ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Τρίτο Τμήμα)
10 Ιουλίου 2025 ( * )
(Αίτηση έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως – Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 300/2008 – Ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας – Άρθρο 4 – Κοινά βασικά πρότυπα – Άρθρο 9 – Αρμόδια αρχή – Υποχρέωση του κράτους μέλους να ορίσει μία μόνο αρχή υπεύθυνη για τον συντονισμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής των προτύπων ασφαλείας – Πεδίο εφαρμογής – Εθνική αρχή υπεύθυνη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους εθνικούς κανονισμούς που διέπουν την άσκηση δραστηριοτήτων ιδιωτικής ασφάλειας)
Στην υπόθεση C‑783/23,
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 267 ΣΛΕΕ, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ CASSAT (ΒΕΛΓΙΟ), ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 1ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023, Η ΟΠΟΙΑ ΠΕΡΙΛΗΦΘΗΚΕ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΙΣ 19 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Ασφάλεια Αεροδρομίου Λιέγης Α.Ε.
κατά
Βελγικό Κράτος,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Τρίτο Τμήμα),
συγκείμενο από τους κ. Κ. Λυκούργο, Πρόεδρο του Τμήματος, κ. S. Rodin (Εισηγητή), κ. N. Piçarra, κα O. Spineanu-Matei και κ. N. Fenger, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: κ. M. Campos Sánchez-Bordona,
υπάλληλος: κ. A. Calot Escobar,
λαμβάνοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν:
– για την Liège Airport Security SA, από τους κ. P. Frühling και B. Maes, δικηγόρους,
– για την Βελγική Κυβέρνηση, από τους κ.κ. S. Baeyens, P. Cottin και C. Pochet, επικουρούμενους από τους κ.κ. M. Chomé, S. Depré και G. Haumont, δικηγόρους,
– για την Γαλλική Κυβέρνηση, από τους κ.κ. B. Fodda, B. Herbaut και την κα. B. Travard,
– για την Πολωνική Κυβέρνηση, από τον κ. B. Majczyna, επικουρούμενο από τον εκπρόσωπο,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους O. Gariazzo και B. Sasinowska,
αφού άκουσε τις παρατηρήσεις του Γενικού Εισαγγελέα κατά την ακροαματική διαδικασία της 30ής Ιανουαρίου 2025,
κάνει το παρόν
Στάση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 300/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 2320/2002 (ΕΕ 2008 L 97, σ. 72).
2 Η παρούσα αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Liège Airport Security SA, ανώνυμης εταιρείας, και του Βελγικού Κράτους σχετικά με πρόστιμο που επιβλήθηκε από υπαλλήλους της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων (Βέλγιο, εφεξής «FPS Εσωτερικών») στην Ασφάλεια του Αεροδρομίου της Λιέγης μετά τη διαπίστωση παραβάσεων των εθνικών κανονισμών που αφορούν τις ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας.
Το νομικό πλαίσιο
Η Σύμβαση του Σικάγο
3 Η Σύμβαση για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία, η οποία υπογράφηκε στο Σικάγο στις 7 Δεκεμβρίου 1944 ( Σειρά Συνθηκών των Ηνωμένων Εθνών, Τόμος 15, Αρ. 102, εφεξής «Σύμβαση του Σικάγο»), έχει επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και η τελευταία δεν είναι η ίδια συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω Σύμβασης. Η Σύμβαση αυτή ίδρυσε τον Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ), ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 44 της εν λόγω Σύμβασης, έχει ως σκοπό την ανάπτυξη των αρχών και των τεχνικών της διεθνούς αεροναυτιλίας και την προώθηση της εγκαθίδρυσης και την τόνωση της ανάπτυξης των διεθνών αερομεταφορών.
