ΑΠΟΦΑΣΗ
Μεϊντανάς κατά Ελλάδας της 22.05.2025 (προσφ. αριθ. 18847/23)
Βλ. Εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφυγή αφορούσε την υπερβολική διάρκεια των διαδικασιών επιμέλειας ανήλικου παιδιού. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η μεγάλη διάρκεια των διαδικασιών παραβίασε το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής του ζωής.
Ο προσφεύγων παντρεύτηκε το 2005 και απέκτησε ένα γιο το 2007. Το ζευγάρι χώρισε το 2014. Η μητέρα έλαβε προσωρινή επιμέλεια και ρυθμίστηκε η επικοινωνία του πατέρα με το παιδί. Το 2015 η μητέρα άσκησε αγωγή για την οριστική επιμέλεια του παιδιού και το 2017 ο πατέρας άσκησε ανταγωγή. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2021 το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε να αναθέσει την οριστική επιμέλεια στον πατέρα, θεωρώντας ότι, ενώ και οι δύο γονείς ήταν σε θέση να φροντίσουν το παιδί, το παιδί επιθυμούσε να διαμείνει με τον πατέρα του και η επιθυμία του έπρεπε να γίνει σεβαστή.
Η μητέρα άσκησε έφεση και στις 6 Μαΐου 2022 το Εφετείο αποφάσισε ότι, ενώ η γνώμη του παιδιού έπρεπε να ληφθεί υπόψιν, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να συμμορφωθεί με αυτήν, λαμβάνοντας υπόψη τη συναισθηματικά τεταμένη κατάσταση του ανηλίκου και τη ρήξη που προκλήθηκε από τη σοβαρή σύγκρουση μεταξύ των γονέων του. Το δικαστήριο έκρινε ότι παρότι και οι δύο γονείς ήταν κατάλληλοι για να φροντίζουν το παιδί, ήταν δε προς το συμφέρον του η ανάθεση της επιμέλειας στην μητέρα για να διατηρηθεί η σταθερότητα και η συνέχεια στο περιβάλλον διαβίωσης και στο σχολείο του παιδιού. Η απόφαση κατέστη αμετάκλητη μετά από απόφαση του Αρείου Πάγου. Κατά τη διαδικασία ασκήθηκαν πολλές ενδιάμεσες αιτήσεις και αγωγές και από τις δύο πλευρές, που επιμήκυναν τον χρόνο.
Η διαδικασία ξεκίνησε στις 11 Ιουνίου 2015 με την αγωγή της M.K. για ανάθεση της οριστικής επιμέλειας και ολοκληρώθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2023 με την απόφαση του Αρείου Πάγου. Έτσι, η διαδικασία διήρκεσε επτά έτη και επτά μήνες σε τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρότι η διάρκεια των διαδικασιών ήταν μεγάλη, ο προσφεύγων είχε συνεχή και ουσιαστική επικοινωνία με το παιδί και η καθυστέρηση δεν επηρέασε καθοριστικά το δικαίωμά του στην οικογενειακή ζωή. Άλλωστε ήταν και η συμπεριφορά και οι ενέργειες και του ιδίου που συνέβαλαν στις καθυστερήσεις.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι, αν και η διάρκεια των διαδικασιών ήταν υπέρμετρη, αυτό δεν είχε σημαντική επίπτωση στα δικαιώματα του προσφεύγοντος για σεβασμό της οικογενειακής του ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8 και κήρυξε την προσφυγή απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων συνήψε γάμο με την M.K. το 2005. Το 2007 απέκτησαν έναν γιο. Το ζευγάρι χώρισε το 2014. Στις 18 Νοεμβρίου 2014, κατόπιν διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσε η M.K., της ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του τέκνου και ο προσφεύγων διατάχθηκε να μετοικίσει από την οικογενειακή στέγη.
Στις 24 Νοεμβρίου 2014 ο προσφεύγων άσκησε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για επικοινωνία με το παιδί του. Στις 13 Φεβρουαρίου 2015, το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση που ρύθμισε προσωρινά τα δικαιώματα επικοινωνίας του με το παιδί. Συγκεκριμένα, καθορίστηκε ότι ο προσφεύγων θα συναντούσε το παιδί του «κάθε Τετάρτη απόγευμα από τις 3.30 μ.μ. έως τις 8 μ.μ., κάθε πρώτο και τρίτο Παρασκευοσαββατοκύριακο κάθε μήνα από τις 4.30 μ.μ. την Παρασκευή έως τις 6 μ.μ. την Κυριακή, κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα για επτά ημέρες και κατά την περίοδο των διακοπών για έναν συνεχή μήνα».
