Αριθμός 256/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βλάχου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Χριστίνα – Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Δ. Ψ. του Π., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κωλέττη.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΕ”, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπαγιαννάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των προσθέτως υπέρ της αναιρεσείουσας παρεμβαινόντων: 1) Α. Α. του Α., κατοίκου … και 2) εταιρείας με την επωνυμία “Α.- Β. Σ. ΟΕ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ρήγα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-12-2018 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 16-1-2019 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1779/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6696/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν α) η αναιρεσείουσα με την από 8-4-2021 αίτησή της και β) οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με την από 30-4-2022 πρόσθετη παρέμβασή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Χριστίνα – Ζαφειρία Γαβριηλίδου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των προσθέτων παρεμβαινόντων την παραδοχή της πρόσθετης παρέμβασης και της αίτησης αναίρεσης, καθένας τους δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 8-4-2021 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1621/9-4-2021) αίτηση αναιρέσεως και η με ιδιαίτερο δικόγραφο από 30-4-2022 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 21/10-5-2022) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσείουσας τα δικόγραφα των οποίων πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 4-12-2018 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η ενάγουσα Δ. Ψ. (ήδη αναιρεσείουσα), ισχυριζόμενη ότι από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου Α. Α., οδηγού του σταθμευμένου υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … 93…. Ι.Χ.Φ. αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “Α.Α.-Β.Σ.Ο.Ε.”, που ήταν ασφαλισμένο ως προς την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία “… ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε.” (ήδη αναιρεσίβλητη), προκλήθηκε ο σοβαρός τραυματισμός της, ενώ επέβαινε ως συνεπιβάτης στην τρίτροχη μοτοσυκλέτα, που οδηγούσε ο Κ. Γ., σύζυγος της, ζήτησε, μετά τη νόμιμη παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τους άνω δυο πρώτους εναγομένους (οδηγό και ιδιοκτήτρια του άνω ζημιογόνου οχήματος αντιστοίχως) και μετά το νόμιμο περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία της οφείλει, τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, ως αποζημίωση για θετικές ζημίες, ιδιαίτερη αποζημίωση εκ του άρθρου 931 Α.Κ. και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Η αγωγή συνεκδικάσθηκε με την από 16-1-2019 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και ενωμένη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας προς τους Κ. Γ. οδηγό της τρίτροχης μοτοσυκλέτας, (στην οποία επέβαινε η κυρίως ενάγουσα) και της ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία “E.I.C. LTD”, στην οποία ήταν ασφαλισμένη (η μοτοσυκλέτα) ως προς την έναντι τρίτων αστική ευθύνη. Με την υπ’ αριθμ. 1779/2019 απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, μετά συνεκδίκαση των αγωγών (κύριας και παρεμπίπτουσας), κατήργησε τη δίκη ως προς τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων της κύριας αγωγής (λόγω της παραιτήσεως της ενάγουσας από το δικόγραφό της ως προς αυτούς), απέρριψε την κύρια αγωγή, ως μη νόμιμη, κατά το μέρος που απευθυνόταν εναντίον της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας και, στη συνέχεια, την παρεμπίπτουσα αγωγή, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ασκήθηκαν: α) η από 26-7-2019 έφεση της ενάγουσας (ήδη αναιρεσείουσας) και β) η 2-9-2019 επικουρική έφεση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας (ήδη αναιρεσίβλητης). Επ’ αυτών εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 6696/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε: α) την έφεση της κυρίως ενάγουσας (κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της ασφαλιστικής εταιρίας) ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, με την αιτιολογία ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της ασφαλιστικής εταιρίας και β) την επικουρική έφεση της ασφαλιστικής εταιρίας, ως άνευ αντικειμένου, μετά την απόρριψη της έφεσης της κυρίως ενάγουσας. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο κατά το χρόνο του ατυχήματος δεν ευρισκόταν σε λειτουργία, ώστε να γεννάται ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας προς αποζημίωση. Ήδη, με την κρινόμενη από 8-4-2021 αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ’ αριθμ. 6696/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 περ. 1, 615 επ. Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), μόνον κατά το κεφάλαιο και τις διατάξεις της που αφορούν την απόρριψη της κύριας αγωγής. Η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1β, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Από τη διάταξη του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς, για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναιρέσεως, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Ως τρίτος, κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ., νοείται εκείνος, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως, ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ., αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη αμέσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρεώσεως, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Ως εκ τούτου, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του (Ολ. 1/2023, ΟλΑΠ 4/2019, ΟλΑΠ 9/2018, ΟλΑΠ 4/2018). Η έλλειψη εννόμου συμφέροντος του παρεμβαίνοντος συνεπάγεται την απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης ως απαράδεκτης (Ολ. 1/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, με το από 30-4-2022 ιδιαίτερο δικόγραφο, παρεμβαίνουν προσθέτως υπέρ της αναιρεσείουσας, το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι Α. Α. και ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία” Α.-Β.Σ. Ο.Ε.” υπό την ιδιότητά τους ο πρώτος ως οδηγός και δεύτερη ως ιδιοκτήτρια του ζημιογόνου αυτοκινήτου, επικαλούμενοι έννομο, προς τούτο, συμφέρον, και δη την προστασία του δικαιώματος τους κατά πιστή μεταφορά: “της ασφάλισης της έναντι τρίτων αστικής μας ευθύνης εκ της κυκλοφορίας του άνω οχήματος δεδομένου ότι η έκβαση της ανοιγείσης δίκης θίγει, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά μας και υφίσταται κίνδυνος προσβολής του δικαιώματος μας από τις αντανακλαστικές συνέπειες της εκδοθησομένης αποφάσεως”. Η πρόσθετη παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά, αφού κοινοποιήθηκε σε όλους τους διαδίκους της κύριας δίκης εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. 1178 Δ7 18-5-2022 και 1179 Δ719-5-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Β.Β. Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες έχουν την ιδιότητα του τρίτου, υπό την προεκτεθείσα έννοια [μετά τη γενομένη παραίτηση της ενάγουσας από το δικόγραφο της αγωγής της ως προς τους δύο πρώτους εναγομένους και την κατάργηση της δίκης ως προς αυτούς]. Ωστόσο, οι προσθέτως παρεμβαίνοντες δεν δικαιολογούν έννομο συμφέρον για την έκβαση της δίκης υπέρ της αναιρεσείουσας, ώστε να μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα αυτών ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος τους νομικής υποχρεώσεως, είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες των δυσμενών εις βάρος τους συνεπειών της αποφάσεως, δηλαδή, του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας. Επομένως, η πρόσθετη παρέμβαση, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα. Επίσης, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση – αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής, σε βάρος των προσθέτως παρεμβαινόντων, λόγω της ήττας αυτών (άρθρα 173,176,182 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Από τη διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επιδίκου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρεώσεως. Για τον έλεγχο της νομιμοποιήσεως το δικαστήριο οφείλει να αρκεσθεί στους εμπεριεχόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο ισχυρισμούς. Αρκεί, δηλαδή, μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φορέας του δικαιώματος και ο εναγόμενος ο φορέας της αντίστοιχης υποχρεώσεως ή ότι αυτοί είναι τα υποκείμενα της έννομης σχέσης, που φέρεται προς κρίση. Αν οι αγωγικοί ισχυρισμοί δεν αιτιολογούν ένα τέτοιο σύνδεσμο ενάγοντος και εναγομένου, η αγωγή θα είναι ανομιμοποίητη και θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Αν, όμως, οι αγωγικοί ισχυρισμοί αιτιολογούν μεν τον ως άνω σύνδεσμο αλλά αποδεικνύεται η αναλήθεια των ισχυρισμών αυτών, τότε η αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποιήσεως, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επιδίκου δικαιώματος ή της επιδίκου υποχρεώσεως. Ποια πρόσωπα είναι οι – κατά κανόνα – φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής.