4 Το Παράρτημα 17 της Σύμβασης του Σικάγο, όπως τροποποιήθηκε με τη δωδέκατη έκδοσή της τον Ιούλιο του 2022 (εφεξής «Παράρτημα 17 της Σύμβασης του Σικάγο»), έχει τίτλο «Ασφάλεια Αεροπορίας». Υπό τον τίτλο «Ορισμοί», το Κεφάλαιο 1 του εν λόγω Παραρτήματος ορίζει:
«Πράξεις παράνομης επέμβασης. Πράξεις ή απόπειρες πράξεων που είναι πιθανό να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας, συμπεριλαμβανομένων (ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός):
– παράνομη κατάσχεση αεροσκάφους·
– καταστροφή αεροσκάφους εν υπηρεσία·
– λήψη ομήρων σε αεροσκάφος ή σε αεροδρόμια·
– βίαιη είσοδος σε αεροσκάφος, σε αεροδρόμιο ή εντός του χώρου αεροναυτικής εγκατάστασης·
– εισαγωγή σε αεροσκάφος ή σε αεροδρόμιο όπλου, επικίνδυνης συσκευής ή επικίνδυνου υλικού για εγκληματικούς σκοπούς·
– χρήση αεροσκάφους σε υπηρεσία με σκοπό την πρόκληση θανάτου, σοβαρού σωματικού τραυματισμού ή σοβαρής ζημίας σε περιουσία ή στο περιβάλλον·
– ανακοίνωση ψευδών πληροφοριών που είναι πιθανό να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια αεροσκάφους εν πτήσει ή στο έδαφος, επιβατών, πληρώματος, προσωπικού εδάφους ή του κοινού, σε αεροδρόμιο ή εντός των ορίων εγκατάστασης πολιτικής αεροπορίας.
[…] »
5 Το κεφάλαιο 2 του παραρτήματος 17 της Σύμβασης του Σικάγο, με τίτλο «Γενικές Αρχές», περιλαμβάνει ένα τμήμα 2.1, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στόχοι», το οποίο περιέχει τα σημεία 2.1.1 έως 2.1.4 του εν λόγω παραρτήματος. Σύμφωνα με το σημείο 2.1.1 του εν λόγω παραρτήματος:
«Ο πρωταρχικός στόχος κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους είναι η διασφάλιση της ασφάλειας των επιβατών, του πληρώματος, του προσωπικού εδάφους και του κοινού σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με την προστασία από πράξεις παράνομης παρέμβασης στην πολιτική αεροπορία.»
6 Το κεφάλαιο 3 του παραρτήματος 17 της Σύμβασης του Σικάγο, με τίτλο «Οργάνωση», περιλαμβάνει το τμήμα 3.1, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εθνικός οργανισμός και αρμόδια αρχή», το οποίο περιέχει τα σημεία 3.1.1 έως 3.1.9 του εν λόγω παραρτήματος. Το σημείο 3.1.2 του εν λόγω παραρτήματος ορίζει τα εξής:
«Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος ορίζει, εντός της εθνικής του διοίκησης, μια αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη, την εφαρμογή και τη διατήρηση της εφαρμογής του εθνικού προγράμματος ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας και προσδιορίζει την ταυτότητά της στον ΔΟΠΑ.»
δίκαιο της Ένωσης
7 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 5, 10, 12 και 25 του κανονισμού 300/2008 έχουν ως εξής:
«(2) Προς το συμφέρον της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας εν γένει, είναι επιθυμητό να καθοριστεί η βάση για μια κοινή ερμηνεία του Παραρτήματος 17 της [Σύμβασης του Σικάγο].»
[…]
(5) Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να καταστεί η υιοθέτηση μέτρων και διαδικασιών ασφαλείας πιο ευέλικτη, ώστε να προσαρμόζεται στις εξελισσόμενες αξιολογήσεις κινδύνου και να επιτρέπει την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίζει τις βασικές αρχές σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας από πράξεις έκνομης παρέμβασης, χωρίς να υπεισέρχεται σε τεχνικές και διαδικαστικές λεπτομέρειες σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους.
[…]
(10) Με βάση την αξιολόγηση κινδύνου, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να μπορούν να εφαρμόζουν αυστηρότερα μέτρα από αυτά που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.
[…]
(12) Ακόμα και αν δύο ή περισσότεροι φορείς είναι υπεύθυνοι για την ασφάλεια της αεροπορίας στο ίδιο κράτος μέλος, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίσει μία μόνο αρχή υπεύθυνη για τον συντονισμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής των προτύπων ασφαλείας.
[…]
(25) Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η προστασία της πολιτικής αεροπορίας από πράξεις έκνομης παρέμβασης και η παροχή της βάσης για μια κοινή ερμηνεία του Παραρτήματος 17 της [Σύμβασης του Σικάγο], δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν επομένως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του παρόντος κανονισμού, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω στόχων.
8 Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Στόχοι», ορίζει τα εξής:
«1. Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινούς κανόνες για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας από πράξεις έκνομης παρέμβασης που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειά της.»
Αποτελεί επίσης τη βάση για μια κοινή ερμηνεία του Παραρτήματος 17 της [Σύμβασης του Σικάγο].
2. Τα μέσα που εφαρμόζονται για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην παράγραφο 1 είναι τα εξής:
(α) η θέσπιση κοινών βασικών κανόνων και προτύπων για την ασφάλεια της αεροπορίας·
(β) μηχανισμούς για την παρακολούθηση της εφαρμογής του.
