Αριθμός 748/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ’αριθμ. 97/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο – Εισηγητή, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Φώτιο Μουζάκη και Αικατερίνη Χονδρορίζου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Φλωρίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ε. Κ., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Γ. Φ. του Δ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Σπυρόπουλο, για αναίρεση της υπ’αριθμ 4885/2023 & 119/2024 απόφασης του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Ε. Α. του Κ., κάτοικο …, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ευσταθίου Μαρδακιούπη. Το Γ’ Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2024 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών Ε. Τ., έλαβε αριθμό Ε.Μ.: 28/2024 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 264/2024.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 7-3-2024 αίτηση αναίρεσης του Γ. Φ. του Δ., κατά της υπ’ αριθμ. 4885/2023, 119/12-1-2024 απόφασης του δικάσαντος ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του προαναφερθέντος δευτεροβαθμίου ποινικού δικαστηρίου στις 16-2-2024, με την οποίαν ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 302 παρ. 1 ΠΚ, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 1, 5, 14, 15, 16, 17, 18, 26 περ. β’, 28, 50, 51, 53, 55, 57 και 79 ΠΚ) και αφού αναγνωρίσθηκε σ’ αυτόν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ, ακολούθως του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί χρονικό διάστημα τριών ετών, ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για λογαριασμό του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, με σχετική προς τούτο δήλωση του συνηγόρου υπεράσπισής του, ο οποίος παραστάθηκε στην συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, (δήλωση) που έλαβε χώρα στις 7-3-2024 ενώπιον της γραμματέως του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 464, 466 παρ. 1, 2, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 504 παρ. 1 και 505 παρ. 1, περ. α’ ΚΠΔ. Η κρινομένη αίτηση είναι επί πλέον παραδεκτή, αφού περιέχει σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους στην απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την παραπάνω αξιόποινη πράξη και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’ και Ε’ ΚΠΔ αντιστοίχως) και συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων της. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (Αρείου Πάγου) παραστάθηκε νομίμως με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της η Ελένη Αποστολοπούλου του Κωνσταντίνου, που υποστήριξε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου την ως άνω κατηγορία εις βάρος του προαναφερθέντος κατηγορουμένου.
Κατά την διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του προϊσχύσαντος (μέχρι 30-6-2019) πΠΚ, που εφαρμόζεται στην κρινόμενη υπόθεση ως εκ του χρόνου τέλεσης της σχετικής πράξης, για την οποία έχει καταδικασθεί ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων (δηλαδή στις 1-6-2016), δεδομένου ότι και η αντίστοιχη διάταξη του ισχύοντος από 1-7-2019 νΠΚ (Ν. 4619/2019, ΦΕΚ Α’ 95/11-6-2019), προβλέπει για την αυτή ως άνω πράξη, την ίδια ακριβώς ποινή, “Όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, “Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, πρόκληση της θανάτωσης άλλου, υποκειμενικώς δε, α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής, β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και γ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Εξάλλου, ενόψει της διάκρισης της αμέλειας σε μη ενσυνείδητη, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της οφειλόμενης προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία ο δράστης