ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αγωγή αποζημίωσης – Ευθύνη του Δημοσίου ή νπδδ προς αποζημίωση. Απαιτείται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρανόμου πράξεως ή παράλειψης και της επελθού-σας ζημίας – Δεν στοιχειοθετείται αποζημιωτική ευθύνη θεμελιούμενη στην μη έκδο-ση ευνοϊκής για τον ενάγοντα πράξης – Η Διοίκηση δεν οφείλει μεν να προβεί στην αιτηθείσα μετάταξη, καθ’όσον διαθέτει κατά νόμο διακριτική προς τούτο ευχέρεια, οφείλει, όμως, να εξετάσει την υπόθεση και να αποφασίσει ρητώς για την αποδοχή ή την απόρριψη του αιτήματος μετάταξης, με αιτιολογημένη κρίση του αποφασίζοντος οργάνου που υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, άλλως παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια – Η παράλειψη του αποφασίζοντος οργάνου του εναγόμενου Νοσοκομείου να αποφανθεί επί του αιτήματος μετάταξης της ενάγουσας συνιστά παράνομη πράξη, που ήταν αντικειμενικά ικανή να επιφέρει και επέφερε στην ενάγουσα ηθική βλάβη συνιστάμενη στην πρόκληση σε αυτή συνεχούς αναμονής, στοιχειοθετουμένης ωσαύ-τως της αποζημιωτικής ευθύνης – Δεν υφίσταται δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις ούτε από τα αμετάκλητα, αποφαινόμενα να μην γίνει κατηγορία, βουλεύματα στις δίκες που ανοίγονται με άσκηση αγωγής αποζημίωσης των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ – Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Μεταβατική έδρα Κατερίνης
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο της μεταβατικής έδρας του, στις 13 Μαΐου 2024, με δικαστή την Άννα Σταυλά, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων, και με γραμματέα την Ανατολή Χαζαρίδου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με αριθμό καταχώρισης …/12.09.2022 και με Ε.Α.Υ. …,
της … … του …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου … … Νομού Κατερίνης, η οποία παρέστη, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με την κατατεθείσα στις 10.05.2024 δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου Στέφανου Καλαϊτζίδη,
κατά: α. του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ», που εδρεύει στην Κατερίνη και εκπροσωπείται κατά νόμο από τον Διοικητή του και β. του … … του …, κατοίκου Κατερίνης, οι οποίοι παρέστησαν δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων Βασιλικής Μπόμπου και Δημητρίου Σιανίδη.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι που παρέστησαν στο ακροατήριο ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:
1. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, υπάλληλος του εναγόμενου Νοσοκομείου που υπηρετούσε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα σε οργανική θέση του κλάδου νοσηλευτικής, ζητά να υποχρεωθεί καθένας από τους εναγόμενους (ο δεύτερος υπό την ιδιότητα του Διοικητή του πρώτου κατά τον κρίσιμο χρόνο) να καταβάλει νομιμοτόκως σε αυτή ποσό 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης συνισταμένης στην προσβολή της προσωπικότητάς της, που ισχυρίζεται ότι υπέστη από την παράλειψη των εναγομένων να εξετάσουν και να κάνουν δεκτή την …/06.10.2016 αίτησή της για μετάταξή της στο Δ.Ι.Ε.Κ. του εναγόμενου Νοσοκομείου.
2. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής καταβλήθηκαν από την ενάγουσα δύο τέλη δικαστικού ενσήμου, ύψους εκάστου 529,60 ευρώ (βλ. τα e-παράβολα με κωδικούς … και … και τα οικεία αποδεικτικά εξόφλησής τους, της Εθνικής Τράπεζας).
3. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζει, στο άρθρο 72, ότι η αγωγή ασκείται κατά του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που είναι υπόχρεο προς ικανοποίηση της, κατά την παρ. 1 του άρθρου 71, χρηματικής αξίωσης από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Ήτοι, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, στην αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων νομιμοποιείται παθητικώς μόνον το υπόχρεο Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου (ν.π.δ.δ.). Συνεπώς, ο δεύτερος εναγόμενος, Διοικητής του πρώτου εναγόμενου Νοσοκομείου κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν νομιμοποιείται παθητικώς στην αγωγή, η οποία πρέπει για τον λόγο αυτόν, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, να απορριφθεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου ως απαράδεκτη κατά το μέρος της αυτό, η δε ενάγουσα να απαλλαγεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εναγομένου (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.). Ενόψει δε της γενικής δικονομικής αρχής σχετικά με την υποχρέωση του Δικαστηρίου να διατάξει την επιστροφή των εν γένει αχρεωστήτως καταβληθέντων δαπανημάτων της δίκης, η οποία απορρέει από το άρθρο 277 (παρ. 11 σε συνδυασμό με παρ. 9) του Κ.Δ.Δ. και είναι αναλόγως εφαρμοστέα και για την επιστροφή του τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντος δικαστικού ενσήμου (βλ. ΣτΕ 2607/2013), πρέπει να επιστραφεί στην ενάγουσα το δικαστικό ένσημο που κατέβαλε για την άσκηση της αγωγής κατά του δεύτερου εναγομένου, το οποίο δεν αναλώθηκε λόγω του ότι, όπως έγινε ως άνω δεκτό, η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη καθ’ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου αυτού εναγόμενου … … (βλ. ΔΕφΑθ 77/2020, 579/2019, πρβλ. ΣτΕ 1570/2012, ΑΠ 273/1985).
