Με την απόφαση υπ’ αριθ. 3243/2025, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς έκανε δεκτή την ανακοπή που άσκησε οφειλέτρια κατά της νέας επιταγής προς πληρωμή και της κατασχετήριας έκθεσης, οι οποίες είχαν εκδοθεί από την ίδια τράπεζα για την ίδια απαίτηση, χωρίς προηγουμένως να θεραπευτεί η δικονομική πλημμέλεια που είχε διαγνωστεί με προγενέστερη τελεσίδικη απόφαση.
Απόφαση με ιδιαίτερη σημασία για την προστασία των δικαιωμάτων των οφειλετών εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ακυρώνοντας νέα απόπειρα πλειστηριασμού ακινήτου. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η επανάληψη της ίδιας εκτελεστικής διαδικασίας, χωρίς προηγούμενη συμμόρφωση προς τελεσίδικη απόφαση που είχε ήδη ακυρώσει αντίστοιχες πράξεις, δεν είναι ανεκτή και παραβιάζει ευθέως το δεδικασμένο.
Με την απόφαση υπ’ αριθ. 3243/2025, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την ανακοπή που άσκησε οφειλέτρια κατά της νέας επιταγής προς πληρωμή και της κατασχετήριας έκθεσης, οι οποίες είχαν εκδοθεί από την ίδια τράπεζα για την ίδια απαίτηση, χωρίς προηγουμένως να θεραπευτεί η δικονομική πλημμέλεια που είχε διαγνωστεί με προγενέστερη τελεσίδικη απόφαση (3424/2024).
Η υπόθεση αφορά σε τραπεζική απαίτηση ύψους 51.375,10 ευρώ, η οποία είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενης ανακοπής, με αποτέλεσμα την ακύρωση της πρώτης απόπειρας πλειστηριασμού λόγω έλλειψης κοινοποίησης κρίσιμων εγγράφων, τα οποία αποδεικνύουν τη νομιμοποίηση της τράπεζας να επισπεύσει την εκτέλεση.
Το «δεδικασμένο» στο επίκεντρο της δικαστικής κρίσης
Κεντρικό νομικό ζήτημα της απόφασης αποτέλεσε η παραβίαση του δεδικασμένου, δηλαδή της δεσμευτικότητας που παράγει μια τελεσίδικη δικαστική κρίση. Όπως υπογραμμίζει το Δικαστήριο, το δεδικασμένο δεν καλύπτει μόνο την ουσία της υπόθεσης, αλλά και τα δικονομικά ζητήματα που κρίθηκαν τελεσιδίκως.
Η τράπεζα, αγνοώντας την απόφαση 3424/2024, επανέφερε εκτέλεση χωρίς να συγκοινοποιήσει τη μεταγενέστερη σύμβαση διαχείρισης της απαίτησης, γεγονός που είχε ρητά κριθεί ως απαραίτητο για τη νομιμότητα της διαδικασίας. Το Δικαστήριο επισημαίνει πως η μη συμμόρφωση με τελεσίδικη απόφαση συνιστά παρανομία, καθώς και ότι η ίδια νομική και ιστορική αιτία δεν μπορεί να επανεξεταστεί.
Τελικώς, εφόσον η νέα εκτέλεση βασιζόταν στα ίδια νομιμοποιητικά έγγραφα και παραγνώριζε τις παραδοχές της προηγούμενης απόφασης, η ανακοπή κρίθηκε βάσιμη, καθώς προσκρούει στην έννομη συνέπεια της τελεσιδικίας, η οποία καθιστά το δεδικασμένο αμάχητη αλήθεια για τα κριθέντα ζητήματα.