ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
της 4ης Σεπτεμβρίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 13, παράγραφος 1 – Κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 – Άρθρο 14, παράγραφοι 8 και 10 – Εργαζόμενος που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε περισσότερα κράτη μέλη – Άσκηση κάτω του 25 % της δραστηριότητας στο κράτος μέλος κατοικίας – Έννοια του όρου “ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας” – Κριτήρια σύνδεσης που σχετίζονται με τον χρόνο εργασίας και/ή την αμοιβή – Συνεκτίμηση άλλων περιστάσεων – Διάρκεια του χρονικού διαστήματος που λαμβάνεται υπόψη – Διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων φορέων »
Στην υπόθεση C‑203/24 [Hakamp] (i),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 15ης Μαρτίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, στο πλαίσιο της δίκης
KN
κατά
Raad van bestuur van de Sociale Verzekeringsbank,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Kumin, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο του πρώτου τμήματος, και I. Ziemele, δικαστή,
γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο KN, εκπροσωπούμενος από τον M. J. van Dam, advocaat,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Κ. Bulterman και Μ. H. S. Gijzen,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Benešová και τους M. Smolek και J. Vláčil,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard και τη M. Guiresse,
– η Κυβέρνηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν, εκπροσωπούμενη από τις A. Entner-Koch και R. Schobel,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.-R. Killmann και τη F. van Schaik,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012 (ΕΕ 2012, L 149, σ. 4) (στο εξής: κανονισμός 883/2004), και του άρθρου 14, παράγραφος 8, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012 (στο εξής: κανονισμός 987/2009).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του KN, που είναι μισθωτός, και του Raad van Bestuur van de Sociale Verzekeringsbank (διοικητικού συμβουλίου του ταμείου κοινωνικών ασφαλίσεων, Κάτω Χώρες, στο εξής: SVB), σχετικά με τον προσωρινό προσδιορισμό της εφαρμοστέας στην περίπτωσή του νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλισης.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο κανονισμός 883/2004
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 3 και 45 του κανονισμού 883/2004 έχουν ως εξής:
«(1) Οι κανόνες συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας εγγράφονται στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και θα πρέπει να συμβάλλουν στη βελτίωση του επιπέδου της ζωής τους και των συνθηκών εργασίας τους.
[…]
(3) Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας […] τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με διάφορες ευκαιρίες, προκειμένου να ληφθούν υπόψη όχι μόνον οι εξελίξεις σε κοινοτικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων του Δικαστηρίου, αλλά και οι αλλαγές της νομοθεσίας, σε εθνικό επίπεδο. Οι παράγοντες αυτοί συνέτειναν ώστε οι κοινοτικοί κανόνες συντονισμού να καταστούν περίπλοκοι και μακροσκελείς. Κατά συνέπεια, είναι θεμελιώδους σημασίας να αντικατασταθούν οι εν λόγω κανόνες και, παράλληλα, να εκσυγχρονισθούν και να απλουστευθούν, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων.
[…]
(45) Δεδομένου ότι ο στόχος της προβλεπόμενης δράσης, εν άλλοις, μέτρα συντονισμού προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων μπορεί να ασκείται αποτελεσματικά, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, λόγω του μεγέθους και των αποτελεσμάτων της εν λόγω δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, […]».
4 Το άρθρο 11 του κανονισμού 883/2004 ορίζει τα εξής:
«1. Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.
[…]»
5 Το άρθρο 13 του κανονισμού 883/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άσκηση δραστηριοτήτων σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται:
α) στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας εφόσον ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος· ή
β) εφόσον δεν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας στο κράτος μέλος κατοικίας:
i) στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη, εάν απασχολείται από μία επιχείρηση ή έναν εργοδότη· […]
[…]».
Ο κανονισμός 987/2009
6 Η αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 987/2009 έχει ως εξής:
«Ο κανονισμός [883/2004] εκσυγχρονίζει τους κανόνες συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας των κρατών μελών, αποσαφηνίζοντας τα απαραίτητα μέτρα και τις αναγκαίες διαδικασίες εφαρμογής τους και μεριμνώντας για την απλούστευσή τους προς όφελος όλων των ενδιαφερομένων. Θα πρέπει να τεθούν οι εκτελεστικοί κανόνες.»
7 Το άρθρο 14 του κανονισμού 987/2009, το οποίο επιγράφεται «Διευκρινίσεις σχετικά με τα άρθρα 12 και 13 του [κανονισμού 883/2004]», προβλέπει στην παράγραφο 8 τα εξής:
«Για την εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφοι 1 και 2 του [κανονισμού 883/2004], ως “ουσιώδες μέρος μιας μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας” που ασκείται σε κράτος μέλος, νοείται ότι ασκείται εκεί ένα ποσοτικά σημαντικό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων του μισθωτού ή μη μισθωτού, χωρίς να πρόκειται απαραιτήτως για το μείζον μέρος αυτών των δραστηριοτήτων.
