ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αλλοδαποί – Αίτηση ακύρωσης κατά μη ανανέωσης άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία και επιβολής μέτρου επιστροφής με οικειοθελή αναχώρηση – Απουσία από την Ελλάδα άνω των 6 μηνών κατ’ έτος, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 6 ν. 4251/2014 – Δεν λαμβάνονται υπόψη, ούτε μπορούν να θεμελιώσουν έλλειψη ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, ισχυρισμοί που προβλήθηκαν και σχετικά στοιχεία που προσκομίστηκαν το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς προηγηθείσα αναφορά κατά τη διοικητική διαδικασία εξέτασης του ένδικου αιτήματος και της παροχής εξηγήσεων που ακολούθησε – Απορριπτέοι οι προβαλλόμενοι λόγοι περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, διότι η απόρριψη του αιτήματος της αλλοδαπής υπηκόου εχώρησε κατά δέσμια αρμοδιότητα – Απορριπτέος ο λόγος περί παραβίασης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, διότι οι δεσμοί που επικαλείται η αιτούσα δεν παρίστανται τόσο ισχυροί, ώστε να συγκροτήσουν εξαιρετική περίσταση, λαμβανομένων επιπλέον υπόψη της συχνότητας των μεταβάσεων και της διάρκειας της διαμονής της στην όμορη χώρα κατά το διάστημα ισχύος της προηγούμενης άδειας διαμονής της, που υποδηλώνει την ύπαρξη δεσμών σε αυτήν, αλλά και της ενηλικότητας της κόρης της και της ανυπαρξίας πρόσθετων στοιχείων εξάρτησης που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν επαρκή και άξιο προστασίας κύκλο δεσμών με την Ελλάδα – Αλυσιτελώς προβάλλεται λόγος περί παραβίασης του δικαιώματος κλήσης σε ακρόαση, διότι οι ισχυρισμοί της αιτούσας κρίθηκαν ήδη από το Δικαστήριο ως μη ουσιώδεις και μη δυνάμενοι να ασκήσουν τέτοια επιρροή στην εκτίμηση του πραγματικού, ώστε να οδηγήσουν τη Διοίκηση σε διαφορετική κρίση – Απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης
Αριθμός Απόφασης: ΑΔ99 /2024
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΙΑ΄/ ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Ιανουαρίου 2024 με δικαστές τους: Μαργαρίτα Παπά, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Στέργιο Κοφίνη και Όλγα Πλαστήρα (Εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα την Ουρανία Λέρα, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αίτηση ακύρωσης με αριθμό και χρονολογία κατάθεσης ΑΚΥ292/10-8-2023
της (ον.) A… (επ.) B… του Q…, υπηκόου Αλβανίας, κατοίκου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (οδός … αρ. …), που εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο και ενέκρινε την άσκηση της αίτησης από τον υπογράφοντα το δικόγραφο αυτής δικηγόρο,
κατά του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, για τον οποίο παραστάθηκε η εξουσιοδοτημένη υπάλληλος της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης Ελένη Γιαννουλάκη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, κατά την οποία η υπόθεση συζητήθηκε αμέσως μετά την προεκφώνηση, αφού η Εισηγήτρια της υπόθεσης αναφέρθηκε στη σχετική εισήγησή της, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του Δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής 604964174954 0205 0024 ηλεκτρονικό παράβολο).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 2023/…/28-7-2023 απόφασης του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης, που υπογράφεται με εντολή του από τον Προϊστάμενο του Β’ Τμήματος Αδειών Διαμονής της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η 17982/16-2-2022 αίτηση της ήδη αιτούσας για ανανέωση άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία και επιβλήθηκε σε βάρος της το μέτρο της επιστροφής με οικειοθελή αναχώρηση από τη χώρα εντός προθεσμίας 25 ημερών.
