Απόφαση 761 / 2024 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 761/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο-Εισηγητή και Γεώργιο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χρήστου Μπαρδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Γ. Π. του Π., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κοραντζόπουλο, για αναίρεση της 288/2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου. Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1. Χ. Γ. του Θ. και 2. Ε. Π. του Δ., ενεργούντες από κοινού για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους, Θ. Γ. του Χ., κάτοικοι …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Γκούβα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ζακύνθου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 20-11-2023 αίτησή του αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 21-11-2024, έλαβε αριθμό πρωτοκόλου …/2023 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2023.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς τη μη αναγνώριση στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 133 ΠΚ και συνακόλουθα περί επιβολής ποινής και συνολικής ποινής και να απορριφθεί κατά τα λοιπά, και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 20-11-2023 αίτηση του Γ. Π. του Π., κατά της υπ’ αριθμ. 288/2-5-2023 απόφασης του δικάσαντος ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου, με την οποίαν ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για τις αξιόποινες πράξεις της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια και της διατάραξης ασφάλειας υδάτινης συγκοινωνίας από αμέλεια με κίνδυνο για άνθρωπο (άρθρα 314 παρ. 1 εδ. α’, 315 παρ. 1, εδ. β’ και 291 παρ. 2 ΠΚ, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 14, 16, 17, 18, 26 εδ. β’, 28, 50, 51, 53, 79 και 94 ΠΚ) και αφού αναγνωρίσθηκε σ’ αυτόν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ, επιβλήθηκε σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης δέκα τεσσάρων (14) μηνών για την πρώτη πράξη και ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για την δεύτερη πράξη και ακολούθως, καθορίσθηκε εις βάρος του συνολική ποινή φυλάκισης δέκα επτά (17) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη επί τριετίαν, ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 2Α, 504 παρ. 1 και 505 περ. α’ ΚΠΔ. Επί πλέον περιέχει σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους – κατά την ορθή νοηματική τους έννοια – στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για τις παραπάνω πράξεις του, στην απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, στην υπέρβαση εξουσίας και στη σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Α’, Θ’ και Β’ ΚΠΔ αντιστοίχως).
Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των παραπάνω λόγων της. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την συζήτηση της κρινομένης αναίρεσης εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους και οι υποστηρίζοντες τις εις βάρος του ως άνω αναιρεσείοντος κατηγορίες, Χ. Γ. του Θ. και Ε. Π. του Δ., ενεργούντες από κοινού για λογαριασμό του παθόντος ανηλίκου τέκνου τους Θ. Γ. του Χ..
Με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (άρθρα δεύτερο του ως άνω νόμου και 460 του νέου ΠΚ) στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του οποίου ορίζεται: “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, προδήλως δε, είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, ο οποίος με την εφαρμογή του, δηλαδή με βάση τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Έτσι, είναι πλέον δυνατόν σε περίπτωση ισχύος περισσότερων του ενός νόμων από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης, το Δικαστήριο να εφαρμόζει επιλεκτικά κάποιες από τις επιμέρους ρυθμίσεις του ενός από τους ισχύσαντες νόμους και κάποιες από τις επιμέρους ρυθμίσεις του άλλου, εφόσον ο συνδυασμός αυτός στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί σε ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορούμενου. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου ΠΚ, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Αν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά, εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής και αν το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, ενώ επί ίσων ποινών φυλάκισης ή κάθειρξης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Επίσης, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (ΟλΑΠ 1/2020) ή εκείνος ο οποίος καθιστά την πράξη ανέγκλητη ή που θεσπίζει την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής ή την παραγραφή των ποινών. Επίσης, επιεικέστερος τυγχάνει ο νόμος όταν με σχετική διάταξη αυτού μεταβάλλεται το αξιόποινο μιας πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα, με αποτέλεσμα την ευμενέστερη μεταχείριση του δράστη ως προς την προβλεπόμενη ποινή, αλλά και τη σμίκρυνση του χρόνου παραγραφής (ΑΠ 945/2022, ΑΠ 841/2020).
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 314 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Ποινικού Κώδικα [και ως εκ τούτου και κατά την τέλεση της παρακάτω αναφερόμενης αξιόποινης πράξης (που έλαβε χώρα στις 23-7-2016)], με τον τίτλο “Σωματική βλάβη από αμέλεια”, “1. Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι όλως ελαφρά, επιβάλλεται κράτηση έως τρεις (3) μήνες ή πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. [Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 3γ’ του άρθρου 24 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α’ 51/12.3.2012. Έναρξη ισχύος 2 Απριλίου 2012)]. 2. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 302 εφαρμόζεται αναλόγως και στην πράξη της προηγούμενης παραγράφου. Στην περίπτωση αυτήν για την ποινική δίωξη απαιτείται πάντοτε έγκληση και δεν εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του επόμενου άρθρου” και σύμφωνα με το επόμενο άρθρο 315 ΠΚ, “1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 308 και 314 η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Δεν απαιτείται έγκληση αν ο υπαίτιος της πράξης του άρθρου 314 ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Η οδήγηση οχήματος εμπίπτει στο προηγούμενο εδάφιο όταν εξυπηρετεί τη βιοποριστική μεταφορά επιβατών ή πραγμάτων. Στην περίπτωση του άρθρου 314, αν η πράξη τελέστηκε κατά την οδήγηση οχήματος και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου του παρόντος, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν”. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του ιδίου ως άνω άρθρου 314 του ισχύσαντος από 1-7-2019 νΠΚ (Ν. 4619/2019, ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019), που επίσης τιτλοφορείται “Σωματική βλάβη από αμέλεια”, “1. Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή ή φυλάκιση έως δύο έτη. Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι εντελώς ελαφρά, επιβάλλεται παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή. 2. Για την ποινική δίωξη της πράξης της προηγούμενης παραγράφου απαιτείται έγκληση. Η δίωξη είναι αυτεπάγγελτη αν ο υπαίτιος ήταν οδηγός οχήματος ή υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Όταν ο υπαίτιος οδηγός οχήματος δεν μεταφέρει επιβάτες ή πράγματα με σκοπό βιοπορισμού, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν. Ακολούθως η παρ. 1 του ως άνω άρθρου 314 ΠΚ τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 67 του Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ Α’ 215/12.11.2021) και αυτό διαμορφώθηκε πλέον ως εξής: “1. Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι βαριά, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη, και αν αυτή είναι εντελώς ελαφρά, επιβάλλεται χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. 2. Για την ποινική δίωξη της πράξης της προηγούμενης παραγράφου απαιτείται έγκληση. Η δίωξη είναι αυτεπάγγελτη αν ο υπαίτιος ήταν οδηγός οχήματος ή υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Όταν ο υπαίτιος οδηγός οχήματος δεν μεταφέρει επιβάτες ή πράγματα με σκοπό βιοπορισμού, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν”. Από την αντιπαραβολή των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι με αυτές δεν μεταβάλλεται ούτε η αντικειμενική, ούτε η υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, οι τελευταίες όμως διατάξεις (μετά την τροποποίηση με το άρθρο 67 του Ν. 4855/2021), που εφαρμόζονται ως νεότερες εν προκειμένω, καθορίζουν ως ποινή φυλάκισης έως δύο (2) έτη, δηλαδή με χαμηλότερο όριο ποινής τις δέκα ημέρες (άρθρο 53 ΠΚ) ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, ενώ με τις διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο τέλεσης της παραπάνω πράξης προβλεπόταν ποινή φυλάκισης με ανώτατο όριο ποινής αυτό των τριών (3) ετών και με χαμηλότερο κατώτατο όριο ποινής φυλάκισης αυτό των δέκα (10) ημερών (ΑΠ 503/2023, ΑΠ 261/2020). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων του προαναφερθέντος άρθρου 314 παρ. 1 και 28 ΠΚ, προκύπτει ότι, στο έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια, η πληρούσα την αντικειμενική υπόσταση αξιόποινη συμπεριφορά συνίσταται στην πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται να μην καταβλήθηκε από τον δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή την οποία κάθε μετρίως, συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της αναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η αμέλεια διακρίνεται σε συνειδητή και σε μη συνειδητή (ασυνείδητη). Συνειδητή αμέλεια υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία ο υπαίτιος πρόβλεψε ότι από τη συμπεριφορά του ήταν δυνατό να προέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, αλλά πίστεψε ότι δεν θα επερχόταν, ενώ μη συνειδητή αμέλεια (ασυνείδητη) υπάρχει όταν ο υπαίτιος δεν πρόβλεψε το αποτέλεσμα, καίτοι όφειλε και μπορούσε να το προβλέψει, εφόσον είχε καταβάλει την προσήκουσα προσοχή, που κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτείται. Εξάλλου, η αντικειμενική απόσταση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης (η διάταξη του άρθρου 314 ΠΚ περιλαμβάνει όλα τα είδη των σωματικών βλαβών των άρθρων 308 – 310 ΠΚ), συνίσταται στην πρόκληση σε άλλον σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας του κατά οποιονδήποτε τρόπο, ενώ η διαφοροποίηση αυτής προσδιορίζεται από το δικαστήριο, αναλόγως των ειδικών περιστάσεων τα οποία προβάλλονται και γίνονται αποδεκτά. Η συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης για το έγκλημα αυτό πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, ενόψει της διαβάθμισης της σωματικής βλάβης, αναλόγως της σπουδαιότητας της σε απλή, εντελώς ελαφρά, η οποία χωρίς να είναι εντελώς επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες και σε ασήμαντη, η οποία είναι αυτή που έχει ήπιες συνέπειες. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει να είναι επίσης αιτιολογημένη ως προς τον προσδιορισμό με ακρίβεια του είδους της σωματικής κάκωσης ή της βλάβης της υγείας του παθόντος, προκειμένου να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο χαρακτηρισμός της σωματικής βλάβης. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την σπουδαιότητα, της σωματικής βλάβης ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να αποφανθεί για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε (ΑΠ 32/2017). Ενόψει της διακρίσεως αυτής το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα δύο είδη αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη, δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 28 ΠΚ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1779/2018, ΑΠ 1279/2018, ΑΠ 1060/2010). Από τις προαναφερθείσες εξάλλου διατάξεις συνάγεται ακόμη ότι το εν λόγω αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια διώκεται εξ επαγγέλματος μόνο στην περίπτωση που αυτό διεπράχθη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του δράστη ή την άσκηση του επαγγέλματος του και ήταν αυτός λόγω της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του υποχρεωμένος να επιδείξει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή. Τέτοια υποχρέωση έχουν και τα πρόσωπα που ασχολούνται συνεχώς ή παροδικά με κάποια δραστηριότητα ή ασκούν επάγγελμα, που απαιτεί ιδιαίτερες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, περίσκεψη και ικανότητα των οποίων η εμπειρία δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στον παθόντα ότι θα επιδείξουν την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή για να αποτρέψουν το εγκληματικό αποτέλεσμα που επήλθε. Ως “υπηρεσία” και ως “επάγγελμα” νοούνται εκείνες οι ενασχολήσεις, οι οποίες ασχέτως του βιοποριστικού ή μη χαρακτήρα τους, προϋποθέτουν ιδιαίτερες γνώσεις, εμπειρία ή τέχνη και περίσκεψη και από τη φύση τους εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για τη σωματική κάκωση της υγείας άλλων ανθρώπων και εντεύθεν απαιτούν για την αποφυγή του κινδύνου τούτου, ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, ήτοι υπέρτερη από εκείνη που επιβάλλεται για την αποφυγή του κινδύνου από τις συνήθεις ενασχολήσεις. Ως “υπηρεσία” νοείται κάθε υπηρεσία υπό την ευρεία αυτής έννοια που κάποιος εκτελεί κατόπιν εντολής της αρχής είτε απευθείας εκ του νόμου, ενώ ως “επάγγελμα” νοείται κάθε κοινωνική δράση του ατόμου προς βιοποριστικό κυρίως σκοπό (ΑΠ 802/2011, ΑΠ 902/2010).
