Η απόφαση τονίζει ξεκάθαρα τη σημασία της διατήρησης επαρκούς φυσικής παρουσίας και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού, αποτελώντας χαρακτηριστικό παράδειγμα νομολογίας που δεν αναγνωρίζει στη μητέρα απόλυτο δικαίωμα στις αποφάσεις που επηρεάζουν το τέκνο.
Η πρόσφατη απόφαση 1039/2025 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών θέτει στο επίκεντρο το άρθρο 1519 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4800/2021, και φωτίζει τις δυσκολίες γύρω από τη μεταβολή του τόπου διαμονής ανηλίκου. Η υπόθεση αφορούσε το αίτημα μιας μητέρας, που είχε την επιμέλεια, να μετοικήσει με τον ανήλικο γιο της από την Αθήνα στο Μεσολόγγι. Το δικαστήριο κλήθηκε να σταθμίσει, υπό το φως του νέου νομικού πλαισίου, εάν μια τέτοια μεταβολή εξυπηρετούσε το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού ή αν, αντιθέτως, θα είχε αρνητικές συνέπειες στην επικοινωνία του παιδιού με τον πατέρα του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχοσύνθεσή του.
Η απόφαση τονίζει ξεκάθαρα τη σημασία της διατήρησης επαρκούς φυσικής παρουσίας και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού, αποτελώντας χαρακτηριστικό παράδειγμα νομολογίας που δεν αναγνωρίζει στη μητέρα απόλυτο δικαίωμα στις αποφάσεις που επηρεάζουν το τέκνο, ακόμα και όταν έχει την αποκλειστική επιμέλεια.
Από τον γάμο στη δικαστική αίθουσα
Οι δύο διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο το 2010, ο οποίος ιερολογήθηκε το 2015. Από τον γάμο αυτό απέκτησαν ένα παιδί, που γεννήθηκε το 2014. Μετά τη διάσπαση της συμβίωσης, ο γάμος τους λύθηκε αμετάκλητα με δικαστική απόφαση, η οποία ανέθεσε την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου στη μητέρα.
Η επικοινωνία του πατέρα με το τέκνο ρυθμίστηκε με ασφαλιστικά μέτρα, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ο πατέρας μετακόμισε κοντά στην κατοικία της μητέρας και του παιδιού, προκειμένου να μπορεί να ασκεί απρόσκοπτα το δικαίωμά του.
Σε αυτό το πλαίσιο η μητέρα, το 2022, άσκησε αγωγή ζητώντας την μεταβολή του τόπου διαμονής του ανηλίκου από την Αττική στο Μεσολόγγι. Το αίτημά της βασίστηκε σε οικονομικούς λόγους αλλά και στο ότι θεωρούσε πως το παιδί είχε αποκτήσει ήδη δεσμούς με τον δεύτερο τόπο, αφού περνούσε εκεί μεγάλα διαστήματα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο, ωστόσο, απέρριψε τελικά την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, θεωρώντας ότι η μετοίκηση δεν θα εξυπηρετούσε το συμφέρον του παιδιού.
Έτσι, η υπόθεση οδηγήθηκε στο Εφετείο με την άσκηση έφεσης από τη μητέρα, η οποία προσπάθησε να ανατρέψει την αρνητική πρωτόδικη κρίση.
Οι αντίθετες αφηγήσεις στην έφεση
Όταν η υπόθεση έφτασε στο Εφετείο, οι δύο πλευρές ανέπτυξαν επιχειρήματα που αντανακλούσαν την ουσία της σύγκρουσης: Υπερισχύει η επιμέλεια ή το δικαίωμα επικοινωνίας;
Η μητέρα, έχοντας την αποκλειστική επιμέλεια, υποστήριξε ότι το συμφέρον του παιδιού απαιτούσε να μετακινηθεί στο Μεσολόγγι. Όπως κατέθεσε, το εισόδημά της από μερική απασχόληση δεν επαρκούσε, ενώ στο χωριό είχε «πολλούς φίλους και συγγενείς οι οποίοι θα τη συνδράμουν στην ανεύρεση εργασίας». Επικαλέστηκε επίσης ότι ο ανήλικος είχε ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς εκεί, αφού διέμενε εκεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα και είχε αποκτήσει πολλούς φίλους. Στη λογική της, ως γονέας που έχει την επιμέλεια, μπορούσε να αποφασίσει για το περιβάλλον διαβίωσης του παιδιού, αρκεί αυτό να ωφελούσε την καθημερινότητά του.
Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας προέβαλε ότι μια τέτοια μετοίκηση θα ακύρωνε στην πράξη το δικαίωμα επικοινωνίας του. Σημείωσε ότι ο ίδιος είχε οργανώσει τη ζωή του γύρω από την παρουσία του παιδιού, μετακομίζοντας κοντά στη μητέρα ώστε να βρίσκεται δίπλα του. Όπως διαπίστωσε και το Δικαστήριο, ο ανήλικος είχε «αναπτύξει ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με τον πατέρα του, ο οποίος τρέφει δυνατά αισθήματα στοργής και αγάπης γι’ αυτό, επιδεικνύει αμέριστο ενδιαφέρον για την ανατροφή, την εκπαίδευση και τη ψυχαγωγία του». Ο πατέρας υποστήριξε ότι η απόσταση των 275 χιλιομέτρων θα καθιστούσε ανέφικτες τις συχνές και δια ζώσης επαφές που είχαν καθιερωθεί δικαστικά.