Συνεπώς, η εκ μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής (ΑΠ 1542/2022, ΑΠ 783/2021, ΑΠ 266/2021, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 59/2019). Ο αναιρετικός έλεγχος της νομιμοποιήσεως, κατά την άποψη που επικράτησε μετά την Ολ.ΑΠ 18/2005 (ομοίως και Ολ.ΑΠ 25/2008), γίνεται με το λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., διότι κατά τον Κ.Πολ.Δ. η νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται ως η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση. Επειδή λοιπόν το ουσιαστικό δίκαιο καθορίζει το αντικείμενο της έννομης σχέσης αλλά και τους φορείς, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα της νομιμοποιήσεως κάποιου διαδίκου σημαίνει ότι το σφάλμα αυτό οφείλεται σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 266/2021, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 59/2019, ΑΠ 656/2019).
Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτές ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και όχι εκείνο του αριθμού 14 του ίδιου Κώδικα, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 632/2014). Τέλος, αν η σχετική με τη νομιμοποίηση αιτίαση συνδέεται με τις παραδοχές της αποφάσεως επί της ουσίας, ο αναιρετικός έλεγχος για έλλειψη νομιμοποιήσεως μπορεί να θεμελιωθεί και στο λόγο του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. για εκ πλαγίου παραβίαση των σχετικών κανόνων ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1542/2022, ΑΠ 59/2019, ΑΠ 665/2008, ΑΠ 477/2007). Περαιτέρω, με τα άρθρα 1, 2, 5, 6 και 10 του ν. 489/1976, όπως έχει κωδικοποιηθεί με το π.δ. 237/1986 και όπως συμπληρώθηκε με μεταγενέστερους νόμους, ορίζονται τα εξής: “Άρθρο 1. α) Κατά την έννοια του παρόντος: α) Αυτοκίνητο όχημα είναι το επί του εδάφους και όχι επί τροχιών με μηχανική δύναμη ή με ηλεκτρική ενέργεια κινούμενο όχημα, ανεξάρτητα αριθμού τροχών. Ως αυτοκίνητο θεωρείται και κάθε ρυμουλκούμενο όχημα, συζευγμένο μετά του κυρίως αυτοκινήτου ή μη, ως και ποδήλατο εφοδιασμένο με βοηθητικό κινητήρα, β)…, γ) Ζημιωθέν πρόσωπο είναι το πρόσωπο το οποίο δικαιούται αποζημιώσεως ένεκα ζημίας που προξενήθηκε από αυτοκίνητο”, “Άρθρο 2. 1. Ο κύριος ή κάτοχος αυτοκινήτου που κυκλοφορεί μέσα στην Ελλάδα επί οδού, υποχρεούται να έχει καλύψει με ασφάλιση την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Η κυκλοφορία επί γηπέδου προσιτού στο κοινό ή σε κάποιο αριθμό προσώπων, που δικαιούνται να συχνάζουν σ’ αυτό, εξομοιώνεται με την κυκλοφορία επί οδού”, “Άρθρο 5 παρ. 1. Επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 3, απαγορεύεται η κυκλοφορία αυτοκινήτου στην Ελλάδα, αν δεν υπάρχει κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 ασφαλιστική κάλυψη”, “Άρθρο 6. Η ασφάλιση πρέπει να καλύπτει την αστική ευθύνη του κυρίου, του κατόχου και κάθε οδηγού ή προστηθέντος για την οδήγηση ή υπευθύνου του ασφαλισμένου αυτοκινήτου…(παρ. 1). Ο ασφαλιστής ευθύνεται… έναντι των τρίτων που ζημιώθηκαν από την κυκλοφορία αυτοκινήτων…(παρ. 3α), Αν το αυτοκίνητο πρόκειται να εκτεθεί σε ειδικούς κινδύνους αστικής ευθύνης η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει και αυτούς, εκδιδομένου ειδικού πιστοποιητικού ασφάλισης (παρ. 4)”, “Άρθρο 10 παρ. 1. Το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 2 εδάφ. α’ και 4 εδάφ. α’ του ν. ΓΠΝ/1911, κατά τα οποία “Αυτοκίνητον, κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου, είναι το δια μηχανικής δυνάμεως και ουχί επί τροχιών κινούμενον όχημα ή τροχήλατον” (άρθρο 2 εδάφ. α’) και “Δια πάσαν υπό του αυτοκινήτου κατά την λειτουργίαν του ζημίαν προς τρίτους ενέχεται εις αποζημιώσεις ο οδηγός και ο κατά το άρθρον 2 κάτοχος…” (άρθρο 