4. Επειδή, καθ’ο μέρος η υπό κρίση αγωγή στρέφεται κατά του πρώτου εναγόμενου Νοσοκομείου (ν.π.δ.δ.), ασκήθηκε εν γένει παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί στην ουσία.
5. Επειδή, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος […]», στο δε άρθρο 106 αυτού ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Περαιτέρω, στο άρθρο 932 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. […]». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνων τους κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απόδειξη επέλευσης συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Οι προϋποθέσεις αυτές της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (ΣτΕ 2511/2017, 1828/2010, κ.ά.), η δε ευθύνη αυτή είναι αντικειμενική, ήτοι ανεξάρτητη από υπαιτιότητα των οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. (ΣτΕ 227/2021, 1704/2019, 1415/2017). Εξάλλου, ο κατά τα ως άνω απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 227/2021, 1678/2017, 3692/2015). Τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επιπλέον, να επιδικάσουν σε βάρος του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, εάν κρίνουν ότι ο ενάγων υπέστη βλάβη στην προσωπικότητά του από την παράνομη πράξη ή παράλειψη, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται η βλάβη αυτή, όταν από τη φύση της παράνομης πράξης ή παράλειψης είναι δυνατόν να επέλθει τέτοια βλάβη (ΣτΕ 227/2021, 3695/2015, 451/2013 επταμ. κ.ά.).
6. Επειδή, ο προαναφερθείς Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ορίζει στο άρθρο 78, ότι: «Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 71 ή σε τυχόν άλλες ειδικές διατάξεις, αγωγή για αξίωση που θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης δεν είναι απαράδεκτη αν, κατά της πράξης ή της παράλειψης αυτής, δεν ασκήθηκε το από τις κείμενες διατάξεις προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα. Στην περίπτωση αυτήν, κατά την εκδίκαση της αγωγής έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 80» και στο άρθρο 80 παρ. 2, ότι: «Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 4 του άρθρου 71 ή σε τυχόν άλλες ειδικές διατάξεις, αν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής». Ο δε ν. 702/1977 (Α΄ 268) ορίζει στο άρθρο 1, ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν: α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, […] και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) […]» και στο άρθρο 4 παρ. 1, ότι: «1. Ενώπιον των διοικητικών εφετείων, δικαζόντων κατά τον παρόντα νόμον επί αιτήσεων ακυρώσεως, εφαρμόζονται αναλόγως αι αφορώσαι εις το ένδικον τούτο μέσον διατάξεις του Ν.Δ. 170/1973 “περί του Συμβουλίου της Επικρατείας”, ως εκάστοτε ισχύουν […]».
7. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, επί αγωγής αποζημίωσης που έχει ως νομική βάση τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, εάν δεν υπάρχει δεδικασμένο ως προς τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή παράλειψης στην οποία θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση, τα διοικητικά δικαστήρια ελέγχουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής (ΣτΕ 1908/2023, 7/2016, 3144/2015, 2260/2013 Ολομ., 612/2012 επταμ.). Συνεπώς, όταν κατά της διοικητικής πράξης ή παράλειψης προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ουσίας ή αίτησης ακύρωσης, η οποία δεν έχει ασκηθεί, ο έλεγχος νομιμότητας της εν λόγω πράξης ή παράλειψης από το δικαστήριο της αγωγής γίνεται εντός των ορίων που καθορίζουν οι κείμενες διατάξεις που ρυθμίζουν την προσφυγή (άρθρο 79 Κ.Δ.Δ.) ή την αίτηση ακύρωσης (άρθρα 48 και 50 π.δ. 18/1989 [A΄ 8]) (ΣτΕ 3144/2015, 841/2015, 2260-2262/2013 Ολομ.). Περαιτέρω, σε περίπτωση άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά παράλειψης της Διοίκησης, τα αρμόδια για την εκδίκασή της δικαστήρια οφείλουν, εάν κρίνουν ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη είναι παράνομη, να την ακυρώσουν και να αναπέμψουν την υπόθεση στη Διοίκηση ώστε αυτή να προβεί στην κατά νόμο οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, δεν μπορούν όμως, υποκαθιστώντας τη Διοίκηση, να αποφανθούν για το ποιο έπρεπε να είναι το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης, εάν τέτοια πράξη έπρεπε κατά νόμο να εκδοθεί. Τέτοια εξουσία δεν έχουν τα διοικητικά δικαστήρια ούτε όταν δικάζουν αγωγή των άρθρων 105-106 του ΕισΝΑΚ και κρίνουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα παράλειψης (από την οποία δημιουργείται ακυρωτική διαφορά), στην οποία θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση αυτή, τα δικαστήρια μπορούν να επιδικάσουν αποζημίωση μόνον για ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη παράλειψη, δεν έχουν όμως την εξουσία να επιδικάσουν αποζημίωση για ζημία που φέρεται ότι προκλήθηκε στον ενάγοντα από τη μη έκδοση ευνοϊκής για αυτόν πράξης (ΣτΕ 2803/2006).
8. Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» (Α΄ 26) ορίζονται τα εξής: «1. Στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υπάγονται οι πολιτικοί διοικητικοί υπάλληλοι του κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 2. […]». Περαιτέρω, στα άρθρα 69, 70 και 73 του Κεφαλαίου Β΄ του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής: Άρθρο 69: «1. Μετάταξη υπαλλήλου σε κενή θέση άλλου κλάδου της ίδιας κατηγορίας του ίδιου Υπουργείου ή της ίδιας δημόσιας υπηρεσίας ή του ίδιου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου αντίστοιχα, επιτρέπεται είτε με πρωτοβουλία της υπηρεσίας είτε μετά από αίτηση του υπαλλήλου, ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του κλάδου στον οποίο μετατάσσεται. 2. […]». Άρθρο 70: «1. Μετάταξη υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου Υπουργείου ή της ίδιας δημόσιας υπηρεσίας ή του ίδιου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου αντίστοιχα, επιτρέπεται μετά από αίτηση του υπαλλήλου και ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του κλάδου στον οποίο μετατάσσεται. […]». Άρθρο 73 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 ν. 4440/2016, Α΄ 224/02.12.2016): «1. […] 2. Οι αιτήσεις μετατάξεων των άρθρων 69 και 70 υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία προσωπικού κατά τους μήνες Μάρτιο και Οκτώβριο κάθε έτους και συνεξετάζονται από το αρμόδιο συλλογικό όργανο. 3. Οι αιτήσεις μετάταξης εισάγονται στο υπηρεσιακό συμβούλιο και εντός δύο (2) μηνών από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής τους, διατυπώνεται γνώμη για την αποδοχή ή την απόρριψή τους, αφού συνεκτιμηθούν τόσο η καταλληλότητα του υποψηφίου για την άσκηση των καθηκόντων του κλάδου στον οποίο ζητεί να μεταταγεί, όσο και οι ανάγκες της υπηρεσίας. […] 4. Η μετάταξη διενεργείται με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού ή του μονομελούς οργάνου διοίκησης του Ν.Π.Δ.Δ. και αν δεν υπάρχει, του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, μετά από γνώμη του αρμόδιου συλλογικού οργάνου. […] 5. […]».
9. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) ορίζει, στο άρθρο 4 παρ. 1, ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, όταν υποβάλλονται αιτήσεις από τους διοικουμένους, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις τους και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους, όπως ορίζεται ειδικότερα στις διατάξεις του άρθρου αυτού.
10. Επειδή, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η μετάταξη υπαλλήλου του προσωπικού νοσηλευτικού ιδρύματος σε κενή οργανική θέση κλάδου της ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας, εντός του αυτού νοσηλευτικού ιδρύματος, διενεργείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 69, 70 και 73 του Υπαλληλικού Κώδικα (πρβλ. ΣτΕ 4065/2014). Ειδικότερα, για τη διενέργεια των μετατάξεων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 69 και 70 του εν λόγω Υπαλληλικού Κώδικα, απαιτείται γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και, ακολούθως, επί ν.π.δ.δ., απόφαση του μονομελούς οργάνου διοικήσεώς του ή, εάν αυτό δεν υπάρχει, του διοικητικού συμβουλίου του ν.π.δ.δ.. Η γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου διαβιβάζεται, με όλα τα στοιχεία που αυτό έλαβε υπ’ όψη για τον σχηματισμό της, στο προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα όργανο, προκειμένου αυτό να ασκήσει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ίδιο άρθρο, την αρμοδιότητά του, εκδίδοντας ή όχι την πράξη μετάταξης του υπαλλήλου και αιτιολογώντας ειδικώς την κρίση του, σε περίπτωση που η απόφασή του αποκλίνει από τη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου (ΣτΕ 824/2016, 4065/2014, 1306/2009). Όταν πρόκειται δε περί μετάταξης προσωπικού νοσηλευτικού ιδρύματος που είναι οργανωμένο ως ν.π.δ.δ., η πράξη με την οποία ενεργείται η μετάταξη ή απορρίπτεται η αίτηση μετάταξης είναι αυτή, που, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 5 του ν. 3329/2005 (Α΄ 81), υπόκειται στον προβλεπόμενο έλεγχο νομιμότητας από τον Διοικητή της οικείας Υγειονομικής Περιφέρειας. Περαιτέρω, η Διοίκηση δεν οφείλει μεν να προβεί στη ζητηθείσα μετάταξη, καθόσον διαθέτει κατά νόμο διακριτική προς τούτο ευχέρεια, οφείλει όμως, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, να εξετάσει την υπόθεση και να αποφασίσει ρητώς για την αποδοχή ή την απόρριψη του αιτήματος μετάταξης, με αιτιολογημένη κρίση του αποφασίζοντος οργάνου που υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, άλλως παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια (ΔΕφΘεσ 1417/2020, 606/2019, ΔΕφΑθ 2905/2019 1911/2019). Η υποχρέωση δε αυτή της Διοίκησης να εξετάσει την αίτηση δεν αίρεται από τον χαρακτήρα της γνωμοδότησης του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου ως απλής, δεδομένου ότι η εν λόγω γνωμοδότηση λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη από τη Διοίκηση, η οποία, όπως προεκτέθηκε, οφείλει να αιτιολογήσει την τυχόν αντίθετη κρίση της.