9 Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε:
α) σε όλα τα αεροδρόμια ή τμήματα αεροδρομίων που βρίσκονται στην επικράτεια ενός κράτους μέλους και δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για στρατιωτικούς σκοπούς·
(β) σε όλους τους φορείς εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένων των αερομεταφορέων, που παρέχουν υπηρεσίες στα αεροδρόμια που αναφέρονται στο στοιχείο α)·
(γ) σε όλους τους φορείς που εφαρμόζουν πρότυπα ασφάλειας της αεροπορίας και λειτουργούν από εγκαταστάσεις που βρίσκονται εντός ή εκτός κτιρίων αεροδρομίων και οι οποίοι παρέχουν αγαθά και/ή υπηρεσίες προς ή μέσω των αερολιμένων που αναφέρονται στο στοιχείο (α).
10 Το άρθρο 3 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι όροι:
(1) «πολιτική αεροπορία» νοείται κάθε λειτουργία πολιτικής αεροπορίας, εξαιρουμένης της λειτουργίας κρατικών αεροσκαφών που αναφέρονται στο άρθρο 3 της [Σύμβασης του Σικάγο]·
2) «αεροπορική ασφάλεια» νοείται ο συνδυασμός μέτρων και ανθρώπινων και υλικών πόρων που αποσκοπούν στην προστασία της πολιτικής αεροπορίας από πράξεις έκνομης παρέμβασης που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας·
[…]
8) «επιθεώρηση/έλεγχος» νοείται η εφαρμογή τεχνικών ή άλλων μέσων που αποσκοπούν στον εντοπισμό ή/και την ανίχνευση απαγορευμένων αντικειμένων·
9) «έλεγχος ασφαλείας» νοείται η εφαρμογή μέσων για την αποτροπή της εισαγωγής απαγορευμένων αντικειμένων·
10) «έλεγχος πρόσβασης» νοείται η εφαρμογή μέσων για την αποτροπή εισόδου μη εξουσιοδοτημένων προσώπων ή οχημάτων ή και των δύο·
[…] »
11 Σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού αριθ. 300/2008 , με τίτλο «Κοινά βασικά πρότυπα»:
«1. Τα κοινά βασικά πρότυπα για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας από πράξεις παράνομης παρέμβασης που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειά της ορίζονται στο Παράρτημα.»
[…]
2. Τα μέτρα γενικής εμβέλειας που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με τη συμπλήρωσή τους θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 3.
[…] »
12 Το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Αρμόδια Αρχή», ορίζει τα εξής:
«Όταν, στο ίδιο κράτος μέλος, δύο ή περισσότεροι φορείς είναι υπεύθυνοι για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας, το εν λόγω κράτος μέλος ορίζει μία μόνο αρχή (εφεξής «αρμόδια αρχή») ως υπεύθυνη για τον συντονισμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4.»
13 Το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Εθνικό Πρόγραμμα Ασφάλειας της Πολιτικής Αεροπορίας», ορίζει τα εξής:
«1. Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει, εφαρμόζει και διατηρεί εθνικό πρόγραμμα ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας.
Το παρόν πρόγραμμα ορίζει τις αρμοδιότητες για την εφαρμογή των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4 και περιγράφει τα μέτρα που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους φορείς.
2. Η αρμόδια αρχή θέτει εγγράφως στη διάθεση των φορέων εκμετάλλευσης και των φορέων που θεωρεί ότι έχουν έννομο συμφέρον, βάσει της «ανάγκης γνώσης», τα κατάλληλα μέρη του εθνικού της προγράμματος ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας.
14 Το Παράρτημα Ι του ίδιου κανονισμού φέρει τον τίτλο «Κοινά βασικά πρότυπα για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας από πράξεις έκνομης παρέμβασης (Άρθρο 4)» και τα ορίζει λεπτομερώς.
Βελγικό δίκαιο
Ο νόμος που ρυθμίζει την ιδιωτική ασφάλεια
15 Το άρθρο 4 του νόμου της 2ας Οκτωβρίου 2017 που ρυθμίζει την ιδιωτική και την ειδική ασφάλεια ( Επίσημη Εφημερίδα Βελγίου της 31ης Οκτωβρίου 2017, σ. 96776, εφεξής ο «νόμος που ρυθμίζει την ιδιωτική ασφάλεια») ορίζει:
«Οποιαδήποτε εταιρεία που προσφέρει ή εκτελεί δραστηριότητες ασφαλείας ή αυτοαποκαλείται εταιρεία ασφαλείας θεωρείται εταιρεία ασφαλείας.»