προέβλεψε μεν, ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, αλλά πίστευσε ότι δεν θα επερχόταν, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιό ακριβώς από τα δύο είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Διαφορετικά, αν δεν προσδιορίζεται το είδος της αμέλειας ή γίνονται δεκτά και τα δύο είδη αμέλειας, δημιουργείται αντίστοιχη ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν στην πρόκλησή του συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Αυτό δε, γιατί η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί όσον αφορά στην αστική ευθύνη. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (ΑΠ 266/2024, ΑΠ 932/2023, ΑΠ 713/2023, ΑΠ 757/2022, ΑΠ 624/2022, ΑΠ 610/2021, ΑΠ 202/2020, ΑΠ 1483/2019). Εξάλλου, όταν η αμελής πράξη δεν συνίσταται μόνο σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του εγκληματικού αποτελέσματος, για την ανθρωποκτονία από αμέλεια που διαπράττεται με αυτόν τον τρόπο και συνιστά έγκλημα που τελείται με παράλειψη, απαιτείται (επιπλέον των όρων του άρθρου 28 ΠΚ) και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 παρ. 1 ΠΚ, το οποίο ορίζει ότι, “‘Οπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του (με παράλειψη) τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος”. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου να προβεί σε ενέργεια αποτρεπτική του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Δεν αρκεί δηλαδή η ύπαρξη απλής ηθικής υποχρέωσης, ούτε γενικής νομικής υποχρέωσης για συνδρομή, ώστε να προληφθεί το επιβλαβές αποτέλεσμα, αλλά απαιτείται ιδιαίτερη (ειδική) νομική υποχρέωση, η οποία επιφορτίζει τον υπαίτιο της παράλειψης με τη δημιουργία και διασφάλιση πραγματικής κατάστασης, που εξυπηρετεί και διαφυλάσσει τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται με την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Αυτή η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου που επιβάλλει συγκεκριμένη ενέργεια ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου ή από ειδική έννομη σχέση που επιφορτίζει τον υπόχρεο με ιδιάζουσα μέριμνα για την προστασία εννόμων αγαθών τρίτων ή από προγενέστερη συμπεριφορά του υπαιτίου που δημιούργησε τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης και του εγκληματικού αποτελέσματος που επήλθε, όταν, με μεγάλη πιθανότητα που προσεγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (θανάτωση προσώπου, σωματική βλάβη κλπ), εάν ο υπόχρεος πραγματοποιούσε την ενέργεια, στην οποία είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί και την οποία παρέλειψε (ΑΠ 266/2024, ΑΠ 932/2023, ΑΠ 691/2023, ΑΠ 1469/2019, ΑΠ 306/2019, ΑΠ 1104/2017). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι (ΑΠ 861/2022, ΑΠ 1363/2020), ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 861/2022, ΑΠ 501/2020). Δεν είναι όμως απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν δε, εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 1204/2023, ΑΠ 930/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση το προαναφερθέν Γ’ Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την ως άνω προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 4885/2023, 119/12-1-2024 απόφασή του δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, τα εξής: “Από την ανωμοτί κατάθεση της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως (της 12ης Ιανουαρίου 2024) του παρόντος Δικαστηρίου…την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως (της 12ης Ιανουάριου 2024) του παρόντος Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως, αποδείχθηκε ότι στο … την … 2016 και ώρα 03:15 ο κατηγορούμενος, από αμέλειά του, που συνίσταται στην έλλειψη της σύνεσης και της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να επιδείξει και που ο κάθε μέσος συνετός άνθρωπος θα επιδείκνυε στη θέση του υπό τις αυτές περιστάσεις, προκάλεσε το θάνατο άλλου και δη, της Α. Φ. του Γ., χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παρήχθη από τη συμπεριφορά του αυτή. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος ως επιβλέπων μηχανικός της εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΙΚΑΤ ΑΕΚΤΕ”, η οποία είχε αναλάβει από τον κύριο του έργου “ΕΠΑ Αττικής”, την εκτέλεση εργασιών κατασκευής δικτύου φυσικού αερίου χαμηλής πιέσεως έως 4 BAR, χαλύβδινου δικτύου μέσης πίεσης έως 19 BAR και παροχευτικών αγωγών σε διάφορες περιοχές του Νομού Αττικής, μεταξύ των οποίων και επί της οδού … στο Δήμο …, αν και είχε υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, (ιδιότητα, που δεν αναιρείται από την ανάθεση σ’ αυτόν παράλληλα και άλλων αρμοδιοτήτων, όπως του ελέγχου των μηχανικών εγκαταστάσεων του ως άνω έργου και των πνευματικών δοκιμών του δικτύου), ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εδραζόμενη επί των διατάξεων των παραγράφων 1.2, 2.1, 2.2 και 5.2 του άρθρου μόνου της ΥΑ ΔΙΠΣΔ/οικ/502/2003 (ΦΕΚ Β’ 946/09-07-2003), που εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του Ν. 1418/1984 και όριζε τις τεχνικές προδιαγραφές σήμανσης εκτελούμενων οδικών έργων, εντός και εκτός κατοικημένων περιοχών, προκειμένου οι οδηγοί οχημάτων κινούμενων επί οδών που εκτελούνται έργα να μην αιφνιδιάζονται από ανωμαλίες στην κανονική διεξαγωγή της κυκλοφορίας εξαιτίας των έργων αυτών, παρέχοντας έγκαιρη και επαρκή πληροφόρηση προς τους χρήστες της οδού οδηγούς, μέσω κατάλληλης σηματοδότησης για το χώρο και την έκταση των έργων αυτών, αυτός παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις ανωτέρω επιταγές. Συγκεκριμένα αν και βάσει της ως άνω νομοθεσίας ήταν υποχρεωμένος στη ζώνη προειδοποίησης, οριζομένης αυτής ως της περιοχής προ του χώρου εκτέλεσης των έργων, η οποία σε αστικές περιοχές δεν μπορεί να ευρίσκεται σε απόσταση μικρότερη του μήκους παρειάς ενός οικοδομικού τετραγώνου προ του σημείου έναρξης των έργων, να έχει την απαιτούμενη σήμανση, ώστε να προειδοποιήσει εγκαίρως τους οδηγούς για τις επερχόμενες αλλαγές διατομής των γεωμετρικών χαρακτηριστικών και των συνθηκών κυκλοφοριακής ροής που είχαν επέλθει λόγω των εκτελούμενων επί της οδού έργων, τοποθετώντας τις προβλεπόμενες από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας Πινακίδες (Ν. 2696/1999), όπως πινακίδες σήμανσης εκτελούμενων έργων επί της οδού (Κ-20), πινακίδες σταδιακής μείωσης της ταχύτητας (Ρ-32), πινακίδες αλλαγής διατομής και κυκλοφοριακής ροής επί της οδού (Π-69, Π-68α, Π-70, Π-70α), καθώς και οιαδήποτε άλλη πινακίδα σημαίνουσα τυχόν ιδιαίτερες ρυθμίσεις λόγω του είδους και της μορφής των έργων, συνοδευόμενες από πρόσθετες πινακίδες (Πρ-1) σημαίνουσες την απόσταση στην οποία άρχιζαν τα έργα ή είχαν εφαρμογή οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, στη δε ζώνη συναρμογής εισόδου, οριζομένης αυτής ως της περιοχής εκ της οποίας ξεκινά η μείωση του πλάτους της λωρίδας κυκλοφορίας λόγω των εκτελούμενων έργων, που στις αστικές περιοχές ορίζεται σε απόσταση όχι μικρότερη σε οριζοντιογραμμή των εβδομήντα πέντε (75) μέτρων από το χώρο εκτέλεσης των έργων, είχε υποχρέωση να τοποθετήσει πινακίδες σήμανσης εκτελούμενων έργων επί της οδού (Κ-20), πινακίδες σταδιακής μείωσης της ταχύτητας (Ρ-32), καθώς και πληροφοριακές ως και ρυθμιστικές πινακίδες κατεύθυνσης προς τον εργοταξιακό χώρο κίνησης (Ρ-52 και Π-74, 75, 76, 77, 78, 79) τοποθετώντας επιπλέον στις πινακίδες οριοθέτησης της συναρμογής (μείωσης πλάτους οδοστρώματος, Π-77 και Π-78) αναλάμποντες φανούς, για την περίπτωση κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε απόσταση μεταξύ τους ίση με δέκα μέτρα, αυτός παρέλειψε να τοποθετήσει την ανωτέρω προβλεπόμενη σήμανση στα ως άνω αναφερόμενα σημεία