11. Επειδή, η Γ4α/ΓΠ.55004/15/13.06.2016 «Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν την οργάνωση, τη λειτουργία, το προσωπικό καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά τα Δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Δ.Ι.Ε.Κ) του Ν. 4186/2013, αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας» Κοινή Απόφαση των Υφυπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Υγείας και Οικονομικών (Β΄ 2049/06.07.2016), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 58 του ν. 4316/2014 (Α΄ 270/2014, διόρθωση σφαλμάτων στο Α΄ 280/2014), στο άρθρο 1 ορίζει ότι: «1. Έκαστο Δημόσιο Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης (Δ.Ι.Ε.Κ.), αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, αποτελεί παράρτημα του Νοσοκομείου στο οποίο λειτουργεί και τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Υγείας. Η αρμοδιότητα της λειτουργίας του ανήκει στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα, όπου συστήνεται, και η αρμοδιότητα διαμόρφωσης και εποπτείας του εκπαιδευτικού πλαισίου του ανήκει στη Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης (Γ.Γ.Δ.Β.Μ.) του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. […]», στο άρθρο 7 ότι: «1. Έκαστο Δ.Ι.Ε.Κ. αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας διοικείται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Νοσοκομείου, στο οποίο και λειτουργεί. 2. Το Δ.Σ. του Νοσοκομείου έχει και τις εξής αρμοδιότητες αναφορικά με την οργάνωση και τη λειτουργία του Ι.Ε.Κ.: α) Αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά την κατάσταση του προσωπικού του Δ.Ι.Ε.Κ. […]» και στο άρθρο 14, με τίτλο «Προσωπικό των ΔΙΕΚ», ότι: 1. Το εκπαιδευτικό, διοικητικό και λοιπό προσωπικό (TE Επιμελητών) που κατά την έναρξη ισχύος της παρούσης υπηρετεί στις καταργούμενες δυνάμει του Ν. 4186/2013 Επαγγελματικές Σχολές (ΕΠΑ.Σ) Βοηθών Νοσηλευτών του Ν. 3475/2006 αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, μεταφέρεται αυτοδικαίως και με τις οργανικές θέσεις που κατέχει, με την ίδια σχέση εργασίας και στην ίδια κατηγορία, κλάδο, βαθμό και ειδικότητα, στα αντίστοιχα Δ.Ι.Ε.Κ. του Ν. 4186/2013 αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας που συνιστούν παραρτήματα των ιδίων Νοσοκομείων. […] 2. […] 4. Κενές θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού του Δ.Ι.Ε.Κ. δύνανται να καλύπτονται με απόσπαση/μετακίνηση νοσηλευτών-τριών από το Νοσοκομείο, όπου λειτουργεί το Δ.Ι.Ε.Κ. 5. […]».
12. Επειδή, τέλος, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, Α΄ 97) όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), κατά το μέρος της με το οποίο ορίζει ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα, αφορά μόνον τις δίκες με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω διάπραξης διοικητικών παραβάσεων που πληρούν τα κριτήρια Engel, και όχι κάθε δίκη που αφορά καταλογισμό χρηματικού ποσού κατ’ εφαρμογή διάταξης νόμου που θεσπίζει τη σχετική υποχρέωση δημόσιου δικαίου, αφού στις τελευταίες αυτές δίκες δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem (ΣτΕ 897/2021). Τούτο προκύπτει σαφώς από τον επιδιωκόμενο με τη θέσπιση της διάταξης αυτής σκοπό, ο οποίος, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές του νόμου εργασίες, συνίσταται στην εναρμόνιση του εθνικού δικονομικού δικαίου με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. ως προς την αρχή ne bis in idem και το τεκμήριο της αθωότητας, καθώς και από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, η οποία αναφέρεται σε «διοικητική παράβαση». Συνεπώς, η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ. περί δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από τις «αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει κατηγορία βουλεύματα» δεν εφαρμόζεται στις δίκες που ανοίγονται με άσκηση αγωγής αποζημίωσης με βάση τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ (ΣτΕ 156/2022 7μ., 1015/2022).