16 Το άρθρο 14 του νόμου περί ιδιωτικής ασφάλειας ορίζει:
«Ο παρών νόμος εφαρμόζεται κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ή των εξουσιών που καθορίζονται σε αυτόν, ακόμη και αν ευρωπαϊκός κανονισμός ή ειδική νομοθεσία προβλέπει την υποχρέωση προσφοράς, άσκησης ή οργάνωσης τέτοιων δραστηριοτήτων.»
17 Το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του παρόντος νόμου έχει ως εξής:
«Κανείς δεν μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες μιας εταιρείας ή να οργανώσει αυτές μιας εσωτερικής υπηρεσίας χωρίς προηγούμενη άδεια από τον Υπουργό Εσωτερικών.»
18 Το άρθρο 76, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 60, παράγραφοι 1°, 3°, 4° και 5°, πρέπει να κατέχουν δελτίο ταυτότητας που εκδίδεται από τον Υπουργό Εσωτερικών.»
Το διάταγμα της Βαλλονίας της 23ης Ιουνίου 1994 σχετικά με τη δημιουργία και λειτουργία αεροδρομίων και σταθμών στάθμευσης στην Περιφέρεια της Βαλλονίας
19 Το άρθρο 4β του διατάγματος της Βαλλονίας της 23ης Ιουνίου 1994 σχετικά με τη δημιουργία και λειτουργία αεροδρομίων και κέντρων αεροδρομίων που υπάγονται στη δικαιοδοσία της Περιφέρειας της Βαλλονίας ( Moniteur belge της 15ης Ιουλίου 1994, σ. 18666), όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα της Περιφέρειας της Βαλλονίας της 19ης Δεκεμβρίου 2007 ( Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 2007, σ. 65947), ορίζει τα εξής:
«[…]
§ 2. Οι αποστολές δημόσιας υπηρεσίας που συνιστούν τα καθήκοντα ασφάλειας και προστασίας εντός του αεροδρομίου ανατίθενται στις εταιρείες στις οποίες έχει ανατεθεί η λειτουργία των αεροδρομίων, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη σύμβαση παραχώρησης και στις σχετικές προδιαγραφές, με την επιφύλαξη του [τρίτου] εδαφίου της παρούσας παραγράφου και των παραγράφων 3 έως 5.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι όροι:
1° καθήκοντα ασφαλείας: ο συνδυασμός μέτρων καθώς και ανθρώπινων και υλικών πόρων που αποσκοπούν στην προστασία της πολιτικής αεροπορίας από πράξεις έκνομης παρέμβασης·
2° καθήκοντα ασφαλείας: όλα τα μέτρα καθώς και οι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ασφαλούς ροής της πολιτικής εναέριας κυκλοφορίας, εξαιρουμένων των μέτρων ή μέσων προστασίας της πολιτικής αεροπορίας από παράνομες πράξεις.
Η Διοίκηση διασφαλίζει την ορθή εκτέλεση της παραχώρησης, ιδίως όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων ασφάλειας και προστασίας. Οι διαδικασίες για την παρακολούθηση της ορθής εκτέλεσης της παραχώρησης που διαθέτει η Διοίκηση περιγράφονται στις συμβάσεις παραχώρησης και στις σχετικές προδιαγραφές.
§ 3. Για κάθε αεροδρόμιο, ιδρύεται μια ανώνυμη εταιρεία, το κεφάλαιο της οποίας κατέχεται κατά 49% από την εταιρεία στην οποία έχει ανατεθεί η λειτουργία του αεροδρομίου και κατά 51% από την Περιφέρεια της Βαλλονίας. Η εταιρεία εκμετάλλευσης αναθέτει καθήκοντα ασφαλείας σε αυτήν την ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία Brussels South Charleroi Airport-Security για το Charleroi-Brussels South Airport και Liège Airport-Security για το αεροδρόμιο Liège-Bierset.
Ο Κώδικας Εταιρειών και τα εκτελεστικά του διατάγματα εφαρμόζονται στην Ασφάλεια του Νότιου Αεροδρομίου Βρυξελλών και στην Ασφάλεια του Αεροδρομίου Λιέγης, εκτός από τις παρεκκλίσεις που περιέχονται στο παρόν διάταγμα.
Οι πράξεις της Brussels South Charleroi Airport-Security και της Liège Airport-Security θεωρούνται εμπορικές, κατά την έννοια των άρθρων 2 και 3 του Κώδικα Εταιρειών.