περιοριζόμενος στην τοποθέτηση, ακριβώς στο σημείο έναρξης των έργων πινακίδας Π-78 μετά αναλάμποντος φανού ως και πινακίδας υποχρεωτικής πορείας προς τα αριστερά, καθώς και πλέγματος κατά μήκος του σκάμματος που είχε ανοιχθεί επί της οδού, χωρίς μάλιστα να επαναλάβει τη σήμανση αυτή κατά μήκος των έργων και σε απόσταση δέκα (10) μέτρων από την αρχή αυτών ούτε και επισημαίνοντας με οιοδήποτε τρόπο το τέλος των έργων. Αποτέλεσμα των παραλείψεών του αυτών, ήταν όταν η θανούσα Α. Φ., οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του Γ. Φ., κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες της … 2016 και υπό συνθήκες σκότους και βαίνοντας με αυτό επί της οδού … στο …, στο ύψος του οδικού αριθμού 57 της εν λόγω οδού με κατεύθυνση από … προς …, σε σημείο όπου εκτελούνταν εργασίες κατασκευής δικτύου φυσικού αερίου, από την εταιρεία του (κατηγορουμένου), συνεπεία των οποίων είχε σκαφτεί το δεξιό άκρο του οδοστρώματος του ρεύματος κυκλοφορίας προς … σε πλάτος (1,6) μέτρα κατά την έναρξη του έργου και 1,3 μέτρα κατά το τέλος αυτού και σε μήκος 13 μέτρων, μειώνοντας ούτως το πλάτος του ρεύματος αυτού (κυκλοφορίας προς …) και δυσχεραίνοντας την κίνηση των οδηγών επί αυτού, εξαιτίας της έλλειψης έγκαιρης προειδοποίησης για τα εκτελούμενα έργα και της πλημμελούς σήμανσης του χώρου εκτέλεσης των έργων, η ως άνω οδηγός να αιφνιδιαστεί εκ της ξαφνικής μείωσης της διατομής του οδοστρώματος και της ύπαρξης σκάμματος στα δεξιά της και να ενεργήσει απότομο αποφευκτικό ελιγμό, συνεπεία του οποίου απώλεσε τον έλεγχο του σχήματός της, το οποίο αφού παρέκκλινε της πορείας του αρχικώς προς τα δεξιά και προσέκρουσε σε κάγκελα που ήταν τοποθετημένα στο άκρο του πεζοδρομίου, εν συνεχεία περιστρεφόμενο επί του διαμήκη άξονά του παρέκκλινε προς τα αριστερά και ανέλεγκτο, αφού διέσχισε κάθετα το οδόστρωμα και εισήλθε επί του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας, εξήλθε του οδοστρώματος και προσέκρουσε με σφοδρότητα σε τσιμεντένια κολώνα φωτισμού όπου ακινητοποιήθηκε. Η οδός … είναι κεντρική οδός του Δήμου Χαλανδρίου που συνδέεται με τη …. Δέχεται δε, μεγάλο κυκλοφοριακό φόρτο (οχήματα), κυρίως τις πρωϊνές ώρες, καθόσον επί της οδού αυτής στεγάζονται, εκτός άλλων, πρεσβεία και διαγνωστικό κέντρο. Κατά το χρόνο που συνέβη το ένδικο ατύχημα η ως άνω οδός δεν είχε ιδιαίτερη κίνηση. Το πλάτος δε, της οδού στο ως άνω σημείο είναι 10,70 μ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι συνέπεια της προαναφερόμενης πρόσκρουσης ήταν η ως άνω οδηγός του οχήματος να υποστεί βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και δη πολλαπλά κατάγματα βάσης, θόλου και σπλαχνικού κρανίου, οίδημα εγκεφάλου, οξύ επισκληρίδιο και υποσκληρίδιο αιμάτωμα αριστερά με μετατόπιση μέσης γραμμής δεξιά εκ των οποίων ως μόνης ενεργούς αιτίας να προκύψει ο θάνατος αυτής που επήλθε την 10 Ιουνίου 2016, ο δε κατηγορούμενος δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των παραλείψεών του αυτών. Όλα δε, τα ανωτέρω προκύπτουν με σαφήνεια από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας…”. Στην συνέχεια, το ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την ως άνω προσβαλλομένη απόφασή του, κήρυξε τον εν λόγω κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο της παραπάνω αναφερόμενης αξιόποινης πράξης (με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ, όπως πρωτοδίκως), διαλαμβάνοντας στο διατακτικό του, τα εξής: “…στο … την 01-06-2016 και ώρα 03.15 πμ από αμέλειά του, που συνίσταται στην έλλειψη της σύνεσης και της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να επιδείξει και που ο κάθε μέσος συνετός άνθρωπος θα επιδείκνυε στη θέση του υπό τις αυτές περιστάσεις, προκάλεσε το θάνατο άλλου και δη, της Φ. Α. του Γ., χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παρήχθη από τη