ΑΠΟΦΑΣΗ
Krátky κατά Σλοβακίας της 28.05.2025 (προσφ. αριθ. 34224/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, Dávid και Dominik Krátky, κατηγορήθηκαν για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως (και για κλοπή ο πρώτος προσφεύγων). Οι ποινικές διαδικασίες ξεκίνησαν στις 22.01.2019 και ολοκληρώθηκαν στις 21.12.2023, ήτοι διήρκεσαν συνολικά 4 έτη και 11 μήνες. Οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ ισχυριζόμενοι ότι η ποινική διαδικασία σε βάρος τους διήρκεσε υπερβολικά, παραβιάζοντας το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 §1 της ΕΣΔΑ.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι η Σλοβακία παραβίασε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου (Άρθρο 6 §1), καθώς η ποινική διαδικασία κατά των δύο προσφευγόντων διήρκεσε σχεδόν 5 χρόνια. Παρά την πολυπλοκότητα της υπόθεσης (αλλαγές συνηγόρων, αιτήματα για μεταφράσεις), οι καθυστερήσεις δεν δικαιολογούνταν και οι αρχές δεν ενήργησαν επαρκώς για την επιτάχυνση της διαδικασίας (καθυστερήσεις σε πραγματογνωμοσύνες, μη συμμόρφωση με εντολές εισαγγελέα).
Το Δικαστήριο επιδίκασε 2.310 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στις 22 Ιανουαρίου 2019, οι προσφεύγοντες, κ. David Krátky («ο πρώτος προσφεύγων») και κ. Dominik Krátky («ο δεύτερος προσφεύγων») κατηγορήθηκαν για σοβαρό έγκλημα απόπειρας ανθρωποκτονίας εκ προμελέτης. Ο πρώτος κατηγορήθηκε επιπλέον για το έγκλημα της κλοπής.
Στις 29 Ιανουαρίου, 22 Φεβρουαρίου και 18 Μαρτίου 2019, ο ανακριτής κάλεσε τους προσφεύγοντες να ορίσουν συνήγορο υπεράσπισης. Ο δεύτερος προσφεύγων το έπραξε στις 22 Φεβρουαρίου 2019. Στις 8 Απριλίου 2019 υποβλήθηκε πληρεξούσιο για αυτόν. Στις 18 Μαρτίου 2019, ο πρώτος προσφεύγων όρισε τον ίδιο συνήγορο υπεράσπισης με τον δεύτερο προσφεύγοντα. Ωστόσο, καθώς δεν υποβλήθηκε πληρεξούσιο, ο προδικαστικός δικαστής διόρισε άλλον συνήγορο υπεράσπισης για τον πρώτο προσφεύγοντα. Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες άλλαξαν τους συνηγόρους υπεράσπισής τους επανειλημμένα, συγκεκριμένα στις 3 Μαΐου και 15 Οκτωβρίου 2019 και στις 15 Μαΐου 2020.
Τον Απρίλιο και τον Δεκέμβριο του 2019, ο ερευνητής ζήτησε εκθέσεις εμπειρογνωμόνων από διαφορετικούς τομείς. Οι εκθέσεις ελήφθησαν στις 30 Μαΐου και 29 Ιουλίου 2019 και στις 20 Ιανουαρίου και 31 Δεκεμβρίου 2020.
Στις 24 Οκτωβρίου 2019, ο ερευνητής έλαβε τα αποτελέσματα της νομικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις από την Τσεχική Δημοκρατία, η οποία ζητήθηκε στις 11 Ιουλίου 2019.
Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν την πρώτη τους συνταγματική καταγγελία σχετικά με την φερόμενη υπερβολική διάρκεια του προδικαστικού σταδίου της ποινικής διαδικασίας στις 30 Αυγούστου 2021. Ισχυρίστηκαν ότι η διαδικασία διήρκεσε περισσότερο από δυόμισι χρόνια από τότε που τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες, γεγονός που από μόνο του συνιστούσε παραβίαση των δικαιωμάτων τους βάσει του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης και του συνταγματικού του ισοδύναμου.