[…] »
Η κύρια διαφορά και το προδικαστικό ερώτημα
20 Η Υπηρεσία Ασφάλειας του Αεροδρομίου της Λιέγης συστάθηκε από την Περιφέρεια της Βαλλονίας (Βέλγιο) και από την Liège Airport SA, την εταιρεία εκμετάλλευσης του αεροδρομίου Liège-Bierset (Βέλγιο), για την εκτέλεση «καθηκόντων ασφαλείας», κατά την έννοια του άρθρου 4ter, παράγραφος 2, του Διατάγματος της Βαλλονίας της 23ης Ιουνίου 1994 σχετικά με τη δημιουργία και λειτουργία αεροδρομίων και σταθμών υπό τη δικαιοδοσία της Περιφέρειας της Βαλλονίας, όπως τροποποιήθηκε με το Διάταγμα της Περιφέρειας της Βαλλονίας της 19ης Δεκεμβρίου 2007, εντός του εν λόγω αερολιμένα.
21 Στις 16 Μαρτίου 2018, υπάλληλοι της FPS Εσωτερικών έφτασαν στο αεροδρόμιο για να διενεργήσουν έλεγχο σχετικά με την τήρηση της νομοθεσίας που διέπει την ιδιωτική ασφάλεια. Κατά τον έλεγχο αυτό, διαπίστωσαν ότι δύο υπάλληλοι της Ασφάλειας του Αεροδρομίου της Λιέγης ασκούσαν δραστηριότητες που εμπίπτουν στα ειδικά καθήκοντα της ιδιωτικής φύλαξης, κατά την έννοια της νομοθεσίας που διέπει την ιδιωτική ασφάλεια, δηλαδή, ο πρώτος, ο έλεγχος της πρόσβασης των επιβατών στους διαδρόμους προσγείωσης-απογείωσης με τη χρήση ανιχνευτή μετάλλων και, ο δεύτερος, η επιθεώρηση των σημείων ελέγχου και των υπαλλήλων ελέγχου.
22 Συντάχθηκαν έτσι τρεις εκθέσεις παράβασης, η μία κατά της Ασφάλειας του Αεροδρομίου της Λιέγης, για οργάνωση εσωτερικής υπηρεσίας ασφαλείας χωρίς να έχει λάβει σχετική άδεια από τον Υπουργό Εσωτερικών, κατά παράβαση του άρθρου 16, πρώτο εδάφιο, του νόμου που ρυθμίζει την ιδιωτική ασφάλεια, και οι άλλες δύο κατά καθενός από τους εν λόγω υπαλλήλους, για εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με τέτοια υπηρεσία χωρίς να κατέχουν την ταυτότητα που απαιτείται από το άρθρο 76, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω νόμου.
23 Με διοικητικές αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2020 και της 11ης Μαρτίου 2021, η FPS Εσωτερικών επέβαλε πρόστιμο 15.000 ευρώ στην ασφάλεια του αεροδρομίου της Λιέγης και 500 ευρώ σε καθέναν από τους εν λόγω υπαλλήλους, αντίστοιχα.
24 Η Υπηρεσία Ασφάλειας Αεροδρομίου της Λιέγης άσκησε προσφυγή κατά των τριών αυτών διοικητικών αποφάσεων ενώπιον του γαλλόφωνου Πρωτοδικείου των Βρυξελλών (Βέλγιο), υποστηρίζοντας ότι η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Λιέγης δεν ήταν αρμόδια να ελέγχει τα βελγικά αεροδρόμια ή να επιβάλλει πρόστιμα στην Ασφάλεια Αεροδρομίου της Λιέγης και στους υπαλλήλους της. Πράγματι, η Γενική Διεύθυνση Αεροπορικών Μεταφορών (στο εξής: DGTA), μέρος της Ομοσπονδιακής Δημόσιας Υπηρεσίας Κινητικότητας και Μεταφορών (Βέλγιο), είχε αποκλειστική αρμοδιότητα στον συντονισμό και την εποπτεία της εφαρμογής των κοινών βασικών προτύπων για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας, κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού 300/2008 . Κατά συνέπεια, υπάγοντας τις υπηρεσίες ασφαλείας ενός εθνικού αεροδρομίου στον έλεγχο της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Λιέγης, το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη την υποχρέωσή του, η οποία προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, να ορίσει μόνο μία αρμόδια αρχή.
25 Αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την έφεση που άσκησε η Ασφάλεια του Αεροδρομίου της Λιέγης με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2022, η εν λόγω εταιρεία άσκησε έφεση κατά της έφεσης ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Βέλγιο), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.