3. Επειδή, ο ν. 4251/2014 (Α’ 80) «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και άλλες διατάξεις» ορίζει στο άρθρο 15 παρ. 2 ότι: «Για την ανανέωση άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία, ο πολίτης τρίτης χώρας οφείλει να καταθέσει αίτηση … και δικαιολογητικά, από τα οποία να προκύπτει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων. β) Ύπαρξη βιβλιαρίου υγείας, σε ισχύ, από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα. γ) Πραγματοποίηση ελάχιστου αριθμού ημερομισθίων στον οικείο ασφαλιστικό φορέα, όπως αυτά καθορίζονται στην απόφαση του άρθρου 136 παράγραφος 6. …», στην παράγραφο 6 του άρθρου 21 ότι: «Η ισχύς της άδειας διαμονής, υπό την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων του παρόντος Κώδικα, δεν θίγεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες ετησίως ούτε από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας για την εκπλήρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από μία απουσία δώδεκα συναπτών μηνών κατ` ανώτατο όριο για σοβαρούς λόγους, ιδίως εγκυμοσύνη και μητρότητα, σοβαρή ασθένεια …» και στο άρθρο 24, όπως ισχύει μετά την κατάργηση του τελευταίου εδαφίου της περ. γ΄ της παρ. 1 με το άρθρο 72 παρ. 6 του ν. 4825/2021 (Α’ 157), ότι: «1. Η άδεια διαμονής … δεν ανανεώνεται, εφόσον: α. … β. … γ. Ο αιτών δεν ανταποκριθεί εντός διαστήματος δύο μηνών σε έγγραφη κλήση για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά τη διαδικασία έκδοσης της άδειας διαμονής. 2. Εφόσον … απορρίπτεται αίτημα … ανανέωσης άδειας διαμονής, οι αρμόδιες κατά περίπτωση υπηρεσίες εκδίδουν απόφαση επιστροφής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 – 41 του ν. 3907/2011». Περαιτέρω, η παράγραφος 1 του άρθρου 21 του ν. 3907/2011 (Α’ 7), μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 4825/2021, ορίζει ότι: «Σε περίπτωση … απόρριψης αιτήματος … ανανέωσης τίτλου διαμονής … η αρμόδια αρχή εκδίδει απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας. Η απόφαση επιστροφής αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα … της απόφασης απόρριψης του αιτήματος διαμονής …».
4. Επειδή, κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, έχει μεν κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. ΔΕΕ, C-61/2011, Hassen El Dridi, σκ.35, C-329/2011, Alexandre Achughbabian, σκ.30,31 και C-249/2013, Khaled Boudjlida, σκ.45,46), υπό το φως του σκοπού της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, που συνίσταται στην αποτελεσματική διαδικασία επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων σε κράτος μέλος πολιτών τρίτων χωρών στη χώρα καταγωγής τους, ότι άπαξ και διαπιστωθεί το παράνομο της διαμονής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν καταρχήν, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας αυτής, να εκδίδουν απόφαση επιστροφής (βλ. ήδη άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 4251/2014). Ωστόσο, στο στάδιο αυτό, κατά ρητή, μάλιστα, πρόβλεψη στη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 3907/2011, που αποτελεί μεταφορά της ως άνω Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη και υπό το πρίσμα και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), είναι, καταρχήν, ακουστοί λόγοι αναγόμενοι στην προστασία της οικογενειακής ή και ιδιωτικής ζωής, οι ίδιοι, δε, λόγοι είναι ακουστοί και στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου (πρβλ. ΣτΕ 715/2015). Σε κάθε περίπτωση, η Διοίκηση, όταν οδηγείται σε λήψη του μέτρου της επιστροφής σε βάρος αλλοδαπού, πρέπει να εξετάσει τον φάκελο κατά τρόπο ώστε να λάβει απόφαση εν πλήρη