συμπεριφορά του αυτή, πλέον δε συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Φ. Γ. ως επιβλέπων μηχανικός της εταιρίας με την επωνυμία “ΤΡΙΚΑΤ ΑΕΚΤΕ”, η οποία είχε αναλάβει από τον κύριο του έργου “ΕΠΑ Αττικής”, την εκτέλεση εργασιών κατασκευής δικτύου φυσικού αερίου χαμηλής πιέσεως έως 4 BAR, χαλύβδινου δικτύου μέσης πίεσης έως 19 BAR και παροχευτικών αγωγών σε διάφορες περιοχές του Νομού Αττικής, μεταξύ των οποίων και επί της οδού … στο Δήμο …, αν και είχε υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εδραζόμενη επί των διατάξεων των παραγράφων 1.2, 2.1, 2.2 και 5.2 του άρθρου μόνου της ΥΑ ΔΙΠΣΔ/οικ/502/2003 (ΦΕΚ Β’ 946/09-07-2003), που εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του Ν. 1418/1984 και όριζε τις τεχνικές προδιαγραφές σήμανσης εκτελούμενων οδικών έργων, εντός και εκτός κατοικημένων περιοχών, προκειμένου οι οδηγοί οχημάτων κινούμενων επί οδών που εκτελούνται έργα να μην αιφνιδιάζονται από ανωμαλίες στην κανονική διεξαγωγή της κυκλοφορίας εξαιτίας των έργων αυτών, παρέχοντας έγκαιρη και επαρκή πληροφόρηση προς τους χρήστες της οδού οδηγούς, μέσω κατάλληλης σηματοδότησης για το χώρο και την έκταση των έργων αυτών, αυτός παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις ανωτέρω επιταγές. Ειδικότερα, αν και βάσει της ανωτέρω ρηθείσας νομοθεσίας ήταν υποχρεωμένος στη ζώνη προειδοποίησης, οριζομένης αυτής ως της περιοχής προ του χώρου εκτέλεσης των έργων, η οποία σε αστικές περιοχές δεν μπορεί να ευρίσκεται σε απόσταση μικρότερη του μήκους παρειάς ενός οικοδομικού τετραγώνου προ του σημείου έναρξης των έργων, να έχει την απαιτούμενη σήμανση, ώστε να προειδοποιήσει εγκαίρως τους οδηγούς για τις επερχόμενες αλλαγές διατομής των γεωμετρικών χαρακτηριστικών και των συνθηκών κυκλοφοριακής ροής που είχαν επέλθει λόγω των εκτελούμενων επί της οδού έργων, τοποθετώντας τις προβλεπόμενες από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας πινακίδες (Ν. 2696/1999), όπως πινακίδες σήμανσης εκτελούμενων έργων επί της οδού (Κ-20), πινακίδες σταδιακής μείωσης της ταχύτητας (Ρ-32), πινακίδες αλλαγής διατομής και κυκλοφοριακής ροής επί της οδού ( Π-69, Π-68α, Π-70, Π-70α), καθώς και οιαδήποτε άλλη πινακίδα σημαίνουσα τυχόν ιδιαίτερες ρυθμίσεις λόγω του είδους και της μορφής των έργων, συνοδευόμενες από πρόσθετες πινακίδες (Πρ-1), σημαίνουσες την απόσταση στην οποία άρχιζαν τα έργα ή είχαν εφαρμογή οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, στη δε ζώνη συναρμογής εισόδου, οριζομένης αυτής ως της περιοχής εκ της οποίας ξεκινά η μείωση του πλάτους της λωρίδας κυκλοφορίας λόγω των εκτελούμενων έργων, που στις αστικές περιοχές ορίζεται σε απόσταση όχι μικρότερη σε οριζοντιογραμμή των εβδομήντα πέντε (75) μέτρων από το χώρο εκτέλεσης των έργων, είχε υποχρέωση να τοποθετήσει πινακίδες σήμανσης εκτελούμενων έργων επί της οδού (Κ-20), πινακίδες σταδιακής μείωσης της ταχύτητας (Ρ-32), καθώς και πληροφοριακές ως και ρυθμιστικές πινακίδες κατεύθυνσης προς τον εργοταξιακό χώρο κίνησης (Ρ-52 και Π- 74, 75, 76, 77, 78, 79) τοποθετώντας επιπλέον στις πινακίδες οριοθέτησης της συναρμογής (μείωσης πλάτους οδοστρώματος, Π-77 και Π-78) αναλάμποντες φανούς, για την περίπτωση κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε απόσταση μεταξύ τους ίση με δέκα μέτρα, αυτός παρέλειψε να τοποθετήσει την ανωτέρω προβλεπόμενη σήμανση στα ως άνω αναφερόμενα σημεία περιοριζόμενος στην τοποθέτηση ακριβώς στο σημείο έναρξης των έργων πινακίδας Π-78 μετά αναλάμποντος φανού ως και πινακίδας υποχρεωτικής πορείας προς τα αριστερά, καθώς και πλέγματος κατά μήκος του σκάμματος που είχε ανοιχθεί επί της οδού, χωρίς μάλιστα να επαναλάβει τη σήμανση αυτή κατά μήκος των έργων και σε απόσταση δέκα (10) μέτρων από την αρχή αυτών ούτε και επισημαίνοντας με οιοδήποτε τρόπο το τέλος των έργων. Αποτέλεσμα