13. Επειδή, στην κρινόμενη υπόθεση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την …/11.02.2009 απόφαση του Διοικητή του εναγόμενου Γενικού Νοσοκομείου Κατερίνης (…/31.07.2009), η ενάγουσα διορίσθηκε δόκιμη υπάλληλος στο Νοσοκομείο αυτό, σε κενή οργανική θέση κατηγορίας ΠΕ Κλάδου Νοσηλευτικής, όπου υπηρετούσε έως και τον κρίσιμο χρόνο. Από τον Φεβρουάριο του 2016 αυτή μετακινήθηκε, δυνάμει της …/04.12.2015 απόφασης του Διοικητή του εναγομένου, στο Δ.Ι.Ε.Κ. που λειτουργούσε στο Νοσοκομείο, προς κάλυψη κενής θέσης εκπαιδευτικού προσωπικού. Στις 06.10.2016, η ενάγουσα κατέθεσε την …/2016 αίτησή της προς τη Διοίκηση του εναγομένου, με την οποία ζήτησε να εγκριθεί η μετάταξή της στο Δ.Ι.Ε.Κ., σε κενή οργανική θέση ΠΕ14, και συνυπέβαλε τα σχετικά δικαιολογητικά. Επί του αιτήματος αυτού γνωμοδότησαν θετικά τόσο το Διοικητικό όσο και το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του εναγομένου και στη συνέχεια το Νοσοκομείο, με το …/27.11.2017 έγγραφό του, διαβίβασε στη Διεύθυνση Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού της 3ης Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας την αίτηση της ενάγουσας με τα συνυποβληθέντα δικαιολογητικά, βεβαιώνοντας ότι είχε ολοκληρωθεί ο έλεγχος εγκυρότητας αυτών και ζητώντας από την 3η Υ.ΠΕ. να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες. Στις 08.01.2018, η Διευθύντρια του Δ.Ι.Ε.Κ. απέστειλε στο εναγόμενο Νοσοκομείο το …/2018 έγγραφο, με το οποίο ζήτησε την άμεση πλήρωση των υφιστάμενων κενών οργανικών θέσεων με προσωπικό που πληροί τους όρους του άρθρου 16 της Κ.Υ.Α. Γ4α/ΓΠ55004/15/2016 και των διατάξεων της Γ4α/ΓΠ68383/2017 ενόψει, μεταξύ άλλων, της συνεχούς αύξησης του αριθμού των φοιτούντων στο Δ.Ι.Ε.Κ. και του ότι η ενάγουσα είχε ήδη ενημερώσει ότι από τις 08.01.2018 θα απουσίαζε για μακρύ χρονικό διάστημα με άδεια άνευ αποδοχών. Στις 07.09.2018, ο Διοικητής της 3ης Υ.ΠΕ. απάντησε, με το Δ3α/13932/2018 έγγραφό του, στο ως άνω αίτημα του Νοσοκομείου, ότι σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14 της Κ.Υ.Α. Γ4α/ΓΠ55004/15/2016 οι κενές θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού των Δ.Ι.Ε.Κ. δύνανται να καλύπτονται μόνον με απόσπαση/μετακίνηση νοσηλευτών/τριών από το οικείο Νοσοκομείο, χωρίς να αναφέρεται η δυνατότητα μετάταξης των νοσηλευτών αυτών από το Νοσοκομείο σε οργανικές θέσεις του Δ.Ι.Ε.Κ.. Στις 11.09.2018, με το …/2018 έγγραφό του, το εναγόμενο επανέφερε στην 3η Υ.ΠΕ. το ερώτημά του σχετικά με το αίτημα μετάταξης της ενάγουσας, καθώς και μίας ακόμη υπαλλήλου (της … …, που αιτήθηκε μετάταξή της στο Δ.Ι.Ε.Κ., σε οργανική θέση διαφορετικής κατηγορίας), σημειώνοντας ότι σε επικοινωνία με υπάλληλο του Υπουργείου Υγείας είχε λάβει την απάντηση ότι ήταν δυνατή η μετάταξη νοσηλευτή σε κενή θέση εκπαιδευτικού προσωπικού στο οικείο Δ.Ι.Ε.Κ., και στις 10.10.2018 διαβίβασε στην εν λόγω Υ.ΠΕ. το από 23.11.2016 έγγραφο του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας με το ως άνω περιεχόμενο. Στις 30.10.2018, με το 19114/2018 έγγραφό του, το εναγόμενο Νοσοκομείο έθεσε στο Υπουργείο Υγείας το ίδιο ερώτημα, εάν δηλαδή οι κενές θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού του Δ.Ι.Ε.Κ. Κατερίνης ήταν δυνατόν να καλυφθούν με μετατάξεις υπαλλήλων του Νοσοκομείου. Επί του ερωτήματος αυτού, η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Νοσηλευτικής του Υπουργείου απάντησε, με το από 22.11.2018 έγγραφό, ότι, βάσει των διατάξεων των άρθρων 69-70 του ν. 3528/2007 και 14 παρ. 4 Κ.Υ.Α. Γ4α/ΓΠ55004/15/2016, είναι δυνατή η μετάταξη νοσηλευτών σε κενές θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού του Δ.Ι.Ε.Κ. που λειτουργεί στο νοσοκομείο όπου αυτοί υπηρετούν, και διενεργείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί μετατάξεων του νοσηλευτικού προσωπικού του Ε.Σ.Υ., έθεσε δε υπόψη του εναγομένου την υποχρέωση συμπλήρωσης του υποχρεωτικού διδακτικού ωραρίου από το εκπαιδευτικό προσωπικό των Δ.Ι.Ε.Κ.. Το απαντητικό αυτό έγγραφο του Υπουργείου Υγείας διαβίβασε το εναγόμενο, στις 23.11.2018, στην 3η Υ.ΠΕ. και προέβη στη συνέχεια στη μετάταξη στο Δ.Ι.Ε.