Για να καθορισθεί εάν ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας ασκείται σε ένα κράτος μέλος, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα ενδεικτικά κριτήρια:
α) σε περίπτωση μισθωτής δραστηριότητας, ο χρόνος εργασίας ή/και η αμοιβή και
β) σε περίπτωση μη μισθωτής δραστηριότητας, ο κύκλος εργασιών, ο χρόνος εργασίας, ο αριθμός των παρεχόμενων υπηρεσιών ή/και το εισόδημα.
Στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης, λιγότερο από το 25 % των προαναφερόμενων κριτηρίων αποτελούν δείκτη ότι σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων δεν ασκείται στο σχετικό κράτος μέλος.»
8 Το άρθρο 14, παράγραφος 10, του κανονισμού 987/2009 προβλέπει τα εξής:
«Για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας δυνάμει των παραγράφων 8 και 9, οι ενδιαφερόμενοι φορείς λαμβάνουν υπόψη την εικαζόμενη μελλοντική κατάσταση κατά τους επόμενους δώδεκα ημερολογιακούς μήνες.»
9 Το άρθρο 16 του κανονισμού 987/2009, το οποίο ρυθμίζει τη «Διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού [883/2004]», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:
«1. Το πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ενημερώνει σχετικά το φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί.
2. Ο οριζόμενος φορέας του κράτους μέλους κατοικίας, προσδιορίζει αμελλητί τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 13 του [κανονισμού 883/2004] και του άρθρου 14 του κανονισμού [987/2009]. Ο αρχικός προσδιορισμός αυτός είναι προσωρινός. Ο φορέας ενημερώνει για τον προσωρινό προσδιορισμό τους φορείς που έχουν ορισθεί από κάθε κράτος μέλος στο οποίο ασκείται μια δραστηριότητα.»
Οι αποφάσεις της Μεικτής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)
10 Το παράρτημα VI (Κοινωνικές ασφαλίσεις) της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), περιλαμβάνει, δυνάμει της απόφασης της μεικτής επιτροπής του ΕΟΧ αριθ. 76/2011, της 1ης Ιουλίου 2011, για την τροποποίηση του παραρτήματος VI (κοινωνικές ασφαλίσεις) και του πρωτοκόλλου 37 στη Συμφωνία ΕΟΧ (ΕΕ 2011, L 262, σ. 33), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2012, τον κανονισμό 883/2004 και τον κανονισμό 987/2009 ως «πράξεις αναφερόμενες σε». Οι κανονισμοί αυτοί εφαρμόζονται από την 1η Ιουνίου 2012 στο Λιχτενστάιν.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
11 Το 2016 ο KN είχε την κατοικία του στις Κάτω Χώρες. Από τις 4 Φεβρουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 (στο εξής: επίδικη περίοδος) εργάστηκε ως κυβερνήτης πλοίου εσωτερικής ναυσιπλοΐας (στο εξής: πλοίο) νηολογημένου στις Κάτω Χώρες που ανήκε κατά κυριότητα σε εγγεγραμμένη και εγκατεστημένη στην ίδια χώρα ναυτιλιακή εταιρία, η οποία επίσης το εκμεταλλευόταν. Ο KN άσκησε τις δραστηριότητές του στο Βέλγιο, στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του πλοίου, το 22 % περίπου του συνολικού χρόνου πλεύσης το 2016 πραγματοποιήθηκε στις Κάτω Χώρες. Κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου, ο KN ήταν καταχωρισμένος στην κατάσταση προσωπικού ενός εργοδότη εγκατεστημένου στο Λιχτενστάιν.
12 Από το ημερολόγιο του πλοίου προκύπτει επίσης ότι, κατά τα έτη 2013 και 2014, το πλοίο είχε πραγματοποιήσει στις Κάτω Χώρες 22 % και 24 %, αντιστοίχως, του συνολικού χρόνου πλεύσης του. Ωστόσο, κατά την περίοδο αυτή, ο KN δεν εργαζόταν ούτε για τον εγκατεστημένο στο Λιχτενστάιν εργοδότη ούτε στο πλοίο.
13 Με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2017, ο αρμόδιος φορέας του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν ζήτησε, στηριζόμενος στο άρθρο 6 του κανονισμού 987/2009, από το SVB να προσδιορίσει προσωρινά την εφαρμοστέα στην περίπτωση του KN νομοθεσία για την επίδικη περίοδο.