Στις 10 Μαΐου 2022, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την συνταγματική καταγγελία των προσφευγόντων σχετικά με τη διάρκεια του προδικαστικού σταδίου της ποινικής διαδικασίας, εν μέρει για τυπικούς λόγους και εν μέρει ως προδήλως αβάσιμη. Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σε σχέση με τον ανακριτή, η συνταγματική καταγγελία δεν περιείχε νομικά σχετικά επιχειρήματα, όπως για παράδειγμα κατά τις συγκεκριμένες περιόδους κατά τις οποίες ο ανακριτής ήταν αδρανής ή η δραστηριότητά του ήταν αναποτελεσματική, συγκεχυμένη, παράνομη, ασυντόνιστη κ.λπ. Ταυτόχρονα, το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, όσον αφορά την καταγγελία που αφορούσε την εισαγγελία, ήταν προδήλως αβάσιμη, επειδή δεν υπήρξαν καθυστερήσεις εκ μέρους της. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν διόρισε δικηγόρο για τους προσφεύγοντες, δηλώνοντας ότι ήταν σαφές από τα προηγούμενα πορίσματά του ότι η συνταγματική τους καταγγελία δεν είχε καμία προοπτική επιτυχίας (αριθμός φακέλου II. ÚS 209/2022).
Τον Αύγουστο του 2022, ο εισαγγελέας έδωσε εντολή στον ανακριτή να προβεί σε περαιτέρω βήματα στην έρευνα εντός τεσσάρων μηνών. Στις 25 Ιανουαρίου 2023, ένας νεοδιορισμένος ανακριτής ενημέρωσε τον εισαγγελέα ότι ο προκάτοχός του δεν είχε προβεί σε κανένα από τα αιτηθέντα βήματα.
Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν τη δεύτερη συνταγματική τους καταγγελία στις 23 Ιουνίου 2023, αμφισβητώντας, μεταξύ άλλων, την υπερβολική διάρκεια του προδικαστικού σταδίου της ποινικής διαδικασίας. Υποστήριξαν ότι η έρευνα εκκρεμούσε ακόμη και ότι μεταξύ Ιουνίου 2021 και Μαΐου 2023 δεν ελήφθησαν σχετικά μέτρα.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 2023, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη συνταγματική καταγγελία των προσφευγόντων ως προδήλως αβάσιμη. Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένων των περιστάσεων της υπόθεσης, του γεγονότος ότι το έγκλημα είχε διαπραχθεί στην Τσεχική Δημοκρατία και της συμπεριφοράς των προσφευγόντων (οι τελευταίοι επέμειναν στη μετάφραση αρκετών εγγράφων από τα τσεχικά στα σλοβακικά, ισχυριζόμενοι ότι δεν καταλάβαιναν επαρκώς την τσεχική γλώσσα), η διάρκεια του προδικαστικού σταδίου της ποινικής διαδικασίας δεν αποτελούσε συνταγματικό ζήτημα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν διόρισε δικηγόρο για τους προσφεύγοντες, καθώς η συνταγματική τους προσφυγή σαφώς δεν είχε καμία προοπτική επιτυχίας (αριθμός φακέλου III. ÚS 438/2023).
Στις 21 Δεκεμβρίου 2023, ασκήθηκαν κατηγορίες στους προσφεύγοντες.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
ΦΕΡΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν κυρίως ότι η διάρκεια του προδικαστικού σταδίου της εν λόγω ποινικής διαδικασίας ήταν ασυμβίβαστη με την απαίτηση «εύλογου χρόνου». Επικαλέστηκαν το Άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
Αναφερόμενη στην υπόθεση Obluk κατά Σλοβακίας, αρ. 69484/01, § 62, 20 Ιουνίου 2006, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν υποβάλει την συνταγματική τους προσφυγή σύμφωνα με τις τυπικές απαιτήσεις και, ως εκ τούτου, δεν είχαν εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Υποστήριξαν ότι η συνταγματική προσφυγή των προσφευγόντων δεν εντόπισε συγκεκριμένες περιόδους αδράνειας ή αναποτελεσματικής συμπεριφοράς εκ μέρους των προδικαστικών αρχών και περιορίστηκε στο να δηλώσει ότι η διαδικασία διήρκεσε περισσότερο από δυόμισι χρόνια από τότε που τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες.
Εναλλακτικά, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η αίτηση ήταν προδήλως αβάσιμη λόγω της περιπλοκότητας των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και της παρεμποδιστικής συμπεριφοράς των προσφευγόντων.
Όσον αφορά την ένσταση της Κυβέρνησης περί μη εξάντλησης, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, στην υπόθεση που επικαλείται η Κυβέρνηση, το Δικαστήριο αποδέχτηκε την καθιερωμένη πρακτική του Συνταγματικού Δικαστηρίου όσον αφορά τη διάρκεια των αστικών διαδικασιών, σύμφωνα με την οποία οι προσφεύγοντες υποχρεούνται να υποβάλουν συνταγματική προσφυγή ενώ εκκρεμούν οι διαδικασίες ενώπιον της αρχής που είναι υπεύθυνη για την φερόμενη παραβίαση, και ότι η εξέταση από το Συνταγματικό Δικαστήριο μιας ατομικής προσφυγής για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνεται η περίληψη της προσφυγής (ibid., § 62).