26 Στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Υπηρεσία Ασφάλειας του Αεροδρομίου της Λιέγης υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η Υπηρεσία Εσωτερικών Αεροδρομίων της Λιέγης δεν είναι αρμόδια να εποπτεύει τις υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας που παρέχει ή να της επιβάλλει κυρώσεις στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 300/2008 , μόνο μία αρμόδια αρχή πρέπει να διορίζεται για τον σκοπό αυτό σε κάθε κράτος μέλος. Εάν το άρθρο 14 του νόμου που ρυθμίζει την ιδιωτική ασφάλεια ερμηνευόταν ως επιτρέπον στο Βελγικό Κράτος να παρεκκλίνει από την υποχρέωση αυτή, θα έπρεπε να απορριφθεί ως ασυμβίβαστο με το δίκαιο της Ένωσης.
27 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση που αποτελεί αντικείμενο της αναίρεσης βασίζεται ιδίως στον νομικό λόγο ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 300/2008 επιδιώκει να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να ορίσουν μία μόνο αρμόδια αρχή, η οποία δεν θα αναλαμβάνει την αποκλειστική ευθύνη για όλα όσα αφορούν την ασφάλεια των αεροδρομίων, αλλά θα διασφαλίζει τον συντονισμό όλων των μέτρων που είναι απαραίτητα για την ασφάλεια ενός αεροδρομίου και ότι τα μέτρα ασφαλείας που επιβάλλονται από το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζονται πράγματι στα εθνικά αεροδρόμια, χωρίς ωστόσο να είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση της τήρησης όλων των σχετικών κανονισμών. Στην προκειμένη περίπτωση, η DGTA δεν θα ήταν επομένως αρμόδια να διασφαλίζει την τήρηση όλων των κανόνων που ισχύουν για τους εργαζόμενους που απασχολούνται στα εθνικά αεροδρόμια, όπως οι κανόνες του εργατικού δικαίου ή εκείνοι που αφορούν την ιδιωτική ασφάλεια, με την ποινή, για την εν λόγω αρχή, να τεθεί υπό την εποπτεία της, εκτός από τις ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στα εθνικά αεροδρόμια, την αστυνομία και τους τελωνειακούς υπαλλήλους απλώς και μόνο επειδή εργάζονται και αυτοί εκεί.
28 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ακυρωτικό Δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Πρέπει το άρθρο 9 του κανονισμού [αριθ. 300/2008 ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αρμόδια αρχή που ορίζεται βάσει της εν λόγω διάταξης παρακολουθεί μόνο την εφαρμογή των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, αποκλειομένης οποιασδήποτε άλλης αρχής, όταν τα εν λόγω πρότυπα προκύπτουν από ειδικούς κανονισμούς για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας;»
Επί του προκαταρκτικού ερωτήματος
29 Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το υποβληθέν ερώτημα σκοπεί να διευκρινιστεί εάν, εν προκειμένω, η Υπηρεσία Ασφάλειας του Αεροδρομίου της Λιέγης και δύο από τους υπαλλήλους της, οι οποίοι εκτελούν καθήκοντα ασφαλείας στο αεροδρόμιο Liège-Bierset, όπως ο έλεγχος της πρόσβασης των επιβατών στους διαδρόμους προσγείωσης και η επιθεώρηση των σημείων ελέγχου και των υπαλλήλων ασφαλείας, μπορούσαν νομίμως να υπόκεινται σε έλεγχο από αρχή διαφορετική από την DGTA, δηλαδή την FPS Εσωτερικών, βάσει του νόμου που ρυθμίζει την ιδιωτική ασφάλεια, και στη συνέχεια να τους επιβληθεί πρόστιμο από την τελευταία αυτή αρχή για μη συμμόρφωση με τον εν λόγω νόμο, ακόμη και αν μόνο η DGTA έχει οριστεί από το Βασίλειο του Βελγίου ως η «αρμόδια αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού 300/2008 , υπεύθυνη για τον συντονισμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.
30 Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 9 του κανονισμού 300/2008 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει σε αρχή διαφορετική από την «αρμόδια αρχή» που ορίζεται βάσει της εν λόγω διάταξης να είναι υπεύθυνη για τον έλεγχο του κατά πόσον ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και οι υπάλληλοί του, οι οποίοι εκτελούν καθήκοντα ασφαλείας εντός εθνικού αερολιμένα, τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εθνική νομοθεσία που διέπει την άσκηση δραστηριοτήτων ιδιωτικής ασφάλειας.