14 Με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2019, το SVB έκρινε ότι εφαρμοστέα για την επίδικη περίοδο ήταν η ολλανδική νομοθεσία και εξέδωσε βεβαίωση που πιστοποιεί την εφαρμογή του ολλανδικού καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης (πιστοποιητικό A1) για την περίοδο αυτή.
15 Ο KN υπέβαλε διοικητική ένσταση την οποία το SVB απέρριψε με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2020, με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος είχε ασκήσει, κατά την επίδικη περίοδο, ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς του στις Κάτω Χώρες. Για να καταλήξει στο ανωτέρω συμπέρασμα, το SVB έλαβε υπόψη όχι μόνον τον χρόνο πλεύσης του πλοίου στο οποίο εργαζόταν ο KN, όπως αυτός προκύπτει από το ημερολόγιο του πλοίου, αλλά επίσης και το γεγονός ότι αυτός κατοικούσε στις Κάτω Χώρες, ότι το πλοίο ήταν νηολογημένο στην ίδια χώρα, όπου ήταν εγκατεστημένη και η πλοιοκτήτρια εταιρία.
16 Δεδομένου ότι η προσφυγή που άσκησε κατά της απόφασης του SVB απορρίφθηκε από το rechtbank Midden-Nederland (πρωτοδικείο κεντρικών Κάτω Χωρών, Κάτω Χώρες), ο KN άσκησε έφεση ενώπιον του Centrale Raad van Beroep (εφετείου για υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιας διοίκησης, Κάτω Χώρες), προσκομίζοντας έγγραφα από τα οποία προέκυπτε, κατά την άποψή του, ότι ο χρόνος εργασίας του στις Κάτω Χώρες περιοριζόταν στο 18,5 % του συνολικού χρόνου εργασίας του κατά τη διάρκεια της επίδικης περιόδου.
17 Με απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, το Centrale Raad van Beroep (εφετείο για υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιας διοίκησης) απέρριψε την έφεση, κρίνοντας ότι η ολλανδική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης ήταν όντως εφαρμοστέα για την επίδικη περίοδο. Κατά το δικαστήριο αυτό, ακόμη και αν έχει ασκήσει λιγότερο από το 25 % της μισθωτής δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας, ο εργαζόμενος μπορεί εντούτοις να θεωρηθεί ότι έχει ασκήσει ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος αυτό, εφόσον υπάρχουν άλλες επαρκείς ενδείξεις προς την κατεύθυνση αυτή.
18 Το Centrale Raad van Beroep (εφετείο για υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιας διοίκησης) έκρινε ότι το SVB είχε αποδείξει επαρκώς ότι ο KN άσκησε ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας, λαμβάνοντας συναφώς υπόψη ότι το πλοίο στο οποίο εργαζόταν είχε πραγματοποιήσει επίσης το 2013 και το 2014 το 22 % και το 24 %, αντιστοίχως, του συνολικού χρόνου πλεύσης του στις Κάτω Χώρες, ότι ο ενδιαφερόμενος είχε την κατοικία του στις Κάτω Χώρες, ότι το πλοίο ήταν νηολογημένο στην ίδια χώρα, όπου ήταν εγκατεστημένη και η πλοιοκτήτρια εταιρία.
19 Ο KN άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του Centrale Raad van Beroep (εφετείου για υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιας διοίκησης) ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο. Υποστηρίζει ότι το Centrale Raad van Beroep (εφετείο για υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιας διοίκησης) έλαβε υπόψη μη κρίσιμες περιστάσεις για να εκτιμήσει το ζήτημα του τόπου όπου ο ίδιος άσκησε το ουσιώδες μέρος των μισθωτών δραστηριοτήτων του και, επομένως, εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 13 του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009. Επιπλέον, κατά τον KN, κακώς το δικαστήριο αυτό δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο εργοδότης του είναι εγκατεστημένος στο Λιχτενστάιν και ότι η επιβίβαση στο πλοίο και η αποβίβαση από αυτό γίνονταν στο Βέλγιο και όχι στις Κάτω Χώρες.
20 Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς διάφορα ζητήματα.
21 Κατά πρώτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ποιες περιστάσεις μπορούν να είναι κρίσιμες για να θεωρηθεί ότι εργαζόμενοι οι οποίοι πραγματοποιούν λιγότερο από το 25 % του χρόνου εργασίας τους στο κράτος μέλος κατοικίας ασκούν εκεί ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς τους.