Στην παρούσα υπόθεση, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν κατηγόρησε τους προσφεύγοντες ότι άσκησαν την προσφυγή τους κατά της λανθασμένης αρχής, αλλά για την έλλειψη επαρκούς νομικής αιτιολόγησης. Υπό αυτή την έννοια, το Δικαστήριο συμφωνεί ότι οι συνταγματικές προσφυγές των προσφευγόντων διατυπώθηκαν με μάλλον πρόχειρο τρόπο. Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο σημειώνει ότι στην πρώτη του απόφαση, το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέτασε την ουσία των καταγγελιών των προσφευγόντων σε σχέση με τις φερόμενες καθυστερήσεις εκ μέρους της εισαγγελίας, μιας αρχής που εμπλέκεται στο προδικαστικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας, και στη δεύτερη απόφασή του σε σχέση τόσο με τον ανακριτή όσο και με την εισαγγελία. Δεδομένου ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της ουσίας της καταγγελίας των προσφευγόντων, έστω και συνοπτικά, η ένσταση της Κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των ένδικων μέσων πρέπει να απορριφθεί (βλ. Verein gegen Tierfabriken Schweiz (VgT) κατά Ελβετίας (αριθ. 2) [GC], αριθ. 32772/02, §43, ΕΔΑΔ 2009).
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η εύλογη διάρκεια της διαδικασίας πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπόθεσης και με αναφορά στα ακόλουθα κριτήρια: την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των αιτούντων και των αρμόδιων αρχών και τι διακυβευόταν για τους προσφεύγοντες στη διαφορά (βλ., μεταξύ πολλών άλλων αρχών, Pélissier και Sassi κατά Γαλλίας [GC], αρ. 25444/94, § 67, ΕΔΑΔ 1999-II, και Frydlender κατά Γαλλίας [GC], αρ. 30979/96, § 43, ΕΔΑΔ 2000-VII).
Στην κύρια υπόθεση Pavlík κατά Σλοβακίας, αρ. 74827/01, 30 Απριλίου 2007, το Δικαστήριο διαπίστωσε ήδη παραβίαση σε σχέση με ζητήματα παρόμοια με αυτά της παρούσας υπόθεσης.
Αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που του υποβλήθηκαν, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα γεγονός ή επιχείρημα, συμπεριλαμβανομένης της συμβολής των προσφευγόντων στις καθυστερήσεις, ικανό να δικαιολογήσει τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο.
Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι το έγκλημα είχε διαπραχθεί στην Τσεχική Δημοκρατία και ότι οι ανακριτικές αρχές έπρεπε να ζητήσουν αρκετές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, δεν μπορεί στην προκειμένη περίπτωση να χρησιμεύσει ως δικαιολογία για τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι εγχώριες αρχές έλαβαν την απάντηση από τις Τσέχες ομολόγους τους το αργότερο τρεις μήνες μετά την υποβολή του αιτήματος για συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις. Επιπλέον, το πρώτο μέρος της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης που ζητήθηκε τον Απρίλιο του 2019 συντάχθηκε σε ένα μήνα και το δεύτερο μέρος σε τρεις μήνες και η έκθεση πραγματογνωμοσύνης που ζητήθηκε τον Δεκέμβριο του 2019 υποβλήθηκε επίσης σε ένα μήνα. Όσον αφορά μια άλλη ζητούμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, το Δικαστήριο σημειώνει ότι υποβλήθηκε μετά από ένα έτος και οκτώ μήνες από την ημερομηνία του αιτήματος. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι ο ερευνητής δεν έλαβε επαρκή μέτρα για να παροτρύνει το αρμόδιο όργανο για την προετοιμασία της έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης. Επιπλέον, ο ερευνητής δεν συμμορφώθηκε με την εντολή του εισαγγελέα να διεξαγάγει πρόσθετη έρευνα εντός της καθορισμένης προθεσμίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και τη νομολογία του επί του θέματος, το Δικαστήριο θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση η διάρκεια του προδικαστικού σταδίου της ποινικής διαδικασίας ήταν υπερβολική και δεν πληρούσε την απαίτηση «εύλογου χρόνου».
Συνεπώς, οι εν λόγω καταγγελίες είναι παραδεκτές και αποκαλύπτουν παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.