Στο Εφετείο η αντιπαράθεση δεν περιορίστηκε σε πρακτικά ζητήματα, αλλά άγγιξε το καίριο ερώτημα: Μπορεί ο γονέας που έχει την επιμέλεια να αποφασίσει μονομερώς μια μεταβολή που πλήττει ουσιωδώς την επικοινωνία; Ή, αντίθετα, πρέπει να διασφαλιστεί η παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού, όπως επιτάσσει το πνεύμα του ν. 4800/2021;
Το σκεπτικό του Εφετείου: Όταν η επιμέλεια αντιτίθεται στο δικαίωμα επικοινωνίας
Το Μονομελές Εφετείο κλήθηκε να σταθμίσει όχι μόνο τα πρακτικά επιχειρήματα των διαδίκων αλλά και το πώς εφαρμόζεται στην πράξη το άρθρο 1519 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4800/2021. Ενώ η μητέρα είχε την αποκλειστική επιμέλεια, το Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι η μεταβολή του τόπου διαμονής του παιδιού δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιό της. Αντίθετα, πρόκειται για «σημαντικό ζήτημα επιμέλειας» που συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα επικοινωνίας του άλλου γονέα.
Χαρακτηριστικά η απόφαση επισημαίνει: «Ο τόπος διαμονής συνδέεται άμεσα με την επικοινωνία και συνεπώς ως ρυθμιστέο ζήτημα έχει μεγάλη σημασία για το παιδί… η ρύθμιση της 1519 παρ. 2 συμπληρώνει μια σειρά άλλων ρυθμίσεων, που εισήχθησαν με το ν. 4800/2021 και αποσκοπούν στη διασφάλιση επαρκούς φυσικής παρουσίας και των δύο γονέων κοντά στο παιδί.»
Με άλλα λόγια, το νέο πλαίσιο δεν αφορά μόνο τις περιπτώσεις τυπικής συνεπιμέλειας, αλλά εφαρμόζεται και όταν ένας γονέας έχει αποκλειστική επιμέλεια. Ακόμη και τότε, η παρουσία και των δύο γονέων πρέπει να προστατεύεται, ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η συμμετοχή τους στη ζωή του παιδιού.
Έτσι, το Εφετείο απέρριψε τα οικονομικά επιχειρήματα της μητέρας, κρίνοντας ότι «δεν έχει σχεδιάσει με ακρίβεια ένα ρεαλιστικό πλάνο μετεγκατάστασής της με το ανήλικο τέκνο, το οποίο να δύναται να το φέρει σε πέρας και να διασφαλίσει καλύτερες συνθήκες ζωής». Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι «ο πραγματικός λόγος μετοίκησης… είναι η επιθυμία της να συγκατοικήσει με τον αρραβωνιαστικό της».
Το κεντρικό ζήτημα λοιπόν δεν ήταν μόνο οι οικονομικές συνθήκες, αλλά η ουσιαστική συνέπεια της μετακίνησης: η σχεδόν πλήρης αποδυνάμωση της επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί. Όπως τονίζει το Δικαστήριο: «Η επικοινωνία με σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα… δεν μπορεί να υποκαταστήσει την τακτική και δια ζώσης επικοινωνία του με το τέκνο.»
Η σημασία της απόφασης στο νέο οικογενειακό δίκαιο.
Η τελική κρίση του Εφετείου ήταν σαφής: Η έφεση απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, με αποτέλεσμα να παραμείνει σε ισχύ η πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει τη μετοίκηση.
Πέρα από το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, η απόφαση έχει βαρύνουσα σημασία για το οικογενειακό δίκαιο μετά τον ν. 4800/2021. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού δεν εξαντλείται στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών του γονέα που έχει την επιμέλεια. Αντιθέτως, οφείλει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη του παιδιού να διατηρεί σταθερούς δεσμούς και επαφές και με τους δύο γονείς. Έτσι, ακόμη και αν η επιμέλεια έχει ανατεθεί αποκλειστικά στον έναν, ο άλλος γονέας δεν μπορεί να μετατραπεί σε «επισκέπτη», αποκομμένος από την καθημερινή ζωή του παιδιού.
Όπως τονίζει η απόφαση, «η ενδεχόμενη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου… θα επιδράσει ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου πατέρα… σε σημείο δε μάλιστα που θα κατατείνει εμμέσως στην κατάλυση του δικαιώματος επικοινωνίας». Η φράση αυτή αποτυπώνει το πνεύμα του νομοθέτη του ν. 4800/2021: Η γονική παρουσία δεν είναι τυπικό δικαίωμα αλλά θεμελιώδες στοιχείο για την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού.
Επομένως, η σημασία της απόφασης είναι διπλή: Αφενός διευκρινίζει ότι η διάταξη του άρθρου 1519 ΑΚ εφαρμόζεται όχι μόνο σε περιπτώσεις τυπικής συνεπιμέλειας αλλά και σε καταστάσεις αποκλειστικής επιμέλειας, όποτε διακυβεύεται η επικοινωνία με τον άλλο γονέα, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει ότι το συμφέρον του παιδιού συνδέεται με τη διατήρηση της σταθερότητας στο σχολικό, κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον και με τη διαρκή φυσική παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του.