22 Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τη χρήση, στο ολλανδικό κείμενο του άρθρου 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009, των όρων «mede» («επίσης»), «indicatieve criteria» («ενδεικτικά κριτήρια») και «indicatie» («ένδειξη») προκύπτει αναμφισβήτητα ότι, στην περίπτωση που ο χρόνος εργασίας και/ή η αμοιβή στο κράτος μέλος κατοικίας αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 25 % των στοιχείων αυτών για το σύνολο των δραστηριοτήτων του εργαζομένου στα διάφορα κράτη μέλη, υπάρχει η δυνατότητα να ληφθούν υπόψη άλλες περιστάσεις στο πλαίσιο μιας συνολικής αξιολόγησης της κατάστασης του εργαζομένου.
23 Πλην όμως, όχι μόνο το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009 δεν αναφέρει ποιες είναι αυτές οι άλλες κρίσιμες περιστάσεις, αλλά και είναι δυσχερές να προσδιοριστεί η σημασία που έχει το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 κατά το οποίο η συνδρομή λιγότερου από το 25 % των κριτηρίων σύνδεσης που προβλέπει η παράγραφος 8 αποτελεί δείκτη ότι δεν ασκείται στο κράτος μέλος κατοικίας σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων.
24 Κατά το αιτούν δικαστήριο, από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 μπορεί να συναχθεί ότι η έννοια του «ουσιώδους μέρους» πρέπει να αφορά τις μισθωτές δραστηριότητες του ενδιαφερομένου. Το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009 διευκρινίζει ότι πρέπει να πρόκειται για δραστηριότητες οι οποίες, από ποσοτικής απόψεως, είναι σημαντικές. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς το συμπέρασμα ότι οι άλλες αυτές περιστάσεις πρέπει να έχουν άμεση σχέση με την άσκηση των δραστηριοτήτων, να αποτελούν ένδειξη ως προς τον τόπο άσκησής τους και να οδηγούν, όσον αφορά τη σημασία που μπορεί να αποδοθεί στις δραστηριότητες που ασκούνται στο κράτος μέλος κατοικίας σε σχέση με το σύνολο των δραστηριοτήτων του ενδιαφερομένου, σε ποσοτικά συμπεράσματα.
25 Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από τις διάφορες περιστάσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη πρέπει να αποκλειστούν ο τόπος νηολόγησης του πλοίου, ο τόπος εγκατάστασης του κυρίου του πλοίου ή του εφοπλιστή ή ο τόπος επιβίβασης ή αποβίβασης του εργαζομένου, ή ακόμη τα στοιχεία σχετικά με τον χρόνο ή τον τόπο πλεύσης κατά τη διάρκεια των ετών κατά τα οποία ο εργαζόμενος δεν απασχολούνταν από τον εγκατεστημένο στο Λιχτενστάιν εργοδότη του. Επιπλέον, ο τόπος κατοικίας του εργαζομένου δεν μπορεί, κατά το αιτούν δικαστήριο, να αποτελέσει κρίσιμη ένδειξη, δεδομένου ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 αντιστοιχεί ακριβώς στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος ασκεί μέρος των δραστηριοτήτων του στο κράτος μέλος κατοικίας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ούτε ο τόπος εγκατάστασης του εργοδότη έχει σχέση με την άσκηση δραστηριοτήτων εντός του κράτους μέλους κατοικίας.
26 Κατά τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ένας μισθωτός ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας, περιορίζεται μόνο στο χρονικό διάστημα το οποίο αφορά το πιστοποιητικό Α1 ή αν μπορεί να είναι ευρύτερη, ενδεχομένως, προκειμένου να αντιστοιχεί σε ένα ημερολογιακό έτος. Το άρθρο 14, παράγραφος 10, του κανονισμού 987/2009 προβλέπει ότι λαμβάνεται υπόψη η μελλοντική κατάσταση κατά τους επόμενους δώδεκα ημερολογιακούς μήνες, χωρίς όμως να διευκρινίζει το σημείο έναρξης του χρονικού αυτού διαστήματος, ήτοι αν αρχίζει από ορισμένη ημέρα ή από τη λήξη συγκεκριμένης περιόδου.
27 Ο κανονισμός 987/2009 δεν περιέχει καμία διάταξη σχετικά με το αν λαμβάνεται υπόψη περίοδος προγενέστερη της επίμαχης. Πλην όμως, κατά τον πρακτικό οδηγό για την εφαρμοστέα νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και την Ελβετία, ο οποίος καταρτίστηκε και εγκρίθηκε από τη διοικητική επιτροπή για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2013 (στο εξής: πρακτικός οδηγός), ο προηγούμενος τρόπος άσκησης των δραστηριοτήτων μπορεί επίσης να αποτελέσει αξιόπιστη ένδειξη για τη μελλοντική συμπεριφορά του συγκεκριμένου εργαζομένου.
28 Κατά τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ποια είναι η έκταση της διακριτικής ευχέρειας που έχει ο αρμόδιος φορέας, κατά την έκδοση πιστοποιητικού Α1, όσον αφορά τη διαπίστωση αν ο εργαζόμενος ασκεί ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων του στο κράτος μέλος κατοικίας.