γνώσει της κατάστασης, αφού, δηλαδή, λάβει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τον αφορούν και να αιτιολογήσει την απόφαση αυτή δεόντως, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που πρέπει να υπερβαίνουν το απλό γεγονός της παράνομης παραμονής (πρβλ. ΔΕΕ, C-166/13, Mukarubega, ΔΕΕ, C-249/13, Khaled Boudjlida, σκ. 59, βλ. και 6η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ). Ωστόσο, η ως άνω διάταξη του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν εγγυάται στους αλλοδαπούς το δικαίωμα εισόδου και παραμονής σε συγκεκριμένο κράτος (πρβλ. απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [Ε.Δ.Δ.Α.] της 10-03-2011, Kiyutin κατά Ρωσίας, αριθμ. προσφυγής 2700/2010), ούτε επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη τη γενική υποχρέωση να σέβονται την επιλογή των οικογενειών να εγκατασταθούν σε συγκεκριμένο κράτος ή να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση των αλλοδαπών μελών της οικογένειάς τους στο έδαφός τους (πρβλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. της 3-10-2014, Jeunesse κατά Ολλανδίας, αρ. προσφυγής 12738/2010, σκ. 107, της 14-02-2012, Antwi κατά Νορβηγίας, αρ. προσφυγής 26940/2010, σκ. 89, της 28-09-2011, Nunez κατά Νορβηγίας, αρ. προσφυγής 55597/2009, σκ. 70, της 31-07-2008, Darren Omoregie κατά Νορβηγίας, αρ. προσφυγής 265/2007, σκ. 57, της 31-01-2006, Rodrigues da Silva και Hoogkamer κατά Ολλανδίας, αρ. προσφυγής 50435/11199, σκ. 39). Επιπροσθέτως, σε πολλές περιπτώσεις το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε ότι στην έννοια της προστατευόμενης οικογενειακής ζωής δεν εμπίπτουν καταρχήν οι σχέσεις μεταξύ ενηλίκων μελών της οικογένειας, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι μεταξύ τους, λόγω συγκεκριμένων περιστάσεων, υφίστανται δεσμοί εξάρτησης, οι οποίοι υπερβαίνουν τους συνήθεις συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσονται ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά (απόφαση Zakharchuk, αποφάσεις της 13.3.2008, Emonet κ.λπ. κατά Ελβετίας, αρ. προσφ. 39051/03, της 3.10.2012, Samsonnikov κατά Εσθονίας, αρ. προσφ. 52178/2010 και της 23.3.2015, Senchishak κατά Φινλανδίας, αρ. προσφ. 5049/2012, της 21.3.2017, Sapondzhyan κατά Ρωσίας, αρ. προσφ. 32986/08)
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η αιτούσα, πολίτης Αλβανίας, γεννηθείσα το … και κάτοχος ισχύοντος διαβατηρίου έκδοσης των αλβανικών αρχών, ήταν κάτοχος άδειας διαμονής με ισχύ από 27-9-2007 έως 26-9-2008, κατ’ άρθρο 18 παρ. 4 του ν. 3536/2007 (Α΄42). Στη συνέχεια, η άδεια αυτή ανανεώθηκε έως 26-9-2010 για παροχή υπηρεσιών, κατ’ άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 3386/2005 (Α΄212), και έπειτα διαδοχικά έως 26-9-2018 για εξαρτημένη εργασία, κατά τις παρ. 1-4 ως άνω άρθρου και τον νόμο 4251/2014. Ακολούθως, η εν λόγω διάδικος έλαβε άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους με ισχύ από 13-2-2019 έως 12-2-2022, την ανανέωση της οποίας ζήτησε με την 17982/16-2-2022 ένδικη αίτησή της για εξαρτημένη εργασία. Κατά την επεξεργασία του σχετικού αιτήματος, με το 9400/…/…-…/8-5-2023 έγγραφο του Γραφείου Ασφαλείας και Αλλοδαπών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Χαλκιδικής της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.) διαβιβάστηκε στη διάδικη αρχή πίνακας με τις αφιξαναχωρήσεις της εν λόγω αλλοδαπής κατά τη διάρκεια ισχύος της τελευταίας άδειας διαμονής της. Από τον εν λόγω πίνακα προέκυπτε ότι κατά τα δύο πρώτα έτη ισχύος της τελευταίας άδειας διαμονής της (από 13-2-2019 έως 12-2-2021) η ως άνω διάδικος απουσίασε από την Ελλάδα για διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών κατ’ έτος. Κατόπιν τούτου, η διάδικη Αρχή με το 2023/…/12-5-2023 έγγραφό της κάλεσε την αιτούσα να αιτιολογήσει την απουσία της αυτή, που υπερέβαινε το προβλεπόμενο στην παρ. 6 του άρθρου 21 του ν. 4251/2014 διάστημα απουσίας. Η εν λόγω αλλοδαπή με το …/13-6-2023 έγγραφο παροχής εξηγήσεων επικαλέστηκε τους επιβληθέντες λόγω της πανδημίας COVID-19 περιορισμούς στην κυκλοφορία προσώπων, αναφέροντας ότι τα σχετικά μέτρα αποτέλεσαν την αποκλειστική αιτία της μακράς απουσίας της από τη χώρα κατά το κρίσιμο διάστημα. Κατόπιν τούτου, η Διοίκηση απέρριψε την ένδικη αίτηση με την προσβαλλόμενη πράξη με την αιτιολογία ότι η ως άνω διάδικος απουσίασε κατά το πρώτο έτος ισχύος της άδειας διαμονής της (από 13-2-2019 έως 12-2-2020) από την Ελλάδα για διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών, συγκεκριμένα για 215 ημέρες, χωρίς να αιτιολογήσει την απουσία της αυτή. Με την ίδια πράξη της επέβαλε το μέτρο της επιστροφής με οικειοθελή αναχώρησή της από τη χώρα εντός προθεσμίας 25 ημερών. Ήδη με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα η αιτούσα επιδιώκει την ακύρωση της ανωτέρω πράξης, ενώ η Διοίκηση με τη νομίμως κατατεθείσα έκθεση απόψεών της υπεραμύνεται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης και επιδιώκει την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης.
6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, καθώς η απουσία της κατά το ένδικο διάστημα ήταν επιβεβλημένη για λόγους υγείας και οικογενειακούς. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι κατά την περίοδο εκείνη αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας, εξ αιτίας του οποίου μετέβη στην Αλβανία, όπου έλαβε την ενδεδειγμένη ιατρική παρακολούθηση, περίθαλψη και αγωγή. Όπως αναφέρει δε, το ίδιο διάστημα η κόρη της, B… B…, γέννησε το πρώτο της τέκνο και δεδομένου του ότι ο σύντροφος της τελευταίας και πατέρας του τέκνου είχε απελαθεί από τη χώρα, μετέβησαν αναγκαστικά οικογενειακώς στην Αλβανία, προκειμένου η ίδια να προσφέρει βοήθεια στην ανατροφή της εγγονής της. Με αυτά τα δεδομένα, η απουσία της κατά 35 ημέρες πέραν του επιτρεπομένου ορίου πρέπει να θεωρηθεί, κατά τους ισχυρισμούς της, δικαιολογημένη. Προς απόδειξη όσων επικαλείται, η ως άνω διάδικος προσκομίζει σε αντίγραφα: α) το από 16-2-2011 ενημερωτικό σημείωμα του Γενικού Νοσοκομείου Παπαγεωργίου, από το οποίο προκύπτει ότι η ίδια υποβλήθηκε σε κλινικοεργαστηριακό έλεγχο και χειρουργική αντιμετώπιση ινομυωμάτων μήτρας, β) την από 9-8-2012 ιατρική γνωμάτευση από το ίδιο Νοσοκομείο, από την οποία προκύπτει ότι για τα ανωτέρω προβλήματα υγείας παρακολουθείται από τα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου και γ) το … διαβατήριο, έκδοσης των αλβανικών αρχών, της γεννηθείσας στις …/…/2018 B… B…. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του αν αποδεικνύονται όσα επικαλείται η αιτούσα, αυτός ο λόγος ακύρωσης είναι απορριπτέος. Τούτο διότι οι ισχυρισμοί της αυτοί και τα προσκομιζόμενα σχετικά στοιχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, καθώς προβλήθηκαν και προσκομίστηκαν αντίστοιχα το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς να προηγηθεί ουδεμία σχετική αναφορά κατά τη διοικητική διαδικασία εξέτασης του ένδικου αιτήματος και της παροχής εξηγήσεων που ακολούθησε, ούτε μπορούν να θεμελιώσουν έλλειψη ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, η οποία εκδόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που είχαν προβληθεί ενώπιον της Διοικήσεως (πρβλ. ΣτΕ 2912/2011, 3732/2009, 3533/2008, 3280/2006).