31 Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, κατά την ερμηνεία μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιό της και οι σκοποί που επιδιώκονται από τη ρύθμιση στην οποία αυτή εντάσσεται (αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1983, Merck , 292/82, EU:C:1983:335, σκέψη 12, και της 16ης Μαρτίου 2023, Επιτροπή κατά Jiangsu Seraphim Solar System και Συμβούλιο κατά Jiangsu Seraphim Solar System και Επιτροπής , C‑439/20 P και C‑441/20 P, EU:C:2023:211, σκέψη 113 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
32 Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι, βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 300/2008 , όταν, στο ίδιο κράτος μέλος, «δύο ή περισσότεροι φορείς είναι υπεύθυνοι για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας», το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να ορίσει μία μόνο αρχή, την «αρμόδια αρχή», ως υπεύθυνη για τον «συντονισμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής» των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.
33 Επομένως, από το γράμμα της εν λόγω διάταξης προκύπτει σαφώς, πρώτον, ότι, εντός ενός κράτους μέλους, δεν αποκλείεται η ευθύνη για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας από περισσότερους φορείς, τομέας που καλύπτει, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1 , πρώτο εδάφιο , του κανονισμού 300/2008 , σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, δραστηριότητες προστασίας της πολιτικής αεροπορίας από παράνομες ενέργειες που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειά της. Μια τέτοια δυνατότητα, εξάλλου, αναφέρεται ρητά στην αιτιολογική σκέψη 12 του εν λόγω κανονισμού.
34 Από την άλλη πλευρά, τα κράτη μέλη οφείλουν, σε περίπτωση που εμπλέκονται πλείονες εθνικοί φορείς, να ορίσουν μια «αρμόδια αρχή», η οποία θα είναι υπεύθυνη για τον συντονισμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 300/2008 .
35 Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στη διάταξη αυτή διαφέρει από άλλους εθνικούς φορείς που είναι αρμόδιοι σε θέματα ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας, δεδομένου ότι είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση, σε εθνικό επίπεδο, του συντονισμού και της παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τα κοινά βασικά πρότυπα στον εν λόγω τομέα, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.
36 Κατά συνέπεια, υπό την προϋπόθεση ότι σέβονται τα προνόμια της αρμόδιας αρχής που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 300/2008, σχετικά με τον συντονισμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής των κοινών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, δεν προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 9 ότι ένα κράτος μέλος θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η εν λόγω αρχή είναι η μόνη αρμόδια για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με όλες τις πτυχές που αφορούν τον τομέα της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας σε εθνικό επίπεδο.
37 Στη συνέχεια, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 300/2008, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα, ιδίως, των αιτιολογικών σκέψεών του 5 και 10, ένας από τους στόχους αυτούς είναι η θέσπιση κοινών κανόνων για την προστασία της πολιτικής αεροπορίας από παράνομες ενέργειες που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειά της, μέσω της θέσπισης κοινών βασικών προτύπων για την ασφάλεια της αεροπορίας και μηχανισμών για την παρακολούθηση της εφαρμογής τους, αφήνοντας παράλληλα στα κράτη μέλη ορισμένο βαθμό ευελιξίας ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής των εν λόγω κοινών κανόνων.
38 Αφετέρου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο , του κανονισμού 300/2008 ορίζει ότι ο τελευταίος σκοπός του είναι να αποτελέσει, για τα κράτη μέλη, τη βάση για μια κοινή ερμηνεία του Παραρτήματος 17 της Σύμβασης του Σικάγο, η οποία κοινή ερμηνεία αποτελεί τον δεύτερο σκοπό που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 25 αυτού. Ωστόσο, το σημείο 3.1.2 του εν λόγω παραρτήματος ορίζει απλώς ότι τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να ορίσουν, εντός της εθνικής τους διοίκησης, μια αρμόδια αρχή η οποία θα είναι υπεύθυνη για την κατάρτιση, την εφαρμογή και την ενημέρωση της εφαρμογής του εθνικού προγράμματος ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας, χωρίς, ωστόσο, να υποχρεώνει τα κράτη αυτά να αναθέσουν όλες τις εξουσίες στον τομέα της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας σε μία μόνο εθνική αρχή.
39 Συνεπώς, ο κανονισμός 300/2008 δεν έχει ως σκοπό να ρυθμίσει την κατανομή των αρμοδιοτήτων εντός των κρατών μελών για την εφαρμογή των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, ούτε, κατά μείζονα λόγο, να υποχρεώσει τα κράτη αυτά να αναθέσουν όλες τις αρμοδιότητες στον τομέα της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας σε μία μόνο εθνική αρχή.