29 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Ποιες περιστάσεις ή είδη περιστάσεων είναι κατάλληλες για να αξιολογηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009, εάν πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ασκεί ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων του στο κράτος μέλος κατοικίας, όταν διαπιστώνεται ότι το εν λόγω πρόσωπο ασκεί εκεί τις δραστηριότητές του σε ποσοστό 22 % του χρόνου εργασίας του; Απαιτείται προς τον σκοπό αυτόν: i) περίσταση η οποία να έχει άμεση σχέση με την άσκηση των δραστηριοτήτων, ii) περίσταση η οποία να παρέχει ένδειξη σχετικά με τον τόπο άσκησης της δραστηριότητας και iii) να μπορούν από την περίσταση να εξαχθούν ποσοτικά συμπεράσματα αναφορικά με τη σημασία της δραστηριότητας στο κράτος μέλος κατοικίας σε σχέση με τη συνολική δραστηριότητα του οικείου προσώπου;
2) Πρέπει ή μπορεί στο πλαίσιο της εν λόγω αξιολογήσεως, αναφορικά με την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, να ληφθούν υπόψη: i) ο τόπος κατοικίας του εργαζομένου, ii) ο τόπος νηολογήσεως του πλοίου εσωτερικής ναυσιπλοΐας, στο οποίο ο εργαζόμενος ασκεί τη δραστηριότητά του, iii) η έδρα του κυρίου και [του] εφοπλιστή του πλοίου εσωτερικής ναυσιπλοΐας, iv) ο τόπος στον οποίο ταξίδευε το πλοίο σε άλλα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία ο εργαζόμενος δεν εργαζόταν σε αυτό και ούτε απασχολείτο ακόμη από τον συγκεκριμένο εργοδότη, v) η έδρα του εργοδότη και, vi) ο τόπος επιβιβάσεως και αποβιβάσεως του εργαζομένου;
3) Για ποιο χρονικό διάστημα πρέπει να αξιολογηθεί αν εργαζόμενος ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας;
4) Διαθέτει ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, κατά τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, διακριτική ευχέρεια, την οποία τα δικαστήρια πρέπει κατά κανόνα να λαμβάνουν υπόψη, αναφορικά με την έκφραση “ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας” στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πόσο ευρεία είναι η ευχέρεια αυτή;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
30 Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009 έχει την έννοια ότι ο αρμόδιος φορέας, προκειμένου να εκτιμήσει αν ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ασκεί ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας, μπορεί να λάβει υπόψη άλλες περιστάσεις πλην του πραγματοποιηθέντος χρόνου εργασίας και/ή της ληφθείσας αμοιβής στο κράτος αυτό.
31 Από το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009 προκύπτει ότι ως «ουσιώδες μέρος μιας μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας» που ασκείται σε κράτος μέλος νοείται η άσκηση εκεί ενός ποσοτικά σημαντικού μέρους του συνόλου των δραστηριοτήτων του μισθωτού ή μη μισθωτού, χωρίς να πρόκειται απαραιτήτως για το μείζον μέρος αυτών των δραστηριοτήτων. Για να καθοριστεί αν ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων ασκείται σε ένα κράτος μέλος, λαμβάνονται υπόψη, στην περίπτωση μισθωτής δραστηριότητας, ο χρόνος εργασίας και/ή η αμοιβή. Εάν πληρούται λιγότερο από το 25 % των κριτηρίων αυτών, τούτο σημαίνει ότι δεν ασκείται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας αυτής (απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, INAIL και INPS, C‑33/21, EU:C:2022:402, σκέψη 63).
32 Οι αμφιβολίες που διατυπώνει το αιτούν δικαστήριο οφείλονται στο γεγονός ότι το κείμενο του άρθρου 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009 στην ολλανδική γλώσσα περιλαμβάνει τον όρο «mede» («επίσης») σε συνδυασμό με τη μνεία των ενδεικτικών κριτηρίων τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί εάν ουσιώδες μέρος των μισθωτών δραστηριοτήτων του ενδιαφερομένου ασκείται σε ένα κράτος μέλος. Το αιτούν δικαστήριο συνάγει εξ αυτού ότι επιτρέπεται να γίνουν δεκτά και άλλα κριτήρια πέραν των κριτηρίων του χρόνου εργασίας και/ή της αμοιβής τα οποία απαριθμεί η διάταξη αυτή.
33 Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι το κείμενο του άρθρου 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009 σε άλλες γλώσσες, μεταξύ άλλων στην αγγλική, τη γερμανική, τη γαλλική ή τη λεττονική γλώσσα, δεν περιέχει τον όρο «επίσης».