4 εδάφ. α’), συνάγονται τα εξής: Η ενοχή από τον ειδικό νόμο (ν. ΓΠΝ/1911) υπάρχει μόνο για ζημίες από αυτοκίνητο σε λειτουργία. Το αυτοκίνητο είναι σε λειτουργία όταν αρχίζει να δουλεύει ο κινητήρας του, έστω και αν αυτό δεν έχει αρχίσει ακόμη να κινείται, καθώς και όταν κινείται χωρίς να λειτουργεί η μηχανή. Ακόμη, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων του ν. ΓΠΝ/1911, το αυτοκίνητο είναι εν λειτουργία μεταξύ άλλων και όταν διακόπτει την πορεία του για φόρτωση ή εκφόρτωση, καθώς και όταν είναι σταθμευμένο κατά τρόπο που δύναται να επηρεάσει την κυκλοφορία. Η ασφάλιση είναι υποχρεωτική για τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν επί οδού ή επί γηπέδου προσιτού στο κοινό ή σε αριθμό προσώπων που δικαιούνται να συχνάζουν σε αυτό. Για την ευθύνη του ασφαλιστή έναντι του τρίτου δεν είναι αναγκαίο το αυτοκίνητο να ήταν σε κίνηση κατά το χρόνο του ατυχήματος, αλλά αρκεί να ήταν σε λειτουργία με την πιο πάνω έννοια. Ο όρος “κυκλοφορία” του αυτοκινήτου ερμηνεύεται ευρέως από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, ώστε να αντιμετωπίζονται όλες, σχεδόν, οι περιπτώσεις πρόκλησης ζημιών σε τρίτους. Έτσι αυξάνεται η προστασία των τρίτων και ικανοποιείται η κοινωνική προστατευτική λειτουργία του ν. 489/1976 (Ολ. ΑΠ 23/1989, ΑΠ 209/2017, ΑΠ 426/2015, ΑΠ 238/2015). Με βάση όλα τα παραπάνω ασφαλιστική κάλυψη υπάρχει εκτός από τις περιπτώσεις που το αυτοκίνητο κινείται και σε περίπτωση που κάποιο αυτοκίνητο πέσει σε κάποιο άλλο που είναι ακινητοποιημένο για φόρτωση ή εκφόρτωση ή είναι αντικανονικά σταθμευμένο και γενικά σταθμευμένο κατά τρόπο δημιουργούντος κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας (ΑΠ 1156/2020). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι ευθύνη προς αποζημίωση λόγω αυτοκινητικού ατυχήματος είτε με βάση το ν. ΓΠΝ/1911, είτε με βάση το κοινό δίκαιο (ΑΚ 914 επ.) είτε με βάση τα άρθρα 6 παρ. 3 α’ και 10 παρ. 1 του ν. 489/1976 ως προς τον ασφαλιστή, υπάρχει μόνον για ζημίες που προκαλούνται από αυτοκίνητο σε λειτουργία. Το αυτοκίνητο είναι σε λειτουργία όταν αρχίζει να λειτουργεί ο κινητήρας του, έστω και αν αυτό δεν έχει αρχίσει ακόμη να κινείται, καθώς και όταν κινείται χωρίς να λειτουργεί η μηχανή. Η ασφάλιση είναι υποχρεωτική για τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν επί οδού ή επί γηπέδου προσιτού στο κοινό ή σε αριθμό προσώπων που δικαιούνται να συχνάζουν σ’ αυτό. Για την ευθύνη του ασφαλιστή έναντι του τρίτου δεν είναι αναγκαίο το αυτοκίνητο να ήταν σε κίνηση κατά το χρόνο του ατυχήματος αλλά αρκεί να ήταν σε λειτουργία με την πιο πάνω έννοια.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο, ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή όταν εσφαλμένα υπήγαγε τα περιστατικά της ένδικης υποθέσεως σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού (Ολ.ΑΠ 2/2021, ΑΠ 1320/2023, ΑΠ 1365/2022, ΑΠ 1096/2022). Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά ίήν εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων – αντενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών, που, ανελέγκτως, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν, καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη’ ή άν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή’απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ,ΑΠ 27’και 28/1998, ΑΠ 840/2022, ΑΠ 296/2022, ΑΠ 49/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: “… η υπό κρίσιν αγωγή της κυρίως ενάγουσας (ήδη αναιρεσείουσας), όπως είναι διατυπωμένα στο δικόγραφο της τα πραγματικά περιστατικά του ενδίκου ατυχήματος, και αυτά αληθή υποτιθέμενα, δεν θεμελιώνουν ευθύνη