Επίσης, στο άρθρο 291 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ, με τον τίτλο “Διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών”, ορίζεται ότι: “1. Όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της σιδηροδρομικής ή της υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλοΐας, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β’ επήλθε θάνατος. 2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση”. Το άρθρο αυτό από 1-7-2019 μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019), τροποποιήθηκε και με τον τίτλο “Επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών”, διαμορφώθηκε (μετά από την τροποποίηση της παρ. 1 με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 4637/2019, ΦΕΚ Α’ 180/18.11.2019) ως εξής: “1. Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών, α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή συγκοινωνιακών μέσων, β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων ή δ) με παραβίαση των κανόνων τεχνικού ελέγχου ή ασφαλούς φόρτωσης των συγκοινωνιακών μέσων, ε) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες, για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις τιμωρείται: αα) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, ββ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Με τις ίδιες ποινές κατά τις διακρίσεις των στοιχείων α’ έως δ’ της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, εάν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις, όποιος οδηγεί όχημα σταθερής τροχιάς ή κυβερνά πλοίο ή αεροπλάνο χωρίς να είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης. 3. Όποιος στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων από αμέλεια προκαλεί τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας ή οδηγεί επικίνδυνα και έτσι προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Ακολούθως με το άρθρο 60 του Ν. 4855/2021 (ΦΕΚ Α’ 215/12.11.2021), το ίδιο άρθρο 291 ΠΚ, με τον ίδιο τίτλο, δηλαδή “Επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών”, διαμορφώθηκε ως εξής: “1. Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών: α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή συγκοινωνιακών μέσων, β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, δ) με παραβίαση των κανόνων τεχνικού ελέγχου ή ασφαλούς φόρτωσης των συγκοινωνιακών μέσων, ε) με παραβίαση των κανόνων λειτουργίας συστημάτων μη επανδρωμένων αεροσκαφών, στ) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες, για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις τιμωρείται: αα) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, ββ) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Με τις ίδιες ποινές κατά τις διακρίσεις των στοιχείων αα’ έως δδ’ της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, εάν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις, όποιος οδηγεί όχημα σταθερής τροχιάς ή κυβερνά πλοίο ή αεροπλάνο ή χειρίζεται εξ αποστάσεως σύστημα μη επανδρωμένου αεροσκάφους χωρίς να είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης. 3. Όποιος στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων από αμέλεια προκαλεί τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας ή οδηγεί επικίνδυνα και από την πράξη του αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη”. Από την σύγκριση των παραπάνω διατάξεων ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο ως προς την αντικειμενική υπόσταση αλλά και ως προς την προβλεπόμενη ποινή, τυγχάνουν οι ισχύουσες από 1-7-2019 διατάξεις, αφού με αυτές προβλέπεται διαζευκτικά ποινή φυλάκισης έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.
Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι (ΑΠ 100/2023, ΑΠ 861/2022, ΑΠ 1363/2020), ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 100/2023, ΑΠ 861/2022, ΑΠ 501/2020). Δεν είναι όμως απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν δε, εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Περαιτέρω, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021). Εξάλλου κατά το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 1204/2023, ΑΠ 930/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ζακύνθου, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική αυτή διαδικασία μέρος, δηλαδή αυτό που αφορά τον δεύτερο εκκαλούντα – κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Γ. Π. του Π., τα εξής: “Από τις ανωμοτί καταθέσεις των παριστάμενων προς υποστήριξη της κατηγορίας, τις καταθέσεις των μαρτύρων, από τα έγγραφα τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρίσθηκαν στα ίδια πρακτικά, την απολογία του κατηγορούμενου και γενικά από όλη την συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Γ. Π. του Π., κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τύγχανε νομέας και κάτοχος μίας λέμβου – ερασιτεχνικού σκάφους αναψυχής – με στοιχεία “Κ…”, η οποία είχε δηλωθεί στο Λιμεναρχείο το έτος 2005 από τον ιδιοκτήτη της, αλλοδαπό υπήκοο Ηνωμένου Βασιλείου, H. D. J. του G., ο οποίος την είχε παραχωρήσει αρχικά στον πατέρα του ως άνω κατηγορουμένου. Η άδεια πλόων της εν θέματι λέμβου είχε λήξει την 8-2-2009, έκτοτε δε αυτή δεν είχε ελεγχθεί μηχανικά και ως εκ τούτου τύγχανε μη αξιόπλοη, ενώ περαιτέρω δεν διέθετε σωστικά μέσα και παρουσίαζε βλάβες τόσο στον διακόπτη παύσης της λειτουργίας της μηχανής (σχετ. ένορκες καταθέσεις Μ. Δ. και Α. Κ.), όσο και στο σύστημα επιτάχυνσης με συνέπεια αυτό να μην επανέρχεται αυτόματα, αλλά αντιθέτως κατόπιν επιδέξιου χειρισμού του κυβερνήτη (σχετ. ένορκη κατάθεση του Α. Κ.), άπαντες δε οι κατηγορούμενοι τελούσαν εν γνώσει των εν θέματι βλαβών και συνεπεία αυτών, του μη αξιόπλοου της λέμβου. Κατά το επίδικο διάστημα την ως άνω λέμβο κατείχε και συντηρούσε στοιχειωδώς ο πατέρας του παριστάμενου κατηγορουμένου, αμφότεροι δε αυτοί την χρησιμοποιούσαν (σχετ. απολογία παριστάμενου κατηγορουμένου), τελώντας ομοίως εν γνώσει του μη αξιόπλοου αυτής και ως εκ τούτου, ο ως άνω κατηγορούμενος μπορούσε και όφειλε εκ του νόμου να προβεί στην επισκευή της πριν την επίδικη χρήση, πράγμα το οποίο δεν έκανε. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την θερινή περίοδο του 2016 αποφασίσθηκε μεταξύ των κατηγορουμένων η μεταβίβαση της επίδικης λέμβου με αντάλλαγμα ένα ταχύπλοο μέσο, μικρού κυβισμού τύπου jet ski, κυριότητας του κατηγορουμένου, Ι. Ψ. (σχετ. ένορκη κατάθεση μάρτυρος Θ. Π. και απολογία κατηγορουμένου Γ. Π.). Όλα δε τα ανωτέρω κατατείνουν υπέρ της διαρκούς ενασχόλησης του κατηγορουμένου Γ. Π. με θαλάσσια οχήματα, που λόγω της φύσης τους εμφανίζουν μείζονα κίνδυνο και απαιτούν ειδικές τεχνικές γνώσεις, προκειμένου να μην τίθενται σε κίνδυνο η ζωή και η σωματική ακεραιότητα των επιβαινόντων αλλά και τρίτων. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας ο κατηγορούμενος Γ. Π. παρέδωσε την επίδικη λέμβο στον ως άνω συγκατηγορούμενό του, ο οποίος αυτοβούλως τοποθέτησε σε αυτήν μία μηχανή έξι ίππων και επιπλέον άλλαξε την απόχρωσή της από λευκό χρώμα σε πορτοκαλί καλύπτοντας στις παρειές της πλώρης τα στοιχεία της και τον αριθμό λεμβολογίου. Περαιτέρω, για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης αποφασίσθηκε από τους κατηγορουμένους, δοκιμαστικός πλους, ως εξάλλου είθισται σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Για τον λόγο αυτό οι κατηγορούμενοι μετά του Β. Ψ., μετέφεραν την επίδικη λέμβο στον λιμένα του … και μετά από μικρό δοκιμαστικό πλου, εισήλθαν στον κόλπο πλησίον του ξενοδοχείου “…”, όπου την ακινητοποίησαν, ρίχνοντας την άγκυρα, οι δε Γ. Π. και Β. Ψ., αποβιβάστηκαν αυτής και μετέβησαν στην καφετέρια του ως άνω ξενοδοχείου, ενώ ο έτερος κατηγορούμενος Ι. Ψ. παρέμεινε εντός της λέμβου. Εξαιτίας της απεμπλοκής της άγκυρας η επίδικη λέμβος κατευθύνονταν ακυβέρνητη προς τα βράχια, ο δε κατηγορούμενος Ι. Ψ. έπεσε στην θάλασσα και προσπαθούσε με την συνδρομή ενός άγνωστου αλλοδαπού λουόμενου να επαναφέρει την επίδικη λέμβο στο αρχικό σημείο ακινητοποίησης, ώστε να αποφευχθεί σύγκρουσή της με τα βράχια. Αντιλαμβανόμενοι οι έτεροι δύο κατηγορούμενοι το εν λόγω περιστατικό προσέτρεξαν μέσω των βράχων προκειμένου να συνδράμουν τον ως άνω συγκατηγορούμενό τους, ο δε Γ. Π. επιβιβάστηκε στην λέμβο και έθεσε αυτοβούλως σε λειτουργία την μηχανή αυτής, γυρίζοντας τον διακόπτη επιτάχυνσης στο μέγιστο σημείο, τελώντας εν γνώσει τόσο της μη δυνατότητας αυτόματης επαναφοράς του στο ρελαντί λόγω της υφιστάμενης βλάβης, όσο και της έλλειψης μηχανισμού παύσης της λειτουργίας της μηχανής μέσω αναδέτη, βλάβες τις οποίες, ως εξάλλου προελέχθη, γνώριζε και όφειλε να επισκευάσει, πίστευε ωστόσο ότι εδύνατο να πλοηγήσει την επίδικη λέμβο με ασφάλεια, λόγω επανειλημμένης χρήσης αυτής στο παρελθόν. Απόρροια όλων των ανωτέρω ήταν η λέμβος να αναπτύξει απότομα επιτάχυνση και ταχύτητα, πολύ μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη στην περιοχή και συγκεκριμένα, άνω των πέντε κόμβων (σχετ. ένορκες καταθέσεις Δ., Κ. και Κ.), με συνέπεια ο κυβερνήτης Γ. Π. να μην μπορέσει να επαναφέρει τον μηχανισμό επιτάχυνσης στην αρχική του θέση, πολλώ δε μάλλον να ακινητοποιήσει την λέμβο ελλείψει σχετικού αναδέτη. Συνεπεία όλων των ανωτέρω ήταν ο εν λόγω άπειρος οδηγός να κατευθυνθεί με την επίδικη λέμβο προς την παραλία του … και αφού διαπέρασε τις υφιστάμενες σημαδούρες, διήλθε μέσω των λουσμένων και εμβόλισε τον ανήλικο Θ. Γ. του Χ., που εκείνη τη στιγμή κολυμπούσε, ενώ λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν την σύγκρουση πρόλαβε ο ίδιος και έπεσε στην θάλασσα με συνέπεια η επίδικη λέμβος να εξέλθει ακυβέρνητη στην παραλία και να ακινητοποιηθεί. Κατόπιν ο εν λόγω κατηγορούμενος, αποχώρησε πάραυτα από το σημείο, χωρίς να καταστεί αντιληπτός από τους λουσμένους, προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψή του, όπως εξάλλου παραδέχθηκε ο ίδιος στον έτερο συγκατηγορούμενό του, Β. Ψ., μετά το συμβάν. Η επίδικη σύγκρουση υπήρξε απότοκος των μηχανικών βλαβών της λέμβου που καθιστούσαν αυτήν μη αξιόπλοη, σε συνδυασμό με την έλλειψη συστήματος αυτόματης απενεργοποίησης της μηχανής (αναδέτη με κορδόνι), όπως εξάλλου κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας, Α. Κ. και Μ. Δ., σε συνδυασμό με την απειρία ως προς τον χειρισμό αυτής του κατηγορουμένου, Γ. Π., ο οποίος αν και τελούσε εν γνώσει του μη αξιόπλοου της λέμβου, έθεσε αυτήν σε λειτουργία και ανέλαβε αυτοβούλως να την πλοηγήσει. Η συμπεριφορά αυτή του ως άνω κατηγορουμένου κρίνεται ως ασυνείδητη αμέλεια. Και τούτο διότι ο εν λόγω ως χειριστής της επίδικης λέμβου, κατά την πλοήγηση αυτής και κατά παράβαση των κανόνων της ναυσιπλοΐας και ακολουθώντας λανθασμένη τεχνική πλοήγησης, έθεσε τον επιταχυντή στη μέγιστη κλίμακα και πρόβλεψε τη δυνατότητα επαναφοράς αυτού σε χαμηλότερες στροφές, με αποτέλεσμα να απωλέσει τον έλεγχο της λέμβου, να κατευθυνθεί προς την παραλία και να τραυματίσει τον ως άνω παθόντα, αποτέλεσμα το οποίο δεν προέβλεψε… Ήτοι η συμπεριφορά αυτή του κατηγορούμενου στοιχειοθετεί την υποκειμενική υπόσταση της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρά υποχρέου (άρ. 28 σε συνδ. με άρ. 314 και 315), λόγω του επαγγέλματός του και αδιαφόρως εάν το βιοποριστικό του επάγγελμα ήτα άλλο. Και τούτο διότι ως επάγγελμα κατά την έννοια του άρθρου 315 ΠΚ, εισάγοντας δύο εξαιρέσεις από τον κανόνα της κατ’ έγκληση δίωξης, δεν νοείται και μόνο εκείνο που αποφέρει εισόδημα προς βιοπορισμό αλλά και κάθε ενασχόληση κοινωνική…, όπως εν προκειμένω του ερασιτέχνη βαρκάρη, που εξαιτίας της φύσης του εμφανίζει μείζονα κίνδυνο και απαιτεί ορισμένες ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις, για να μην τίθενται σε κίνδυνο η ζωή και η σωματική ακεραιότητα των επιβαινόντων ή και τρίτων. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ουδεμία αιτιώδης συνάφεια υφίσταται μεταξύ του ζημιογόνου αποτελέσματος και της συμπεριφοράς του πρώτου κατηγορουμένου, Ι. Ψ. του Γ., δεδομένου ότι αυτός δεν είχε επιβιβαστεί στην επίδικη λέμβο αλλά αντιθέτως παρέμεινε στα βράχια, ούτε εξάλλου παρότρυνε τον ως άνω συγκατηγορούμενό του για την πλοήγηση της βάρκας, όπως εξάλλου προκύπτει και από την απολογία του τελευταίου. Αντιθέτως, ο κατηγορούμενος Γ. Π. επιλήφθηκε αυτοβούλως δεδομένου ότι ο ίδιος είχε πλοηγήσει κατά το παρελθόν την επίδικη λέμβο, ενώ σε διαφορετική περίπτωση δεν θα επενέβαινε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ο κατηγορούμενος Ι. Ψ. του Γ., να απαλλαγεί της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης, λόγω μη στοιχειοθέτησης στο πρόσωπο του της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος του άρθρου 314 παρ. 1 σε συνδ. με άρ. 315 και 28 ΠΚ και να κηρυχθεί ένοχος της διατάραξης της ασφάλειας υδάτινης συγκοινωνίας από αμέλεια από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, διότι αυτός από αμέλεια, έθεσε σε λειτουργία την επίδικη λέμβο, πραγματοποιώντας μικρό πλου, από τον λιμένα … μέχρι την ακινητοποίηση αυτής πλησίον του ξενοδοχείου “…”, ήτοι πριν το επίδικο συμβάν, από τον οποίο πλου εδύνατο να ανακύψει κίνδυνος για άνθρωπο, όπως και τελικά ανέκυψε κατά την πλοήγησή της από τον έτερο κατηγορούμενο Γ. Π.. Συνέπεια της επίδικης σύγκρουσης ήταν ο βαρύς τραυματισμός του ανήλικου παθόντος, ο οποίος υπέστη ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα βρεγματικά δεξιά με συνοδό μικρής έκτασης, περιεστιακό οίδημα και παρεκτόπιση της μέσης γραφής προς τα αριστερά, μικρό οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωπιαία και κροταφικά αριστερά, κάταγμα δεξιού βρεγματικού οστού, συνεπεία των οποίων διακομίστηκε άμεσα στο ΠΝ …, όπου υποβλήθηκε σε αποσυμπιεστική κρανιεκτομία δεξιά και αφαίρεση του υποσκληριδίου, ενώ μετά την χειρουργική επέμβαση εμφάνισε αρχικά αριστερή ημιπάρεση, η οποία βελτιώθηκε σημαντικά αλλά παρέμεινε υπολειμματική πάρεση της κίνησης των δακτύλων του άνω άκρου αριστερά και μικρή ασυμετρία κατά την παρατήρηση της βάδισης. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά κατατέθηκαν με σαφήνεια και ευκρίνεια αλλά και από ιδία κυρίως αντίληψη από τους αυτόπτες μάρτυρες Ε. Π. – μητέρα του ανήλικου τέκνου και B. V. του H., η κατάθεση της οποίας αναγνώσθηκε στο ακροατήριο ενόψει του ότι δεν αντέλεξαν οι κατηγορούμενοι κατ’ άρθρο 361 ΚΠΔ, οι ως άνω δε καταθέσεις επιβεβαιώνονται στο σύνολο τους από τις αναγνωσθείσες στο ακροατήριο, καταθέσεις των λοιπών απολιπομένων μαρτύρων καθώς και από το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας. Αναφορικά με τις μηχανικές βλάβες της επίδικης λέμβου και του μη αξιόπλοου αυτής, χαρακτηριστικές είναι οι ένορκες καταθέσεις των Μ. Δ., Α. Κ. και Α. Κ., οι οποίοι περαιτέρω επιβεβαίωσαν την αυξημένη ταχύτητα με την οποία κινούνταν η επίδικη λέμβος και την μη ύπαρξη κυματισμού στην θαλάσσια περιοχή. Οι ως άνω καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων δεν δύνανται να αναιρεθούν από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, Δ. Κ. – Β. του Π., για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο διατηρεί εύλογες και βάσιμες αμφιβολίες. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται πρωτίστως από το ότι ο ως άνω μάρτυρας κατά την κατάθεσή του υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων αναφορικά με την επέλευση του επίδικου περιστατικού. Ενισχυτικό της κρίσης αυτής συνιστά το γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν εξετάσθηκε κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης αλλά αντιθέτως το πρώτον στην πολιτική δίκη συνεπεία της άσκησης αγωγής από τους γονείς του ανήλικου παθόντος σε βάρος των κατηγορουμένων, οι υπόνοιες δε ως προς την αξιοπιστία αυτού προκλήθηκαν και κατά τη πρωτόδικη ποινική δίκη, φθάνοντας ο ίδιος στο σημείο να καταθέσει χαρακτηριστικά “δεν θα ερχόμουν να ψευδομαρτυρήσω ούτε για το ίδιο μου το παιδί” (σχετ. σελ. 16 της υπ’ αριθμ. 387, 421/2021 απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Ζακύνθου). Ο εν λόγω μάρτυρας επιχείρησε να πείσει το Δικαστήριο για την αυτοπρόσωπη παρουσία του στο επίδικο συμβάν, καταθέτοντας ότι η βάρκα καθ’ όλη τη διάρκεια του πλου ήταν ακυβέρνητη, πράγμα το οποίο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις καταθέσεις των ανωτέρω αυτοπτών μαρτύρων, η ενέργειά του δε αυτή αποσκοπούσε στην επίρρωση των ισχυρισμών του κατηγορουμένου Γ. Π., ότι δηλαδή αυτός αμέσως μετά την επιβίβασή του στην επίδικη λέμβο έχασε την ισορροπία του και έπεσε στην θάλασσα και ως εκ τούτου η βάρκα συνέχισε ακυβέρνητη την πορεία της, ώστε το επίδικο συμβάν να μην συνδέεται αιτιωδώς με την συμπεριφορά του. Περαιτέρω, ο εν λόγω μάρτυρας προκειμένου να πείσει για την αυτοπρόσωπη παρουσία του, κατέθεσε ότι κατά τη διάρκεια του επίδικου συμβάντος δεν υπήρχαν στην παραλία αρκετοί λουσμένοι, πράγμα το οποίο δεν προέκυψε από τις λοιπές ένορκες καταθέσεις λαμβανομένης υπ’ όψιν της ημέρας και ώρας που έλαβε χώρα το επίδικο περιστατικό 17:40 της 23-7-2016 και της παραλίας, η οποία είναι μία από τις πλέον πολυσύχναστες κατά τη θερινή περίοδο, ενώ σε άλλο σημείο της εξέτασής του κατέθεσε ότι με την επέλευση της σύγκρουσης μαζεύτηκε πολύς κόσμος, με συνέπεια να ανακύπτει ανακολουθία με τα προελεχθέντα του. Επιπροσθέτως, στην προσπάθειά του να αιτιολογήσει ότι το επίδικο περιστατικό ήταν άκρως συγκυριακό κατέθεσε ότι η μητέρα του ανήλικου παθόντος βρισκόταν στην παραλία και όχι μέσα στην θάλασσα, εν αντιθέσει με τους λοιπούς αυτόπτες μάρτυρες και ότι προηγουμένως η ίδια είχε απαγορεύσει στον ανήλικο να πάει στην πισίνα του παρακείμενου ξενοδοχείου, όπως επίμονα ο ίδιος τής ζητούσε, χωρίς ωστόσο ο εν λόγω μάρτυρας να δύναται να αιτιολογήσει πως είναι δυνατόν να συγκρατήσει στην μνήμη του τέτοιες λεπτομέρειες και δη από ένα παιδί με το οποίο ουδεμία σχέση διατηρούσε και αντίκρυζε για πρώτη φορά. Όλα τα ανωτέρω σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας αν και όπως ο ίδιος κατέθεσε τελεί σε συγγενική σχέση με τον κατηγορούμενο Γ. Π., ουδόλως συνέδραμε αυτόν μετά το επίδικο περιστατικό και δη κατά την απώλεια των αισθήσεών του εξαιτίας της ταραχής που αισθάνθηκε, ούτε εξάλλου ενημέρωσε τους οικείους αυτού, ενισχύουν τις αμφιβολίες του Δικαστηρίου ότι ο εν λόγω (μάρτυρας) δεν υπήρξε παρών στο επίδικο περιστατικό, η όλη του δε ενέργεια κατέτεινε στο να πείσει το Δικαστήριο ότι η επίδικη σύγκρουση δεν συνδέεται αιτιωδώς με την συμπεριφορά του κατηγορουμένου Γ. Π….Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος Γ. Π., αρνούμενος θεμελιωτικά της κατηγορίας περιστατικά, δεν μπόρεσε ωστόσο να δώσει σαφείς και πειστικές απαντήσεις αναφορικά με την επέλευση του επίδικου περιστατικού και των αιτιών της πτώσης του, παρόλο που ερωτήθηκε επανειλημμένως από το Δικαστήριο. Αντιθέτως ο ίδιος προς επίρρωση των υπερασπιστικών του ισχυρισμών, κατέθεσε ότι διήνυσε με την επίδικη λέμβο μία απόσταση 15-20 μέτρων περίπου, κατά την οποία απώλεσε την ισορροπία του, πιθανόν εξαιτίας του κυματισμού και αφού έπεσε στην θάλασσα, περισυνελέγη από πλεούμενο τουριστικό σκάφος, η δε λέμβος συνέχισε ακυβέρνητη την πορεία της, κατευθυνόμενη λοξώς προς την παραλία …. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου καταλύεται στο σύνολο του από τις ένορκες καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, ο αποκλεισμός δε του κύματος στην ευρύτερη περιοχή επιβεβαιώθηκε από τον μάρτυρα Δ., ενώ οι λοιποί εμπειρογνώμονες Κ. και Κ. απέκλεισαν κατηγορηματικά την πτώση εξαιτίας της αυξημένης ταχύτητας της λέμβου. Σε κάθε περίπτωση και αληθείς υποτιθέμενοι οι ως άνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου δεν ήταν δυνατόν, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα κοινής πείρας, η επίδικη λέμβος να ακολουθήσει δεξιά λοξή πορεία, αλλά αντιθέτως ευθεία και δη κατευθυνόμενη αυτή προς το πέλαγος, ενώ πολύ πιθανή κρίνεται υπό τα ανωτέρω επικαλούμενα περιστατικά (λοξή δεξιά πορεία), η περιστροφή της λέμβου γύρω από τον άξονά της, με συνέπεια όλα τα ανωτέρω να ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος έπεσε στην θάλασσα λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν την επίδικη σύγκρουση και δη αυτοβούλως και όχι συνεπεία κυματισμού ή υψηλής ταχύτητας. Περαιτέρω, σε περίπτωση διάσωσής του από πλεούμενο σκάφος, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, αυτός θα αποβιβαζόταν στον λιμένα … και θα προσέρχονταν στο επίδικο σημείο μέσω της παραλίας και όχι από τον δρόμο, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας υπεράσπισής του, ενώ συνακόλουθα ο κυβερνήτης του εν λόγω σκάφους θα κατέθετε προανακριτικά στους λιμενικούς υπαλλήλους, δεδομένης της διάσωσης ανθρώπου και της επέλευσης του επίδικου ατυχήματος που έγινε άμεσα ευρέως γνωστό. Συνακόλουθα, ο υπολογισμός από τον κατηγορούμενο της απόστασης κατά την πτώση του στην θάλασσα, ήτοι 15-20 μέτρα, αναιρείται από τις απολογίες των δύο άλλων συγκατηγορουμένων του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπου αμφότεροι την υπολόγισαν σε 100-150 μέτρα. Εκ των ανωτέρω πραγματικών αποδειχθέντων συνάγεται ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος έπεσε στην θάλασσα λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν την επίδικη σύγκρουση, η επέλευση δε του επίδικου ατυχήματος οφείλεται σε αποκλειστική του υπαιτιότητα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται στο Δικαστήριο ως προς τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των αξιοποίνων πράξεων από τον κατηγορούμενο Γ. Π. του Π. και ως εκ τούτου, πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος αυτών, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό”. Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο κήρυξε τον ως άνω εκκαλούντα – κατηγορούμενο Γ. Π. και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο του ότι: α) “στο … στις 23 Ιουλίου 2016 και περί ώρα 17:40, ενώ ήταν υπόχρεος ως νομέας, κάτοχος και κυβερνήτης ερασιτεχνικού σκάφους αναψυχής, σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, που όφειλε από τις περιστάσεις και εδύνατο να καταβάλει, προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την παρακάτω πράξη του. Συγκεκριμένα, ο ως άνω κατηγορούμενος ήταν νομέας και κάτοχος μίας λέμβου – ερασιτεχνικού σκάφους αναψυχής – με στοιχεία “Κ…”, η οποία είχε δηλωθεί στο Λιμεναρχείο ως κυριότητας του αλλοδαπού υπηκόου Ηνωμένου Βασιλείου H. D. J. του G., το 2005, και διέθετε άδεια εκτέλεσης πλόων, η οποία έληξε στις 8-7-2009, και έκτοτε μεταβιβάζονταν χωρίς να γίνει δήλωση στο λιμεναρχείο …. Στο πλαίσιο άτυπης μεταβίβασης της επίδικης λέμβου, ο κατηγορούμενος Γ. Π. παρέδωσε αυτήν κατά την θερινή περίοδο του 2016, στον συγκατηγορούμενό του, Ι. Ψ., στην οποία αυτός τοποθέτησε μία μηχανή 6 ίππων και επιπλέον άλλαξε το χρώμα της λέμβου από λευκό – πορτοκαλί σε λευκό χωρίς αναγραφή στις παρίες της πλώρας του ονόματος του σκάφους, λεμβολογίου κ.λ.π. και χωρίς να προβούν σε σχετική δήλωση στο λιμεναρχείο της μεταβίβασης, της αλλαγής χρώματος και της τοποθέτησης κι άλλης μηχανής κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 13 § 2 και 3, 5 § 6 του Αρ. 23 Γενικού Κανονισμού Λιμένα. Επιπλέον το σκάφος δεν ήταν αξιόπλοο δεδομένου ότι ο διακόπτης σβησίματος της μηχανής με τον αναδέτη – κορδόνι, ο οποίος προκαλεί τη διακοπή της λειτουργίας της μηχανής σε περίπτωση που ο χειριστής εκτιναχθεί μακριά από τη θέση του χειριστή, δεν ήταν λειτουργικός. Οι Ι. Ψ., Γ. Π. και Β. Ψ., ενώ το σκάφος δεν ήταν αξιόπλοο, το έριξαν στη θάλασσα στην περιοχή του …και το οδηγούσαν εναλλάξ γνωρίζοντας όλες τις ανωτέρω πλημμέλειες, τη μη λειτουργικότητα του διακόπτη σβησίματος της μηχανής, την έλλειψη σωστικών μέσων, πραγματοποιώντας μικρό πλου στον κόλπο …και εν συνεχεία ακινητοποίησαν την επίδικη λέμβο πλησίον του ξενοδοχείου “…”, ρίχνοντας την άγκυρα και αποβιβάστηκαν αυτής ο κατηγορούμενος Γ. Π. και ο Β. Ψ. του Γ., οι οποίοι μετέβησαν στην καφετέρια του ως άνω ξενοδοχείου όπου και παρέμειναν, ενώ ο έτερος κατηγορούμενος Ι. Ψ. του Γ., παρέμεινε εντός της βάρκας. Εξαιτίας της απεμπλοκής της άγκυρας, η επίδικος λέμβος κατευθύνονταν ακυβέρνητη προς τα βράχια, ο δε κατηγορούμενος Ι. Ψ. έπεσε στην θάλασσα και προσπαθούσε με την συνδρομή ενός άγνωστου λουόμενου να την επαναφέρει στο αρχικό σημείο ακινητοποίησης της. Αντιλαμβανόμενοι οι έτεροι δύο το εν λόγω περιστατικό προσέτρεξαν αμφότεροι μέσω των βράχων προκειμένου να συνδράμουν τον ως άνω κατηγορούμενο και να επαναφέρουν την βάρκα προς την θάλασσα ώστε να μην συγκρουστεί αυτή με τα βράχια. Για τον λόγο αυτό ο κατηγορούμενος Γ. Π. κατάφερε και επιβιβάστηκε στην λέμβο και έθεσε σε λειτουργία την μηχανή αυτής, γυρίζοντας τον διακόπτη επιτάχυνσης στο μάξιμουμ και τελώντας εν γνώσει του γεγονότος ότι αφενός μεν καθίστατο δύσκολη η επαναφορά αυτού στο ρελαντί λόγω μηχανικής του βλάβης, αφετέρου δε του ότι δεν υφίστατο σύστημα παύσης λειτουργίας της μηχανής μέσω αναδέτη με κορδόνι. Απόρροια όλων των ανωτέρω ήταν η λέμβος να αναπτύξει απότομα επιτάχυνση και ταχύτητα, πολύ μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στην περιοχή, λόγω της παρακείμενης παραλίας και των λουσμένων, ήτοι άνω των πέντε κόμβων, με συνέπεια ο οδηγός Γ. Π. να μην μπορέσει να επαναφέρει τον μηχανισμό επιτάχυνσης στην αρχική του θέση, ώστε να μειωθεί η ταχύτητα και ως εκ τούτου απώλεσε τον έλεγχο της επίδικης λέμβου με συνέπεια αυτή να κατευθυνθεί προς την παραλία του … και να τραυματίσει τον λουόμενο ανήλικο Θ. Γ. του Χ. που εκείνη τη στιγμή κολυμπούσε, με συνέπεια να υποστεί αυτός ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα βρεγματικά δεξιά με συνοδό μικρής έκτασης, περιεστιακό οίδημα και παρεκτόπιση της μέσης γραφής προς τα αριστερά, μικρό οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωπιαία και κροταφικά αριστερά, κάταγμα δεξιού βρεγματικού οστού, συνεπεία των οποίων διακομίστηκε άμεσα στο ΠΝ …, όπου υποβλήθηκε σε αποσυμπιεστική κρανιεκτομία δεξιά και αφαίρεση του υποσκληριδίου, ενώ μετά την χειρουργική επέμβαση εμφάνισε αρχικά ημιπάρεση αριστερά, η οποία βελτιώθηκε σημαντικά, αλλά παρέμεινε υπολειμματική πάρεση της κίνησης των δακτύλων του άνω άκρου αριστερά και μικρή ασυμετρία κατά την παρατήρηση της βάδισης”, β) “στο … στις 23 Ιουλίου 2016 και περί ώρα 17:40, ως κυβερνήτης ερασιτεχνικού σκάφους αναψυχής, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, διατάραξε την ασφάλεια της υδάτινης συγκοινωνίας, από την πράξη του δε αυτή προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, δεν προέβλεψε δε το αποτέλεσμα της πράξης του. Ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρόνο ο εν λόγω κατηγορούμενος επιβιβάστηκε με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, Ι. και Β. Ψ. του Γ., στο σκάφος “Κ…”, το οποίο κυβερνούσαν όλοι εναλλάξ, ενώ γνώριζαν ότι δεν διέθετε άδεια εκτέλεσης πλόων και δεν είχε ελεγχθεί από το έτος 2009 από μηχανικό προκειμένου να κριθεί εάν ήταν αξιόπλοο, δεν διέθετε καθόλου σωστικά μέσα, ο διακόπτης σβησίματος μηχανής ήταν μη λειτουργικός, παρέλειψαν δε να τον τοποθετήσουν στο σώμα τους κατά την διακυβέρνηση του πλοίου και έθεσαν σε λειτουργία τη μηχανή του σκάφους στην ανώτατη ισχύ της προωθητικής της δύναμης, παρόλο που δεν είχαν εμπειρία στο χειρισμό της και πραγματοποίησαν περιηγητικό πλου στον κόλπο του …όπου υπάρχει πολυσύχναστη παραλία, με αποτέλεσμα να διαταράξουν την ασφάλεια της υδάτινης συγκοινωνίας και συγκεκριμένα, δεν προέβλεψαν ότι με την ενέργειά τους αυτή δημιουργούσαν κίνδυνο στα λοιπά σκάφη και στους λουσμένους από την πορεία της λέμβου. Περαιτέρω, ενώ ακινητοποίησαν την επίδικη λέμβο στο κόλπο πλησίον του ξενοδοχείου “…”, ο ως άνω κατηγορούμενος Γ. Π., επιχειρώντας να συνδράμει τον συγκατηγορούμενό του Ι. Ψ. στην προσπάθεια αυτού να επαναφέρει την βάρκα προς την θάλασσα λόγω απεμπλοκής της άγκυρας, επιβιβάστηκε στην επίδικη λέμβο και έθεσε σε λειτουργία την μηχανή αυτής, γυρίζοντας τον διακόπτη επιτάχυνσης στο μάξιμουμ και τελώντας εν γνώσει του γεγονότος ότι αφενός μεν, καθίστατο δύσκολη η επαναφορά αυτού στο ρελαντί λόγω μηχανικής του βλάβης, αφετέρου δε, του ότι δεν υφίστατο σύστημα παύσης λειτουργίας της μηχανής μέσω αναδέτη με κορδόνι. Απόρροια όλων των ανωτέρω ήταν η λέμβος να αναπτύξει απότομα επιτάχυνση και ταχύτητα, πολύ μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στην περιοχή, λόγω της παρακείμενης παραλίας και των λουσμένων, ήτοι άνω των πέντε κόμβων, με συνέπεια ο οδηγός Γ. Π. να μην μπορέσει να επαναφέρει τον μηχανισμό επιτάχυνσης στην αρχική του θέση, ώστε να μειωθεί η ταχύτητα και ως εκ τούτου απώλεσε τον έλεγχο της επίδικης λέμβου με συνέπεια αυτή να κατευθυνθεί προς την παραλία του … και να τραυματίσει τον λουόμενο ανήλικο Θ. Γ. του Χ., που εκείνη τη στιγμή κολυμπούσε, με συνέπεια να υποστεί αυτός ενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα βρεγματικά δεξιά με συνοδό μικρής έκτασης, περιεστιακό οίδημα και παρεκτόπιση της μέσης γραφής προς τα αριστερά, μικρό οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωπιαία και κροταφικά αριστερά, κάταγμα δεξιού βρεγματικού οστού, συνεπεία των οποίων διακομίστηκε άμεσα στο ΠΝ …, όπου υποβλήθηκε σε αποσυμπιεστική κρανιεκτομία δεξιά και αφαίρεση του υποσκληριδίου, ενώ μετά την χειρουργική επέμβαση εμφάνισε αρχικά ημιπάρεση αριστερά, η οποία βελτιώθηκε σημαντικά αλλά παρέμεινε υπολειμματική πάρεση της κίνησης των δακτύλων του άνω άκρου αριστερά και μικρή ασυμετρία κατά την παρατήρηση της βάδισης”.