των παραλείψεων του αυτών, ήταν όταν η θανούσα Α. Φ., οδηγώντας το υπό τα στοιχεία … ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του Φ. Γ., κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 01-06-2016 και υπό συνθήκες σκότους και βαίνοντας με αυτό επί της οδού … στο …, στο ύψος του οδικού αριθμού … της εν λόγω οδού με κατεύθυνση από … προς …, σε σημείο όπου εκτελούντο εργασίες κατασκευής δικτύου φυσικού αερίου, από την εταιρία του κατηγορουμένου, συνεπεία των οποίων είχε σκαφτεί το δεξιό άκρο του οδοστρώματος σε πλάτος (1,6) μέτρα κατά την έναρξη του έργου και 1,3 μέτρα κατά το τέλος αυτού και σε μήκος 13 μέτρων, μειώνοντας ούτως το πλάτος του ρεύματος κυκλοφορίας προς … και δυσχεραίνοντας την κίνηση των οδηγών επί αυτού, εξαιτίας της έλλειψης έγκαιρης προειδοποίησης για τα εκτελούμενα έργα και της πλημμελούς σήμανσης του χώρου εκτέλεσης των έργων, η ως άνω οδηγός να αιφνιδιαστεί εκ της ξαφνικής μείωσης της διατομής του οδοστρώματος και της ύπαρξης σκάμματος στα δεξιά της και να ενεργήσει απότομο αποφευκτικό ελιγμό, συνεπεία του οποίου απώλεσε τον έλεγχο του οχήματός της, το οποίο αφού παρέκκλινε της πορείας του αρχικώς προς τα δεξιά και προσέκρουσε σε κάγκελα που ήταν τοποθετημένα στο άκρο του πεζοδρομίου, εν συνεχεία περιστρεφόμενο επί του διαμήκη άξονά του παρέκκλινε προς τα αριστερά και ανέλεγκτο, αφού διέσχισε κάθετα το οδόστρωμα και εισήλθε επί του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας, εξήλθε του οδοστρώματος και προσέκρουσε με σφοδρότητα σε τσιμεντένια κολώνα φωτισμού όπου ακινητοποιήθηκε. Συνέπεια της πρόσκρουσης αυτής ήταν να υποστεί βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις η ως άνω οδηγός του οχήματος και δη, πολλαπλά κατάγματα βάσης, θόλου και σπλαχνικού κρανίου, οίδημα εγκεφάλου, οξύ επισκληρίδιο και υποσκληρίδιο αιμάτωμα αριστερά με μετατόπιση μέσης γραμμής δεξιά εκ των οποίων ως μόνης ενεργούς αιτίας να προκύψει ο θάνατος αυτής που επήλθε την 10-06-2016, ο δε κατηγορούμενος δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των παραλείψεών του αυτών”.
Με τους δύο πρώτους συνεξεταζόμενους αναιρετικούς λόγους ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε και με τον πρώτο αναιρετικό λόγο προσάπτει σ’ αυτήν την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, πλημμέλεια, της έλλειψης δηλαδή ειδικής αιτιολογίας, ενώ ισχυρίζεται ακόμη ότι εσφαλμένως ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε η (ουσιαστική) ποινική διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 ΠΚ και ειδικότερα, ως προς την ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσής του για την αποτροπή του παραπάνω περιγραφόμενου ατυχήματος και με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, σχετική πλημμέλεια. Περαιτέρω, με τον τρίτο αναιρετικό λόγο ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάσθηκε το τεκμήριο της αθωότητάς του, επικαλούμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την ενοχή του, όπως επίσης και ότι αυτός δεν είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση για την αποτροπή του ως άνω θανατηφόρου ατυχήματος, προβάλλοντας με τον τρόπο αυτό και πάλι συγκεκαλυμμένα την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αλλά και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της προαναφερθείσας ποινικής διάταξης του άρθρου 15 παρ. 1 ΠΚ και (με τον τελευταίο αυτό τρίτο αναιρετικό λόγο) προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, σχετική πλημμέλεια, δηλαδή της απόλυτης ακυρότητας που συνέβηκατά τη διαδικασία στο ακροατήριο.
