απόψεων μεταξύ των μελών του Δικαστηρίου σχετικά με τα δύο παραπάνω ζητήματα. Περαιτέρω, η επίλυση του πρώτου από τα παραπάνω ζητήματα, το οποίο αφορά την ερμηνεία των άρθρων 42, παρ. 4, και 113, παρ. 3 ως και 5, του Κανονισμού 2017/1939, είναι χρήσιμη αναφορικώς με τη θεμελίωση της αρμοδιότητας του ΕΔΑΚ να επιληφθεί καταρχήν της υπό κρίση αγωγής καθ’ ό μέρος η τελευταία στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης Ευρωπαίας Εντεταλμένης Εισαγγελέως, η δε επίλυση του δεύτερου από τα παραπάνω ζητήματα, το οποίο αφορά την ερμηνεία της παραγράφου 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939, είναι χρήσιμη, αναφορικώς προς την περαιτέρω εξέταση της υπό κρίση αγωγής υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης (με συμπληρωματική γνώμη ενός μέλους).
Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, συντρέχει ανάγκη αναβολής της περαιτέρω εκδίκασης της υπό κρίση αγωγής στο σύνολό της (όσον αφορά δηλαδή και τις δύο εναγόμενες για λόγους ενότητας της κρίσης) και υποβολής στο ΔΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, των εξής προδικαστικών ερωτημάτων: «1) Υπό το πρίσμα των άρθρων 268 και 340 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 47 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αρχής της ισοδυναμίας που διέπει την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους των δικαστηρίων των κρατών μελών, τα άρθρα 42, παρ. 4, και 113, παρ. 3 ως και 5, του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1–71), έχουν την έννοια ότι αποκλείουν την αρμοδιότητα δικαστηρίου κράτους μέλους που συμμετέχει στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να εκδικάσει, βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99, παρ. 1, του ελληνικού Συντάγματος, διαφορά αποζημίωσης που αφορά την προσωπική ευθύνη προβλεπόμενου(-ης) στα άρθρα 8, παρ. 4, και 13 του παραπάνω Κανονισμού ευρωπαίου(-ας) εντεταλμένου(-ης) εισαγγελέως για πράξεις ή παραλείψεις του (της) κατά την άσκηση των καθηκόντων του (της) που πηγάζουν από τον Κανονισμό αυτόν; 2) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, υπό το πρίσμα του πρώτου εδαφίου του άρθρου 17 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 202, σ. 266), το οποίο ορίζει ότι “[τ]α προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις παρέχονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης αποκλειστικώς προς το συμφέρον της”, η παράγραφος 5 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939, η οποία ορίζει ότι “[τ]ο πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και στο προσωπικό της”, έχει την έννοια ότι η ετεροδικία που απολαύουν οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11, περίπτωση α΄, του παραπάνω πρωτοκόλλου, παρέχεται και στους (στις) προβλεπόμενους(-ες) στα άρθρα 8, παρ. 4, και 13 του παραπάνω Κανονισμού ευρωπαίους(-ες) εντεταλμένους(-ες) εισαγγελείς αναφορικά με τον έλεγχο της προσωπικής τους ευθύνης από δικαστήρια των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει ενδίκου βοηθήματος το οποίο εμφανίζει τα θεσμικά χαρακτηριστικά της αγωγής κακοδικίας που προβλέπεται στο άρθρο 99, παρ. 1, του ελληνικού Συντάγματος;».