Εν τω μεταξύ, στις 11 Ιουνίου 2015, η μητέρα του παιδιού, η οποία ασκούσε την προσωρινή επιμέλεια, άσκησε αγωγή στο Πρωτοδικείο Αθηνών για οριστική επιμέλεια. Την 1η Μαρτίου 2017 ο προσφεύγων άσκησε ανταγωγή.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 2021 το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε να αναθέσει την επιμέλεια στον προσφεύγοντα, θεωρώντας ότι, ενώ και οι δύο γονείς ήταν σε θέση να φροντίσουν το παιδί, το παιδί επιθυμούσε να διαμείνει με τον πατέρα του και η επιθυμία του έπρεπε να γίνει σεβαστή.
Η μητέρα άσκησε έφεση και στις 6 Μαΐου 2022 το Εφετείο αποφάσισε ότι, ενώ η γνώμη του παιδιού έπρεπε να ληφθεί υπόψιν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να συμμορφωθεί με αυτήν, λαμβάνοντας υπόψη τη συναισθηματικά τεταμένη κατάσταση του ανηλίκου και τη ρήξη που προκλήθηκε από τη σοβαρή σύγκρουση μεταξύ των γονέων του. Το δικαστήριο έκρινε ότι και οι δύο γονείς ήταν σε θέση να φροντίζουν το παιδί. Έκρινε όμως ότι ήταν προς το συμφέρον του παιδιού η επιμέλεια από την μητέρα για να διατηρήσει τη σταθερότητα και τη συνέχεια στο περιβάλλον διαβίωσης και στο σχολείο του. Η απόφαση κατέστη αμετάκλητη στις 27 Ιανουαρίου 2023 με απόφαση του Αρείου Πάγου.
Εν αναμονή της διαδικασίας επιμέλειας, η δικαστική διαμάχη μεταξύ των μερών κλιμακώθηκε, επεκτείνοντας διάφορα ζητήματα που αφορούσαν τη σχέση τους και το ανήλικο τέκνο τους. Οι διάδικοι υπέβαλαν διάφορες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και αγωγές που επιδείνωσαν την μεταξύ τους σχέση. Μεταξύ άλλων ενδίκων μέσων, ο προσφεύγων προσέβαλε τις αποφάσεις σχετικά με την επικοινωνία του με τον ανήλικο, αμφισβήτησε την προσωρινή επιμέλεια τρεις φορές, ήτοι, στις 29 Νοεμβρίου 2017, στις 8 Ιανουαρίου 2021 και στις 21 Οκτωβρίου 2021, ζήτησε επίσης από το δικαστήριο να απαγορευθεί στον σύντροφο της M.K. να έχει επαφή με τον ανήλικο, με αίτηση δε της 25 Αυγούστου 2022, ζήτησε να του ανατεθεί η επιμέλεια εν αναμονή της οριστικής εκδίκασης της διαφοράς και ζήτησε περαιτέρω την εξέταση του παιδιού από νέο ψυχολόγο, ισχυριζόμενος ότι φοβόταν για την υγεία και την ασφάλειά του. Ομοίως, η M.K. υπέβαλε διάφορες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, αμφισβήτησε την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα που διορίστηκε από το δικαστήριο και ζήτησε, μεταξύ άλλων, την υποβολή νέας πραγματογνωμοσύνης. Όλα τα παραπάνω ζητήματα εξετάστηκαν από τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία έπρεπε να εκδώσουν διάφορες προσωρινές αποφάσεις.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν αποφάσισαν για το ζήτημα της επιμέλειας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, παραβιάζοντας τα δικαιώματά του βάσει του άρθρου 8. Αυτή η καθυστέρηση, για την οποία δεν είχε καμία ευθύνη, του προκάλεσε θλίψη, άγχος και αβεβαιότητα.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της σχετικής περιόδου ο προσφεύγων είχε πλήρη, ανεμπόδιστη και ουσιαστική επικοινωνία με το παιδί του, η οποία, όπως αναγνωρίστηκε από τα εθνικά δικαστήρια, του επέτρεψε να διατηρήσει και να ενισχύσει τον δεσμό του με αυτό όλα αυτά τα χρόνια. Οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων ελήφθησαν μετά από κατ’ αντιμωλία διαδικασία. Ο προσφεύγων άσκησε αρκετά ένδικα μέσα, τα οποία αναπόφευκτα οδήγησαν σε καθυστερήσεις στην τελική επίλυση της επιμέλειας. Συναίνεσε σε αναβολές και η συμπεριφορά του δεν ήταν ιδιαίτερα επιμελής. Συγκεκριμένα, καθυστέρησε να ασκήσει ανταγωγή στην αγωγή επιμέλειας της Μ.Κ.
Στις υποθέσεις που αφορούν τη σχέση ενός προσώπου με το τέκνο του, υφίσταται υποχρέωση επίδειξης εξαιρετικής επιμέλειας, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου ότι η πάροδος του χρόνου θα οδηγήσει σε de facto επίλυση της διαφοράς. Το καθήκον αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας για την εκτίμηση του κατά πόσον μια υπόθεση εκδικάστηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όπως απαιτείται από το άρθρο 6 § 1 και αποτελεί επίσης μέρος των διαδικαστικών απαιτήσεων που απαιτούνται από το άρθρο 8 (βλ. Ribić κατά Κροατίας της 02.04.2015, αριθ. 27148/12, § 92, Kopf και Liberda κατά Αυστρίας της 17.01.2012, αρ. 1598/06, § 39).
Δεν αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η διαδικασία επιμέλειας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8. Η διαδικασία ξεκίνησε στις 11 Ιουνίου 2015 με την αγωγή της M.K. για ανάθεση της οριστικής επιμέλειας σε αυτήν και ολοκληρώθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2023 με την απόφαση του Αρείου Πάγου. Έτσι, η διαδικασία διήρκεσε επτά έτη και επτά μήνες σε τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου η δικαστική διαδικασία αναμφίβολα καθυστέρησε. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να παρατηρήσει ότι ο προσφεύγων είχε επαφή με το παιδί του σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Τα δικαιώματά του επικοινωνίας ρυθμίστηκαν ήδη από τις 24 Νοεμβρίου 2014. Ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι το πρόγραμμα επαφών τηρήθηκε γενικά και είχε απρόσκοπτη και ουσιαστική επικοινωνία με τον γιο του σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η οποία τους επέτρεψε να διατηρήσουν και να ενισχύσουν τον δεσμό τους όλα αυτά τα χρόνια.
Από την άποψη αυτή, η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τις περιπτώσεις όπου η επαφή των προσφευγόντων με τα παιδιά τους περιορίστηκε απαιτώντας από τις εγχώριες αρχές να επιδείξουν εξαιρετική επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας (βλ. Αναγνωστάκης κ.α. κατά Ελλάδας της 23.09.2021, αριθ. 46075/16, § 59 και Prodělalová κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 20.12.2011, αριθ. 40094/08 §§ 62 και 63, όπου η επαφή των προσφευγόντων με τα παιδιά τους ήταν σημαντικά περιορισμένη και μπορούσε να οδηγήσει σε de facto προσδιορισμό του θέματος). Από τη δικογραφία που είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο προέκυψε ότι τούτο δεν συνέβαινε εν προκειμένω.
Κατά το Δικαστήριο η διεξαγωγή της διαδικασίας επηρεάστηκε σαφώς από την αντιδικία μεταξύ των διαδίκων που άσκησαν αρκετά ένδικα μέσα ο ένας εναντίον του άλλου. Ο ίδιος ο προσφεύγων καθυστέρησε σημαντικά να ασκήσει ανταγωγή. Ενώ η M.K. άσκησε αγωγή για την οριστική επιμέλεια στις 11 Ιουνίου 2015, ο προσφεύγων άσκησε ανταγωγή την 1η Μαρτίου 2017. Επίσης, αμφισβήτησε ανεπιτυχώς την προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας στην M.K. σε τρεις δε διαφορετικές περιπτώσεις, ζήτησε από τα δικαστήρια να απαγορεύσουν στον σύντροφο της M.K. να επικοινωνεί με το παιδί και ζήτησε την εξέταση του παιδιού από νέο ψυχολόγο, μεταξύ άλλων αιτημάτων. Μολονότι ο προσφεύγων είχε το δικαίωμα να ασκήσει τις εν λόγω αξιώσεις, έπρεπε να εκδοθούν διάφορες ενδιάμεσες αποφάσεις, οι οποίες αναπόφευκτα προκάλεσαν καθυστέρηση της διαδικασίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι, αν και η διαδικασία διήρκεσε σημαντικό χρονικό διάστημα, αυτό δεν είχε σημαντική επίπτωση στα δικαιώματα του προσφεύγοντος για σεβασμό της οικογενειακής του ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8 και κήρυξε την προσφυγή απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη και την απέρριψε σύμφωνα με το άρθρο 35, παρ. 3, στ. α ́, και παρ. 4 της ΕΣΔΑ.