34 Κατά πάγια νομολογία, η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διάταξης αυτής ούτε μπορεί να της δίδεται προτεραιότητα σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν αντίθετη προς την ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο (αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2010, Helmut Müller, C‑451/08, EU:C:2010:168, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 21ης Μαρτίου 2024, Cobult, C‑76/23, EU:C:2024:253, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Όσον αφορά το πλαίσιο της ρύθμισης της οποίας αποτελεί στοιχείο η επίμαχη διάταξη, ο κανονισμός 987/2009, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του, αποσκοπεί στον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004. Το άρθρο 14 του κανονισμού 987/2009 επιγράφεται «Διευκρινίσεις σχετικά με τα άρθρα 12 και 13 του [κανονισμού 883/2004]» και η παράγραφος του 8 θεσπίστηκε «[γ]ια την εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφοι 1 και 2 του [κανονισμού 883/2004]».
36 Επομένως, για την ερμηνεία του άρθρου 14 του κανονισμού 987/2009 πρέπει να ληφθούν υπόψη τα άρθρα 12 και 13 του κανονισμού 883/2004.
37 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 883/2004, ο οποίος επιγράφεται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας» και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα άρθρα 12 και 13, αποτελούν ένα ολοκληρωμένο και ομοιόμορφο σύστημα κανόνων σύγκρουσης νόμων που δεν αποσκοπεί μόνον στην αποφυγή της ταυτόχρονης εφαρμογής πολλών εθνικών νομοθεσιών και των εντεύθεν δυνάμενων να προκύψουν περιπλοκών, αλλά και στην αποτροπή του ενδεχομένου τα υπαγόμενα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού πρόσωπα να στερούνται προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης λόγω έλλειψης οποιασδήποτε εφαρμοστέας νομοθεσίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Toruniu, C‑422/22, EU:C:2023:869, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
38 Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές του σκέψεις 1 και 45, ο κανονισμός 883/2004 έχει σκοπό να εξασφαλίσει τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών, προς διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, και, με τον τρόπο αυτόν, να συμβάλει στη βελτίωση του επιπέδου ζωής και των συνθηκών εργασίας των προσώπων που διακινούνται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκσυγχρονίζοντας και απλοποιώντας παράλληλα τους κανόνες που περιελάμβανε ο κανονισμός 1408/71 (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, AFMB κ.λπ., C‑610/18, EU:C:2020:565, σκέψη 63).
39 Ο σκοπός αυτός υλοποιείται με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 το οποίο προβλέπει ότι τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός υπάγονται στη νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης ενός και μόνον κράτους μέλους, η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με τίτλο II.
40 Επιπλέον, το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, καθιερώνει την αρχή ότι το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους αυτού (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, AFMB κ.λπ., C‑610/18, EU:C:2020:565, σκέψη 42).
41 Ωστόσο, η αρχή αυτή διατυπώνεται «[μ]ε την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16» του κανονισμού 883/2004, δεδομένου ότι, σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, η ανεπιφύλακτη εφαρμογή της εν λόγω αρχής θα ενείχε τον κίνδυνο να μην αποτρέψει, αλλά, αντιθέτως, να δημιουργήσει, τόσο για τον εργαζόμενο όσο και για τον εργοδότη και τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, διοικητικές περιπλοκές δυνάμενες να έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων τα οποία αφορά ο κανονισμός αυτός (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, AFMB κ.λπ., C‑610/18, EU:C:2020:565, σκέψη 43).
42 Μεταξύ των ιδιαίτερων αυτών περιπτώσεων συγκαταλέγεται η περίπτωση του προσώπου που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, περίπτωση η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.
43 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει, στο στοιχείο αʹ, ότι ένα πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας εφόσον ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του στο εν λόγω κράτος μέλος, ενώ, κατά το στοιχείο βʹ της ίδιας διάταξης, το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και που δεν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας αυτής στο κράτος μέλος κατοικίας του υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη.
44 Οι κανόνες σύγκρουσης νόμων τους οποίους προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 883/2004 διασφαλίζουν, όταν ένα πρόσωπο ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ότι εφαρμοστέα θα είναι πάντοτε η νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους, δηλαδή είτε η νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας του προσώπου αυτού, εφόσον ασκεί εκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του, είτε, σε ενάντια περίπτωση, η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εργοδότης του.
45 Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 883/2004 κατατείνει στην επίτευξη του σκοπού που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 37 και 38 της παρούσας απόφασης, καθόσον προβλέπει, απλοποιώντας παράλληλα τους κανόνες της προϊσχύουσας νομοθεσίας, κανόνες που εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα του κράτους μέλους απασχόλησης ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, ακριβώς προκειμένου να αποφευχθούν οι περιπλοκές που, διαφορετικά, θα μπορούσαν να προκύψουν από την εφαρμογή του τελευταίου αυτού κανόνα σε καταστάσεις που αφορούν την άσκηση δραστηριοτήτων σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, AFMB, κ.λπ., C‑610/18, EU:C:2020:565, σκέψη 64).