Με τους δύο αλληλοσυμπληρούμενους δύο πρώτους λόγους κατά το ορθό νοηματικό περιεχόμενο τους, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την εκ μέρους του τέλεση των παραπάνω δύο αξιόποινων πράξεων, δηλαδή της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια αλλά και της διατάραξης ασφάλειας υδάτινης συγκοινωνίας από αμέλεια με κίνδυνο για άνθρωπο και προσάπτει σ’ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση) την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, σχετική πλημμέλεια. Με τις προαναφερθείσες παραδοχές που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για αμφότερες τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις του, αφού εκτίθενται σ’ αυτή/(απόφαση) με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω δύο εγκλημάτων, για τα οποία αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις, από τις οποίες το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αφορούν τα προαναφερθέντα άρθρα που προβλέπουν και τιμωρούν τις ως άνω δύο αξιόποινες πράξεις, οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις των οποίων συντρέχουν στην κρινόμενη υπόθεση και ορθά εφαρμόσθηκαν, χωρίς να παραβιασθούν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο και συγκεκριμένα, οι ανωμοτί καταθέσεις των δύο προαναφερθέντων που παραστάθηκαν προς υποστήριξη των εις βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, κατηγοριών, οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας απόφασης και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και η απολογία του ίδιου του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, περαιτέρω δε, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο χρόνος αλλά και οι λοιπές περιστάσεις και συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκαν εκ μέρους του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος οι παραπάνω δύο αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες αυτός κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται ακόμη οι παραδοχές που οδηγούν στην τέλεση των ως άνω αξιοποίνων πράξεων εκ μέρους του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι η ως άνω λέμβος παρουσίαζε βλάβες στον διακόπτη παύσης της λειτουργίας της μηχανής, αλλά και στο σύστημα επιτάχυνσης, με συνέπεια αυτό να μην επανέρχεται αυτόματα και ως εκ τούτου αυτός όφειλε και μπορούσε να προβλέψει, ότι από την οδήγησή της μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους, ενώ εκτίθεται ακόμη ότι στην προσπάθειά του να ακινητοποιήσει την παραπάνω λέμβο, επιβιβάστηκε σ’ αυτή και έθεσε σε λειτουργία την μηχανή της γυρίζοντας τον διακόπτη επιτάχυνσης στο maximum, παρότι ήταν δύσκολη η επαναφορά “στο ρελαντί” λόγω μηχανικής βλάβης, όπως ήδη αναφέρθηκε, αλλά και ότι δεν υπήρχε σύστημα παύσης λειτουργίας της μηχανής μέσω αναδέτη με κορδόνι. Εκτίθεται ακόμη ότι η ενέργειά του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αναπτύξει η λέμβος απότομα επιτάχυνση και μεγάλη ταχύτητα, το όριο της οποίας δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς, υπερέβαινε όμως τα πέντε μίλια ωριαίως και ακυβέρνητη πλέον, κατευθύνθηκε προς την παραλία και κατά την ανέλεγκτη πορεία της επέπεσε στον λουόμενο ανήλικο Θ. Γ. του Χ., ο οποίος τραυματίσθηκε κατά τα προαναφερθέντα, αποτέλεσμα που δεν προέβλεψε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, καίτοι όφειλε και μπορούσε να το προβλέψει, εφόσον είχε καταβάλει την προσήκουσα προσοχή, που κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτείται, ενώ προσδιορίζεται επί πλέον στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ως άνω (αμελούς) συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και του τραυματισμού του προαναφερθέντος ανηλίκου. Κατά συνέπεια, οι ως άνω δύο πρώτοι λόγοι αναφερόμενοι σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την εκ μέρους του τέλεση των παραπάνω δύο αξιοποίνων πράξεών του, είναι αβάσιμοι, ενώ οι υπόλοιπες αιτιάσεις που συμπεριλαμβάνονται στους δύο πρώτους αυτούς λόγους και αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος του αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 326 ΚΠΔ: “1. Ο αρμόδιος εισαγγελέας πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημόσια συνεδρίαση επιδίδει στον κατηγορούμενο που παραπέμπεται να δικαστεί σε οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο, κατάλογο των μαρτύρων που θα εξεταστούν. Ο κατάλογος αυτός μπορεί να καταγραφεί στο σώμα και μάλιστα στο τέλος του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης για εμφάνιση. Στις περιπτώσεις των άρθρων 353 παρ. 1 και 363 δεν χρειάζεται η επίδοση καταλόγου σύμφωνα με αυτό το άρθρο. 2. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας για τους μάρτυρες που κλητεύει ο ίδιος”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την πρώτη εξ αυτών καθιερώνεται υποχρέωση τόσο του Εισαγγελέα όσο και του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας για γνωστοποίηση προς τον κατηγορούμενο των ονομάτων των ουσιωδών εξεταστέων στην επικείμενη ακροαματική διαδικασία μαρτύρων τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν από αυτή, ώστε με τον τρόπο αυτόν να διασφαλίζεται η προετοιμασία της υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, αποτρέποντας ενδεχόμενο αιφνιδιασμό του σχετικά με τα πρόσωπα που θα καταθέσουν στο ακροατήριο, ενώ η σχετική αυτή επίδοση που σκοπό έχει, όπως ήδη αναφέρθηκε, να λάβει ο κατηγορούμενος γνώση των μαρτύρων που θα εξεταστούν και να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, γίνεται μια φορά και δεν απαιτείται νέα γνωστοποίηση σε κάθε αναβολή της δίκης (ΑΠ 727/2021, ΑΠ 1159/2010, ΑΠ 590/2009). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, ως λόγος για να αναιρεθεί η απόφαση μπορεί να προταθεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 ΚΠΔ), κατά δε το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα υπάρχει, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της EE (ΑΠ 1607/2023). Με τον τρίτο αναιρετικό λόγο ο αναιρεσείων εκθέτει ότι κατόπιν σχετικού προς τούτο υποβληθέντος εκ μέρους των ως άνω υποστηριζόντων εις βάρος τους κατηγοριών, εξετάσθηκε ενώπιον του παραπάνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, μάρτυρας, παρά την αντίθεσή του και τις ρητές αντιρρήσεις του προς τούτο και ισχυριζόμενος ότι παραβιάσθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την υπεράσπισή του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 510, παρ. 1, στοιχ. Α’ ΚΠΔ, απορρέουσα πλημμέλεια. Από την επιτρεπτή για την βασιμότητα του προαναφερθέντος αναιρετικού λόγου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία σημειωτέον δεν έχουν προσβληθεί ως πλαστά, ούτε ζητήθηκε η διόρθωσή τους, προκύπτει ότι μετά την νομιμοποίηση των διαδίκων έλαβαν χώρα τα εξής: “Μετά ταύτα πήρε το λόγο ο Εισαγγελέας, ο οποίος απήγγειλε με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία και είπε ότι για να την υποστηρίξει κάλεσε τους μάρτυρες που αναφέρονται κάτω από το κατηγορητήριο και πρότεινε ν’ αναγνωσθούν τα έγγραφα που αναφέρονται στο κάτω μέρος του κατηγορητηρίου. Τα ονόματα των μαρτύρων αυτών εκφώνησε ο Πρόεδρος και βρέθηκαν παρόντες οι 1η, 2ος, 3ος και 4ος και απόντες οι 5ος, 6η, 7ος, 8ος και 9ος. Στη συνέχεια ο συνήγορος των παριστάμενων προς υποστήριξη της κατηγορίας προέβαλε το αίτημα εξέτασης ως μάρτυρα του πραγματογνώμονα Κ. Α.. Ο συνήγορος του δεύτερου κατηγορουμένου προέβαλε αντίρρηση στην εξέτασή του, λέγοντας ότι δεν είχε γίνει γνωστοποίηση εξέτασης μάρτυρα με επίδοση στον Εισαγγελέα.