40 Τέλος, όσον αφορά το πλαίσιο του άρθρου 9 του κανονισμού 300/2008 , πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος καθορίζει, στο εθνικό πρόγραμμα ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας που πρέπει να καταρτίσει, τις αρμοδιότητες για την εφαρμογή των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού. Η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει, επομένως, τη διαπίστωση, στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, ότι ο κανονισμός 300/2008 δεν έχει ως σκοπό να διέπει την κατανομή των αρμοδιοτήτων, εντός των κρατών μελών, για την εφαρμογή των εν λόγω προτύπων.
41 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, όπως κατ’ ουσίαν επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 48, 50 και 58 των προτάσεών του, ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 300/2008 , ενώ επιτρέπει σε περισσότερους φορείς να είναι υπεύθυνοι, στο ίδιο κράτος μέλος, για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας, απλώς επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος να ορίσει μία μόνο αρχή στην οποία αναθέτει την ευθύνη του συντονισμού και της παρακολούθησης της εφαρμογής, στο εθνικό έδαφος, των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.
42 Εν προκειμένω, έλεγχοι όπως αυτοί που διενεργούνται από την FPS Εσωτερικών Υποθέσεων δεν εμπίπτουν, αυτοί καθαυτοί, στην άσκηση εξουσίας η οποία πρέπει οπωσδήποτε να επιφυλάσσεται σε αρμόδια αρχή που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού 300/2008 , στο μέτρο που δεν αποσκοπούν στη διασφάλιση του συντονισμού ή της παρακολούθησης της εφαρμογής των κοινών βασικών προτύπων κατά την έννοια του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, αλλά στην επαλήθευση ότι τα εν λόγω πρόσωπα εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις που προκύπτουν από τις εθνικές κανονιστικές διατάξεις που διέπουν την άσκηση δραστηριοτήτων ιδιωτικής ασφάλειας.
43 Ωστόσο, μολονότι ο εν λόγω εθνικός κανονισμός και οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτόν μπορούν να θεωρηθούν ότι σχετίζονται έμμεσα με την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας όταν οι οικείες ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας και οι αντιπρόσωποί τους παρέχουν τις υπηρεσίες τους εντός αερολιμένα, το γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για κανονισμό γενικής φύσης, που δεν συνδέεται αποκλειστικά με την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας και δεν έχει ως ειδικό αντικείμενο την εφαρμογή των κοινών βασικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 4.
44 Συνεπώς, όταν μια εθνική αρχή, όπως εν προκειμένω η FPS Εσωτερικών, έχει την εξουσία να επαληθεύει την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν λόγω νομοθεσία και να διενεργεί ελέγχους προς τούτο, ή ακόμη και να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ακόμη και όταν οι έλεγχοι αυτοί αφορούν δραστηριότητες που ασκούνται σε αερολιμένα, ότι η εν λόγω αρχή είναι, ως εκ τούτου, υπεύθυνη για τον συντονισμό και την παρακολούθηση της εφαρμογής των εν λόγω κοινών βασικών προτύπων, κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού 300/2008 .
45 Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 300/2008 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει την ευθύνη αρχής διαφορετικής από την «αρμόδια αρχή» που ορίζεται βάσει της εν λόγω διάταξης για τον έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εθνική νομοθεσία που διέπει την άσκηση δραστηριοτήτων ιδιωτικής ασφάλειας από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και τους υπαλλήλους του, οι οποίοι εκτελούν καθήκοντα ασφαλείας εντός εθνικού αερολιμένα.
Σχετικά με το κόστος
46 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (Τρίτο Τμήμα) αποφαίνεται:
Άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 300/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2320/2002 ,
θα πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
Δεν αποκλείει μια αρχή διαφορετική από την «αρμόδια αρχή» που ορίζεται βάσει της παρούσας διάταξης από το να είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση του κατά πόσον ένα ιδιωτικό νομικό πρόσωπο και οι υπάλληλοί του, οι οποίοι εκτελούν καθήκοντα ασφαλείας εντός εθνικού αερολιμένα, συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους εθνικούς κανονισμούς που διέπουν την άσκηση δραστηριοτήτων ιδιωτικής ασφάλειας.
Λυκούργος | Ροντέν | Πιτσάρα |
Σπινιανού-Μάτει | Φένγκερ |
Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουλίου 2025.
Ο υπάλληλος |