7. Επειδή, η αιτούσα υποστηρίζει ότι η ένδικη απόρριψη παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς η ίδια διαμένει σύννομα στην Ελλάδα από μακρού χρόνου. Επιπλέον επισημαίνει ότι ουδέποτε ενημερώθηκε από τη Διοίκηση για τους περιορισμούς που προβλέπονται στο νόμο σχετικά με το διάστημα απουσίας των νομίμως διαμενόντων αλλοδαπών στην επικράτεια. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η απόρριψη του εν λόγω αιτήματός της εχώρησε κατά δέσμια αρμοδιότητα, εφόσον διαπιστώθηκε ότι δεν συντρέχει μία εκ των νομίμων προϋποθέσεων για την αιτούμενη ανανέωση της άδειας διαμονής και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 3298/2013, 3685/2012), ενώ περαιτέρω άγνοια νόμου δεν συγχωρείται.
8. Επειδή, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. περί προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, καθώς η απομάκρυνσή της θα έχει ως αποτέλεσμα τη διάρρηξη του συνόλου των ιδιωτικών και οικογενειακών σχέσεων που έχει αναπτύξει κατά τη μακρόχρονη διαμονή της στη χώρα. Ειδικότερα, αναφέρει ότι εισήλθε στην Ελλάδα το 1997 μαζί με την ανήλικη τότε κόρη της, την οποία μεγάλωσε μόνη της, και έκτοτε εργάζεται και εκπληρώνει τις φορολογικές της υποχρεώσεις έναντι του κράτους. Σήμερα ζει σε μισθωμένη οικία στη Θεσσαλονίκη, όπου διαμένει, έχοντας άδεια διαμονής ως μετανάστρια δεύτερης γενιάς, και η ενήλικη πια κόρη της, η οποία έχει αποκτήσει δύο τέκνα, τη B… B…, που γεννήθηκε το 2018, και τον X… B…, που γεννήθηκε το 2021 και αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, προσκομίζει σε αντίγραφα: α) την από 15/1/2024 βεβαίωση προϋπηρεσίας από τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), από την οποία προκύπτει ότι κατά την περίοδο από 9/2006 έως 11/2023 η αιτούσα ασφαλίστηκε ως μισθωτή για συνολικά 1664 ημέρες, β) το ΑΠ …/27-9-2023 ενιαίο έντυπο αναγγελίας πρόσληψης (Ε3), από το οποίο προκύπτει η από 28-9-2023 πρόσληψή της από την εργοδότρια εταιρία «Δ. Μ… Α.Ε.», γ) εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος οικονομικών ετών 2007-2013 και πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2014 και φορολογικών ετών 2014-2022, δ) το με ημερομηνία δημιουργίας 4/8/2023 αντίγραφο υποβληθείσας δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), από το οποίο προκύπτει η μίσθωση κατοικίας στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης (οδός … αρ. …) από την αιτούσα για το διάστημα από 1-9-2022 έως 31-8-2023, ε) την … άδεια διαμονής δεύτερης γενιάς της κόρης της, B… B…, το BG… διαβατήριο αυτής, έκδοσης των αλβανικών αρχών και την Ε… άδεια διαμονής της B… B… και στ) το BE… διαβατήριο του X… B…, έκδοσης των αλβανικών αρχών. Όμως, και ανεξαρτήτως του αν αποδεικνύεται η διαμονή της αιτούσας στην Ελλάδα από το 1997, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι οι δεσμοί που επικαλείται η εν λόγω αλλοδαπή δεν παρίστανται τόσο ισχυροί, ώστε να συγκροτήσουν εξαιρετική περίσταση, δυνάμενη να δικαιολογήσει την κρίση περί παραβίασης