Κ. της … …, όχι όμως στη μετάταξη της ενάγουσας. Κατόπιν αυτού, η ενάγουσα επέδωσε στο εναγόμενο, στις 23.04.2019, εξώδικη δήλωση (βλ. την …/23.04.2019 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας με έδρα στο Πρωτοδικείο Κατερίνης Χρυσούλας Ζαρογιάννη), με την οποία ζήτησε να γίνει δεκτό το ανωτέρω αίτημά της και να ολοκληρωθεί η διαδικασία μετάταξής της στο Δ.Ι.Ε.Κ. του εναγομένου. Καθόσον δε το αίτημά της αυτό δεν ολοκληρώθηκε, η ενάγουσα υπέβαλε, στις 29.05.2019, μηνυτήρια αναφορά κατά του εναγόμενου Νοσοκομείου, όπως εκπροσωπείτο από τον Διοικητή του … …. Ο τελευταίος παραπέμφθηκε σε δίκη για την πράξη της παράβασης καθήκοντος που φέρεται ότι τελέσθηκε από 23.11.2018 έως 30.08.2019 και κηρύχθηκε αθώος αυτής με την …/2024 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης. Σημειωτέον ότι με την από 02.08.2018 απόφαση του Διοικητή του εναγομένου είχε διακοπεί η μετακίνηση της ενάγουσας στο Δ.Ι.Ε.Κ. και είχε επανέλθει αυτή στη Νοσηλευτική Υπηρεσία του Νοσοκομείου, ενώ όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας και δεν αμφισβητείται από την ενάγουσα, αυτή απουσίαζε με άδειες διαφόρων ειδών (κανονικές, αναρρωτικές, κύησης, λοχείας, ανατροφής τέκνου, άνευ αποδοχών) από την Υπηρεσία από 08.01.2018 έως 29.07.2018 και από 06.08.2018 έως και 06.09.2022. Ειδικότερα, από 08.01.2018 έως 16.01.2018 απουσίαζε με κανονική άδεια, από 17.01.2018 έως 29.07.2018 απουσίαζε με άδεια άνευ αποδοχών, από 06.08.2018 έως 30.09.2018 απουσίαζε με πέντε αναρρωτικές άδειες, από 01.10.2018 έως 31.03.2019 απουσίαζε με άδεια άνευ αποδοχών, από 01.04.2019 έως 26.02.2020 απουσίαζε με αναρρωτική άδεια λόγω εγκυμοσύνης, με άδεια κύησης και με άδεια λοχείας, από 27.02.2020 έως 12.05.2020 απουσίαζε με κανονική άδεια, από 13.05.2020 έως 06.02.2021 απουσίαζε με άδεια ανατροφής τέκνου, από 07.02.2021 έως 06.09.2022 απουσίαζε με άδεια άνευ αποδοχών και από 07.09.2022 έως την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής στις 12.09.2022 απουσίαζε με άδεια άνευ αποδοχών.
14. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή όπως αναπτύσσεται με το εμπροθέσμως κατατεθέν υπόμνημά της, ζητά η ενάγουσα τα αναφερόμενα στην πρώτη σκέψη ισχυριζόμενη ότι, παρότι μεσολάβησε μακρύ χρονικό διάστημα από την υποβολή του αιτήματός της για μετάταξη στο Δ.Ι.Ε.Κ. και παρότι έχει οχλήσει προφορικά και εγγράφως το εναγόμενο, το αίτημά της δεν ολοκληρώθηκε, παρότι όμοιο αίτημα συναδέλφου της έγινε δεκτό. Προβάλλει δε ότι η προπεριγραφείσα συμπεριφορά του εναγομένου παραβιάζει εν προκειμένω τις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου καθώς και τα άρθρα 57-60, 914, 920 και 932 του ΑΚ, και ότι από την παράνομη αυτή συμπεριφορά των οργάνων του προκλήθηκε στην ίδια ηθική βλάβη που συνίσταται στην ψυχική και συναισθηματική ταλαιπωρία της, στην αδυναμία της να προγραμματίσει την επαγγελματική και την προσωπική ζωή της, στην αμφιβολία που έχει γεννηθεί στους συναδέλφους της ως προς τους τίτλους που κατέχει και την εγκυρότητα αυτών, στην αμφισβήτηση που έχει γεννηθεί σε συγγενείς και φίλους της ως προς την αξιοπιστία της, καθώς και στη δημιουργία καθεστώτος αβεβαιότητας στη ζωή της. Το δε εναγόμενο Νοσοκομείο, με την έκθεση των απόψεών του και με το εμπροθέσμως κατατεθέν υπόμνημά του ισχυρίζεται ότι: α. δεν συντρέχει εν προκειμένω παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του καθότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, η διενέργεια μετάταξης δεν είναι υποχρεωτική αλλά δυνητική για το αποφασίζον όργανο, εν προκειμένω για τον Διοικητή του, που δύναται να λάβει υπόψη του και κριτήρια που αφορούν τις υπηρεσιακές ανάγκες του Νοσοκομείου, β. η ενάγουσα είχε σταματήσει να εργάζεται στο Δ.Ι.Ε.Κ. ήδη από 08.01.2018 έως και το 2022, κάνοντας χρήση αδειών, και μετοίκησε στις Η.Π.Α. όπου διέμενε ο σύζυγός της, δήλωσε δε εμμέσως σε όργανα του Νοσοκομείου ότι δεν σχεδίαζε να επανέλθει στην εργασία της στο Δ.Ι.Ε.Κ., με αποτέλεσμα τυχόν μετάταξή της να καλύψει μία οργανική θέση του Δ.Ι.Ε.Κ. χωρίς όμως να παρέχεται πραγματική εργασία σε αυτό, δημιουργώντας έτσι πρόβλημα στην εύρυθμη λειτουργία του, γ. παραταύτα, το Νοσοκομείο προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες για τη μετάταξη της ενάγουσας και έστειλε τον σχετικό φάκελο στην 3η Υ.