Απορριπτέος κρίθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης επιχείρησης διενέργειας κοινωνικών εκδηλώσεων ότι η μουσική επιλέγεται από τους πελάτες – Η επιλογή της μουσικής λαμβάνει χώρα με την ανοχή της επιχείρησης και εντάσσεται στο πλαίσιο των παρεχόμενων υπηρεσιών
Δεκτή έγινε αγωγή Οργανισμού συλλογικής διαχείρισης μουσικών πνευματικών δικαιωμάτων κατά επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος για παράνομη δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων (ΜΠρΑιτωλ 56/2025).
Το δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των 20.000 ευρώ, ως αποζημίωση του ενάγοντος, η οποία ανέρχεται στο διπλάσιο της αμοιβής του τελευταίου, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 2 Ν. 2121/1993, καθώς και το ποσό των 600 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Πιο αναλυτικά, το δικαστήριο διαπίστωσε αρχικά πως ο ενάγων οργανισμός έχει το δικαίωμα διαχείρισης και προστασίας των πνευματικών έργων όλων των Ελλήνων και αλλοδαπών δημιουργών και εν γένει δικαιούχων, οι οποίοι έχουν μεταβιβάσει σε αυτό το δικαίωμα να χορηγεί την εκ του νόμου απαιτούμενη προηγούμενη έγγραφη άδεια δημόσιας εκτέλεσης και γενικά να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη δημόσια εκτέλεση των εν λόγω έργων.
Στο πλαίσιο της διαχείρισης και προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων των δικαιούχων που εκπροσωπεί, ο ενάγων είχε αποστείλει έντυπο ενημερωτικό υλικό στην εναγόμενη επιχείρηση, προκειμένου να λάβει η τελευταία την απαιτούμενη άδεια για τη νόμιμη χρήση του εκπροσωπούμενου μουσικού ρεπερτορίου από το ενάγον και να προβεί στην καταβολή της νόμιμης αμοιβής. Ωστόσο, η εναγόμενη δεν ανταποκρίθηκε και, έτσι, υπάλληλος του τμήματος δημοσίας εκτέλεσης του ενάγοντος επισκέφτηκε τα καταστήματα της εναγόμενης για να προβεί σε δειγματοληπτική καταγραφή των μουσικών τους προγραμμάτων, όπου και διαπιστώθηκε η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων και τραγουδιών του μουσικού ρεπερτορίου, που ο ενάγων διαχειρίζεται, προστατεύει κι εκπροσωπεί.
Το δικαστήριο, λοιπόν, έκρινε ότι η εναγόμενη επιχείρηση έκανε συστηματικά και επί καθημερινής βάσης χρήση του προστατευόμενου από τον ενάγοντα μουσικού ρεπερτορίου, χωρίς την εκ του νόμου έγγραφη άδεια, παρόλο που γνώριζε ότι απαιτείται προς τούτο έγγραφη άδεια δημόσιας εκτέλεσης και, συνακόλουθα, χωρίς την καταβολή της ανάλογης νόμιμης αμοιβής. Με την εν λόγω πρακτική, η εναγόμενη επωφελήθηκε ως προς την επιχειρηματική της δραστηριότητα από τις παροχές αυτές προς τους πελάτες της, που συνίστανται στη δημόσια εκτέλεση των προστατευόμενων και εκπροσωπούμενων από το ενάγον μουσικών έργων, αποστερώντας, παράλληλα, από τα μέλη του τελευταίου, κατά παράβαση των διατάξεων των ν. 2121/1993 και 4481/2017, τα ποσά της αμοιβής, ήτοι πνευματικά δικαιώματά τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγομένης περί χρήσης ρεπερτορίου μη εκπροσωπούμενου από τον ενάγοντα οργανισμό. Το δικαστήριο επεσήμανε αφενός ότι η εταιρεία με την επωνυμία «Καλλιτεχνική – Πολιτιστική Ένωση ΙΚΕ» (ΚΑΛ.ΠΟΛ.ΕΝ.), έγγραφα της οποίας προσκόμισε η εναγομένη με σκοπό να αποδείξει ότι κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα αναπαρήγαγε λίστα τραγουδιών της ΚΑΛ.ΠΟΛ.ΕΝ, δεν αποδεικνύεται να έχει αδειοδοτηθεί από το αρμόδιο Υπουργείο. Δεν αποδεικνύεται, συνεπώς, η νόμιμη εκπροσώπηση και λειτουργία της εταιρείας αυτής ως ΟΣΔ ή ΑΟΔ στον χώρο των πνευματικών δικαιωμάτων μουσικής. Αφετέρου, το δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν αποδεικνύεται ούτε η αποκλειστική χρήση από την εναγομένη έργων της ανωτέρω λίστας τραγουδιών.
Τέλος, απορριπτέος κρίθηκε και ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων οργανισμός άσκησε την επίδικη αξίωσή του, παρόλο που η εναγόμενη διατηρεί καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπου πραγματοποιούνται κοινωνικές εκδηλώσεις, στις οποίες την επιλογή της μουσικής έχουν οι πελάτες και όχι η εναγόμενη. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, η επιλογή της αναπαραγόμενης μουσικής από τους πελάτες της επιχείρησης λαμβάνει χώρα με την ανοχή της επιχείρησης, εντάσσεται, δε, στο πλαίσιο των παρεχόμενων εκ μέρους της τελευταίας υπηρεσιών.