46 Υπό το πρίσμα αυτό, οι εισάγοντες παρέκκλιση κανόνες τους οποίους προβλέπουν οι διατάξεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης έχουν ως σκοπό να εξασφαλίσουν ότι, σύμφωνα με τον κανόνα της εφαρμογής μίας μόνον εθνικής νομοθεσίας ο οποίος υπενθυμίζεται στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, οι μισθωτοί εργαζόμενοι που ασκούν δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους, για την επίτευξη δε του σκοπού αυτού οι ως άνω κανόνες καθορίζουν κριτήρια σύνδεσης τα οποία λαμβάνουν υπόψη την αντικειμενική κατάσταση των εργαζομένων αυτών προκειμένου να διευκολύνεται η ελεύθερη κυκλοφορία τους (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, AFMB κ.λπ., C‑610/18, EU:C:2020:565, σκέψη 65).
47 Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκέψεων πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009, κατά το μέτρο που αναφέρεται στον χρόνο εργασίας και/ή στην αμοιβή για να διαπιστωθεί αν ένα ποσοτικά σημαντικό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων του εργαζομένου ασκείται σε ένα κράτος μέλος.
48 Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται, αφενός, ότι, στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009, κατά το οποίο πρέπει να εξετάζεται, στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης της κατάστασης του συγκεκριμένου εργαζομένου, αν καλύπτεται το όριο του 25 %, γίνεται ρητή μνεία των «προαναφερόμενων» κριτηρίων, δηλαδή, στην περίπτωση μισθωτής δραστηριότητας, των κριτηρίων του χρόνου εργασίας και/ή της αμοιβής, αποκλειομένου κάθε άλλου κριτηρίου.
49 Το γεγονός ότι η ως άνω εξέταση των προβλεπόμενων κριτηρίων πραγματοποιείται στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης της κατάστασης του συγκεκριμένου εργαζομένου δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται να προστεθούν άλλα κριτήρια, αλλά ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των μισθωτών δραστηριοτήτων του εργαζομένου.
50 Αφετέρου, η διατύπωση της διάταξης αυτής δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς το ότι, εάν δεν συντρέχει το 25 % των κριτηρίων που αφορούν τον χρόνο εργασίας και/ή την αμοιβή, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητας ασκείται στο οικείο κράτος μέλος.
51 Αν γινόταν δεκτό ότι εργαζόμενος που άσκησε λιγότερο από το 25 % του συνόλου των μισθωτών δραστηριοτήτων του στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας μπορεί να υπαχθεί στη νομοθεσία του κράτους αυτού κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, όχι μόνο δεν θα λαμβανόταν υπόψη ο χαρακτήρας παρέκκλισης των κριτηρίων σύνδεσης που προβλέπουν τα άρθρα 12 έως 14 του κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το κράτος μέλος κατοικίας, αλλά θα μπορούσε επιπλέον να δημιουργηθεί και αβεβαιότητα όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων σύγκρουσης του τίτλου II του κανονισμού, δεδομένου ότι θα υπονομευόταν η απλότητα που οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν να καθιερώσουν για την εφαρμογή των κριτηρίων σύνδεσης που στηρίζονται στην αντικειμενική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εργαζόμενος.
52 Η ερμηνεία κατά την οποία η μη συνδρομή του 25 % των κριτηρίων που αφορούν τον χρόνο εργασίας και/ή την αμοιβή δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από τη συνεκτίμηση άλλων κριτηρίων επιβεβαιώνεται επίσης από τις επεξηγηματικές σημειώσεις που παρέχει ο πρακτικός οδηγός, έγγραφο το οποίο, ως εκ της φύσεώς του, δεν έχει δεσμευτική νομική ισχύ. Τούτου λεχθέντος, ο πρακτικός οδηγός αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την ερμηνεία των κανονισμών 883/2004 και 987/2009. Ειδικότερα, στο τμήμα του εγγράφου αυτού που αφορά την έννοια του «ουσιώδους μέρους» της δραστηριότητας, επισημαίνεται ότι τα κριτήρια του χρόνου εργασίας και/ή της αμοιβής πρέπει υποχρεωτικώς να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί αν στο κράτος μέλος κατοικίας καλύπτεται το όριο του 25 % το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009, πράγμα που, κατά τον πρακτικό οδηγό, αποτελεί ένδειξη ότι ουσιώδες μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων του εργαζομένου ασκείται στο κράτος μέλος κατοικίας. Μολονότι στον πρακτικό οδηγό αναφέρεται ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη και άλλα κριτήρια, χωρίς ωστόσο να κατονομάζονται, εντούτοις από όλα τα συγκεκριμένα παραδείγματα που παρατίθενται προκύπτει ότι από την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας στο κράτος μέλος κατοικίας η οποία αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 25 % του χρόνου εργασίας και/ή της αμοιβής δεν μπορεί να συναχθεί η εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας.