ΠΕ., η οποία διαφώνησε με τη δυνατότητα μετάταξής της, στη συνέχεια όμως, όταν έγινε αντιληπτό ότι η ενάγουσα δεν σχεδίαζε να επανέλθει στην εργασία της, ο Διοικητής του Νοσοκομείου έπαυσε να προωθεί το αίτημά της και δ. η ενάγουσα ουδεμία ηθική βλάβη υπέστη από τη μη προώθηση της αίτησής της, καθόσον από 08.01.2018 έως και την άσκηση της αγωγής διέμενε σχεδόν μονίμως στο εξωτερικό με την οικογένειά της επιλέγοντας να μην εργάζεται στο Νοσοκομείο, συνεπώς ουδεμία υποβάθμιση υπέστη η κοινωνική ζωή και η καθημερινότητά της, ούτε και η επαγγελματική της ζωή και οι σχέσεις με τους συναδέλφους της, με τους οποίους δεν είχε καμία επαφή λόγω της απουσίας της, περαιτέρω δε, η μη ολοκλήρωση της διαδικασίας μετάταξής της δεν την εμπόδισε να προγραμματίσει την επαγγελματική και κοινωνική ζωή της, η οποία θα ήταν αμετάβλητη ανεξαρτήτως του εάν μετατασσόταν στο Δ.Ι.Ε.Κ., διότι ούτως ή άλλως κατείχε ήδη οργανική θέση στο εναγόμενο Νοσοκομείο.
15. Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης καλείται το Δικαστήριο να κρίνει παρεμπιπτόντως, ασκώντας τη σχετική εξουσία του βάσει του άρθρου 80 Κ.Δ.Δ., τη νομιμότητα της προπεριγραφείσας παράλειψης του εναγόμενου Νοσοκομείου, η οποία κατά νόμο προσβάλλεται ευθέως με αίτηση ακύρωσης. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα πρόταση (σκέψη 7), ο Διοικητής του εναγομένου, αρμόδιος κατά νόμο να αποφασίσει περί μετάταξης ή μη της ενάγουσας και να εκδώσει τη σχετική διοικητική πράξη, διέθετε διακριτική μόνον ευχέρεια και όχι υποχρέωση να προβεί στη μετάταξη αυτή, έχοντας μάλιστα τη δυνατότητα να αποκλίνει αιτιολογημένως από τη διατυπωθείσα γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Συνεπώς, είναι άδηλο εάν, κατόπιν αξιολόγησης των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων και των λοιπών στοιχείων του υπηρεσιακού φακέλου της, καθώς και των υφιστάμενων αναγκών της υπηρεσίας, θα εκδιδόταν τελικώς από το εναγόμενο πράξη μετάταξης της ενάγουσας στο Δ.Ι.Ε.Κ. ή εάν θα απορριπτόταν το αίτημά της. Η ουσιαστική αυτή κρίση του Διοικητή του εναγομένου δεν μπορεί να υποκατασταθεί με παρεμπίπτουσα το πρώτον κρίση του Δικαστηρίου τούτου περί κατάφασης των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων της ενάγουσας για μετάταξή της στο Δ.Ι.Ε.Κ. και περί των υφιστάμενων, κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπηρεσιακών αναγκών που θα επέτρεπαν ή θα απέκλειαν τη μετάταξη, δεδομένου ότι, όπως έγινε ως άνω δεκτό, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εν προκειμένω την εξουσία να αποφανθεί για το ποιο έπρεπε να είναι το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης του Διοικητή του εναγομένου σχετικά με τη μετάταξη της ενάγουσας. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μη μετάταξης της ενάγουσας στο Δ.Ι.Ε.Κ. και της ηθικής βλάβης που αυτή επικαλείται ότι υπέστη από τη μετάταξή της και, για τον λόγο αυτόν, δεν στοιχειοθετείται αποζημιωτική ευθύνη του εναγομένου κατά τα άρθρα 105-106 του ΕισΝΑΚ, θεμελιούμενη στη μη μετάταξη αυτής στο Δ.Ι.Ε.Κ. του εναγομένου, απορριπτομένων ως αβασίμων όσων προβάλλονται με την αγωγή περί του αντιθέτου (βλ. ΔΕφΑθ 1523/2023, πρβλ. ΣτΕ 2168/2007 επταμ., 2803/2006). Ωστόσο, η παράλειψη του αποφασίζοντος οργάνου του εναγόμενου Νοσοκομείου να αποφανθεί επί του αιτήματος μετάταξης της ενάγουσας συνιστά, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 10, παράνομη πράξη που ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αντικειμενικά ικανή να επιφέρει και επέφερε στην ενάγουσα ηθική βλάβη (πρβλ. ΣτΕ 2511/2017, 2156/2015) συνιστάμενη στην πρόκληση σε αυτή συνεχούς αναμονής. Ως προς την κρίση του δε αυτή περί της κατά τα ως άνω θεμελιούμενης παρανομίας του εναγομένου, το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 12, δεν δεσμεύεται από την προαναφερθείσα ποινική αθωωτική απόφαση, η οποία επιπροσθέτως αφορά τον τότε Διοικητή του Νοσοκομείου (φυσικό πρόσωπο) και όχι το εναγόμενο ν.π.δ.δ.. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής αυτής βλάβης που έγινε δεκτό ότι υπέστη η ενάγουσα, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας ιδίως ότι ναι μεν το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του εναγομένου είχε γνωμοδοτήσει θετικά για τη μετάταξή της από τη νοσηλευτική υπηρεσία του Νοσοκομείου στο Δ.Ι.Ε.Κ., ωστόσο αυτή απουσίαζε με άδειες άνευ αποδοχών για μακρά χρονικά διάστημα μετά την υποβολή του αιτήματός της για μετάταξη, ήτοι από 17.01.2018 έως 29.07.2018 (ενόσω υπηρετούσε ακόμη στο Δ.Ι.Ε.Κ. στο πλαίσιο μετακίνησής της από τη νοσηλευτική υπηρεσία του Νοσοκομείου), από 01.10.2018 έως 31.03.2019 και από 07.02.2021 έως και την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής στις 12.09.2022 (γεγονός που δεν αμφισβητείται), επιλέγοντας να μην εργάζεται χωρίς όμως να επικαλείται ότι συνέτρεχαν σοβαροί προς τούτο λόγοι που την υποχρέωσαν να απέχει άνευ αποδοχών από την εργασία της (και χωρίς να προκύπτουν τέτοιοι λόγοι από τα στοιχεία της δικογραφίας), και ότι ως εκ τούτου η μη απάντηση επί του αιτήματός για μετάταξη δεν προκύπτει ότι δυσχέρανε ιδιαιτέρως τον σχεδιασμό της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής της ενόψει και του ότι το Δ.Ι.Ε.Κ. του εναγομένου, στο οποίο ζητούσε να μεταταχθεί, είχε έδρα στην Κατερίνη όπου έχει έδρα και το εναγόμενο Νοσοκομείο στο οποίο ήδη υπηρετούσε, κρίνει ότι η ενάγουσα δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη μη έκδοση απόφασης επί του αιτήματός της για μετάταξη στο Δ.Ι.Ε.Κ. του εναγομένου, το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, το οποίο παρίσταται εν προκειμένω εύλογο, καθόσον, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπόθεσης, δεν είναι χαμηλό σε τέτοιο βαθμό ώστε να υποβαθμίζεται η απαξία της διαπιστωθείσας παρανομίας του εναγομένου. Το ποσό δε αυτό πρέπει να της καταβληθεί νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής στις 12.09.2022 (βλ. την …/12.09.2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας με έδρα στο Πρωτοδικείο Κατερίνης Χρυσούλας Ζαρογιάννη) έως την πλήρη εξόφληση, με επιτόκιο 6% ετησίως κατ’ άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ/τος 496/1974 (Α΄ 204) (το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και είναι εν προκειμένω εφαρμοστέο, καθόσον η διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019, Α΄ 65, ρυθμίζει αποκλειστικά το ύψος του επιτοκίου των οφειλών του Δημοσίου και όχι των ν.π.δ.δ., λαμβανομένου υπόψη και του ότι η επέκταση της εφαρμογής της στον e-Ε.Φ.Κ.Α. προβλέφθηκε ειδικώς με το άρθρο 6 παρ. 10 του ν. 4670/2020, Α΄ 43). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου Νοσοκομείου (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).
16. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη καθ’ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου εναγόμενου … …, να απαλλαγεί η ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα αυτού και να επιστραφεί σε αυτή το τέλος δικαστικού ενσήμου με κωδικό …, που δεν αναλώθηκε λόγω απόρριψης της αγωγής, κατά το μέρος της αυτό, για τυπικό λόγο. Κατά τα λοιπά, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή καθ’ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου εναγόμενου Νοσοκομείου, να υποχρεωθεί το τελευταίο να καταβάλει νομιμοτόκως στην ενάγουσα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό, ποσό πεντακοσίων (500) ευρώ και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου Νοσοκομείου.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη καθ’ο μέρος στρέφεται κατά του … … και απαλλάσσει την ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα αυτού.
Διατάσσει την επιστροφή στην ενάγουσα του με κωδικό … τέλους δικαστικού ενσήμου.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή κατά του Γενικού Νοσοκομείου Κατερίνης.
Υποχρεώνει το Γενικό Νοσοκομείο Κατερίνης να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό πεντακοσίων (500) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση σε αυτό της αγωγής (στις 12.09.2022) έως την πλήρη εξόφληση, με επιτόκιο 6% ετησίως.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της ενάγουσας και του Γενικού Νοσοκομείου Κατερίνης.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 30 Δεκεμβρίου 2024.
Η Δικαστής Η Γραμματέας