Ο Εισαγγελέας, αφού πήρε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να εξεταστεί ο προτεινόμενος μάρτυρας, λέγοντας ότι δεν είναι αναγκαία η επίδοση των μαρτύρων της παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας στον Εισαγγελέα”. Κατόπιν το δικαστήριο ύστερα από διάσκεψη, απέρριψε κατά πλειοψηφία την υποβληθείσα ένσταση, αναφέροντας ύστερα από την παράθεση σχετικής νομικής σκέψης, τα εξής: “Στην προκείμενη περίπτωση η ένσταση του δευτέρου κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως ουσία και νόμω αβάσιμη διότι από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως δηλώσεις γνωστοποίησης μαρτύρων των υποστηριζόντων την κατηγορία, οι οποίες επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 326 παρ. 1 ΚΠΔ, στους κατηγορουμένους (σχετ. οι υπ’ αριθμ. 3471 και 3472/23-9-2022 εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ζακύνθου, Κ. Κ.), συνάγεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη γνωστοποίηση προς αμφότερους τους κατηγορουμένους, της εξέτασης, κατά την αρχική δικάσιμο της 4-10-2022 ή όποτε μετ’ αναβολή συζητούνταν η υπόθεση, του μάρτυρα Α. Κ., χωρίς ωστόσο να απαιτείται και κοινοποίηση της σχετικής δήλωσης στον Εισαγγελέα Πλημ/κών, δεδομένου ότι ουδέν σχετικό ορίζεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις”. Με αυτά που (κατά πλειοψηφία) δέχθηκε το δικαστήριο, ορθά εφήρμοσε τις σχετικές διατάξεις, αφού ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας δεν έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον εισαγγελέα τους μάρτυρες που κλητεύει ο ίδιος και ως εκ τούτου ο σχετικός (τρίτος) λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία, λόγω της εξέτασης του ως άνω μάρτυρος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 ΚΠΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικαστεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου (κλητηρίου θεσπίσματος) που περιέχει μεταξύ των άλλων, ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ώστε να μπορεί αυτός να λάβει γνώση της κατηγορίας και να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, καθώς επίσης τον αριθμό, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, που εξέδωσε το κλητήριο θέσπισμα. Ο καθορισμός της πράξης στο κλητήριο θέσπισμα είναι ακριβής, εφόσον καθορίζονται επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως αυτό τυποποιείται στο νόμο για να είναι σε θέση ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση της αποδιδόμενης σ’ αυτόν κατηγορίας και να ετοιμάσει κατάλληλα την υπεράσπισή του (ΑΠ 1227/2017). Ως άρθρο του ποινικού νόμου, που πρέπει να αναφέρεται με ποινή ακυρότητας, στο κλητήριο θέσπισμα νοείται μόνο η διάταξη που προβλέπει την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, δηλαδή η ειδική ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το συγκεκριμένο έγκλημα και καθορίζει αφηρημένα, ως άμεση και κύρια έννομη συνέπεια της συνδρομής των όρων του πραγματικού της, την ποινή που επισύρει η τέλεση της πράξης, σε απλή ή διακεκριμένη μορφή, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια και βεβαιότητα η ταυτότητα και η νομική φύση και διαβάθμισή της ως πλημμεληματικής ή κακουργηματικής με τυχόν επιβαρυντικές περιστάσεις τέλεσής της (ΑΠ 1132/2016). Ανάλογη πρόβλεψη υπάρχει και στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο με υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 Σ), το οποίο ορίζει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα που εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια τη φύση και τον λόγο της σε βάρος του κατηγορίας και να διαθέτει τον χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Διαφορετικά, αν το κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει αυτά τα στοιχεία, είναι άκυρο κατά το άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ και οι σχετικές ελλείψεις αποδεικνύονται από το αντίτυπο που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το αντίτυπο που επισυνάπτεται στη δικογραφία και, σε περίπτωση έλλειψης τους, από το αποδεικτικό επίδοσης (άρθρο 321 παρ. 5 ΚΠΔ) ενώ, αν υπάρχει αντίθεση μεταξύ του αντιτύπου που επιδόθηκε (ή της δικογραφίας) και του αποδεικτικού επίδοσης, υπερισχύει το πρώτο. Η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο και είναι σχετική πρέπει, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ, να προταθεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την κατηγορία σε τελευταίο βαθμό, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, ενώ κατά το άρθρο 175 παρ. 2 ΚΠΔ, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδο της, προτείνοντας την ακυρότητα. Αν ο κατηγορούμενος δεν παρασταθεί στην πρωτοβάθμια δίκη, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία συνεπιφέρει αναγκαίως ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και της καταδικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά της σχετικής εκκλητής απόφασης. Επίσης, αν η ακυρότητα προταθεί έγκαιρα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορριφθεί η σχετική ένσταση, ο κατηγορούμενος μπορεί να επαναφέρει στην εφετειακή δίκη την πρόταση ακυρότητας και την αντίρρησή του στην πρόοδο της διαδικασίας με σχετικό λόγο έφεσης. Αυτό συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση, για να προβληθεί παραδεκτά ο σχετικός ισχυρισμός προτού ο εισαγγελέας αναπτύξει την έφεση και πριν αρχίσει η εξέταση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 577/2021, ΑΠ 1132/2016). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ, ως λόγος για να αναιρεθεί μία απόφαση, μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ. 1 ΚΠΔ) και δεν καλύφθηκε (άρθρα 174 και 175 ΚΠΔ), ενώ κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1, στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτής προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο ή υφίσταται τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από τον νόμο στην συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά τον νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (ΟλΑΠ 3/2005, ΑΠ 1517/2022, ΑΠ 95/2022, ΑΠ 1003/2020).
Με τον πέμπτο αναιρετικό λόγο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την υποβληθείσα εκ μέρους του ένσταση περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος που τον αφορούσε και δεν κήρυξε την σχετική ποινική δίωξη απαράδεκτη, καθόσον το εν λόγω κλητήριο θέσπισμα για την πρώτη πράξη του, δηλαδή για την σωματική βλάβη από αμέλεια, από υπόχρεο σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, δεν ανέφερε από που ακριβώς πηγάζει η υποχρέωσή του για ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, οπότε και για το παραπάνω έγκλημα (δηλαδή την πρώτη πράξη του) έπρεπε – πάντα κατά τους ισχυρισμούς του – να υποβληθεί σχετική έγκληση, η οποία όμως ουδέποτε υποβλήθηκε και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις απορρέουσες από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Β’ και Θ’ ΚΠΔ, πλημμέλειες, δηλαδή της σχετικής ακυρότητας που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο και της υπέρβασης εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 288/2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου και των οικείων πρακτικών, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 387, 421/2021 (πρωτοβάθμια) απόφαση και τα σχετικά πρακτικά του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου, καθώς και από την υποβληθείσα από 18-11-2021 (αριθμός κατάθεσης: …/2021) έφεση του εκκαλούντος – κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης, προβλήθηκε κατά την πρωτοβάθμια δίκη από τον κατηγορούμενο ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, για τον προαναφερθέντα λόγο. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ζακύνθου απέρριψε την παραπάνω ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και στη συνέχεια με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 387, 421/15-11-2021 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και αφού αναγνώρισε σ’ αυτόν την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ και παράλληλα αναγνωρίσθηκε ότι αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης των ως άνω δύο πράξεών του διήγε το εικοστό δεύτερο έτος της ηλικίας του (άρθρο 133 ΠΚ), επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης δέκα (14) τεσσάρων μηνών για την πρώτη πράξη του και ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για την δεύτερη πράξη του, ενώ στην συνέχεια καθορίσθηκε εις βάρος του συνολική ποινή φυλάκισης δέκα εννέα (19) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Κατά της παραπάνω απόφασης ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων άσκησε την προαναφερθείσα έφεσή του και ειδικός λόγος αυτής αποτέλεσε και η – κατά τους ισχυρισμούς του – εσφαλμένη απόρριψη της υποβληθείσας εκ μέρους του ένστασης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, επικαλούμενος τον ίδιο λόγο που είχε προβάλει και κατά την πρωτοβάθμια δίκη. Κατά την εκδίκαση της έφεσης ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, ο αναιρεσείων – όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης – δια των συνηγόρων υπεράσπισής του, επανέφερε τον ίδιο ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος διατυπωμένο σε γραπτό κείμενο, που ακολούθως αναπτύχθηκε προφορικά από τους συνηγόρους του και καταχωρίστηκε στα πρακτικά και έχει επί λέξει ως εξής: “ΕΝΣΤΑΣΗ. Γ. Π. του Π….Περί απαραδέκτου του 04-09-2017 κατηγορητηρίου (ΑΒ.Μ.Α16/2278). Αοριστία κατηγορητηρίου. Ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου. Η ασκηθείσα εις βάρος μου ποινική δίωξη με το από 04-09-2017 κατηγορητήριο (ΑΒ.Μ.Α 16/2278) όπως αυτό εισάγεται είναι απαράδεκτη και το ανωτέρω κατηγορητήριο πάσχει ακυρότητας διότι ενώ αναφέρει ότι εγώ και οι λοιποί δύο συγκατηγορούμενοι Ι. Ψ. του Γ. και Β. Ψ. του Γ. ήμασταν υπόχρεοι σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή ως συγκυβερνήτες ερασιτεχνικού σκάφους αναψυχής δεν αναφέρει όπως όφειλε από πού πηγάζει η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση σε ιδιαίτερη επιμέλεια, από ποία ειδική διάταξη νόμου προκύπτει η ανωτέρω υποχρέωση, δεν αναφέρει την αιτία, την υπηρεσία ή το επάγγελμα από το οποίο προκύπτει η υποχρέωση για ιδιαίτερη επιμέλεια όπως αναφέρει το άρθρο 315 εδ. β’ Π.Κ. όπως αυτό ίσχυε κατά την σύνταξη του κατηγορητηρίου με αποτέλεσμα η σωματική βλάβη του άρθρου 314 παρ. 1α Π.Κ. να μην έχει τελεστεί από υπόχρεο σε ιδιαίτερη επιμέλεια και να διώκεται κατ’ έγκληση. Περαιτέρω εκ της δικογραφίας προκύπτει ότι δεν έχει υποβληθεί έγκληση από τους δικαιούμενους προς τούτο με αποτέλεσμα να έχει παύσει το αξιόποινο της άδικης πράξης λόγω μη υποβολής εγκλήσεως, αφού αν η έγκληση δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα ή αν ελλείπει όπως στην προκειμένη περίπτωση το αξιόποινο εξαλείφεται. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι μη υπάρχουσας νομίμου έγκλησης από τους δικαιούμενους κατά εμού πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατά εμού ασκηθείσα ποινική δίωξη για το αδίκημα της σωματικής βλάβης εξ αμελείας…”. Κατόπιν ο Εισαγγελέας, αφού πήρε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και ύστερα το δικαστήριο μετά από διάσκεψη, απέρριψε την υποβληθείσα αυτή ένσταση, αναφέροντας ύστερα από την παράθεση σχετικής νομικής σκέψης, τα εξής: “Στην προκείμενη περίπτωση από το αντίγραφο του με ABM Α16/2278 κλητηρίου θεσπίσματος που νομίμως επιδόθηκε στον τρίτο κατηγορούμενο και νυν δεύτερο εκκαλούντα (εννοείται ο ήδη αναιρεσείων Γ. Π.) προκύπτει ότι αυτό διαλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 ΚΠΔ, αναφορικά δε με την περιγραφή της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, περιγράφεται ειδικότερα ότι: αυτός (τρίτος κατηγορούμενος) ως συγκυβερνήτης της επίδικης λέμβου, στο πηδάλιο της οποίας εναλλασσόταν με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, λόγω της απειρίας του και της υπερβολικής ταχύτητας που είχε αναπτύξει, δεν μπόρεσε να ελέγξει το επίδικο σκάφος και με την λαγουδέρα να αλλάξει κατεύθυνση προς τα βαθιά, ούτε και να διακόψει τη λειτουργία της μηχανής, τραβώντας τον διακόπτη σβησίματος, επειδή δεν είχε συνδέσει την άκρη στο σώμα του και έτσι αυτό (σκάφος) κινήθηκε με την μέγιστη ισχύ του κινητήρα προς την ακτή και παρέσυρε με το κήτος του τον ανήλικο λουόμενο Θ. Γ. του Χ.”, κατά τα λοιπά ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο 1 παράγραφο του κατηγορητηρίου. Εκ των ανωτέρω συνάγεται εναργώς και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος είχε την ιδιότητα του συγκυβερνήτη σκάφους αναψυχής, όπως ειδικότερα περιγράφεται, ήτοι οδηγού μηχανοκίνητου οχήματος κατά την έννοια του άρθρου 314 ΠΚ, η οποία προϋποθέτει άκρα επιμέλεια και προσοχή, εξαιτίας της φύσης του, ώστε να μην τίθενται σε κίνδυνο η ζωή και η σωματική ακεραιότητα των επιβαινόντων και τρίτων… δεδομένης και της επικινδυνότητας αυτού (του μέσου), τα οποία λεπτομερώς παρατίθενται στο κλητήριο θέσπισμα. Περαιτέρω, ουδόλως συνάγεται από το κατηγορητήριο ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος διώκεται επί τη βάσει εγκλήματος διά παραλείψεως τελούμενου, ώστε ως υπαίτιος παράλειψης έχων ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε ενέργεια αποτροπής του υπό διερεύνηση αξιόποινου αποτελέσματος, με παράθεση των στοιχείων της εν λόγω υποχρέωσης, δεδομένου ότι ουδεμία σχετική αναφορά γίνεται στο κλητήριο θέσπισμα για παράλειψη ούτε εξάλλου διαλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ, όπως διαφορετικά θα απαιτούνταν (άρ. 321 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ), αλλά αντιθέτως συνάγεται εναργώς ότι το αξιόποινο αποτέλεσμα επήλθε από πράξη του κατηγορουμένου κατά την οδήγηση της επίδικης λέμβου ενόψει και του ότι δεν παρατίθεται και η σχετική διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ, ως αντιθέτως θα απαιτούνταν (άρ. 321 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ). Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το κλητήριο θέσπισμα διαλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 ΚΠΔ, ενώ περαιτέρω ουδόλως έχει επέλθει εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω μη υποβολής εγκλήσεως, όπως μη νομίμως διατείνεται η υπεράσπιση κατά τη διάταξη του άρθρου 114 παρ. 1 ΠΚ, δεδομένου ότι αυτή εν προκειμένω δεν απαιτούνταν σύμφωνα και με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα δικανική σκέψη και ως εκ τούτου η υπό κρίση ένσταση πρέπει να απορριφθεί, κατά τα κατωτέρω οριζόμενα”. Με αυτά που (ομόφωνα) δέχθηκε το δικαστήριο ορθά εφήρμοσε τις σχετικές διατάξεις, αφού το ως άνω επιδοθέν στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κλητήριο θέσπισμα περιείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία που αφορούσαν την πρώτη πράξη του και συνεπώς, αμφότεροι οι προαναφερθέντες αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Β’ και Θ’ ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι.