53 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009 έχει την έννοια ότι, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο ασκεί ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας, πρέπει να καλύπτεται το όριο του 25 % του χρόνου εργασίας και/ή της αμοιβής στο κράτος μέλος αυτό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα κριτήρια για να αντισταθμίζεται η μη συνδρομή των προαναφερθέντων κριτηρίων.
54 Επομένως, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία δεν αμφισβητείται ότι ο εργαζόμενος άσκησε το 22 % της μισθωτής δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας, ποσοστό που υπολείπεται του ορίου του 25 % που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009, δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο κανόνας σύγκρουσης του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 και, επομένως, η εφαρμοστέα νομοθεσία πρέπει να καθοριστεί σύμφωνα με τον κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ο οποίος προβλέπει ότι ο εργαζόμενος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη.
55 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη άλλα κριτήρια προκειμένου να καθοριστεί αν ένας εργαζόμενος ασκεί ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς του στο κράτος κατοικίας του.
56 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009 έχει την έννοια ότι ο αρμόδιος φορέας, προκειμένου να εκτιμήσει αν ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ασκεί ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας, οφείλει να εξετάσει, στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης της κατάστασης του προσώπου αυτού, αν τουλάχιστον 25 % του χρόνου εργασίας του και/ή της αμοιβής του πραγματοποιήθηκε και/ή ελήφθη, αντιστοίχως, στο κράτος μέλος κατοικίας. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη άλλες περιστάσεις ή κριτήρια.
Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
57 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί ποια χρονική περίοδος πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί, στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009, αν ο εργαζόμενος ασκεί ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος της κατοικίας του.
58 Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 14, παράγραφος 10, του κανονισμού 987/2009 προβλέπει ότι οι ενδιαφερόμενοι φορείς λαμβάνουν υπόψη την εικαζόμενη μελλοντική κατάσταση κατά τους επόμενους δώδεκα ημερολογιακούς μήνες.
59 Μολονότι η διάταξη αυτή δεν διευκρινίζει το χρονικό σημείο έναρξης της περιόδου των δώδεκα μηνών η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη, εντούτοις, όπως προκύπτει σαφώς από το γράμμα της, πρόκειται για τους επόμενους δώδεκα μήνες, δεδομένου ότι καμία διάταξη του κανονισμού δεν αναφέρεται στην προηγούμενη κατάσταση του εργαζομένου.
60 Δεδομένου ότι το άρθρο 14, παράγραφος 10, του κανονισμού 987/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 8, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας εργαζόμενος ασκεί δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το χρονικό σημείο έναρξης της περιόδου πρέπει να είναι εκείνο της έναρξης άσκησης της δραστηριότητας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.
61 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφοι 8 και 10, του κανονισμού 987/2009 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί, στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης της κατάστασης του προσώπου που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, αν το πρόσωπο αυτό ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη η εικαζόμενη μελλοντική κατάστασή του κατά τους επόμενους δώδεκα ημερολογιακούς μήνες.
Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
62 Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί η έκταση της διακριτικής ευχέρειας που έχει ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους κατά τον καθορισμό του αν ένας εργαζόμενος άσκησε ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς του, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, στο κράτος μέλος κατοικίας.
63 Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
64 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012,
έχει την έννοια ότι:
ο αρμόδιος φορέας, προκειμένου να εκτιμήσει αν ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ασκεί ουσιώδες μέρος της μισθωτής δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας, οφείλει να εξετάσει, στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης της κατάστασης του προσώπου αυτού, αν τουλάχιστον 25 % του χρόνου εργασίας του και/ή της αμοιβής του πραγματοποιήθηκε και/ή ελήφθη, αντιστοίχως, στο κράτος μέλος κατοικίας. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη άλλες περιστάσεις ή κριτήρια.
2) Το άρθρο 14, παράγραφοι 8 και 10, του κανονισμού 987/2009, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012,
έχει την έννοια ότι:
προκειμένου να εκτιμηθεί, στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης της κατάστασης του προσώπου που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, αν το πρόσωπο αυτό ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος κατοικίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη η εικαζόμενη μελλοντική κατάστασή του κατά τους επόμενους δώδεκα ημερολογιακούς μήνες.
(υπογραφές)