ΑΠΟΦΑΣΗ
Τσατάνη κατά Ελλάδος της 14.10.2025 (προσφ. αριθ. 42514/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα, Ελληνίδα υπήκοος και εισαγγελέας Εφετών στην Αθήνα, υπέβαλε το Μάρτιο του 2016 αίτημα εξαίρεσης κατά της Προέδρου του Αρείου Πάγου (Α.Π.) Β.Θ., η οποία διεξήγαγε προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα σε βάρος της. Η έρευνα αφορούσε καταγγελίες Κύπριων αξιωματούχων σχετικά με την απόφαση της προσφεύγουσας να τερματίσει ποινικές έρευνες σε υπόθεση απάτης που είχε προβληθεί στα μέσα ενημέρωσης.
Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η Β.Θ. δεν μπορούσε να είναι αμερόληπτη λόγω της προηγούμενης ιδιότητάς της ως υπηρεσιακής πρωθυπουργού (Σεπτέμβριος 2015) και των σχέσεών της με τον Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος είχε αναφερθεί δημόσια στην εκκρεμή πειθαρχική έρευνα στη Βουλή, παρά το απόρρητο χαρακτήρα της διαδικασίας.
Στις 12 Απριλίου 2016, η Β.Θ. παρέπεμψε την υπόθεση σε Αντιπρόεδρο του Α.Π. για την ολοκλήρωση της έρευνας, αναφέροντας στο έγγραφο παραπομπής ότι το αίτημα εξαίρεσης ήταν αβάσιμο και καταχρηστικό. Στις 18 Απριλίου 2016, η ανωτέρω εξέδωσε επίσημο δελτίο Τύπου με την ιδιότητά της ως Πρόεδρος του Α.Π., στο οποίο αναφερόταν ονομαστικά στην προσφεύγουσα, ανέλυε τη νομική βάση της αρμοδιότητάς της να διεξάγει πειθαρχικές έρευνες και δήλωνε ότι το αίτημα εξαίρεσης της προσφεύγουσας ήταν «αβάσιμο» και συνιστούσε «κατάχρηση δικαιώματος».
Στις 24 Ιουνίου 2016, η παραπάνω άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά της προσφεύγουσας ενώπιον του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου του Α.Π. Το Επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο, με απόφασή του της 10ης Οκτωβρίου 2016, έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε διαπράξει πράξεις που συνεπάγονταν σοβαρή αμέλεια και προσέβαλαν το κύρος της δικαιοσύνης, επιβάλλοντας ποινή στέρησης αποδοχών εξήντα ημερών. Το συμβούλιο έκρινε ότι το αίτημα εξαίρεσης ήταν απαράδεκτο, καθώς η προσφεύγουσα δεν το είχε υποβάλει στον Εισαγγελέα του Α.Π. σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Το Εννεαμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Α.Π., με απόφασή του της 16ης Μαρτίου 2017, απέρριψε την έφεση της προσφεύγουσας. Το συμβούλιο αιτιολόγησε ότι η Β.Θ. δεν είχε απορρίψει το αίτημα εξαίρεσης, αλλά απλώς είχε ασκήσει το δικαίωμά της να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλο δικαστή. Επιπλέον, έκρινε ότι το αίτημα εξαίρεσης ήταν ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς οι σχέσεις της Β.Θ. με τους Κύπριους αξιωματούχους ήταν αυστηρά επίσημες και δεν υπέθαλπαν αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία της.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, γεννηθείσα το 1952 και διαμένουσα στην Αθήνα, υπηρέτησε ως εισαγγελέας στο Εφετείο Αθηνών. Στις 23.03.2016, η τότε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ξεκίνησε προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα με βάση επιστολές Κυπρίων αξιωματούχων σχετικά με χειρισμό διασυνοριακής υπόθεσης απάτης.
Η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση εξαίρεσης κατά της Προέδρου του Αρείου Πάγου, επικαλούμενη προηγούμενες σχέσεις της τελευταίας με κυβερνητικά και κυπριακά πρόσωπα λόγω της θητείας της ως υπηρεσιακής πρωθυπουργού. Στις 18.04.2016 εκδόθηκε δημόσια ανακοίνωση, στην οποία η Πρόεδρος χαρακτήρισε την αίτηση εξαίρεσης «αβάσιμη» και «κατάχρηση διαδικασίας».
Στις 24.06.2016 ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη, η οποία οδήγησε σε απόφαση της επταμελούς πειθαρχικής επιτροπής (10.10.2016) επιβολής ποινής στέρησης μισθού 60 ημερών, απόφαση που επικυρώθηκε από την εννεαμελή επιτροπή (16.03.2017).
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1 – Ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο
Το Δικαστήριο επανεπιβεβαίωσε ότι η έννοια του «ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 εξετάζεται με βάση δύο κριτήρια: το υποκειμενικό κριτήριο, που αφορά την προσωπική πεποίθηση και συμπεριφορά του συγκεκριμένου δικαστή, και το αντικειμενικό κριτήριο, που εξετάζει αν το δικαστήριο και η σύνθεσή του προσέφεραν επαρκείς εγγυήσεις για να αποκλειστεί κάθε θεμιτή αμφιβολία ως προς την αμεροληψία του. Ακόμη και οι εμφανίσεις μπορεί να έχουν σημασία: «η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, αλλά πρέπει και να φαίνεται ότι απονέμεται».
Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα πειθαρχικά συμβούλια του Α.Π. πληρούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 για «δικαστήριο», καθώς ήταν θεσμοθετημένα από το νόμο, αποτελούνταν από δικαστές του Α.Π. που επιλέγονταν τυχαία κάθε χρόνο με κλήρωση και απολάμβαναν εγγυήσεων θεσμικής ανεξαρτησίας σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Ωστόσο, το Δικαστήριο εστίασε στον αντίκτυπο της επίσημης δημόσιας δήλωσης της Προέδρου του ΑΠ στην αντικειμενική αμεροληψία των διαδικασιών ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων. Η Β.Θ. ως Πρόεδρος του Α.Π., ενσάρκωνε την υψηλότερη αρχή εντός των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, με γενική εποπτεία και έλεγχο όλων των δικαστών. Επιπλέον, ήταν ευρέως γνωστή στο κοινό λόγω της προηγούμενης ιδιότητάς της ως υπηρεσιακής πρωθυπουργού.
Το Δικαστήριο σημείωσε με ανησυχία ότι η παραπάνω εξέδωσε το επίσημο δελτίο Τύπου ενώ η προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα ήταν ακόμη σε εξέλιξη, παρά τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που προβλέπουν το απόρρητο των πειθαρχικών ερευνών. Στο δελτίο Τύπου, η Β.Θ. αναφερόταν ονομαστικά στην προσφεύγουσα, ανέλυε τη νομική βάση της αρμοδιότητάς της και δήλωνε ότι το αίτημα εξαίρεσης ήταν «αβάσιμο» και «καταχρηστικό».
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ανωτέρω λόγω της θέσης της, όφειλε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική ώστε να μην δημιουργήσει την εντύπωση ότι επιθυμούσε να επηρεάσει την έκβαση των διαδικασιών. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα δεδομένου ότι διεξήγαγε πειθαρχική έρευνα κατά μέλους της δικαιοσύνης, ενώ η προσφεύγουσα είχε υποστηρίξει στο αίτημα εξαίρεσής της ότι η Β.Θ.. είχε σχέση με μέλος της εκτελεστικής εξουσίας ως πρώην υπηρεσιακή Πρωθυπουργός.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, αν και η προσφεύγουσα είχε καταγγείλει ρητά τη δημόσια δήλωση κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης και είχε εκφράσει ανησυχίες για την άδικη αρνητική δημοσιότητα κατά την ακρόαση, το Εννεαμελές πειθαρχικό συμβούλιο δεν έκανε καμία αναφορά στη δημόσια δήλωση της Προέδρου. Αντιθέτως, απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η ανωτέρω είχε διαρρεύσει πληροφορίες σχετικά με την εμπιστευτική πειθαρχική έρευνα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Εννεαμελές πειθαρχικό συμβούλιο απέτυχε να αντιμετωπίσει τον αντίκτυπο του επίσημου δελτίου Τύπου που εξέδωσε η ανωτέρω με την ιδιότητά της ως Πρόεδρος του Α.Π. άμεσα στο πλαίσιο των πειθαρχικών διαδικασιών επί της δικαιότητας των επίμαχων διαδικασιών.
Το Δικαστήριο τόνισε τον μοναδικό χαρακτήρα της υπόθεσης: το δικαστήριο που εκδίκασε την πειθαρχική υπόθεση κατά της εισαγγελέως απέτυχε να εξετάσει τον αντίκτυπο του επίσημου δελτίου Τύπου που εκδόθηκε στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών από την Πρόεδρο του Α.Π., της οποίας η αμεροληψία είχε αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα και η οποία ήταν και Πρόεδρος του ίδιου δικαστηρίου. Επιπλέον, η Πρόεδρος του Α.Π. είχε υπηρετήσει προηγουμένως ως υπηρεσιακή πρωθυπουργός και είχε επενδυθεί με την σχετική πειθαρχική αρμοδιότητα, κατ’ εξαίρεση, για πρώτη φορά από την έναρξη ισχύος του ισχύοντος Συντάγματος το 1975, λίγους μήνες πριν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη.
Το Δικαστήριο συμπέρανε ότι οι ανησυχίες της προσφεύγουσας ως προς την αμεροληψία των δικαστηρίων που εκδίκασαν την υπόθεσή της δεν ήταν παράλογες, υποκειμενικές ή αδικαιολόγητες. Οι ιδιαιτερότητες των επίμαχων διαδικασιών δεν πληρούσαν το απαιτούμενο πρότυπο της ΕΣΔΑ σύμφωνα με το κριτήριο της αντικειμενικής αμεροληψίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«…η δήλωση …ήταν ipso facto ασυμβίβαστη με την έννοια ενός “ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου” κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, δεδομένου ότι αυτό που διακυβεύεται εδώ δεν είναι η πραγματική απόδειξη επιρροής ή πίεσης στους δικαστές, αλλά η σημασία της εικόνας της αμεροληψίας» (παρ. 85 απόφασης).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή αποτελεί μια σημαντική υπενθύμιση των αυστηρών προτύπων αντικειμενικής αμεροληψίας που εφαρμόζει το Δικαστήριο, ιδίως όταν πρόκειται για διαδικασίες που αφορούν μέλη του δικαστικού σώματος. Βασιζόμενη σε πάγια νομολογία, όπως στις υποθέσεις Kyprianou κατά Κύπρου και Morice κατά Γαλλίας, η απόφαση τόνισε ότι η «εικόνα της δικαιοσύνης» είναι εξίσου σημαντική με την απονομή της. Η εστίαση του Δικαστηρίου στο «μοναδικό πλαίσιο» της υπόθεσης υποδήλωσε μια προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του εθνικού θεσμικού πλαισίου.
Η απόφαση θέτει σαφή όρια στη συμπεριφορά υψηλόβαθμων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι, ακόμη και όταν ασκούν πειθαρχικές αρμοδιότητες, οφείλουν να απέχουν από δημόσιες τοποθετήσεις που μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαταλαμβάνουν την κρίση των δικαστικών οργάνων που θα αποφασίσουν επί της ουσίας.