του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α λόγω της ένδικης επιστροφής, λαμβανομένης επιπλέον υπόψη της συχνότητας των μεταβάσεων και της διάρκειας της διαμονής της ως άνω διαδίκου στην όμορη χώρα κατά το διάστημα ισχύος της προηγούμενης άδειας διαμονής της, που υποδηλώνει την ύπαρξη δεσμών σε αυτήν. Άλλωστε, η ίδια δεν επικαλείται -ενόψει της ενηλικότητας της κόρης της- ούτε και αποδεικνύει, πέραν των συνήθων συναισθηματικών δεσμών, την ύπαρξη πρόσθετων στοιχείων εξάρτησης που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν επαρκή και άξιο προστασίας κύκλο δεσμών με τη χώρα. Δεδομένου δε ότι δεν προκύπτει ζήτημα απαγόρευσης εισόδου της στην Ελλάδα, η αιτούσα διατηρεί τη δυνατότητα να επισκέπτεται ευχερώς τα μέλη της οικογένειάς της, έστω και διαμένοντας στην όμορη χώρα καταγωγής της, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν κωλύεται να υποβάλει αίτημα για να λάβει άδεια διαμονής του αυτού ή και άλλου τύπου, εφόσον συντρέχουν οι εκάστοτε προβλεπόμενες προϋποθέσεις, προσκομίζοντας τα νόμιμα δικαιολογητικά.
9. Επειδή, η αιτούσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη είναι ακυρωτέα, καθώς η ίδια δεν κλήθηκε πριν από την έκδοσή της σε ακρόαση από τη Διοίκηση και στερήθηκε τη δυνατότητα να εκθέσει ενώπιόν της τους ισχυρισμούς της σχετικά με την οικογενειακή της κατάσταση, τη μακροχρόνια διαμονή της στη χώρα και τους ισχυρούς βιοτικούς δεσμούς που τη συνδέουν με την Ελλάδα. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί αυτοί, τους οποίους αναφέρει η αιτούσα στην κρινόμενη αίτησή της και τους οποίους θα μπορούσε να είχε προβάλει ενώπιον της Διοίκησης, έχουν ήδη απορριφθεί ως αβάσιμοι με την παρούσα απόφαση. Επομένως, οι λόγοι αυτοί δεν ήταν ουσιώδεις, καθότι δεν θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση του πραγματικού από τη Διοίκηση, ούτε θα μπορούσαν, σε συνάρτηση με τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα της σχετικής διοικητικής διαδικασίας (πρβλ. ΔΕΕ C-166/13, Mukarubega και ΔΕΕ, C-249/13, Khaled Boudjlida, βλ. επίσης 6η και 22η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ).
10. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η αίτηση ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 36 παρ. 4 εδ. β’ του π.δ. 18/1989). Τέλος, δεν καταλογίζονται δικαστικά έξοδα, ελλείψει υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους του καθ’ ου [άρθρο 275 παρ. 7 εδ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν 2717/1999 (Α΄ 97) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 5 εδ. α΄ του Ν 3068/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ. 1 του Ν 4689/2020, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. στ΄ του Ν 702/1977, όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με το άρθρο 50 του Ν 3659/2008 (Α΄ 77)].
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 14/3/2024 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 29/3/2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