Όταν τα πραγματικά περιστατικά του λόγου ανακοπής δεν διαφέρουν μεταξύ ανακοπής και έφεσης, τότε δεν στοιχειοθετείται μεταβολή του λόγου ανακοπής ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου
Απορρίφθηκε από τον Άρειο Πάγο λόγος αναίρεσης περί μεταβολής λόγου ανακοπής στο δεύτερο βαθμό, στο πλαίσιο δίκης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (ΑΠ 978/2025).
Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται μεταβολή του λόγου ανακοπής ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τον λόγο αυτό δεν διαφέρουν μεταξύ ανακοπής και έφεσης.
Πιο συγκεκριμένα, η τράπεζα που άσκησε την αίτηση αναίρεσης, ισχυρίστηκε πως οι ανακόπτοντες, με τον πρώτο λόγο έφεσής τους που αφορούσε στις αιτιάσεις τους για την έλλειψη καταγγελίας της ένδικης σύμβασης, πρότειναν το πρώτον στο δεύτερο βαθμό νέο λόγο ανακοπής, ο οποίος δεν περιείχετο στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων ανακοπής.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 118 έως 120 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) το δικόγραφο της ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή σαφείς και ορισμένες αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος και (β) νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων αυτής, κρίνονται απαράδεκτοι, γιατί δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της έφεσης, η οποία ασκείται κατά της απορριπτικής απόφασης της ανακοπής, ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης και αν ακόμη οι νέοι λόγοι αφορούν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ, καθόσον, έναντι των γενικών αυτών διατάξεων κατισχύει η ειδική ως άνω διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα.
Έτσι, μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των, τυχόν κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της έκδοσης της διαταγής πληρωμής ή τη νομιμοποίηση των διαδίκων, ενεργητική και παθητική. Ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την αναίρεση.
Εν προκειμένω, ωστόσο, το δικαστήριο διαπίστωσε τα ακόλουθα:
Οι ανακόπτοντες με το δικόγραφο της έφεσης και δη με τον πρώτο λόγο αυτής αιτήθηκαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, επικαλούμενοι την έλλειψη της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης δανείου. Το περιεχόμενο του πρώτου λόγου της έφεσης ταυτίζεται με την ιστορική βάση του λόγου ανακοπής που θεμελιώνει το αίτημα για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και που ανάγεται στην μη καταγγελία της ένδικης σύμβασης. Ειδικότερα, με τον ανωτέρω λόγο έφεσης οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται πραγματικά περιστατικά διάφορα εκείνων που είχαν προτείνει με τον ένδικο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, ήτοι ότι η καθής η ανακοπή δεν κατήγγειλε την επίδικη αρχική δανειακή σύμβαση, ούτε προέβησαν σε συμπλήρωση αυτού, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα.
Κρίθηκε, συνεπώς, ότι οι ανακόπτοντες με τον ένδικο λόγο έφεσής τους δεν δημιούργησαν έναν νέο λόγο ανακοπής, ο οποίος να είναι απαράδεκτος κατ’ άρθρο 585 παρ 2 εδ. β του ΚΠολΔ, το δε Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη τον ανωτέρω προταθέντα λόγο ανακοπής, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του με αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.
Απόσπασμα απόφασης
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο και δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη τις από τον αριθμό 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, που συνίστανται στο ότι οι αναιρεσίβλητοι με τον πρώτο λόγο έφεσης που αφορούσε στις αιτιάσεις τους για την έλλειψη καταγγελίας της ένδικης σύμβασης, πρότειναν το πρώτον στο Εφετείο νέο λόγο ανακοπής, ο οποίος δεν περιείχετο στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων ανακοπής και το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ανωτέρω μη προταθέντα ισχυρισμό και δεν κήρυξε το απαράδεκτο αυτού. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα επισκόπηση των δικογράφων των προσθέτων λόγων ανακοπής και της έφεσης, όπως και των αποφάσεων του πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, προέκυψαν τα ακόλουθα Οι ανακόπτοντες- εκκαλούντες ήδη αναιρεσίβλητοι με το δικόγραφο της έφεσης και δη με τον πρώτο λόγο αυτής αιτήθηκαν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, επικαλούμενοι την έλλειψη της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης δανείου, εφόσον αυτή δεν έλαβε χώρα με τις από 5.7.2017 εξώδικες δηλώσεις -προσκλήσεις της Τράπεζας προς αυτούς σε εξόφληση του δανείου. Το περιεχόμενο του πρώτου λόγου της έφεσης ταυτίζεται με την ιστορική βάση του τρίτου πρόσθετου λόγου ανακοπής που θεμελιώνει το αίτημα για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και που ανάγεται στην μη καταγγελία της ένδικης σύμβασης. Ειδικότερα με τον ανωτέρω λόγο έφεσης οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται πραγματικά περιστατικά διάφορα εκείνων που είχαν προτείνει με τον τρίτο λόγο του από 16.12.2019 δικογράφου των πρόσθετων λόγων, ήτοι ότι η καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσα δεν κατήγγειλε την επίδικη αρχική δανειακή σύμβαση, ούτε προέβησαν σε συμπλήρωση αυτού, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η οποία με τον πρώτο και δεύτερο λόγο αναίρεσης επικαλείται ότι με τον τρίτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων οι ανακόπτοντες [ήδη αναιρεσίβλητοι] είχαν ισχυρισθεί ότι η καταγγελία της δανειακής σύμβασης ήταν άκυρη εφόσον σ/ αυτήν’ αναφέρονταν όχι η αρχική επίδικη σύμβαση αλλά μόνο η από 23.7.2012 πρόσθετη αυτής πράξη. Επομένως οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο έφεσης δεν δημιούργησαν ένα νέο λόγο ανακοπής , ο οποίος να είναι απαράδεκτος κατ’ άρθρο 585 παρ 2 εδ. β του ΚΠολΔ, το δε Εφετείο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη τον ανωτέρω προταθέντα λόγο ανακοπής δεν υπέπεσε σύμφωνα και με τα αναγραφόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη στην πλημμέλεια του με αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και μετά ταύτα ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Περαιτέρω δε ο δεύτερος από τον αριθμό 14 του άρθρου 559ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται, καθόσον στην παρούσα περίπτωση δεν πρόκειται για λόγο ανακοπής με τον οποίο οι ανακόπτοντες ήδη αναιρεσίβλητοι να είχαν μεταβάλλει με την έφεσή τους και να τον είχαν προβάλλει απαραδέκτως το πρώτο στο Εφετείο, το οποίο να τον ερεύνησε, ενώ όφειλε να τον κηρύξει απαράδεκτο.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr.