Αριθμός 178/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη-Εισηγητή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 19η Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Π. Μ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος – καλούντος: …, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σωτηρία Κοσμά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Α. Των αναιρεσιβλήτων – καθ’ ων η κλήση: 1) Κ. Δ. Κ., κατοίκου …, για τον εαυτό του ατομικά και ως μοναδικού κληρονόμου (καθολικού διαδόχου) της αποβιωσάσης αναιρεσιβλήτου Ε. χήρας Δ. Κ., θυγατέρας Χ. Μ., κατοίκου όσο ζούσε …, παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δ. Σαμαρτζή και κατέθεσε προτάσεις, 2) Ο. θυγ. Δ. Κ., κατοίκου , η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, Β. Των προσθέτως στο Εφετείο (υπέρ του αναιρεσείοντος) παρεμβάντων – καθ’ ων η κλήση: 1) …, πρώην Δήμος …, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχο αυτού. κ. Θ. Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λουκά Δρόσο και δεν κατέθεσε προτάσεις, 2) … “…”, που εδρεύει στο πρώην Κ.Δ. και νυν Τ.Κ …, της Δ.Ε … του Δήμου …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, Γεώργιο Πατάκα, κάτοικο … …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λουκά Δρόσο και δεν κατέθεσε προτάσεις, 3) … “Ε’ ….”, που εδρεύει στο πρώην Κ.Δ. της πρώην Διευρυμένης Κοινότητας … και νυν Τ.Κ. … της Δ.Ε. … του Δήμου …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, Γεώργιο Κονταξή, κάτοικο … …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λουκά Δρόσο και δεν κατέθεσε προτάσεις, 4) … “…..”, που εδρεύει στη νυν Τ.Κ. …, της Δ.Ε … του Δήμου …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, Δ. Χελιδώνη, κάτοικο … …, που δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-10-2000 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο … Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 40/2002 μη οριστική, 57/2004 οριστική ίδιου Δικαστηρίου, … και 96/2012 μη οριστική, 193/2017 οριστική του Τριμελούς Εφετείου …. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το ήδη αναιρεσείον με την από 15-12-2017 αίτησή και τους από 30-7-2018 προσθέτους λόγους αυτής.
Εκδόθηκε η 907/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της υπόθεσης. Η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση, με την από 29-10-2020 κλήση του …, στη δικάσιμο 26-5-2021. Με την υπ’ αριθμ. … Πράξη του Προέδρου του Γ’ Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε, κατ’ εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη με αριθμό … πράξη του Προέδρου του Γ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 307 ΚΠολΔ, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η ένδικη αίτηση αναίρεσης, μετά την έκδοση της 907/2020 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης λόγω της μη κλήτευσης του δασικού συνεταιρισμού με την επωνυμία “… …”, ο οποίος είχε ασκήσει από κοινού με τους ήδη αναιρεσείοντες πρόσθετη παρέμβαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου … και του γεγονότος ότι δεν κατέστη δυνατή η έκδοση απόφασης κατά τη συζήτηση της αναίρεσης κατά τη δικάσιμο της 26-5-2021.
Κατά την έννοια του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, αν δε η κλήση επιδόθηκε νομότυπα, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση από το από 21-1-2022 αποδεικτικό επίδοσης του επιμελητή του Αρείου Πάγου Ε. Π. προκύπτει ότι η ανωτέρω με αριθμό … πράξη του Προέδρου του Γ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην τρίτη αναιρεσίβλητη Ο. θυγ. Δ. Κ.. Επομένως, εφόσον, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, η εν λόγω τρίτη αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της. Επίσης, από το από 31-1-2022 αποδεικτικό επίδοσης του Επιμελητή Δικαστηρίων του Πρωτοδικείου … Γ. Μ. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αυτής ως άνω … πράξης του Προέδρου του Γ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον αγροτικό δασικό συνεταιρισμό με την επωνυμία “… …”, ο οποίος είχε ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου … υπέρ του Δημοσίου κατά τη συζήτηση της έφεσης των αναιρεσιβλήτων. Επομένως, εφόσον, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, ο εν λόγω συνεταιρισμός δεν εμφανίστηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του.
Με την κρινόμενη από 15-12-2017 αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους αυτής λόγους προσβάλλεται η 193/2017 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου …, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης: Οι αναιρεσίβλητοι, μετά το θάνατο της πρώτης από τους οποίους, συνεχίζει τη δίκη ο δεύτερος αναιρεσίβλητος υιός της, ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, καθώς η τρίτη αναιρεσίβλητη, θυγατέρα της πρώτης, αποποιήθηκε την επαχθείσα σ’ αυτήν κληρονομία της μητέρας της, όπως έγινε δεκτό με την 907/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, άσκησαν την από 25-10-2000 αγωγή κατά του αναιρεσείοντος …, με την οποία ζήτησαν να αναγνωρισθεί η κυριότητά τους σε ποσοστό 2/64 η πρώτη και έκαστος των λοιπών σε ποσοστό 3/64 επί διαιρετών τμημάτων του ενιαίου κτήματος “……” της περιφέρειας … … … και ειδικότερα επί των περιγραφομένων δασοτεμαχίων με αριθμούς 1 α’, εμβαδού 2.351,438 στρεμμάτων, 1 δ’, εμβαδού 19 στρεμμάτων και 45, εμβαδού 3,062 στρεμμάτων. Επικουρικά, ζήτησαν να αναγνωρισθεί η κυριότητά τους κατά τα ίδια ως άνω ποσοστά επί των 4/12 των ανωτέρω δασοτεμαχίων, καθώς και επί των περιγραφομένων δασοτεμαχίων με αριθμούς 1 β’, εμβαδού 4.781,987 στρεμμάτων και 1 γ’, εμβαδού 15,350 στρεμμάτων, την κυριότητα των οποίων απέκτησαν πρωτοτύπως και παραγώγως κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 40/2002 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, με την οποία διατάχθηκαν αποδείξεις και στη συνέχεια η 57/2004 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν την από 21-7-2005 έφεση και το Τριμελές Εφετείο … με την … μη οριστική του απόφασή του διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, στη συνέχεια δε με την 96/2012 μη οριστική του επίσης απόφαση διέταξε την εκ νέου διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, και κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο Δήμος …, ήδη Δήμος Μετεώρων, ο αγροτικός συνεταιρισμός με την επωνυμία “…”, ο αγροτικός συνεταιρισμός με την επωνυμία “Ε’ ….” και ο αγροτικός συνεταιρισμός με την επωνυμία “… …”, άσκησαν από κοινού με ιδιαίτερο δικόγραφο την από 10-11-2015 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του τότε εφεσιβλήτου …, με την οποία, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον για την άσκηση της παρέμβασης, ζήτησαν να απορριφθεί η έφεση. Το Τριμελές Εφετείο …, συνεδικάζοντας την έφεση και την πρόσθετη παρέμβαση, δέχθηκε την έφεση και αφού εξαφάνισε την ως άνω 57/2004 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κράτησε και δίκασε την αγωγή, την οποία έκανε δεκτή ως προς το επικουρικό της αίτημα. Η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.8 παρ.1 κωδ. (7-39), ν.9 παρ.1 πανδ. (50-4), ν.2 παρ.20, πανδ.(41-4), ν. 6 πανδ. (44-3), ν.76 παρ.1, πανδ.,(18-1) και 7 παρ.3 πανδ. (23-3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ’ άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού, ο οποίος χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της νομής του και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 69/2018). Ως “καλή πίστη” νοείται, κατά τις διατάξεις των ν. 27 πανδ. (18.1), 15 παρ.3,48 πανδ. (41.3) 11 πανδ. (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 πανδ. (50.16) η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ’ αυτού. Η καλή πίστη του νεμομένου πρέπει να υπάρχει στην αρχή, κατά την κτήση της νομής, και δεν είναι αναγκαίο να εξακολουθεί αδιάκοπη καθ’ όλο το χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 299/2017, ΑΠ 414/1981, ΑΠ 1019/1977), (όμοια είναι και η ρύθμιση του άρθρου 1044 ΑΚ), ενώ τη συνδρομή της συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, από τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι αποδείχθηκαν, στηρίζοντας την κρίση του αυτή ακόμη και σε έγγραφο που δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο κυριότητας (ΑΠ 299/2017), ή σε περιστατικά που καθιστούν εύλογη την πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος για το ανεπίληπτο της νομής του (ΑΠ 464/2004). Περαιτέρω από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν.δ/τος της 21.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως, η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 (Ολ ΑΠ 75/1987). Τούτο συνάγεται από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ 1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και του άρθρου 21 ν. δ/τος της 22.4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του και, συνεπώς, και η χρησικτησία τρίτων σ’ αυτά. Δεν ήταν δε απαραίτητη προϋπόθεση της συνδρομής καλής πίστης για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος, ή στην περίπτωση δάσους, η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 παρ.α’ του από 17 Νοεμβρίου 1836 β.δ/τος “περί ιδιωτικών δασών”. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 3 του από 7 Ραμαζάν 1274 (1854) Οθωμανικού Νόμου “περί γαιών”, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293 (1873) περί εξελέγξεως τίτλων δασών συνάγεται ότι, προκειμένου για τα Θεσσαλικά δάση, η κυριότητα αυτών επί Τουρκοκρατίας ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο. Μετά την προσάρτηση της …ς, το έτος 1881, στο Ελληνικό Κράτος, με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 20 Ιουνίου (2 Ιουλίου) 1881 μεταξύ του Ελληνικού Βασιλείου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία κυρώθηκε με το Ν. ΠΑΖ’ της 11/13 Μαρτίου 1882, η κυριότητα αυτών περιήλθε στο …, από τον ανωτέρω, όμως, χρόνο υπόκεινται σε έκτακτη χρησικτησία, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, έχει συμπληρωθεί τριακονταετής νομή μέχρι τις 11.9.1915 (ΑΠ 4/2023, ΑΠ 1296/2020, ΑΠ 299/2017). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ ΑΠ 1/2022, Ολ ΑΠ 12/2016). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (Ολ ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι, κατά νόμο, αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/…). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ ΑΠ 2/2019, Ολ ΑΠ 8/2018). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1551/2021, ΑΠ 1304/2021). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στη δυτική … και ειδικότερα στη δυτική περιοχή του νομού …, κοντά στα όρια των νομών … και Ιωαννίνων, στην περιφέρεια του χωριού (συνοικισμού) …, το οποίο υπαγόταν παλαιότερα στον τέως δήμο … της επαρχίας …-… και μετέπειτα στην κοινότητα …-… (πρώην …) και υπάγεται πλέον (από 01.01.1999) στη διευρυμένη κοινότητα … …, υπάρχει εδαφική έκταση, γνωστή ως αγρόκτημα …-… ή ως κτήμα ……, στην οποία περιλαμβάνονται κυρίως δασικές εκτάσεις αλλά, επίσης, χορτολιβαδικές αλπικές εκτάσεις, σημαντικού εμβαδού, μικρότερες εκτάσεις, οι οποίες επιδέχονται γεωργική εκμετάλλευση και χαρακτηρίζονται ως αγροί και μικρός οικισμός. Παλαιότερα, πριν από το έτος 1954, η ακριβής καταμέτρηση τοπογράφηση του κτήματος …… ήταν εντελώς αδύνατη εξαιτίας της μορφής του και της έλλειψης αναγκαίων μέσων τοπογράφησης. Στη διάρκεια του έτους 1960, σύμφωνα με το Διαχειριστικό Χάρτη του σε συνδυασμό με το Διάγραμμα Οριστικού Διαχωρισμού (ΔΟΔ) του 1978 της αρμόδιας Τοπογραφικής Υπηρεσίας, το εμβαδόν όλης της περιφέρειας … υπολογιζόταν σε 9.742,375 στρέμματα και η όλη περιφέρεια κατανεμόταν, ανάλογα με τη μορφή εκμετάλλευσης: ι) σε δάση, εμβαδού 7.101,326 στρεμμάτων, ιι) σε αλπικά λιβάδια, εμβαδού 2.205,780 στρεμμάτων, ιιι) σε αγρούς, εμβαδού 367,294 στρεμμάτων και ιv) σε οικισμό, εμβαδού 67,975 στρεμμάτων. Η όλη περιφέρεια … συνορεύει βορειοδυτικά με την περιφέρεια του χωριού Κατάφυτου (πρώην …), νοτιοδυτικά και νότια με την περιφέρεια του χωριού … (πρώην … και ανατολικά (νοτιοανατολικά, βορειοανατολικά) με τον … ποταμό (πρώην …) και πέραν αυτού με τις περιφέρειες των χωριών … (πρώην …) και … (πρώην …) αντίστοιχα. Ο ειδικότερος προσδιορισμός της όλης περιφέρειας … γίνεται με τη χάραξη οριογραμμής, η οποία συμπίπτει κατά ένα μέρος (βορειοδυτικά) με την οριογραμμή …-…, διέρχεται (νοτιοδυτικά, νότια) από τις θέσεις …, συμπίπτει (νότια) με την οριογραμμή …-… και διέρχεται ανατολικά από την κοίτη του …υ ποταμού και από τη θέση …, ώσπου καταλήγει στην οριογραμμή …-…. 1) Στις … καταρτίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου … Α. Α. πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … μεταξύ της Ε. Κ., συζ. Ι. Α., θυγ. Ν. Δ. ή Μ. (δια του πληρεξουσίου συζύγου της Ι. Α.) (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δεύτερου (αγοραστή) Δ. Ν. Δ. ή Μ. το 1/10 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου ……, κείμενο στο δήμο …, έχοντος έκταση γνωστή στο δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωριών … και … και με τον … ποταμό. 2) Στις … καταρτίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου … Α. Α. πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … μεταξύ Δ. Ν. Δ. ή Μ. (πωλητή) και Ι. Ν. Α.. (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου (αγοραστή) το 1/10+1/10 των 2/12 εξ αδαιρέτου του όλου χωρίου ……, κειμένου στο δήμο …, έχοντος έκταση γνωστή στο δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. 3) Στις 13.11.1898 καταρτίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου … Α. Α. πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … μεταξύ Ε. Ν. Δ. ή Μ. (πωλήτριας) και Δ. Κ. Κ., εμπόρου (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δεύτερου (αγοραστή) το 1/6 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου ……, κειμένου στο δήμο …, έχοντος έκταση γνωστή στο δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. 4) Στις 23.10.1899 καταρτίστηκε ενώπιον του ίδιου συμβολαιγράφου … (Α. Α.) πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … μεταξύ Γ. Α. Ζ., ως πληρεξουσίου της συζύγου του Φ. Ν. Δ. ή Μ. (πωλήτριας) και Δ. Κ., εμπόρου (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δεύτερου (αγοραστή) το 1/7 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου ……, κείμενου στο δήμο …, έχοντος έκταση γνωστή στο δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. 5) Στις … καταρτίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου … Στέργιου …ύ πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … μεταξύ κληρονόμων Ι. Ν. Α.., Ε. Κ. χας Ι. Α. και των ανηλίκων τέκνων της Ν., Μ., Α., Α. και Ε. (πωλητών) και Ι. Κ., δικηγόρου …, αδελφού του Δ. Κ., με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δεύτέρου (αγοραστή) το 1/10+1/10 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου ……, κείμενου στο δήμο …, έχοντος έκταση γνωστή στο δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον …. 6) Στις 29.09.1901 καταρτίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου … Δ. Π. πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … με το οποίο μεταβίβασε ο Γ. Σ. (ένας από τους απώτερους κυρίους του κτήματος ……, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς), στο γιο του Β. Σ. (μετέπειτα αντισυμβαλλόμενο του Δ. Κ.), ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου όλου του χωρίου …… του δήμου …, περιγράφεται δε το κτήμα ως συνιστάμενο από οικίες, παραρτήματα και προσαυξήματα αυτών, δέντρα καρποφόρα και μη, γαίες καλλιεργήσιμες και μη, τόπους βοσκήσιμους και μη και λοιπά παραρτήματα και παρακολουθήματα αυτού και συνορευόμενο το κτήμα (χωρίο) αυτό γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων …, …, … και … και με τον …. 7) Στις 21.03.1902 καταρτίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου … Θ. Τ. πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό 1719 μεταξύ της Κ. Ν. Δ. ή Μ., συζύγου Π. Ν. (πωλήτριας) και Δ. Κ., εμπόρου (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου (αγοραστή) το 1/8 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου ……, κειμένου στο δήμο …, έχοντος έκταση γνωστή στο δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. 8) Στις 09.05.1903 καταρτίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου … Θ. Τ. πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό 3052 μεταξύ της Μ. Μ. Ν. Δ. ή Μ. (πωλήτριας) και Δ. Κ., εμπόρου, αγοραστή, με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου (αγοραστή) το 1/8 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου ……, κείμενου στο δήμο …, έχοντος έκταση γνωστή στο δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. 9) Στις 07.09.1904 καταρτίστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου … Δ. Π. πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … μεταξύ Ν. και Ο. Δ. Π., μόνων κληρονόμων της μητέρας τους Α. Ν. Δ. ή Μ., συζύγου Δ. Π. (πωλητών) και Δ. Κ., εμπόρου (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου συμβαλλομένου (αγοραστή) το 1/9 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου ……, κειμένου στο δήμο …, έχοντος έκταση γνωστή στο δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. 10) Στις 09.04.1909 καταρτίστηκε ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου … (Δ. Π.) πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … μεταξύ Γ. χήρας Ν. Δ. ή Μ. (πωλήτριας) και Δ. Κ., εμπόρου (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου συμβαλλομένου (αγοραστή) το 1/10 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου …… του δήμου …, έχοντος έκταση γνωστή στο δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. 11) Στις 21.10.1910 καταρτίστηκε ενώπιον του ιδίου συμβολαιογράφου … (Δ. Π.) πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … μεταξύ Β. Σ. (πωλητή) και Δ. Κ., εμπόρου (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε στην κυριότητα του δευτέρου συμβαλλομένου (αγοραστή) το 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου …… του δήμου …, συνισταμένου του κτήματος τούτου από οικίες, παραρτήματα και προσαυξήματα αυτών, κήπους, αλωνοτόπους, δάση, δένδρα καρποφόρα και μη, ύδατα, γαίες καλλιεργήσιμες και μη, τόπους βοσκήσιμους και μη και λοιπά παραρτήματα και παρακολουθήματα και συνορευομένου του χωρίου τούτου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. 12) Στις 19.9.1911 καταρτίστηκε ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου … (Δ. Π.) πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό 22931 μεταξύ Α. Α. Π. ή Κ. (πωλητή) και Ι. Κ., δικηγόρου, αδελφού του Δ. Κ., εμπόρου, με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητά του το ποσοστό του 1/3 του 1/12 εξ αδιαιρέτου που του αναλογούσε επί τους ως άνω κτήματος. 13) Στις 29.04.1914 καταρτίστηκε ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου … (Δ. Π.) πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό 27602 μεταξύ Β. Ν. Δ. ή Μ. (πωλήτριας) και Δ. Κ., εμπόρου (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων) στην κυριότητα του δευτέρου συμβαλλομένου (αγοραστή) το 1/9 των 2/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου …… του δήμου …, έχοντος έκταση γνωστή στο δεύτερο και συνορευομένου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. 14) Στις 07/04.1920 καταρτίστηκε ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου … Ι. Β. πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … μεταξύ Θ. Α. Π. (πωλητή), ως κληρονόμου του πατέρα του Α. Π. ή Κ. Κ., ο οποίος απεβίωσε κατά το έτος 1893 και Δ. Κ. Κ., εμπόρου (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων κτημάτων, κυρίως αγρών) στην κυριότητα του δευτέρου (αγοραστή) το 1/3 του 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου …… του δήμου …, συνισταμένου του κτήματος τούτου από οικίες, παραρτήματα, εξαρτήματα αυτών, κήπους, αλωνότοπους, δάση, δέντρα καρποφόρα και μη, ύδατα, γαίες καλλιεργήσιμες και μη, τόπους βοσκήσιμους και μη και λοιπά παραρτήματα και παρακολουθήματα αυτών και συνορεύοντος του χωρίου τούτου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. 15) Στις 21.10.1920 καταρτίστηκε ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου … (Δ. Π.) πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό … μεταξύ Δ. Α. Π. ή Κ. (πωλητή) ως κληρονόμου του πατέρα του Α. Π. ή Κ. Κ., ο οποίος απεβίωσε κατά το έτος 1893 και Δ. Κ., εμπόρου (αγοραστή), με το οποίο μεταβιβάστηκε (μεταξύ άλλων κτημάτων, κυρίως αγρών) στην κυριότητα του δευτέρου (αγοραστή) το 1/3 του 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου …… του δήμο …, συνισταμένου του κτήματος τούτου από οικίες, παραρτήματα, εξαρτήματα αυτών, κήπους, αλωνότοπους, δάση, δέντρα καρποφόρα και μη, ύδατα, γαίες καλλιεργήσιμες και μη, τόπους βοσκήσιμους και μη και λοιπά παραρτήματα και παρακολουθήματα αυτών και συνορεύοντος του χωρίου τούτου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωρίων … και … και με τον … ποταμό. Εκτός από αυτές τις μεταβιβάσεις ποσοστών εξ αδιαιρέτου του κτήματος (χωρίου) …… προς το Δ. Κ. δεν αποδεικνύονται άλλες με προσαγωγή συμβολαιογραφικών εγγράφων. Οι περισσότεροι από τους πιο πάνω συμβαλλομένους του Δ. Κ. (με εξαίρεση τους Β. Γ. Σ., Δ. Α. Π. και Θ. Α. Π.) υπήρξαν κληρονόμοι του Ν. Δ. ή Μ., ο οποίος φέρεται (σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς) ότι είχε αγοράσει άτυπα στη διάρκεια του έτους 1882 (δηλαδή μετά την προσάρτηση της …ς στην Ελλάδα), ποσοστό 2/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος του χωρίου ……. Ο Νικόλαος Δ. ή Μ. απεβίωσε στη διάρκεια του έτους 1885 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του Γ. και από τα 9 τέκνα τους, ήτοι την Μ.-Μ., την Κ., τη Β., τη Φ., την Ε., την Α., την Ε.-Κ., μετέπειτα σύζυγο Ι. Α., τον Δ. (Ν. Δ.) και την Ελένη, μετέπειτα σύζυγο Δ. Κ.. Από τους κληρονόμους Ν. Δ. ή Μ., τα τέκνα του Ε.-Κ. και Δ. δεν μεταβίβασαν τα ποσοστά τους εξ αδιαιρέτου του κτήματος …… προς το Δ. Κ., αλλά τα μερίδια αυτά, συνολικού ποσοστού 2/8 των 2/12 εξ αδιαιρέτου περιήλθαν τελικά, στις …, με το πωλητήριο συμβόλαιο αριθμ. …… του συμβολαιογράφου … Σ. Κ. …, στον Ι. Κ., δικηγόρο …, αδελφό του Δ. Κ.. Επίσης, στον (ίδιο) Ι. Κ. μεταβίβασε ο Α. Α. Π. ή Κ., στις 12.09.1911, με το πωλητήριο συμβόλαιο αριθμ. … του συμβολαιογράφου … Δ. Π. (μεταξύ άλλων κτημάτων, κυρίως αγρών) το 1/3 του 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου …… του δήμου …, συνισταμένου του κτήματος τούτου από οικίες, παραρτήματα, εξαρτήματα αυτών, κήπους, αλωνότοπους, δάση, δέντρα καρποφόρα και μη, ύδατα, γαίες καλλιεργήσιμες και μη, τόπους βοσκήσιμους και μη και λοιπά παραρτήματα και παρακολουθήματα αυτών και συνορεύοντος του χωρίου τούτου γύρωθεν με τις περιφέρειες των χωριών … και … και με τον … ποταμό. Η λεπτομερής αυτή περιγραφή του κτήματος …… και κυρίως η αναφορά της λέξης “δασών” ως συστατικών (μεταξύ άλλων) του κτήματος, διενεργείται για πρώτη φορά στο πωλητήριο συμβόλαιο αριθμ. …/1910 του συμβολαιογράφου … Δ. Π.. Προηγουμένως, η περιγραφή του κτήματος …… στα λοιπά (επίδικα) πωλητήρια συμβόλαια, με τα οποία μεταβιβάστηκαν ποσοστά εξ αδιαιρέτου του κτήματος (χωρίου) …… προς τον Δ. Κ., ήταν εντελώς συνοπτική, έμμεσα όμως, με την αναφορά των γύρωθεν συνόρων, ήτοι των περιφερειών των χωριών … και … και του …υ ποταμού, καθίσταται σαφές ότι αντικείμενο της πώλησης αποτελούσε οποιοδήποτε ακίνητο, το οποίο περιλαμβανόταν μεταξύ αυτών των συνόρων. Πάντως, δεν προσκομίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τίτλος, από τον οποίο να προκύπτει ότι μεταβιβάστηκε οποτεδήποτε στην κυριότητα του Γ. Σ. ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου ……, όπως οριοθετείται αυτό πιο πάνω. Στην αγωγή, βέβαια, ιστορείται ότι παρόλες τις έρευνες δεν στάθηκε δυνατό να ανευρεθεί τουρκικός τίτλος (ταπί) ως προς τη μεταβίβαση δασικής έκτασης του κτήματος …… προς τον Γ. Σ., ο οποίος όμως, αναφέρεται σε τίτλους ιδιοκτησίας του απώτερου δικαιοπαρόχου του Δ. Κ., Α. Π. και λοιπά έγγραφα, όπως ιδιωτικά συμφωνητικά μισθώσεως (έτους 1891), πωλητήρια συμβόλαια (έτους 1901) και τούρκικα ταπιά του Α. Π. (έτους 1873) ως όμορος ιδιοκτήτης. Περαιτέρω, ιστορείται στην αγωγή ότι για τις αγορές δασικής έκτασης (δάσους και λιβαδιού) του χωριού ……, ποσοστού 3/12 εξ αδιαιρέτου και εμβαδού 7.000 τουρκικών στρεμμάτων (ήτοι εμβαδού 8.890 σημερινών στρεμμάτων), τις οποίες έκανε ο Α. Π. είχε εκδοθεί στο όνομά του ο οριστικός τίτλος κυριότητας (ταπί) καθαρής ιδιοκτησίας με αριθμό 548 του Τουρκικού Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου, όπου είχε καταχωρηθεί στη διάρκεια του Ιουνίου τουρκικού έτους 1289 (για εμάς 1873), στη σελίδα 98/3992. Από τα σχετικά έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν οι ενάγοντες ενώπιον του Δικαστηρίου (ήτοι: απόσπασμα Τουρκικού Κτηματολογίου και επίσημη μετάφραση αυτού, η οποία διενεργήθηκε από το Μεταφραστικό Γραφείο του Υπουργείου Εξωτικών της Ελλάδας), προκύπτει ότι εξαχθείσα εγγραφή με αριθμό 548, η οποία διενεργήθηκε στη διάρκεια του Ιουνίου 1289 (1873) από τη σελίδα 98 και τον αριθμό 3992, αφορά (είδος) κοιλάδα, εμβαδού 7.000 τουρκικών στρεμμάτων (8.890 σημερινών στρεμμάτων), η οποία κείται στο νομό …, στο κτήμα (χωρίο) ……, στην τοποθεσία … (τρία εκ δώδεκα μεριδίων εκτεταμένης κοιλάδας), μεταξύ των ορίων … και … και κοίτης ποταμού και περιήλθε στον Τάσο υιό ΠαπαΔ., με μεταβίβαση από τον … υιό … Σημειώνεται ότι, κατά τα προαναφερθέντα, το αγρόκτημα …… υπολογίζεται σε 9.742,375 στρέμματα ι) σε δάση, εμβαδού 7.101,326 στρεμμάτων, ιι) σε αλπικά λιβάδια, εμβαδού 2.205,780 στρεμμάτων, ιιι) σε αγρούς εμβαδού 367,294 στρεμμάτων και ιv) σε οικισμό, εμβαδού 67,975 στρεμμάτων). Το εναγόμενο-εφεσίβλητο … αμφισβητεί την ταύτιση του τίτλου αυτού με το δάσος ……, με το επιχείρημα ότι αφενός η θέση “…” είναι άγνωστη και αφετέρου η αναφορά γίνεται σε κοιλάδα και όχι σε δάσος. Επομένως, ήταν κρίσιμη η διερεύνηση για το εάν στην ευρύτερη περιοχή …… υπάρχει άλλη έκταση πλην του δάσους ……, όπου μπορεί να γίνει εφαρμογή του ταπίου 548. Είναι γεγονός, πάντως, ότι ο Δ. Κ., σύζυγος της Ε. Ν. Δ. ή Μ. από το έτος 1885 και ο αδελφός του Ι. Κ. προέβαλαν εξ αρχής δικαιώματα κυριότητας στην επίδικη δασική έκταση. Έτσι, στις 28.09.1891 ο Ι. Κ., ενεργώντας ατομική και ως πληρεξούσιος του Δ. Κ., εκμίσθωσε στον ξυλέμπορο Σ. Β. Λ. τις “εις αυτούς εξ αδιαιρέτου αναλογούσες μερίδας εκ του ιδιοκτήτου δάσους ……, συνορευομένου κύκλω υπό των περιφερειών των χωρίων …, … και …”. Ως προς τη σύμβαση αυτή καταρτίστηκαν αυθυμερόν τα συμβολαιογραφικά έγγραφα με αριθμούς 481, 484 του συμβολαιογράφου … Α. Α.. Όμοια σύμβαση μίσθωσης μεταξύ των ίδιων προσώπων συνάφθηκε στις 29.10.1892 και καταρτίστηκε ως προς αυτή το συμβολαιογραφικό έγγραφο με αριθμό … του ίδιου συμβολαιογράφου … Από το έγγραφο του Υπουργείου … με ημερομηνία 19.10.1927 προκύπτει ότι μεταξύ των ετών 1882 και 1899 εκδόθηκαν 10 άδειες υλοτομίας για τη θέση …… …, με το χαρακτηρισμό “ιδιωτικόν” (δάσος), ήτοι: Κατά το έτος 1891 εννιά άδειες υλοτομίας στο όνομα του μισθωτού Σ. Λ. και κατά το έτος 1892 μία άδεια υλοτομίας στο όνομα του ίδιου μισθωτή για την κοπή και εξαγωγή πάτερων (δοκών). Η είσοδος του μισθωτή στο δάσος …… και η διενέργεια υλοτομικών εργασιών από αυτόν εκεί, προκάλεσε την αντίδραση της … ή … (του δήμου ……), η οποία πρόβαλλε δικαιώματα κυριότητας σε ποσοστό 8/12 εξ αδιαιρέτου του δάσους αυτού. Επακολούθησαν (στις 11.03.1892 και 10.03.1893) δίκες ενώπιον των εν … Πρωτοδικών μεταξύ της συγκεκριμένης … (ως ενάγουσας), του μισθωτή Σ. Λ. (ως εναγομένου-προσεπικαλούντος στην 1η δίκη) και των Δ. Κ. και Γ. Σ. (ως προσεπικαλουμένων στην 1η δίκη) και επίσης, των Δ. Κ., Ι. Κ. και Γ. Σ. (ως εναγομένων στη 2η δίκη), οι οποίες απέληξαν αντίστοιχα σε απόρριψη της αγωγής (η 1η) και σε αναβολή της δίκης (η 2η), προκειμένου να προσκομίσει η ενάγουσα (μεταξύ άλλων) τίτλους κυριότητας και να αποδείξει την έκταση της ζημίας που προξένησαν οι εναγόμενοι στο δάσος, υλοτομώντας. Στις 25.11.1896, ο Ι. Κ., ενεργώντας ως πληρεξούσιος του αδελφού του Δ. Κ., εκμίσθωσε στον ξυλέμπορο … “την εις τον εντολέα του ανήκουσαν ιδανικήν μερίδα εκ τους δάσους ……” έως το τέλος Μαρτίου 1897. Το … αντέδρασε για την εκμετάλλευση του δάσους αυτού από το Δ. Κ., με την αποστολή εγγράφου με αριθμό … και ημερομηνία … από τον Υπουργό … προς τον Οικονομικό Έφορο … (το οποίο προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες), όπου αναγράφονται (μεταξύ άλλων) τα εξής: “Είναι αληθές ότι δια της υπ’ αριθμ. … της 3 Οκτωβρίου 1893 διαταγής ενετάλητε την χορήγησιν αδειών υλοτομίας επί του δάσους ……, συνεπεία αιτήσεως του αντιποιουμένου την κυριότητα αυτού Δ. Κ. και ότι έκτοτε εχορηγήθηκαν υπέρ των υλοτόμων αυτού άδειαι υλοτομίας επί του δάσους τούτου, χαρακτηριζομένου ως ιδιωτικού, τοθ’ όπερ και πρότερον εγένετο εν έτει 1891… καίτοι δεν υποβλήθησαν ποτέ τίτλοι μαρτυρούντες ότι το δάσος τούτο τυγχάνει ιδιωτικόν. Συνεπεία τούτων λαβόντες υπ’ όψει και των εν αντιγράφω δια της αυτής αναφοράς σας υποβληθέν ημίν από 26 Οκτωβρίου 1896 συμφωνητικόν μεταξύ του Γ. Σ. και του Δ. Κ., δι’ ου ο τελευταίος ούτος ενοικιάζει προς τον πρώτον επί τριετίαν το εν δωδέκατον του εν λόγω δάσους προς υλοτομίαν, εγκρίνομεν, όπως εξακολουθήσητε χορηγούντες, ως και άχρι τούδε επράττετε, άδειας υλοτομίας εις τον μνησθέντα Γ. Σ., άχρις ου λήξει ο χρόνος της μισθώσεως ταύτης. Επί της εκδιδομένης όμως αδείας θέλετε μεν βεβαιοί το δικαίωμα υλοτομίας, το επιβαλλόμενο εις δάση διακατεχόμενα παρ’ ιδιωτών, δεν θέλετε δε χαρακτηρίζει το δάσος ως δημόσιον ή ιδιωτικόν, αλλ’ ως διαφυλονικούμενον, αναγράφοντες άμα ρητώς του στελέχους και του φύλλου εκάστης των εκδιδομένων αδειών, ότι το δημόσιον επιφυλάσσεται παντός δικαιώματός του επί του δάσους τούτου. Μετά την έκπνευσιν της τριετούς μισθώσεως του δάσους τούτου… δεν θέλετε χορηγή αδείας επί του δάσους τούτου υπό τους ανωτέρω όρους, αλλά θέλετε διαχειρίζεσθαι αυτό ως δημόσιον”. Στις 20.11.1905 ο Διευθυντής του Γενικού Αρχείου (του Υπουργείου Οικονομικών) εξέδωσε έγγραφο (το οποίο προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι ενάγοντες), όπου αναφέρονται (μεταξύ άλλων) τα εξής: “Περί του δάσους …… (δασικαί θέσεις …, …, … και …) της επαρχίας …. Υποβάλλω απόσπασμα πινάκων υλοτομίας… εξ ου προκύπτει ότι από της προσαρτήσεως της …ς μέχρι σήμερον το μεν δάσος “……” εχαρακτηρίσθη ως ιδιόκτητον, η δε δασική θέσις “…” ως εθνική και ως ιδιόκτητος, επί δε των δασικών θέσεων …, … και … δεν εξεδόθησαν άδειαι υλοτομίας”. Από αντίγραφο μηνιαίων πινάκων υλοτομίας, το οποίο προσκόμισε και επικαλέστηκε το …, προκύπτει ότι κατά τα έτη 1905, 1907, 1909 το Δασαρχείο … εξέδωσε άδειες υλοτομίας στο όνομα των υλοτόμων Μ. Χ., Κ. Α. και Χ. Σ., για διενέργεια υλοτομίας στο δάσος ……, με το χαρακτηρισμό του δάσους ως εθνικού. Αποδεικνύεται, λοιπόν, συμμόρφωση των αρμοδίων υπηρεσιών προς το από … έγγραφο του Υπουργού (…), αμφισβήτηση της ιδιότητας του δάσους ως ιδιωτικού και (προσωρινή) διαχείριση αυτού ως εθνικού (δημόσιου). Ανάλογο περιεχόμενο έχει το έγγραφο αριθμ. πρωτ. … του Γραφείου Γενικού Αρχείου του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο απευθυνόταν προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Στις 09.02.1927 ο Δ. Κ. υπέβαλε αίτηση προς το Υπουργείο … με αίτημα: ι) Την άρση διαφωνίας μεταξύ αυτού και του … ως προς την κυριότητα του δάσους …… και ιι) Την κύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του αιτούντος στο δάσος ……. Από την αίτηση αυτή (την οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι ενάγοντες), συνάγεται αναμφίβολα ότι μέχρι το έτος 1927 το … δεν αναγνώρισε τον Δ. Κ. ως κύριο (ή συγκύριο) του δάσους ……. Ήδη όμως με απόφαση (αριθμ. 50674/21.09.1923) του Υπουργού … το αγρόκτημα …, του οποίου η συνολική έκταση υπολογιζόταν τότε σε 9.464 στρέμματα (ήτοι: αγροί καλλιεργούμενοι 212 στρέμματα, συνοικισμός και αυλαγάδες 72 στρέμματα, λιβάδι 1.720 στρέμματα και δάσος 7.460 στρέμματα), κηρύχθηκε απαλλοτρωτέο και στη συνέχεια με απόφαση (αριθμ. 189/1932) της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων … απαλλοτριώθηκε από το κτήμα αυτό, υπέρ του ομώνυμου συνεταιρισμού καλλιεργητών, όλη η καλλιεργούμενη έκταση του κτήματος, με τους αυλαγάδες και τα οικόπεδα, συνολικής έκτασης 284 στρεμμάτων, και επίσης έκταση 200 στρεμμάτων δάσους. Με ενέργειες, όμως, όσων προέβαλλαν δικαιώματα κυριότητας στο αγρόκτημα … (κτήμα ……) εκδόθηκε απόφαση (αριθμ. …) του Συμβουλίου Επίκρατείας, με την οποία ακυρώθηκε η πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων … ως προς την απαλλοτρίωση των εκτάσεων αγρών και δάσους. Στη συνέχεια η ίδια Επιτροπή κήρυξε με απόφασή της (αριθμ. 202/1934) όλο το κτήμα … ως αναπαλλοτρίωτο, διότι αποτελούνταν από καλλιεργήσιμη έκταση μικρότερη των 300 στρεμμάτων και στις 16.11.1934 ο προϊστάμενος του Γραφείου Γεωργικής Περιφέρειας … υπέβαλε προς το Υπουργείο … αίτηση του Δ. Κ. και της συζύγου του Ε. με αίτημα τη χορήγηση άδειας πώλησης των 147/154 ιδανικών μεριδίων του αγροκτήματος … προς διάφορους καλλιεργητές, η οποία δεν έγινε δεκτή. Μάλιστα, ο Δ. Κ., προκειμένου να τεκμηριώσει την ύπαρξη δικαιώματός του κυριότητας στο κτήμα …… (και στο αντίστοιχο δάσος) επικαλέστηκε την ένορκη μαρτυρία αρκετών κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι είχαν καταθέσει στις 31.08.1927 ευνοϊκά υπέρ αυτού ενώπιον του Δασάρχη … Δ. Χ.. Όλα όμως τα στοιχεία, τα οποία προσκόμισε ο Δ. Κ. ενώπιον του Υπουργείου … δεν οδήγησαν σε παραδοχή της σχετικής (από 09.02.1927) αίτησής του και σε αναγνώριση αυτού ως κυρίου ή συγκυρίου του δάσους ……. Να σημειωθεί ότι με το ΠΔ της 28-3-1933 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 150/15-6-1933 (τεύχος Α’) έγινε διαχωρισμός της ακίνητης περιουσίας της … Α. Σ. Μετεώρων και ορίστηκε ως διατηρητέα περιουσία παραμένουσα στη διαχείριση της … το δάσος και το λειβάδι “……” για την αναλογούσα στη Μονή έκταση 5.500 στρεμμάτων, στοιχείο που ενισχύει τους ισχυρισμούς των εναγόντων ότι το επίδικο ήταν ιδιωτικό δάσος και ότι κατά τα υπόλοιπα 8/12 εξ αδιαιρέτου ανήκε στην Ιερά Μονή. Το δικαίωμα της … αναγνωρίσθηκε εκ νέου είκοσι χρόνια αργότερα, όταν με την από 18-9-1952 σύμβαση μεταξύ του … και της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, περί εξαγοράς κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και μικρών κτηνοτρόφων, εξαγοράστηκαν από την Ιερά Μονή Α. Σ. Μετεώρων (μεταξύ άλλων) και λιβάδι στη θέση ……-…, εκτάσεως 15.000 στρεμμάτων (ΒΔ της 26-9-1952). Βέβαια, παρόλη τη συμπερίληψη στον πίνακα των μεταβιβαζομένων προς το Δημόσιο ακινήτων και του δάσους, το δάσος αυτό δεν μετήχθη στην κυριότητα του Δημοσίου, διότι η ανωτέρω “Σύμβαση”, ως νόμος πλέον, κείται εκτός των ορίων της συνταγματικής εξουσιοδοτήσεως, εντός των οποίων όφειλε να περιορισθεί, δεδομένου ότι το άρθρο 104 του Συντάγματος 1952 πρόβλεψε την απαλλοτρίωση μόνο αγροτικών εκτάσεων. Ο Δ. Κ. απεβίωσε στη διάρκεια του έτους 1938 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του Ε. (Ν. Δ. ή Μ.) και τα 8 τέκνα τους Κ., Ν., Γ., Μ., Α., Α., Ε. και Ι., σύμφωνα με την από 22.12.1934 δημόσια διαθήκη του με αριθμό …, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου … Γ. Χ. και δημοσιεύθηκε στις 28.09.1938 με τα πρακτικά συνδρίασης … του Δικαστηρίου των εν … Πρωτοδικών. Με αυτή τη διαθήκη ο θανών κατέλιπε στη σύζυγό του Ε. (μεταξύ άλλων) το εξ αδιαιρέτου μερίδιό του εκ του χωρίου …… του τέως δήμου …. Η Ε. Κ. αποδέχθηκε σιωπηρά την κληρονομία του θανόντος συζύγου της και αναμίχθηκε σε αυτή με πρόθεση κληρονόμου, αποβίωσε όμως στη διάρκεια του επόμενου έτους (1939), χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα 8 τέκνα της, που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Μεταξύ των νόμιμων κληρονόμων της Ε. Κ. περιλαμβάνεται και ο (γιος της) Κ. Δ. Κ. (πεθερός της ήδη 1ης ενάγουσας Ε. Κ. και παππούς των λοιπών εναγόντων Κ. και Ο. Κ.), ο οποίος απεβίωσε στις 13.11.1943, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του Ο. Σ. Τ. και το μόνο τέκνο τους Δ. Κ. (σύζυγο της ήδη 1ης ενάγουσας και πατέρα των λοιπών εναγόντων), οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομία δι’ αναμείξεως. Η Ο. Κ.-Τ. απεβίωσε στις … χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληροομήθηκε εξ αδιαθέτου από το μόνο τέκνο της Δ. Κ., ο οποίος αποδέχθηκε σιωπηρά την κληρονομία αμφοτέρων των θανόντων γονέων του. Ο (εγγονός) Δ. Κ. (σύζυγος της ήδη 1ης ενάγουσας και πατέρας των λοιπών εναγόντων) απεβίωσε στις … χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την ήδη 1η ενάγουσα σύζυγό του Ε. Κ. και από τα δύο τέκνα τους, Κ. και Ο., ήδη 2ο και 3η ενάγοντες, κατά ποσοστό 2/8, και 3/8 αντίστοιχα. Οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την κληρονομία του θανόντος άμεσου δικαιοπαρόχου τους Δ. Κ. (και επίσης, για λογαριασμό αυτού την κληρονομία της θανούσης μητέρας του Ο. χήρας Κ. Κ..) στις 16.09.1998, με δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον συμβολαιογράφου, ως προς την οποία καταρτίστηκε το ομώνυμο συμβολαιογραφικό έγγραφο αριθμ. … της συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Σ.. Περί το έτος 1945 και μετέπειτα (όπως συνάγεται από ιδιωτικές επιστολές χωρίς βέβαιη χρονολογία) διενεργήθηκε δίκη μεταξύ Δ. Κ. (συζύγου της Ι. Δ. και Ε. Κ.) και Κ. Β., μισθωτή του λιβαδίου του κτήματος …… και περί το έτος 1964 προκλήθηκε διαφωνία μεταξύ Δ. Κ. (του Κ. και της Ο.), άμεσου δικαιοπαρόχου των ήδη εναγόντων, και των αδελφών Γ. Β.., μισθωτών του λιβαδίου ……, ως προς τον τρόπο καταβολής του μισθώματος του λιβαδίου αυτού, το οποίο είχε εκμισθωθεί προ πολλών ετών (στις 25.05.1938) από τον απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων, Δ. Κ., στον κτηνοτρόφο Γ. Ζ. Β., πατέρα των μετέπειτα μισθωτών αδελφών Β.. Αντίθετα, δεν προκύπτει οποιαδήποτε ενασχόληση των κληρονόμων Δ. Κ., εμπόρου (απώτατου δικαιοπαρόχου των εναγόντων) με το δάσος …… στη διάρκεια της χρονικής περιόδου 1938-1956. Τελικά, στις … η Ι. χήρα Δ. Κ. (θυγατέρα Δ. Κ., εμπόρου), άρχισε να ενεργεί ατομικά, ώστε να αναγνωριστεί από το … ως συγκυρία του δάσους ……. Συγκεκριμένα, στις 16.03.1956 η Ι. Κ. υπέβαλε προς το Υπουργείο …/Διεύθυνση Δασών αίτησή της με ημερομηνία … και, αφού ιστόρισε συνοπτικά όσα ιστορούνται εκτενώς στην ήδη ένδικη αγωγή, υπέβαλε αίτημα να αναγνωριστεί ότι το δάσος του κτήματος …… δεν ανήκει στο … αλλά στους κληρονόμους Δ. Κ., ως ιδιόκτητο, κατά ποσοστό 1/3, στους οποίους περιλαμβάνεται και αυτή, η οποία είναι κυρία των 6/8 του 1/3. Στις 10.11.1958 η Ι. Κ. υπέβαλε εκτενή αίτηση προς το Δασάρχη …, και αφού εξέθεσε μεταξύ άλλων “ότι είναι αυτόχρημα ακατανόητον να αναγνωρίζονται ως κύριοι της βοσκής της δασικής εκτάσεως από της απελευθερώσεως της ……, αλλ’ ουχί του δάσους…” υπέβαλε αίτημα να εξεταστούν 13 φυσικά πρόσωπα ως μάρτυρες, ώστε να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός της ότι είναι συγκυρία του δάσους ……. Στις 29.06.1959 η Ι. Κ. υπέβαλε αίτηση προς τη Διεύθυνση της ΚΕΔ … με αίτημα να παύσει η διενέργεια υλοτομίας από την ΚΕΔ στο δάσος ……, διότι το δάσος αυτό ανήκει κατά το 1/3 σε αυτή και κατά τα 2/3 στον ΟΔΕΠ. Στις 15.07.1963 η Ι. Κ. υπέβαλε (δια μέσου πληρεξουσίου δικηγόρου) αίτηση προς το …, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, και αφού εξέθεσε εκτενώς τους ισχυρισμούς της ως προς τον τρόπο περιέλευσης σε αυτή ποσοστού 73,5/360 εξ αδιαιρέτου του αγροκτήματος …… και του δάσους, το οποίο περιλαμβάνεται στα όρια αυτού του αγροκτήματος, υπέβαλε αίτημα να αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητάς της στο συγκεκριμένο ακίνητο (αγρόκτημα ……) και να αποδοθεί το ακίνητο αυτό από το … σε αυτή. Από το ιστορικό της αίτησης αυτής προκύπτει (μεταξύ άλλων) ότι κατά το έτος 1956 το … κήρυξε το μεγαλύτερο μέρος του δασολιβαδίου …… ως αναδασωτέα δασική έκταση, ότι το …, με απόφαση (αριθμ. 109635/998/20.06.1962) του Υπουργού …, αρνήθηκε στη διάρκεια του έτους 1962 να αναγνωρίσει το δικαίωμα κυριότητας και νομής της (τότε) αιτούσας Ι. Κ. στο δάσος …… και ότι (τουλάχιστον) από το ίδιο έτος (1962) το … κατέλαβε ολόκληρο το δάσος …… με την αιτιολογία ότι είναι δημόσιο. Οι πιο πάνω ενέργειες της Ι. Κ., οι οποίες είχαν ως …. αιτία την κύρωση και δημοσιοποίηση της από … σύμβασης μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος (ΟΔΕΠ) και του … για την εξαγορά κτημάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων μικρών κτηνοτρόφων και την επακόλουθη διαδικασία προς διαπίστωση, καταμέτρηση και κτηματογράφηση των κτημάτων αυτών, δεν είχαν τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή την αναγνώριση της Ι. Κ. ως συγκυρίας του δάσους ……. Αντίθετα, το Συμβούλιο Ιδιοκτησίας Δημοσίων Δασών του Υπουργείου … γνωμοδότησε επανειλημμένα ότι τα στοιχεία, τα οποία είχε θέσει υπόψη του η Ι. Κ. δεν εξαρκούσαν, ώστε να αναγνωριστεί αυτή ως συγκυρία του δάσους ……. Τελικά, με αποφάσεις του Υφυπουργού … (οι οποίες φέρουν ημερομηνία 20.06.1962 και 26.05.1965 αντίστοιχα), απορρίφθηκαν οι πιο πάνω από … και 15.07.1963 αιτήσεις της Ι. Κ.. Βέβαια, στη διάρκεια του μακρού χρονικού διαστήματος, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ των ετών 1891, οπότε εκδόθηκαν αναμφίβολα άδειες υλοτομίας στο δάσος …… με τον χαρακτηρισμό αυτού ως ιδιωτικού δάσους, και 1965, οπότε απορρίφθηκαν οι αιτήσεις της Ι. Κ., η στάση διαφόρων οργάνων του … έναντι των ιδιωτών που προέβαλαν δικαιώματα κυριότητας στο δάσος ……, δεν ήταν ενιαία ούτε σταθερά αρνητική, κατά τα ως άνω εκτεθέντα. Την ισχυρότερη όμως τεκμηρίωση της άποψης ότι το δάσος … είναι ιδιωτικό και ότι ανήκει κατά το 1/3 στους κληρονόμους Κ., παρέχουν οι ενέργειες των επιτροπών προσωρινού και οριστικού διαχωρισμού του κτήματος αυτού. Συγκεκριμένα: ι) Στις 29.08.1957 η Επιτροπή προσωρινού διαχωρισμού του λιβαδίου ……-… (η οποία συγκροτήθηκε κατά το άρθρο 23 ΝΔ 2185/1952 ?περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών στα πλαίσια της από 18.9.1952 συμβάσεως που συνομολογήθηκε μεταξύ Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος, κυρωθείσας με το από 26.9/8.10.1952 Β.Δ.), διαχώρισε προσωρινά υπέρ των κληρονόμων Ι. και Δ. Κ. δασική έκταση 2.367,117 στρεμμάτων, θεωρώντας αυτούς ως εξ αδιαθέτου συνιδιοκτήτες του λιβαδίου αυτού. ιι) Στις 15.12.1961 η ίδια επιτροπή, συγκροτημένη πλέον από άλλα πρόσωπα, διαχώρισε προσωρινά υπέρ των κληρονόμων Κ. το 1/3 του λιβαδίου ……-… (και μεταξύ άλλων εκτάσεων) δασικές εκτάσεις εμβαδού 2.375,500 στρεμμάτων, ως “αναλογούσας εις το ανήκον αυτοίς 1/3 του κτήματος”. ιιι) Στις 24.10.1978 η Επιτροπή οριστικού διαχωρισμού του αγροκτήματος …-… (η οποία συγκροτήθηκε σύμφωνα με τις αποφάσεις Ε/34685/1967 του Υπουργείου …, Στα 4978/1973, Δα 9752/1978 του Νομάρχη …), διαχώρισε τον βοσκότοπο, τα καλλιεργήσιμα αγροτεμάχια και το συνοικισμό του αγροκτήματος …, αφού έλαβε υπόψη της το από 24.10.1978 διάγραμμα οριστικού διαχωρισμού αγροκτήματος …-…, το οποίο καταρτίστηκε από το τοπογραφικό συνεργείο αριθμ. 658 της Επιθεώρησης Τοπογραφικής Κεντρικής Ελλάδας και υπάρχει συνημμένο στην ήδη ένδικη αγωγή. Μάλιστα, στις 18.11.1986, ο προϊστάμενος του Γραφείου Τοπογραφικής της Νομαρχίας … απέστειλε έγγραφο (με αριθμό πρωτοκόλλου 1847) προς τον Δ. Κ. Κ., όπου αναφέρεται ότι ο οριστικός διαχωρισμός που έγινε με το από 24.10.1978 πρωτόκολλο έχει οριστικοποιηθεί, διότι παρήλθε η προθεσμία των 3 ετών από τη σύνταξή του και ότι έχει οριστικοποιηθεί επίσης το αντίστοιχο διάγραμμα οριστικού διαχωρισμού. Με το έγγραφο αυτό διαβιβάστηκε στον παραλήπτη πιστό αντίγραφο κτηματολογικού πίνακα οριστικού διαχωρισμού αγροκτήματος και συνοικισμού …-…, όπου αναγράφεται ότι: Α) Υπέρ των κληρονόμων Κ.-Κ. διαχωρίστηκαν οι δασικές εκτάσεις με αριθμούς: ι) 1-α, εμβαδού2.351 στρεμμάτων και 438 μ2, ιι) 1-δ, εμβαδού 19 στρεμμάτων, ιιι) 45, εμβαδού 3 στρεμμάτων και 62 μ2 και Β) Υπέρ του … διαχωρίστηκαν οι δασικές εκτάσεις με αριθμούς: ι) 1-β, εμβαδού 4.781 στρεμμάτων και 987 μ2, ιι) 1-γ, εμβαδού 15 στρεμμάτων και 350 μ2, όπως εμφαίνονται αυτές στο πιο πάνω διάγραμμα οριστικού διαχωρισμού. Στις 14.05.1998 οι ήδη ενάγοντες, κάνοντας χρήση των πιο πάνω στοιχείων της Επιτροπής οριστικού διαχωρισμού αγροκτήματος …, υπέβαλαν (διαμέσου πληρεξουσίου δικηγόρου) αίτηση προς το Υπουργείο … με αίτημα να αναγνωρισθούν ως συγκύριοι δασικής έκτασης, εμβαδού 2.373,500 στρεμμάτων στη θέση …… της (τότε) κοινότητας …-…-… Ως προς την αίτηση αυτή ο διευθυντής της Διεύθυνσης Προστασίας Δασών εξέδωσε έγγραφο (με αριθμό πρωτοκόλλου 65535/3168/06.07.1998), όπου αναφέρονται (μεταξύ άλλων) τα εξής: ι) Ότι για την ίδια έκταση είχε υποβληθεί στη διάρκεια του έτους 1927 αίτηση από τον Δ. Κ., η οποία δεν έγινε δεκτή από τον τότε Υπουργό …, ιι) ότι οι αποφάσεις της επιτροπής οριστικού διαχωρισμού δεν επιλύουν το ιδιοκτησιακό ζήτημα των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα, ιιι) ότι για την αναγνώριση των προβαλλομένων δικαιωμάτων τους οι αιτούντες (ήδη ενάγοντες) πρέπει να προσφύγουν στα τακτικά δικαστήρια με αγωγή κυριότητας. Το συνολικό εμβαδόν του κτήματος ……, σύμφωνα με τα στοιχεία της σχετικής δασοπονικής μελέτης, υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 10.037 στρέμματα και κατανέμεται ως εξής: Δασοσκεπής έκταση 7.295 στρεμμάτων, μερικής δασοσκεπής έκταση 650 στρεμμάτων, άγονη έκταση 691 στρεμμάτων, γεωργική έκταση 177 στρεμμάτων, οικισμοί 24 στρεμμάτων και βοσκότοποι 1.200 στρεμμάτων (βλ. έγγραφο 1619/1999 του Δασάρχη …). Από το έτος 1964 το … διαχειρίζεται το δάσος …… (διαμέσου του δασαρχείου …) ως εθνικό δάσος και σύμφωνα με τις αντίστοιχες διαχειριστικές μελέτες, μέχρι το έτος 1998, απολήφθηκαν από το δάσος αυτό διάφορες ποσότητες ξυλείας. Επειδή, από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, δεν μπορούσε να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα περί του εάν το δάσος …… αποτελεί τμήμα του ευρύτερου δάσους …, το οποίο περιλαμβάνεται στον πίνακα των οθωμανικών κτήσεων ου περιήλθαν στο …, στοιχείο κρίσιμο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, διότι εάν το δάσος αυτό (……) αποτελεί τμήμα του δάσους …, τότε το … απέκτησε την κυριότητα αυτού ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, από της προσαρτήσεως της …ς στην Ελληνική Επικράτεια και ως εκ τούτου υπήρχε περιορισμένη δυνατότητα κτήσεως ιδιωτικών δικαιωμάτων. Επίσης, με δεδομένη την ύπαρξη του με αριθμό 548 ταπίου, κρίσιμο ήταν να διευκρινισθεί αν στο αγρόκτημα …… ή και στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει έκταση τέτοια, σε εμβαδόν και μορφολογία εδάφους, ώστε να μπορεί αυτό να τύχει εφαρμογής, διότι εάν δεν υπάρχει, τότε οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι πρόκειται περί ιδιωτικού δάσους ενισχύονται σημαντικά και επηρεάζουν και την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων τους, αναφορικά με την χρησιδεσποτεία τους επ’ αυτού. Για τη διερεύνηση των παραπάνω ζητημάτων ήταν απαραίτητη η γνώση της δασολογικής και τοπογραφικής επιστήμης. Γι’ αυτό το παρόν Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. … απόφασή του, δεχόμενο τυπικώς την έφεση, ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του αποφάσεως και διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από ένα τοπογράφο μηχανικό προκειμένου να αποφανθεί επί των παραπάνω ζητημάτων. Ο πραγματογνώμονας Σ. Γ., που διορίστηκε, αναφέρει μεν στην έκθεσή του ότι η συνολική έκταση της περιοχής … ή …… ανέρχεται σε 9.724,50 στρέμματα, ενώ του δάσους …… σε 7.133,425 στρέμματα και ότι η περιοχή αυτή ταυτίζεται με εκείνη που οι ενάγοντες αποκαλούν κτήμα ή τσιφλίκι ……, πλην όμως δεν απάντησε στο ερώτημα για τη θέση και έκταση του δάσους …, που αναγράφεται στον πίνακα Οθωμανικών κτήσεων με έκταση περίπου 15.000 τουρκικών στρεμμάτων, ελλείψει στοιχείων. Τις παραπάνω διαπιστώσεις του πραγματογνώμονα αμφισβήτησε ο τεχνικός σύμβουλος του εφεσιβλήτου …, δασολόγος Π. Π., ο οποίος αναφέρει στο από 26-2-2010 έγγραφό του ότι με βάση αυστριακό χάρτη του 1914 και ιστορικά στοιχεία, δεν φαίνεται να υπήρχε διάκριση του δάσους … ή …… ως ξεχωριστού δάσους από εκείνο της κοινότητας … (τέως …). Ενόψει της ως άνω αμφισβητήσεως και για την άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας ως προς την ορθότητα του πορίσματος του πραγματογνώμονα αυτού, το οποίο είναι υπέρ των εναγόντων – εκκαλούντων και συνακόλουθα τη συναγωγή ασφαλούς συμπεράσματος για το εάν το επίδικο δάσος ……, εκτάσεως περίπου 7.000 στρεμμάτων περιλαμβάνεται στο δάσος … και για το εάν το 548 ταπί σε κοιλάδα περίπου 7.000 τουρκικών στρεμμάτων αναφέρεται στο δάσος ……, το Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 96/2012 απόφασή του ανέβαλε και πάλι την έκδοση της οριστικής του αποφάσεως και διέταξε την διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης από άλλο πραγματογνώμονα, προκειμένου, 1) να γνωμοδοτήσει: α) ποια είναι η ακριβής έκταση του δάσους … ή … και εάν είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό το έτος 1881 το δάσος ……, β) σε ποιο σημείο (της ……) ή και της ευρύτερης περιοχής) μπορεί να τύχει εφαρμογής το ταπί 548 και εάν ταυτίζεται εν όλω ή εν μέρει με το επίδικο δάσος …… και 2) να συντάξει τοπογραφική διαγράμματα για τα ανωτέρω, εμφανίζονται και τη θέση του επιδίκου ακινήτου. Ο διορισθείς από το Δικαστήριο πραγματογνώμονας Ν. Π., αγρονόμος τοπογράφος μηχανικός κατέληξε στα εξής: “Η ακριβής έκταση του Δάσους … ή … υπολογίζεται αν και μόνο αν γνωρίζουμε την ακριβή έκταση του αγροκτήματος … και των επί μέρους εκτάσεων που απαρτίζουν το αγρόκτημα (όπως έκταση οικισμού, καλλιεργήσιμων χωραφιών, ποταμών κ.λ.π.). Επίσημη οριοθέτηση του αγροκτήματος δεν υπάρχει και δεν υπήρχε. Λαμβάνοντας υπόψη το Διαχειριστικό Χάρτη του 1960 το Δ.Ο.Δ. της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του 1978 την ύπαρξη του οικισμού …… σύμφωνα με το ΦΕΚ 126/1983, το γεγονός ότι ο οικισμός των … σύμφωνα με το Διαχειριστικό Χάρτη …, έχει ξεχωριστό Δημόσιο δάσος από την Κοινότητα …, καθώς και τα όρια της Κοινότητας … σύμφωνα με την …., η ακριβής έκταση του Δημόσιου Δάσους …, προκύπτει εάν από τη συνολική έκταση της Κοινότητας … αφαιρεθεί η έκταση του αγροκτήματος …, η έκταση των καλλιεργήσιμων χωραφιών του … και η έκταση των ποταμών: ΕΜΒΑΔΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΦΥΤΟΥ=53.148,9 στρ. ΕΜΒΑΔΟ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑΦΥΤΟΥ (μαζί με τα καλλιεργήσιμα αγροτεμάχια περιμετρικά του οικισμού) = 150 στρ. ΕΜΒΑΔΟ ΑΓΡΟΚΤΗΜΑΤΟΣ ΜΗΛΙΑΣ: 9.742,375 στρ. Άρα η συνολική έκταση του Δημόσιου Δάσους … είναι 43.265 στρ. περίπου. Η παραπάνω έκταση όμως περιέχει μέσα τα εμβαδά των ποταμών, των καλλιεργούμενων χωραφιών καθώς και το (μικρό σχετικά) περιθώριο λάθους στον υπολογισμό του εμβαδόν του οικισμού …, αφού ο εν λόγω οικισμός δεν είναι οριοθετημένος (σε αντίθεση με τη … που οριοθετήθηκε με την 2223/02.05.1988 Απόφαση Νομάρχη …). Περαιτέρω, δεν είναι δυνατό, με τα όσα προαναφέρθηκαν, να συμπεριλαμβανόταν το αγρόκτημα (συμπεριλαμβανομένου και του δάσους) …… στο δάσος … το 1881, πολλώ δε μάλλον όταν τότε (όπως προαναφέρθηκε) υπήρχε ήδη αναγνωρισμένος ξεχωριστός οικισμός ……. Το υπ’ αριθμό 548 ταπί αναφέρει πως ο Τ. Π.Δ. έλαβε 7000 στρέμματα (έτσι όπως αυτά ορίζονται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) από μία εκτεταμένη κοιλάδα, που αντιστοιχούν σε παραπάνω από 8.890 σημερινά στρέμματα, αφού το Τουρκικό στρέμμα είχε διαφορετική αναλογία με το σημερινό αναλόγως την περιοχή. Όσο πιο πεδινή η περιοχή τόσο μικρότερη η αναλογία. Για παράδειγμα στις πεδινές περιοχές το Τουρκικό στρέμμα ήταν περίπου 939,18 τ.μ. Η ακριβής έκταση του Δάσους της Αγροκτήματος …… σύμφωνα με το Δ.Ο.Δ. είναι 7133,325 στρέμματα και των χορτολιβαδικών εκτάσεων 2205,78 στρέμματα. Συνολικά 9.339,205 στρέμματα. Προφανώς και το ταπί 548 μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο μέσα στο Αγρόκτημα ……. Το επίδικο δάσος, έκτασης 2351,438 στρεμμάτων αποτελεί μέρος του 548 ταπί και κατ’ επέκταση μέρος του αγροκτήματος ……”. Τις παραπάνω διαπιστώσεις του πραγματογνώμονα αμφισβήτησε ο τεχνικός σύμβουλος του εφεσιβλήτου …, δασολόγος Π. Ζ., ο οποίος στην από 9-11-2015 τεχνική του έκθεση αμφισβήτησε τις παραπάνω διαπιστώσεις αναφέροντας ότι : 1) Η πραγματική έκταση του δάσους …-…, σύμφωνα με την εγκεκριμένη Διαχειριστική Μελέτη του … …, ανέρχεται σε 53.738,08 στρέμματα συνολικά (συμπεριλαμβανομένων των οικισμών, δρόμων, ποταμών κλπ.) και όχι 43.265 στρ. 2) Κατά το έτος 1881 υπάρχει ως καταγραφή ο οικισμός …… στο ΦΕΚ 126/1883, δεν αναφέρεται όμως σε δάσος αλλά σε οικισμό, ο οποίος στο ΦΕΚ 512/1883 καταγράφεται μόνο “Το …, τουρκικά στρέμματα 15.000” και στο ΦΕΚ 261/1912 “οι συνοικισμοί … και …” εντάχθηκαν στην Κοινότητα “…”. Άρα το δάσος … δεν αποτελούσε ούτε αποτελεί ξεχωριστό δάσος αλλά ενιαίο δάσος του Δημοσίου Δάσους …. 3) Ως προς το ταπί 548, του οποίου δεν υπάρχει καμία θεώρηση παρά μόνο από τις αναφορές που γίνονται σ’ αυτό στα διάφορα έγγραφα, δεν προκύπτει ότι έχει εφαρμογή στην επίδικη έκταση. Η αναφορά και μόνο σε κοιλάδα δεν αρκεί. Θα μπορούσε να αναφέρεται οπουδήποτε εντός της κοιλάδας του ποταμού …, καθότι πουθενά στα σχετικά έγγραφα δεν αναγράφεται ότι στο εν λόγω ταπί υπάρχει περιγραφή ορίων ούτως ώστε να είναι δυνατή η ταύτισή του με κάποια συγκεκριμένη περιοχή. Τα στοιχεία, όμως, στα οποία στηρίζει την αμφισβήτησή του ο παραπάνω τεχνικός σύμβουλος του εφεσιβλήτου …, δεν αρκούν για να ανατρέψουν τα πορίσματα της ως άνω έκθεσης πραγμογνωμοσύνης. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι το επίδικο, το οποίο, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται το εφεσίβλητο και οι υπέρ αυτού παρεμβάντες, περιγράφεται λεπτομερώς στο συνημμένο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα, αποτελεί μέρος του Αγροκτήματος ……, το δε Δάσος …… δεν περιλαμβάνεται στο Δάσος … ή … ή … ή …, το οποίο αναφέρεται στον πίνακα που προσαρτήθηκε στην υπ’ αριθμ. … πράξη του Υπουργού Οικονομικών και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 512/7-12-1983 και το οποίο περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Κράτους ως διαδόχου του Οθωμανικού, δυνάμει της από 20-6-1881 (2-7-1881) σύμβασης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας προς εκτέλεση του άρθρου 18 της από 24-5-1881 σύμβασης της Κων/πόλεως, η οποία κυρώθηκε με το νόμο … που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 14/13-3-1882. Κατά την προσάρτηση, λοιπόν, των διαμερισμάτων της … στο Ελληνικό Κράτος το έτος 1881, το άνω αγρόκτημα, στο οποίο περιλαμβάνετο το επίδικο δάσος, κείμενο στο πρασαρτηθέν με την συνθήκη διαμέρισμα του νομού …, οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων είχαν στη φυσική τους εξουσία με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ήτοι την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του εν λόγω ακινήτου δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ’ αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες τότε διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, δοθέντος ότι και στις προσαρτημένες χώρες είχε εισαχθεί ολόκληρη η ελληνική νομοθεσία το νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους (ν. ΠΜ της 19ης/20ης Μαρτίου 1882 – Περί εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας εις τας άρτι προσηρτημένας … και … επαρχίας). Έκτοτε και μέχρι το έτος 1915 οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων κατείχαν το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Στο εναγόμενο …, ως διάδοχο του Οθωμανικού κράτους σύμφωνα με τα πρωτόκολλα του Λονδίνου σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρ. 1 έως 3 του από 16/17 Νοεμβρίου 1836 Β.Δ/τος περί ιδιωτικών δασών?, αναγνωρίστηκε η κυριότητά του σε κάθε έκταση που αποτελούσε δάσος, πριν από την έναρξη της ισχύος του, εκτός από εκείνα για τα οποία υπήρχε έγγραφη απόδειξη της Οθωμανικής Αρχής (ταπί). Βέβαια, κατά τα προαναφερόμενα, με τη ρύθμιση του άρθρου 4 παρ. 1 της Συμβάσεως της Κωνσταντινουπόλεως στις προσαρτημένες επαρχίες και για τις κατεχόμενες από τους ιδιώτες δημόσιες γαίες (εραζί-ι εμιριγέ), ως εν προκειμένω, το επίδικο δάσος και δασική έκταση, αρκούσε οποιοσδήποτε οθωμανικός ιδιοκτησιακός τίτλος για τη μετατροπή του δικαιώματος εξουσιάσεως σε δικαίωμα κυριότητος. Οι εκκαλούντες, αξιώνοντας δικαίωμα κυριότητος επί του επιδίκου δάσους, με το από 15-1-1969 έγγραφό τους προς την Β. Πρεσβεία της Ελλάδος στην Άγκυρα της Τουρκίας, ζήτησαν την ενημέρωσή τους περί της υπάρξεως ή μη σχετικού τίτλου ιδιοκτησίας και σε απάντηση τους δόθηκε σχετικά αντίγραφο αποσπάσματος του Τουρκικού Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου. Πιο συγκεκριμένα στο Νο 112222 έγγραφο “Στοιχεία Διαπιστωθείσης Ακινήτου Εγγείου Ιδιοκτησίας Τίτλων Κτηματολογίου”, το οποίο αποτελεί επίσημη μετάφραση από τα σχετικά αντίγραφα του Τουρικού Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου του τουρκικού έτους 1289 (δικό μας 1873) στις σελίδες 97-98/3992, φέρεται καταχωρημένο το ταπί 548 και ειδικότερα: Νομός: …, Χωρίο ή Συνοικία: Κτήμα ……/Χωρίο (……). Τοποθεσία: … – Τρία εκ δώδεκα μεριδίων εκτεταμένης κοιλάδος. …. Έκταση (Στρέμματα): (7000). Όρια: Μεταξύ ορίων Κότωρη και … και κοίτης ποταμού. Αιτία επαγωγής: Δια μεταβιβάσεως … υιού … Ιδιοκτήτης: Τ. Π.Δ… Εξαχθείσα εγγραφή: Αρ. 548. Ημερομηνία εξαγωγής: Ιούνιος 289 (1873). Σελίς και
Αριθμός: 98/3992. Το εν λόγω ταπί (548), όπως αναφέρει ο πραγματογνώμονας, μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο μέσα στο αγρόκτημα ……, ενόψει του ότι η “κοιλάδα”, που αναφέρεται στο ταπί είναι δασική έκταση, ενώ η ονομασία “…” είναι Τουρκική ονομασία, πιθανόν με λανθασμένη μετάφραση από την Αραβική, στην Παλαιά Τουρκική και μετά στην Νεοτουρικική γλώσσα. Σημειώνεται ότι για τον ίδιο ως άνω ιδιοκτήτη …., όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο αντίγραφο αποσπάσματος του Τουρκικού Κτηματολογίου, είχαν εκδοθεί στο όνομά του 32 τίτλοι κυριότητας (ταπιά) καθαράς ιδιοκτησίας (μούλκια), με αριθμούς από 517 έως 547, καταχωρημένοι τον ίδιο μήνα Ιούλιο του τουρκικού έτους 1289 (δικό μας 1873) στις σελίδες 97 και 98/3992, συνολικής αγροτικής εκτάσεως του χωριού …… 102 τουρκικών στρεμμάτων, ήτοι 102 Χ 1,270 = 129,540 στρεμμάτων, με αναλυτικές θέσεις, σύνορα και έκταση ο κάθε τίτλος και οι οποίοι αγροί αναφέρονται και συμπίπτουν και στο προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. …/… συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Δ. Π., με το οποίο ο Δ. Α. Π.Δ. πούλησε μαζί με το μερίδιό του επί του ενιαίου κτήματος τους πιο πάνω αγρούς στον Δ. Κ.. Τα παραπάνω αποδεικτικά έγγραφα (αποσπάσματα από καταχωρήσεις στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο σε νόμιμη μετάφραση από την τουρκική στην ελληνική γλώσσα) φέρουν τα βασικά χαρακτηριστικά των ταπίων, δεδομένου ότι αναγράφονται σε αυτά, μεταξύ άλλων, τα έτη έκδοσής τους, τα στοιχεία που αφορούν το είδος του εκδοθέντος οθωμανικού τίτλου ιδιοκτησίας (ταπιά), η κατηγορία του ακινήτου που παραχωρήθηκε (δημόσια γαία), το είδος του ακινήτου, η τοποθεσία, τα όρια και η έκταση του ακινήτου, τα ονόματα των ιδιωτών που συμβλήθηκαν για τη μεταβίβαση του ακινήτου που παραχωρήθηκε, το τίμημα που συμφωνήθηκε, το ποσοστό (εξ αδιαιρέτου) του δικαιώματος που παραχωρήθηκε στο ακίνητο, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναγράφεται πανηγυρικά και το είδος του παραχωρούμενου δικαιώματος, ως δικαιώματος εξουσίασης, ούτε η ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος αποκλείεται, επειδή η μεταβίβασή του έγινε από ιδιώτη σε ιδιώτη, η οποία επίσης αποτελούσε νόμιμη μορφή παραχώρησης δικαιώματος εξουσίασης… Ενόψει, λοιπόν, του ότι επρόκειτο για δασική έκταση, ανεξαρτήτως του εάν ήταν ιδιωτική ή όχι (δεν προέκυψε η εκ μέρους κάποιου υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 παρ. α’ του από 17 Νοεμβρίου 1836 β.δ/τος περί ιδιωτικών δασών) και είχε εκδοθεί το ως άνω ταπίο του …ύ κτηματολογίου, το οποίο παρείχε στον δικαιούχο μέχρι τότε δικαίωμα εξουσιάσεως, μετά την προσάρτηση της … στο Ελληνικό Κράτος, μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας, υπαγόμενο πλέον στο κοινό δίκαιο, γι’ αυτό και δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του από 17 Νοεμβρίου 1836 β.δ/τος περί ιδιωτικών δασών… Βάσει των ανωτέρω παραδοχών, είναι φανερό ότι μεταξύ των ανωτέρω οθωμανικών τίτλων (ταπίων) και των προαναφερομένων τίτλων κυριότητας και νομής των δικαιοπαρόχων των εναγόντων και των ιδίων, παρά τα όσα έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, υπάρχει ιστορική συνέχεια. Εξ άλλου και αναφορικά με το μερίδιο του Γ. Σ. του 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωρίου …… του δήμου …, το γεγονός της μη προσκόμισης ταπίου, δεν αναιρεί την καλόπιστη νομή των δικαιοπαρόχων των εναγόντων επί της ως άνω δασικής έκτασης, δοθέντος ότι σύμφωνα με τις έχουσες εν προκειμένω εφαρμογή διατάξεις του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, η καλή πίστη έπρεπε να υπάρχει κατά την κτήση της νομής και την έναρξη της χρησικτησίας και δεν ήταν απαραίτητο να εξακολουθεί να υφίσταται αδιακόπως καθ’ όλον το χρόνο της χρησικτησίας. Άλλωστε, κατά το 1881, χρόνο προσάρτησης των άνω επαρχιών, οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων κατείχαν το επίδικο αποκτήσαντες έκτοτε τη νομή του και καθίσταται πρόδηλο ότι αυτοί τελούσαν σε καλή πίστη κατά τη νομή του εν λόγω ακινήτου, ενόψει της νόμιμης κτήσης της, κατά το ποσοστό του 3/12 εξ αδιαιρέτου, λόγω και της εκδόσεως του ως άνω ταπίου του … κτηματολογίου, το οποίο τους παρείχε μέχρι τότε δικαίωμα εξουσιάσεως επ’ αυτού και η ύπαρξη του οποίου εύλογα τους δημιουργούσε την πεποίθηση ότι με την κτήση και την άσκηση της νομής του πλέον δεν προσβάλλεται δικαίωμα κυριότητας τρίτου. Εξ άλλου, σύμφωνα και με το άρθρο 1046 του ΑΚ (που άρχισε να ισχύει από το 1946), αυτός που έχει τη νομή κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου, τεκμαίρεται ότι νέμεται το πράγμα και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο και ότι παροδικό κώλυμα άσκησης της φυσικής εξουσίασης του πράγματος δεν επιφέρει απώλεια της νομής. Σημειωτέον ότι οι μάρτυρες των διαδίκων (και των προσθέτως παρεμβαινόντων), λόγω της ηλικίας τους, δεν μπορούν να εισφέρουν κάτι διαφορετικό και να αναιρέσουν την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου. Μετά από όλα αυτά, αποδεικνύονται ουσιαστικά βάσιμοι οι αγωγικοί ισχυρισμοί ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα κτημάτων και δασών του Οθωμανικού Κράτους, περιοχής νομού …, τα οποία περιήλθαν στο … ως διάδοχο του πρώτου. Επίσης, ότι τα 8/12 (ή 2/3) εξ αδιαιρέτου αυτού του κτήματος είχε αγοράσει ο ιερομόναχος Ι. Μ. και τα αφιέρωσε στην Ι. Μ. Π. Η. … …. Τα υπόλοιπα 4/12 (ή 1/3) εξ αδιαιρέτου του ίδιου κτήματος ανήκαν κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στους …. και Γ. Σ., κατά ποσοστό 3/12 και 1/12 αντίστοιχα, από αγορές που είχαν κάνει πριν από την κατά το έτος 1881 προσάρτηση της …ς στην Ελλάδα. Για τις αγορές 3/12 εξ αδιαιρέτου δασικής έκτασης που είχε κάνει ο Α. Π., είχε εκδοθεί στο όνομά του ο οριστικός τίτλος κυριότητας (ταπί) καθαρής ιδιοκτησίας αριθμ. 548 του Τουρκικού Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου, στο οποίο είχε καταχωριστεί τον Ιούνιο του τουρκικού έτους 1289 (1873), στη σελίδα 98/3992. Ο αγοραστής Α. Π. κατείχε με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη ποσοστό 3/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος …… από το έτος 1873 μέχρι το έτος 1882, οπότε, μετά την αναγνώριση των μεριδίων του, μεταβίβασε άτυπα το 2/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος στον ομοχώριό του Ν. Δ.. ή Μ.. Το υπόλοιπο μερίδιό του, ποσοστού 1/12 εξ αδιαιρέτου κατείχε και νεμόταν ο Α. Π. μέχρι το έτος 1893, οπότε απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη και το μερίδιό του περιήλθε ισομερώς στα τέκνα του Δ., Α. και Θ., τα οποία υπεισήλθαν στην κληρονομιά του και αναμείχθηκαν σε αυτή, ώσπου καθένα από αυτά μεταβίβασε το ανάλογο ποσοστό του μεριδίου στον Δ. Κ. Κ. με τον τρόπο, ο οποίος αναφέρεται παραπάνω. Ο δεύτερος αγοραστής Γ. Σ. κατείχε και νεμόταν με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος …… από την εποχή της αγοράς μέχρι το έτος 1901, οπότε, μετά την αναγνώριση του μεριδίου του, μεταβίβασε αυτό (μεταξύ άλλων πραγμάτων) με πώληση στον Β. Γ. Σ.., όπως αναφέρεται παραπάνω, ο οποίος κατείχε και νεμόταν το αντικείμενο της αγοράς μέχρι το έτος 1910, οπότε μεταβίβασε αυτό με πώληση στον Δ. Κ. Κ., όπως αναφέρεται παραπάνω, ο οποίος κατείχε και νεμόταν το αντικείμενο της αγοράς (και τα λοιπά ιδανικά μερίδια του ίδιου κτήματος, τα οποία περιήλθαν σ’ αυτόν), μέχρι το έτος 1938, οπότε απεβίωσε. Ο Νικόλαος Δ.ς ή Μ.ς κατείχε και νεμόταν ποσοστό 2/12 του κτήματος …… μέχρι το έτος 1885, οπότε απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε ισομερώς κατά ποσοστό 1/10 (των 2/12) από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, δηλαδή τη σύζυγό του και τα 9 τέκνα τους, οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομιά και αναμίχθηκαν σε αυτή, μέχρις ότου όλοι αυτοί μεταβίβασαν το κληρονομιαίο ποσοστό τους στον Δ. Κ. Κ., σύζυγο της Ε. Ν. Δ. ή Μ., με τον τρόπο που αναφέρεται παραπάνω. Έτσι, στον Δ. Κ. Κ. περιήλθε συνολικό ποσοστό 4/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος ……, το οποίο κατείχε αυτός και νεμόταν χωρίς διακοπή μέχρι το έτος 1938. Όπως βεβαιώνει το Υπουργείο … με το από 19.10.1927 έγγραφό του, κατά τα έτη 1882-1899 εκδόθηκαν άδειες υλοτομίας για τη θέση …… της περιφέρειας … με τον χαρακτηρισμό του δάσους ως ιδιωτικού. Με την απόφαση αριθμ. … του Υπουργού … το κτήμα ……, ως τσιφλίκι, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, αλλά οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων αντέδρασαν με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο ακύρωσε την απαλλοτρίωση με την απόφασή του αριθμ. …. Από το έτος 1909 μέχρι το έτος 1927 τουλάχιστον ανεστάλησαν οι άδειες υλοτομίας για εμπορία ως καταστρεπτικές. Εκτός από τα πιο πάνω στοιχεία υπάρχουν 10 καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι εξετάστηκαν ένορκα στις 31.08.1927 ενώπιον του Δασάρχη … και κατέθεσαν ότι το κτήμα …… ανήκει κατά τα 4/12 στον Δ. Κ. και κατά τα 8/12 στην Ιερά Μονή … (και μετέπετα Α. Σ. Μετεώρων). Μετά τον θάνατο του Δ. Κ. Κ., η κληρονομιά του περιήλθε στη σύζυγό του Ελένη, η οποία υπεισήλθε και αναμίχθηκε σε αυτήν μέχρι το έτος 1939, οπότε απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη και το μερίδιό της, ποσοστού 4/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος ……, περιήλθε ισομερώς κατά ποσοστό 1/8 (των 5/12) εξ αδιαιρέτου στα 8 τέκνα της Κ., Γ., Ν., Μ., Ε., Α., Ι. και Α., τα οποία υπεισήλθαν στην κληρονομιά και αναμίχθηκαν σε αυτή, ώσπου ακολούθησαν καθολικές ή ειδικές διαδοχές. Από τους πιο πάνων κληρονόμους ο Κ. Δ. Κ. κατείχε και νεμόταν το κληρονομιαίο μερίδιό του, ποσοστού 1/8 των 4/12 εξ αδιαιρέτου, του κτήματος ……, χωρίς διακοπή μέχρι τις 13.11.1943, οπότε απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του Ο. και τον γιο του Δ., δικαιοπάροχο των ήδη εναγόντων, οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομιά και αναμίχθηκαν σε αυτή. Μετά το θάνατο της Ο. χήρας Κ. Κ., ο οποίος επήλθε στις …, το μερίδιο αυτής στο κτήμα …… περιήλθε με κληρονομική διαδοχή εξ αδιαθέτου στο γιο της Δ., ο οποίος αποδέχθηκε την κληρονομιά της μητέρας του, αναμίχθηκε σε αυτή και κατείχε έκτοτε και νεμόταν συνολικά ποσοστό 8/64 των 4/12 εξ αδιαιρέτου του κτήματος …… μέχρι τις …, οπότε απεβίωσε αυτός χωρίς να αφήσει διαθήκη, με αποτέλεσμα να περιέλθει το πιο πάνω μερίδιό του στους ενάγοντες ως μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, κατά ποσοστό 2/64 των 4/12 εξ αδιαιρέτου στην 1η ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/64 των 4/12 εξ αδιαιρέτου σε καθένα των λοιπών εναγόντων. Οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την κληρονομιά του Δ. Κ. νόμιμα και επίσης, για λογαριασμό αυτού την κληρονομιά της μητέρας αυτού Ο., όπως αναφέρεται στην αγωγή λεπτομερώς, αναμίχθηκαν σε αυτή, υπέβαλαν δήλωση φόρου κληρονομιάς, κατέβαλαν τον ανάλογο φόρο κληρονομιάς και έκτοτε κατέχουν και νέμονται συνεχώς τα πιο πάνω μερίδια του κτήματος ……. Κατά το έτος 1954 ο Υπουργός …, με σύμφωνη γνώμη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, αναγνώρισε την ιδιοκτησία των εναγόντων, όπου περιλαμβανόταν και το δάσος και η δασική έκταση. Παράλληλα, το … προχώρησε σε διαχωρισμό του κτήματος, όπως αναφέρεται στην αγωγή λεπτομερώς και για τα μερίδια (4/12 εξ αδιαιρέτου) των κληρονόμων Κ. διαχωρίστηκαν τα τρία δασοτεμάχια με αριθμούς 1-α, 1-δ, 45, για τα οποία έγινε ήδη λόγος. Μάλιστα, το από 24.10.1978 πρωτόκολλο της Επιτροπής οριστικού διαχωρισμού του κτήματος …… οριστικοποιήθηκε, διότι παρήλθε άπρακτη η τριετής προθεσμία προσβολής του. Συνακόλουθα οι ενάγοντες – εκκαλούντες κατέστησαν κύριοι του επιδίκου δάσους-δασικής έκτασης με παράγωγο τρόπο, αλλά και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ήτοι με την άσκηση από τους δικαιοπαρόχους τους υπερτριακονταετούς νομής σ’ αυτό, δηλαδή από το έτος 1881 έως τις 12-9-1915 με διάνοια κυρίου και καλή πίστη και στη συνέχεια με τις μεταβιβάσεις που αναφέρονται (πωλήσεις και κληρονομικές διαδοχές), αλλά και την κατοχή του επιδίκου διανοία κυρίου και των ενδιάμεσων δικαιοπαρόχων τους και των ιδίων”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση των αναιρεσιβλήτων και εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που είχε απορρίψει κατ’ ουσίαν την αγωγή των τελευταίων και αφού κράτησε και δίκασε την υπόθεση, δέχθηκε την αγωγή κατά το επικουρικό της αίτημα ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες, ήδη αναιρεσίβλητοι, τυγχάνουν κύριοι, νομείς και κάτοχοι κατά ποσοστό 2/64 εξ αδιαιρέτου η πρώτη και κατά ποσοστό 3/64 εξ αδιαιρέτου έκαστος των λοιπών των 4/12 εξ αδιαιρέτου του δάσους ……, ήτοι των αναφερομένων στην αγωγή δασοτεμαχίων με αριθμούς 1-α, 1-δ και 45, καθώς και των δασοτεμαχίων με αριθμούς 1-β, εμβαδού 4.781,987 στρεμμάτων και 1-γ, εμβαδού 15,350 στρεμμάτων. Ειδικότερα, με βάση τις ανωτέρω εκτιθέμενες πραγματικές παραδοχές του, το Εφετείο δέχθηκε ότι τo επίδικο αποτελεί δάσος και δασική έκταση, που βρίσκεται στην περιφέρεια του χωριού (συνοικισμού) …, το οποίο υπαγόταν παλαιότερα στον τέως δήμο … της επαρχίας …-… και υπάγεται πλέον στη διευρυμένη κοινότητα … … και ότι το επίδικο αποτελούσε μέρος ευρύτερης έκτασης, γνωστής ως αγρόκτημα …-… ή ως κτήμα ……, στην οποία περιλαμβάνονταν κυρίως δάση και δασικές εκτάσεις, αλλά και χορτολιβαδικές και αλπικές εκτάσεις, καθώς και μικρής έκτασης καλλιεργήσιμοι αγροί και μικρός οικισμός. Ότι το αγρόκτημα αυτό περιήλθε κατά ποσοστό 4/12 (ή 1/3) εξ αδιαιρέτου κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στους απώτατους δικαιοπαρόχους των εναγόντων και συγκεκριμένα στους …. και Γ. Σ. κατά ποσοστό 3/12 και 1/12 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, πριν από την κατά το έτος 1881 προσάρτηση της …ς στην Ελλάδα, ότι στον …. το εν λόγω αγρόκτημα είχε περιέλθει κατά το ανωτέρω ποσοστό εξ αδιαιρέτου από αγορά, για την οποία εκδόθηκε το 1873 στο όνομά του ο οριστικός τίτλος κυριότητας (ταπί) με αριθμό 548 του τουρκικού αυτοκρατορικού κτηματολογίου, ότι στον Γ. Σ. το ως άνω αγρόκτημα είχε περιέλθει κατά το ανωτέρω ποσοστό από αγορά πριν το έτος 1881 και ότι σε τουρκικά ταπιά του Α. Π. έτους 1873, αυτός αναφέρεται ως όμορος ιδιοκτήτης. Ότι οι ανωτέρω, αλλά και οι ειδικοί διάδοχοί τους, απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, νέμονταν συνεχώς με διάνοια κυρίου και καλή πίστη το επίδικο, ασκώντας εμφανείς διακατοχικές πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση του. Ότι ειδικότερα, οι ανωτέρω με τα αναφερόμενα συμβολαιογραφικά έγγραφα εκμίσθωναν σε τρίτους τα εξ αδιαιρέτου μερίδιά τους στο επίδικο για την προμήθεια ξυλείας και ότι για τις υλοτομίες αυτές εκδίδονταν άδειες από τον τότε αρμόδιο Οικονομικό Έφορο …. Ότι στα πλαίσια της εκμετάλλευσης και αξιοποίησης του επιδίκου δάσους, εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 1882 και 1899, δέκα άδειες υλοτομίας, με τις οποίες μάλιστα το επίδικο χαρακτηριζόταν ως ιδιωτικό δάσος. Ότι η απαιτούμενη καλόπιστη 30ετής νομή είχε συμπληρωθεί στο πρόσωπο των αναφερομένων απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων έως τις 11-9-1915, με την προσμέτρηση στο δικό τους χρόνο νομής εκείνου των απώτατων δικαιοπαρόχων των εναγόντων, που είχε ως έννομη συνέπεια την περιέλευση της κυριότητας του ανωτέρω μείζονος αγροκτήματος σε αυτούς κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, τμήματα του οποίου αποτελεί το επίδικο, με έκτακτη χρησικτησία (τριακονταετής καλόπιστη νομή) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, συμπληρωθείσα έως τις 11-9-1915. Ότι το μείζον αγρόκτημα δεν ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο ούτε περιήλθε στο … ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου το έτος 1882, οπότε εισήχθη η ελληνική νομοθεσία στην απελευθερωθείσα, το έτος 1881, από τον τουρκικό ζυγό, …, με την από 02/07/1881 σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το νόμο ΠΛΞ του 1882. Ότι από το έτος 1915 και εφεξής οι με καθολική και ειδική διαδοχή, κατά τις αναφερόμενες στην προσβαλλομένη διακρίσεις, καθιστάμενοι δικαιοπάροχοι (άμεσοι και απώτεροι) των εναγόντων, συνέχισαν να νέμονται το επίδικο με καλή πίστη, έχοντας την ειλικρινή πεποίθηση ότι είναι κύριοι αυτών και ότι δεν παραβιάζουν δικαιώματα άλλων. Ότι κατόπιν τούτου οι ενάγοντες έγιναν (συγ)κύριοι του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο κατά τις διατάξεις του ΑΚ. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των νόμων 8 παρ.1 Κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Βασ. (50.14), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), 7 παρ.3 Πανδ. (23.3), ν.27 πανδ.(18.1), 15 παρ.3, 48 πανδ. (41.3) 11 πανδ. (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 πανδ. (50.16), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, δεν ήταν δε αναγκαία προϋπόθεση για την κτήση κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία η ύπαρξη καλής πίστης των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της άσκησης της νομής τους, η οποία, όπως ορθά δέχθηκε το Εφετείο, έπρεπε να υπάρχει μόνο κατά το χρόνο κτήσης αυτής. Επίσης, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το πιο πάνω εκτιθέμενο περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου και ειδικότερα κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ από τους απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων, με τριακοντετή καλόπιστη νομή έως τις 11/9/1915, ενώ, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης και αναφορικά με τον απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων Γ. Σ., δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση της συνδρομής καλής πίστης για την κτήση κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία η ύπαρξη ταπίου υπέρ του εν λόγω χρησιδεσπόζοντος. Επομένως, ο πρώτος από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον … υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, με την αναίρεση δε, η μία αιτιολογία δεν πλήττεται καθόλου με λόγο αναίρεσης, ή πλήττονται μεν όλες, πλην όμως η προσβολή μιας απ’ αυτές δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναίρεσης που προσβάλλουν τις λοιπές, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, κατά τα άρθρα 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού τυχόν αποδοχή τους, δεν επιδρά στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 1190/2017, ΑΠ 1978/2017), το οποίο στηρίζεται αυτοτελώς στην μη πληγείσα ή μη πληγείσα αποτελεσματικά επάλληλη αιτιολογία (Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 12/2021, ΑΠ 1052/2017) και όχι συγχρόνως σε όλες τις αιτιολογίες (ΑΠ 420/2017, ΑΠ 21/2017).
Εν προκειμένω, το αναιρεσείον με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης και υπό την επίκληση της παραβίασης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή, όπως διατείνεται, διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, παραβιάζοντας εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 1033, 1045, 1094, 1192 ΑΚ και εκείνων των Ν. 8 παρ. 1 Κωδ. 7-39 και Ν. 9 παρ. 1 Βασ. 5014 του ΒΡΔ, καθώς και των άρθρων 64 και 65 ΕισΝΑΚ και 216 παρ. 1 και 224 ΚΠολΔ. Ότι ειδικότερα, από τις παρατιθέμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτουν επαρκώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για τη θεμελίωση της κρίσης του Εφετείου περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων για την κτήση της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων με παράγωγο τρόπο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αναιρετήριο. Ωστόσο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Και, τούτο, διότι το Εφετείο με τις ανωτέρω εκτιθέμενες παραδοχές της απόφασής του, έκανε δεκτή την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, καθώς δέχθηκε ειδικότερα ότι οι τελευταίοι κατέστησαν κύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, όχι μόνο με παράγωγο τρόπο, αλλά και επειδή δέχθηκε, με επάλληλη αιτιολογία, ότι αυτοί κατέστησαν κύριοι του επιδίκου και με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με έκτακτη χρησικτησία. Η επάλληλη δε αυτή αιτιολογία, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν πλήττεται επιτυχώς με αναιρετικό λόγο. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού της συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα δικαίου που δεν εφαρμόστηκε (Ολ ΑΠ 1/1999). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νομική βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο (Ολ ΑΠ 24/1992), ήτοι οι ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, έστω και αιτιολογημένη (ΑΠ 563/2021, ΑΠ 743/2019, ΑΠ 1149/2019, ΑΠ 94/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, με το πρώτο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, το αναιρεσείον διατείνεται ότι με τις από 22-10-2001 προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου είχε ισχυρισθεί επικουρικά ότι “… Άλλως, έγινα κύριο της επίδικης έκτασης με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι τη νέμομαι και την κατέχω με τα αρμόδια όργανά μου συνεχώς, αδιαλείπτως και αδιαταράκτως, με διάνοια κυρίου, νόμιμα τίτλο και καλή πίστη από το έτος 1881 μέχρι και σήμερα, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας με διάφορες πράξεις που αρμόζουν στον κύριο, νομέα και κάτοχο…” και ότι τον ισχυρισμό αυτό επανέφερε με τις από 6-12-… προτάσεις του και ενώπιον του Εφετείου. Ότι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του περί κτήσης της κυριότητας της επίδικης έκτασης με έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 ΑΚ, καθώς, αν και δέχθηκε ότι το … διενήργησε εμφανείς πράξεις νομής στο επίδικο δάσος …… τουλάχιστον από το έτος 1964 μέχρι και το έτος 1998, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της 20ετίας, εντελώς αντιφατικά δέχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι κατέχουν και νέμονται κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου έκαστος το επίδικο μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής. Ότι επομένως, το Εφετείο διέλαβε αντιφατικές και ασαφείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ήτοι στο ζήτημα του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του ότι απέκτησε την κυριότητα της επίδικης έκτασης με έκτακτη χρησικτησία, διενεργώντας πράξεις νομής από το 1964 έως το 1998 στην έκταση αυτή, με αποτέλεσμα την απώλεια της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων επ’ αυτής. Ότι με τον τρόπο αυτό το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση και επομένως ως αβάσιμος. Ειδικότερα, ο ως άνω ισχυρισμός που πρότεινε το αναιρεσείον κατά της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επανέφερε και ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις του, δεν αποτελεί ένσταση ιδίας κυριότητας, αλλά άρνηση της αγωγής. Και τούτο διότι τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε ως προς το χρόνο έναρξης της νομής του επί του επιδίκου, ήτοι από το έτος 1881, είναι σύγχρονα με τα περιστατικά που επικαλέστηκαν οι αναιρεσίβλητοι με την αγωγή τους για την έναρξη της νομής των δικαιοπαρόχων τους (απώτατων και απώτερων) επί του επιδίκου, ήτοι από το έτος 1881, όπως έγινε δεκτό και με την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προεκτέθηκε, ο ως άνω ισχυρισμός, ως αρνητικός και όχι ως αυτοτελής, δεν αποτελεί ζήτημα, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ώστε να ιδρύεται ο από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης. Ανεξάρτητα δε από τα ανωτέρω, ο λόγος αυτός, κατά το μέρος του με το οποίο στηρίζεται στον ειδικότερο ισχυρισμό περί έκτακτης χρησικτησίας του αναιρεσείοντος στο επίδικο ακίνητο από το έτος 1964 έως το έτος 1998, ο οποίος είναι διαφορετικός από τον ως άνω ισχυρισμό περί χρησικτησίας επί του επιδίκου από το έτος 1881 μέχρι την άσκηση της αγωγής, είναι απαράδεκτος κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το αναιρεσείον δεν ισχυρίζεται ότι τον ειδικότερο αυτό ισχυρισμό είχε προτείνει νόμιμα στο Εφετείο.
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά (ΑΠ 685/2021, ΑΠ 1027/2019, ΑΠ 876/2012).
Εν προκειμένω, το αναιρεσείον, με το δεύτερο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται το Εφετείο ότι από τις παραδοχές της απόφασής του προκύπτει ότι δέχθηκε ως αποδεδειγμένους τους ισχυρισμούς των αναιρεσιβλήτων ότι ο Γ. Σ. κατείχε και ενέμετο με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου της επίδικης έκτασης, χωρίς να μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη προς συναγωγή της ανωτέρω δικανικής κρίσης, δεδομένου ότι βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν προσκομίστηκε τίτλος από τον οποίο να προκύπτει ότι μεταβιβάστηκε οποτεδήποτε στην κυριότητα του Γ. Σ. ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου χωριού ……. Ότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης όσον αφορά το ζήτημα της συνδρομής του στοιχείου της καλής πίστης στο πρόσωπο του ανωτέρω το επίμαχο για τη χρησικτησία χρονικό διάστημα (1885-1915) κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, μνημονεύονται σ’ αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβε υπόψη το Δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, στο οποίο κατέληξε και συγκεκριμένα, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που περιέχονται στην 48/2002 έκθεση εξέτασης μαρτύρων ενώπιον του ορισθέντος με την 40/2002 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου Εισηγητή Δικαστή, τις 11712 και 11713/18-11-2015 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του συμβολαιογράφου … Ν. Α. μετά από νόμιμη κλήτευση των διαδίκων, όλα τα έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους και προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων Σ. Γ. και Ν. Π., οι οποίοι διορίστηκαν αντίστοιχα με τις … και 192/2013 αποφάσεις του Εφετείου. Επί πλέον το Εφετείο κατέληξε στην ανωτέρω κρίση του, δεχόμενο, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω εκτιθέμενες παραδοχές του και μετά από συνεκτίμηση των ως άνω αποδεικτικών μέσων, ότι ο Γ. Σ. κατέστη νομέας και κάτοχος ποσοστού 1/12 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου αιτία πωλήσεως και συγκεκριμένα με αγορά του ποσοστού αυτού πριν το 1881 και ότι συνέχισε έκτοτε να νέμεται με καλή πίστη, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, το επίδικο κατά το εν λόγω ποσοστό μέχρι το έτος 1901, οπότε μεταβίβασε το επίδικο κατά το ανωτέρω ποσοστό στον υιό του Β. Σ. με το … συμβόλαιο του συμβολαιογράφου … Δ. Π., ενώ δέχθηκε περαιτέρω ότι ο Γ. Σ. αναφέρεται σε τίτλους ιδιοκτησίας του απώτερου δικαιοπαρόχου του Δ. Κ., Α. Π. και σε άλλα έγγραφα, όπως ιδιωτικά συμφωνητικά μισθώσεως έτους 1891, σε πωλητήρια συμβόλαια και σε τούρκικα ταπιά του Α. Π. έτους 1873 ως όμορος ιδιοκτήτης. Μετά ταύτα και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, όπως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του δευτέρου των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ η τρίτη αναιρεσίβλητη, δεν παραστάθηκε και δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα. Τα δικαστικά, όμως, έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος θα καταλογιστούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-12-2017 αίτηση του … και τους πρόσθετους αυτής λόγους για αναίρεση της 193/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου …
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του δευτέρου αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