της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας (ήδη αναιρεσίβλητης). Τούτο, διότι με βάση τα ιστορούμενα στην αγωγή και ανταποκρινόμενη στα πράγματα εκτίμηση του περιεχομένου της, η αξίωση για αποζημίωση της ενάγουσας δεν προέρχεται ούτε συνδέεται με τους τυπικούς κινδύνους του ασφαλισμένου στην εναγομένη αυτοκινήτου. Αντιθέτως, γενεσιουργός αιτία για την επέλευση του ατυχήματος, τον επικαλούμενο σοβαρό τραυματισμό της ενάγουσας και την εντεύθεν αξίωση της τελευταίας για αποζημίωση ήταν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ύπαρξη φορτίου που ήταν τοποθετημένο πάνω στο ασφαλισμένο στην εναγομένη αυτοκίνητο και συγκεκριμένα η ύπαρξη μίας μεταλλικής σωλήνας, η οποία προεξείχε στην οροφή του και επί της οποίας προσέκρουσε η κυρίως ενάγουσα με συνέπεια τον τραυματισμό της, καθώς και η αμελής συμπεριφορά του σταθμεύσαντος το αυτοκίνητο αυτό κατά την διαδικασία της εκφόρτωσης, η οποία, όμως, δεν συνδέεται παντάπασι με τη λειτουργία του αυτοκινήτου αυτού. Το τελευταίο, όπως αναφέρεται στην αγωγή, ήταν σταθμευμένο, εκτός λειτουργίας, με τον (προηγούμενα) οδηγό του να βρίσκεται εκτός της καμπίνας των επιβατών του ξεφορτώνοντας σωλήνες, ενώ και η κυρίως ενάγουσα δεν επικαλείται ότι η ίδια ήρθε σε επαφή με οποιοδήποτε τμήμα του σταθμευμένου αυτοκινήτου και, επομένως, από κανένα από τα εκτιθέμενα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι το αυτοκίνητο αυτό συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με το ένδικο ατύχημα, αφού, με βάση τα εκτιθέμενα, το ατύχημα αυτό δεν προκλήθηκε από αυτοκίνητο που βρισκόταν σε λειτουργία, αλλά κατά τη διαδικασία της εκφόρτωσης. Η ύπαρξη όμως του παραπάνω φορτίου στο σταθμευμένο πιο πάνω αυτοκίνητο και η αμελής συμπεριφορά του (προηγούμενα) οδηγού του κατά τη διαδικασία της εκφόρτωσης, ως μη προερχόμενη από τη λειτουργία του αυτοκινήτου, δεν υπάγεται στις ειδικές διατάξεις των περιουσιακών διαφορών με τις οποίες καθιερώνεται εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αλλά στην τακτική διαδικασία όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα (ως προς τα οποία ωστόσο έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής), ενώ ως προς την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, η οποία ασφάλιζε κατά τον χρόνο εκείνο την έναντι των τρίτων αστική ευθύνη του εν λόγω αυτοκινήτου για τις προκαλούμενες κατά την λειτουργία του υλικές ζημίες και σωματικές βλάβες προς τρίτους, δεν πληρούνται οι κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 487/1976, προϋποθέσεις ευθύνης της και η υπό κρίσιν αγωγή ως προς αυτήν ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως, δοθέντος ότι η ζημία δεν προέρχεται από τη λειτουργία του πιο πάνω αυτοκινήτου…Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι το ένδικο ατύχημα δεν συνδέεται με την κυκλοφορία και τη λειτουργία του ασφαλισμένου στην εναγομένη αυτοκινήτου, αλλά με την ύπαρξη φορτίου που προεξείχε στην οροφή του και ότι το αυτοκίνητο αυτό δεν βρισκόταν, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, σε λειτουργία υπό την προαναφερθείσα έννοια και με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την κύρια αγωγή ως μη νόμιμη…, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και, επομένως, οι συναφείς λόγοι της εφέσεως της ενάγουσας, με τους οποίους αποδίδεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια αυτή, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, όπως απορριπτέα είναι και η έφεσή της… Ενόψει τούτων πρέπει να απορριφθεί …η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη …”. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της ενάγουσας (ήδη αναιρεσείουσας) δεχόμενο ότι η κύρια αγωγή ήταν απορριπτέα λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της εναγομένης ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας, διότι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα καθ’ ον χρόνο το ζημιογόνο υπ’ αριθμ. … 9391 Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο δεν ήταν σε λειτουργία και, συνεπώς, δεν υπήρχε ασφαλιστική κάλυψη αυτού. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά, σύμφωνα με την προηγούμενη νομική σκέψη, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1, 2, 5, 6 και 10 του Ν.489/1976 όπως έχει κωδικοποιηθεί με το Π.Δ 237/1986 και 68 Κ.ΠολΔ., σχετικά με το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της παθητικής ή μη νομιμοποιήσεως της εναγομένης ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας, καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, το ασφαλισμένο στην τελευταία ως άνω ζημιογόνο αυτοκίνητο δεν βρισκόταν σε λειτουργία κατά το χρόνο του ατυχήματος, αλλά ήταν σταθμευμένο με τον οδηγό του ευρισκόμενο εκτός αυτού, γενεσιουργός αιτία για την επέλευση του ατυχήματος ήταν η ύπαρξη μεταλλικής σωλήνος τοποθετημένης επί της οροφής του σταθμευμένου αυτοκινήτου που προεξείχε και επί της οποίας προσέκρουσε η κυρίως ενάγουσα με συνέπεια τον τραυματισμό της, καθώς και η αμελής συμπεριφορά του σταθμεύσαντος το αυτοκίνητο αυτό και, συνεπώς, δεν πληρούνται, οι κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 487/1976 προϋποθέσεις ευθύνης της. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Όσον αφορά τις αιτιάσεις, που με τον ίδιο λόγο αναιρέσεώς προβάλλονται, περί παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 591, 614 τίερ.6 και 70 Κ.Πολ.Δ., αυτές (αιτιάσεις), είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον αφορούν δικονομικούς κανόνες, η παραβίαση των οποίων δεν ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθμ. 1 α Κ.Πολ.Δ., τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή, λόγω εσφαλμένης εισαγωγής της κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντί της τακτικής. Τέλος, όσον αφορά τις αιτιάσεις, που με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως προβάλλονται, περί παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1 , 32 παρ.2α, 32 παρ.4, 34 παρ.1, 34 παρ.3ε, 34 παρ.6, 34 παρ. 7 του ΚΟΚ, αυτές (αιτιάσεις), είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον το Εφετείο δεν προέβη σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, ώστε ακολούθως να εκτιμήσει το παράνομο ή μη της στάθμευσης του ζημιογόνου οχήματος, περί του οποίου οι άνω διατάξεις προβλέπουν. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο του ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, ως αβάσιμος και απαράδεκτος, κατά τις προαναφερθείσες διακρίσεις.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 14 του του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο ανωτέρω λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 1966/2022), δηλαδή αυτές που ανάγονται στη διαδικασία και είναι συνέπεια εφαρμογής δικονομικών διατάξεων. Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 14 Κ.Πολ.Δ. με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ., απέρριψε την αγωγή καθ’ ο μέρος απευθύνεται κατά της τρίτης εναγομένης ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας, ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Κ.ΠολΔ., ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας, με συνέπεια η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου, περί συνδρομής ή μη της προϋποθέσεως αυτής να μην ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθμ. 14 του Κ.ΠολΔ, αλλά εκείνον του αριθμού 1 του ιδίου άρθρου.
Ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως προϋποθέτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας εισήλθε στην ουσία της υποθέσεως και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα. Δεν ιδρύεται, επομένως, ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή την αίτηση ως μη νόμιμη ή απαράδεκτη (Ολ. ΑΠ 44/1990, ΑΠ 74/2020, ΑΠ 1479/2013, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 140/2010). Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, της ελλείψεως νομίμου βάσεως, επειδή απέρριψε την κύρια αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως, για το λόγο ότι δεν πληρούνται οι κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 487/1976 προϋποθέσεις, είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην μείζονα πρόταση, απαράδεκτος, διότι η απόρριψη της αγωγής ως παθητικά ανομιμοποίητης, δεν ιδρύει την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγο, αφού το Δικαστήριο δεν εισήλθε στην ουσία της υποθέσεως.
Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ή αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή ισχυρισμοί θεμελιωτικοί κατά νόμο αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, που να είναι παραδεκτοί και νόμιμοι, όχι δε και οι μη νόμιμοι, επουσιώδεις και απαράδεκτοι ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και επί των οποίων το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει. Δεν αποτελούν επίσης πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανακοπής κλπ ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο. Για το παραδεκτό του λόγου αυτού ο αναιρεσείων πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο στο αναιρετήριο τον ισχυρισμό, με την παραπάνω έννοια, δηλαδή τα συγκροτούντα αυτόν κατά νόμο πραγματικά περιστατικά, το νόμιμο τρόπο προβολής του στο δικαστήριο της ουσίας, όταν πρόκειται για μη ληφθέντα υπόψη ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, καθώς και την ουσιώδη επίδραση που αυτός ασκούσε στη δίκη (ΑΠ 1559/2022).
Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως η ανάιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ.8 του Κ.Πολ.Δ. με την αιτίαση ότι το Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της “σχετικά με την παράνομη στάθμευση του αυτοκινήτου, ήτοι δεν έλαβε υπόψη της και δεν εξέτασε ότι το αυτοκίνητο με την παράνομη ως άνω στάθμευσή του εν μέρει “στο πεζοδρόμιο και εν μέρει στο δρόμο…συνέχιζε να είναι εν λειτουργία…”. Όμως οι ανωτέρω αιτιάσεις περί αγνόησης των άνω ισχυρισμών δεν συνιστούν πράγμα κατά την ανωτέρω έννοια και, ως εκ τούτου, δεν ιδρύεται η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια. Επομένως, ο τέταρτος, λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου, λόγω της ήττας της, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 8-4-2021 αίτηση της Δ. Ψ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6696/2020 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών με την από 30-4-2022 πρόσθετη παρέμβαση των: 1) Α. Α. και 2) ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “Α. Α. -Β.Σ.Ο.Ε.” υπέρ της αναιρεσείουσας.
Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως και την πρόσθετη παρέμβαση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ και τους προσθέτως παρεμβάντες στα δικαστικά έξοδα της ίδιας αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιουνίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Φεβρουαρίου 2024.
ΗΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