Περαιτέρω, από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού αναγνώρισε στον ήδη αναιρεσείοντα την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ [παραλείποντας (παρανόμως) να αναγνωρίσει ότι αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης των ως άνω πράξεών του διήγε την ηλικία των 22 ετών (άρθρο 133 ΠΚ), όπως έγινε δεκτό πρωτοδίκως με την ως άνω υπ’ αριθμ. 384, 421/2021 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου], διέλαβε – μεταξύ των άλλων – επί λέξει και τα εξής: “Οι πράξεις, για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι προβλέπονται και τιμωρούνται σύμφωνα με τα άρθρα: 1, 14, 26, 28, 314 παρ. 1 εδ. α’, 315 εδ. α’, β’, 291 παρ. 2 σε συνδ. με παρ. 1β’ ΠΚ”. Από την σχετική νομική σκέψη που περιελήφθη στην αρχή του σχετικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με την αμέσως παραπάνω αναφερόμενη περικοπής καθίσταται πρόδηλο ότι και για τις δύο προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις που τέλεσε ο αναιρεσείων, δεν εφαρμόσθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι παραπάνω στην αρχή της παρούσας απόφασης αναφερόμενες σχετικές ευμενέστερες γι’ αυτόν ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, όπως ασφαλώς θα έπρεπε0σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στην απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, πλημμέλεια και συγκεκριμένα, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων όσον αφορά τις προβλεπόμενες ποινές για καθεμία από τις προαναφερθείσες δύο πράξεις και την επιμέτρησή τους στην συγκεκριμένη υπόθεση, (αναιρετικός) λόγος που σημειωτέον εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο (Άρειο Πάγο) κατ’ άρθρο 511 ΚΠΔ. Επομένως, θα πρέπει να αναιρεθεί η υπόθεση ως προς το προαναφερθέν μέρος της, δηλαδή ως προς την επιμέτρηση (καθορισμό) της ποινής για κάθε μία από τις δύο προαναφερθείσες δύο αξιόποινες πράξεις, βάσει των παραπάνω αναφερόμενων ευμενέστερων για τον αναιρεσείοντα ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 470 ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του. Η παράβαση της θεσπιζόμενης με τη διάταξη αυτή απαγόρευσης συνιστά υπέρβαση εξουσίας, η οποία αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ. Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 470 ΚΠΔ καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου καθ’ οιονδήποτε τρόπο, είτε αμέσως (πραγματική χειροτέρευση), είτε εμμέσως (νομική χειροτέρευση), δηλαδή είτε με την επιβολή βαρύτερων, άλλως αυξημένων ποινικών κυρώσεων, είτε με τον επί το δυσμενέστερο γι’ αυτόν χαρακτηρισμό της πράξεως, άλλως την παραδοχή βαρύτερης ενοχής του, αντιστοίχως (ΑΠ 24/2020, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1422/18). Χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου επέρχεται και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο κατηγορούμενος, παρότι αναγνώρισε και άλλο σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση ελαφρυντικό στον κατηγορούμενο, δεν επιβάλΛε1 σ’ αυτόν ποινή μικρότερης διάρκειας από την πρωτόδικη (ΑΠ 346/2023) ή παρέλειψε να αναγνωρίσει ήδη αναγνωρισθείσα πρωτοδίκως ελαφρυντική περίσταση.
Με τον τέταρτο λόγο ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Θ’ ΚΠΔ), καθόσον το προαναφερθέν δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να αναγνωρίσει σ’ αυτόν την ελαφρυντική περίσταση του ότι δηλαδή αυτός κατά την εκ μέρους του τέλεση των παραπάνω δύο πράξεων διήγε το εικοστό δεύτερο έτος της ηλικίας του (άρθρο 133 ΠΚ), όπως είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χειροτερεύοντας έτσι την θέση του, εν όψει της επιρροής που θα είχε κατ’ άρθρο 85 ΠΚ, η ελαφρυντική αυτή περίσταση στην επιμέτρηση των ποινών του. Από τη επιτρεπτή επισκόπηση της ως άνω πρωτοβάθμιας υπ’ αριθμ. 387, 421/2021 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου, προκύπτει πράγματι ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για αμφότερες τις προαναφερθείσες δύο πράξεις, δηλαδή της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια αλλά και της διατάραξης ασφάλειας υδάτινης συγκοινωνίας από αμέλεια με κίνδυνο για άνθρωπο και αφού αναγνωρίσθηκε σ’ αυτόν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ αλλά και το ότι αυτός κατά τον χρόνο της τέλεσης των εν λόγω πράξεών του διήγε την ηλικία των 22 ετών (άρθρο 133 ΠΚ), επιβλήθηκε σ’ αυτόν ποινή δέκα τεσσάρων (14) μηνών για την πρώτη πράξη και ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για την δεύτερη πράξη, ενώ ακολούθως καθορίσθηκε εις βάρος του συνολική ποινή δέκα εννέα (19) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Το δευτεροβάθμιο όμως δικαστήριο, αφού αναγνώρισε στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου την ελαφρυντικη περίσταση του άρθρου 84 § 2α’ ΠΚ, παρέλειψε να αναγνωρίσει την προαναφερθείσα ελαφρυντική περίσταση (του άρθρου 133 ΠΚ), καθιστώντας με τον τρόπο χειρότερη την θέση του, εν όψει της επιρροής που θα είχε κατ’ άρθρο 85 ΠΚ, η ελαφρυντική αυτή περίσταση στην επιμέτρηση των παραπάνω ποινών του αλλά και ακολούθως στον καθορισμό της συνολικής ποινής του και ως εκ τούτου ο προαναφερθείς τέταρτος αναιρετικός λόγος τυγχάνει βάσιμος. Κατά συνέπειαν, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η ως άνω προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 288/2023 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και συγκεκριμένα, μόνον ως προς την επιμέτρηση (καθορισμό) ποινής για κάθε μία από τις δύο προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις, δηλαδή της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια αλλά και της διατάραξης ασφάλειας υδάτινης συγκοινωνίας από αμέλεια με κίνδυνο για άνθρωπο, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, ύστερα βεβαίως από την αναγνώριση εκτός της ήδη αναγνωρισθείσας από δευτεροβάθμιο δικαστήριο ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 § 2α’ ΠΚ, της και πρωτοδίκως αναγνωρισθείσας στον αναιρεσείοντα παραπάνω ελαφρυντικής περίστασης (του άρθρου 133 ΠΚ) και εν συνεχεία για τον καθορισμό εις βάρος του συνολικής ποινής φυλάκισης και να παραπεμφθεί κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος η υπόθεση για νέα, κατά τούτο, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Μετά ταύτα και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης κατά της ως άνω απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμ. 288/2023 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ζακύνθου, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μόνον ως προς επιμέτρηση (καθορισμό) ποινής για κάθε μία από τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της απόφασης αυτής δύο αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, ύστερα από την αναγνώριση, εκτός της ήδη αναγνωρισθείσας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 § 2α’ ΠΚ, της και πρωτοδίκως αναγνωρισθείσας σ’ αυτόν ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 133 ΠΚ και εν συνεχεία για τον καθορισμό εις βάρος του συνολικής ποινής φυλάκισης.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση κατά το προαναφερθέν μέρος της προς εκδίκαση στο αυτό ως άνω Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αναίρεση κατά το υπόλοιπο μέρος της.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαΐου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