Απόσπασμα απόφασης
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2121/1993 οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σε αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει, ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα). Από τα δικαιώματα αυτά, το μεν περιουσιακό δικαίωμα παρέχει στο δημιουργό τις αναφερόμενες στο άρθρο 3 του νόμου αυτού εξουσίες, μεταξύ των οποίων είναι να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη δημόσια εκτέλεση του έργου, το δε ηθικό δικαίωμα τις αναφερόμενες στο άρθρο 4 εξουσίες. Κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 περ. α΄ ν. 4481/2017, οι δημιουργοί μπορούν να αναθέτουν σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης της επιλογής τους τη διαχείριση και προστασία του περιουσιακού τους δικαιώματος ή εξουσιών που απορρέουν από αυτό. Η ανάθεση μπορεί να γίνεται, είτε με μεταβίβαση του δικαιώματος ή των σχετικών εξουσιών προς τον σκοπό της διαχείρισης ή της προστασίας, είτε με παροχή σχετικής πληρεξουσιότητας, είτε με οποιαδήποτε άλλη συμβατική συμφωνία. Η ανάθεση γίνεται κάθε φορά εγγράφως και για ορισμένο χρονικό διάστημα, όχι πάντως μεγαλύτερο των τριών ετών. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1-2 του άρθρου 7 ν. 4481/2017, τεκμαίρεται ότι, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ή προστασίας όλων των πνευματικών δημιουργών και όλων των έργων, για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβασθεί σ’ αυτούς οι σχετικές εξουσίες, ή τα δικαιώματα εύλογης αμοιβής, ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα, ή μέσω οποιοσδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας, νομιμοποιούμε, έτσι, να ασκούν όλα τα σχετικά μεταβιβασθέντα από τον δικαιούχο ή καλυπτόμενα από την πληρεξουσιότητα ή τυχόν άλλη συμβατική συμφωνία. Με βάση δε τη διάταξη της άνω παρ. 1 θεσπίζεται μαχητικό τεκμήριο, που λειτουργεί καταρχήν αποδεικτικά και αποβλέπει στη διευκόλυνση της απόδειξης, εκ μέρους των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών προς τούτο δικαιωμάτων, της νομιμοποίησής τους, τόσο για την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων και την είσπραξη των προβλεπόμενων από τον παραπάνω νόμο αμοιβών, όσο και για τη δικαστική προστασία των δικαιούχων των δικαιωμάτων αυτών, ενισχύοντας έτσι σημαντικά την έναντι των χρηστών θέση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, η οποία, υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, ήταν ιδιαίτερα ασθενής, με εντεύθεν συνέπεια τη μαζική προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων (Μαρίνος, Πνευματική ιδιοκτησία2, σελ. 379, Καλλινίκου, Πνευματική ιδιοκτησία και Συγγενικά δικαιώματα2, σελ. 275 επ.). Από την ως άνω, όμως, διάταξη και ιδίως από την περιεχόμενη σ’ αυτή φράση «όλων των έργων για τα οποία δηλώνουν εγγράφως, ότι έχουν μεταβιβασθεί σ’ αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα», δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι ο νόμος απαιτεί, για το ορισμένο της σχετικής αγωγής των ημεδαπών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, την εξαντλητική και δη την ονομαστική αναφορά στο δικόγραφο της όλων των δικαιούχων (ημεδαπών ή αλλοδαπών) πνευματικής ιδιοκτησίας που οι οργανισμοί αυτοί εκπροσωπούν και όλων των έργων τους, για τα οποία τους έχουν μεταβιβασθεί οι σχετικές εξουσίες, καθώς και των αντίστοιχων αλλοδαπών οργανισμών, στους οποίους ανήκουν οι αλλοδαποί δικαιούχοι, ή των επί μέρους στοιχείων και λεπτομερειών των σχετιζομένων με τις συμβάσεις αμοιβαιότητας, που οι ενάγοντες ημεδαποί οργανισμοί έχουν συνάψει με τους ομοειδείς αλλοδαπούς. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι το εισαγόμενο από τη διάταξη αυτή μαχητό τεκμήριο λειτουργεί όχι μόνον αποδεικτικά, αλλά και νομιμοποιητικά και, επομένως, κατά την αληθή έννοια της εν λόγω διάταξης, αρκεί για το ορισμένο και παραδεκτό της σχετικής αγωγής των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, η αναφορά στο δικόγραφο της, ότι αυτοί εκπροσωπούν το σύνολο της ενδιαφερόμενης κατηγορίας δικαιούχων πνευματικών δημιουργών (ημεδαπών ή αλλοδαπών) και του έργου αυτών, καθώς και, το πολύ, η δειγματοληπτική αναφορά τούτων και δεν απαιτείται η εξαντλητική αναφορά του συνόλου των προεκτεθέντων στοιχείων, μη απαιτούμενης ούτε της διευκρίνησης της επί μέρους σχέσης που συνδέει τους τελευταίους με τον κάθε αλλοδαπό δικαιούχο, για τον οποίο αξιώνουν την καταβολή της αμοιβής, αφού σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, οι ενάγοντες οργανισμοί νομιμοποιούνται και μπορούν πάντα να ενεργούν δικαστικώς ή εξωδίκως, στο δικό τους και μόνον όνομα, χωρίς να χρειάζεται, επομένως, να διευκρινίζουν κάθε φορά την ειδικότερη σχέση που τους συνδέει με τον καθένα από τους δικαιούχους, ημεδαπούς η αλλοδαπούς (ΜΕφΠατρ 477/2021, Νόμος).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο sakkoulas-online.gr.