Με αυτά όμως που δέχθηκε το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως οι παραδοχές του σκεπτικού συμπληρώνονται από αυτές του διατακτικού, διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που, κατά τα γενόμενα δεκτά από το Εφετείο, προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, δηλαδή της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (από υπόχρεο με παράλειψη), τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψε αυτό και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1, 15 παρ. 1 και 28 ΠΚ, που σωστά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, αναφέρονται όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εν λόγω εγκλήματος και παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη δημόσια στο ακροατήριο αποδεικτική διαδικασία και συνιστούν την κατά τα άνω ποινικά επιλήψιμη συμπεριφορά της αναιρεσείουσας. Συγκεκριμένα, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και αιτιολογούνται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, οι εξής κρίσιμες παραδοχές: α) Η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως επιβλέποντος πολιτικού μηχανικού της προαναφερθείσας εταιρίας “ΤΡΙΚΑΤ ΑΕΚΤΕ”, η οποία είχε αναλάβει από τον κύριο του έργου “ΕΠΑ Αττικής”, την εκτέλεση εργασιών κατασκευής δικτύου φυσικού αερίου και παροχευτικών αγωγών μεταξύ των άλλων περιοχών της Αττικής και επί της παραπάνω οδού … του Δήμου …, β) η ειδική νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος βάσει της ως άνω ΥΑ ΔΙΠΣΔ/οικ/502/2003 (ΦΕΚ Β’ 946/09-07-2003) απόφασης, να προβεί στη λήψη των αναφερομένων σ’ αυτή μέτρων, που αναλυτικά εκτίθενται στο σκεπτικό αλλά και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, για την αποτροπή ατυχημάτων για όσους εκινούντο στην εν λόγω οδό … του Δήμου … αλλά και η παράλειψη του αναιρεσείοντος να φροντίσει, όπως ασφαλώς όφειλε και ήταν υποχρεωμένος να κάνει, να ληφθούν τα προστατευτικά αυτά μέτρα κατά την διαδικασία εκτέλεσης του παραπάνω έργου για την αποφυγή ατυχημάτων, γ) η δυνατότητα του αναιρεσείοντος να προβλέψει το (εγκληματικό) αποτέλεσμα της παραλείψεώς του, δ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψής του και του συγκεκριμένου εγκληματικού αποτελέσματος, δηλαδή του θανατηφόρου τραυματισμού της ως άνω Α. Φ. του Γ. και ε) η μορφή υπαιτιότητάς του, δηλαδή η μη ενσυνείδητη αμέλεια, καθώς αυτός δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της παράλειψή του, καίτοι όφειλε και μπορούσε να το προβλέψει και να το αποτρέψει. Επομένως, είναι αβάσιμοι και οι τρεις λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, αντίστοιχα. Οι εμπεριεχόμενες εξάλλου στους αυτούς ως άνω αναιρετικούς λόγους υπόλοιπες σχετικές με την κατηγορία αιτιάσεις του αναιρεσείοντος – μεταξύ των οποίων και ότι αυτός (αναιρεσείων) δεν ήταν επιφορτισμένος με την λήψη προστατευτικών μέτρων κατά την εκτέλεση του παραπάνω έργου – που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και σε αντίθεση προς το αποδεικτικό πόρισμα της απόφασης, είναι απαράδεκτες, διότι ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττουν την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερθέντων και μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη από 7-3-2024 αίτηση αναίρεσης του Γ. Φ. του Δ., κατά της υπ’ αριθμ. 4885/2023, 119/12-1-2024 απόφασης του δικάσαντος ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ενώ πρέπει ακόμη να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας εις βάρος του αναιρεσείοντος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 577 παρ. 2, περ. α’ και 578 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 5095/2024 (ΦΕΚ Α’ 40/15.3.2024), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό αυτής της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7-3-2024 αίτηση του Γ. Φ. του Δ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4885/2023, 119/12-1-2024 απόφασης του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην καταβολή των εξόδων της ποινικής διαδικασίας, ποσού οχτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