Η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται και στο αναιρετικό στάδιο όταν το ένδικο μέσο της αναίρεσης αποτελεί τμήμα της κανονικής πορείας της δίκης, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η απόφαση κατά της οποίας ασκείται αναίρεση θεωρείται ως έχουσα ισχύ δεδικασμένου κατά το εθνικό δίκαιο
Ερωτηθέν από το σλοβακικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο προβαίνει σε σημαντικές διευκρινίσεις όσον αφορά την προβλεπόμενη στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες εθνική αρχή εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης). Η αρχή αυτή ισχύει μεν μόνον στον ποινικό τομέα, πλην όμως ο χαρακτηρισμός, στο εθνικό δίκαιο, μιας κύρωσης ως διοικητικής δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην την εφαρμογή της. Συγκεκριμένα, είναι δυνατόν, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης και προς τον σκοπό διασφάλισης της ομοιόμορφης εφαρμογής της εν λόγω αρχής, διοικητική κύρωση να πρέπει να θεωρηθεί ως ποινική λόγω της ίδιας της φύσεως της παράβασης και του βαθμού αυστηρότητας της κύρωσης. Εξάλλου, η αρχή αυτή εφαρμόζεται εφόσον η καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη. Το ποια απόφαση πρέπει να θεωρείται αμετάκλητη στο πλαίσιο αυτό οριοθετείται επίσης από το δίκαιο της Ένωσης. Το γεγονός και μόνον ότι καταδικαστική απόφαση χαρακτηρίζεται ως έχουσα ισχύ δεδικασμένου στο εθνικό δίκαιο, ενώ μπορεί να ασκηθεί αναίρεση κατ’ αυτής, δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η εφαρμογή της εν λόγω αρχής.
Σε οδηγό οχήματος μεταφοράς σκυροδέματος επιβλήθηκε στη Σλοβακία πρόστιμο 200 ευρώ όταν διαπιστώθηκε, στις 4 Νοεμβρίου 2015, ότι ο ταχογράφος του οχήματός του δεν είχε υποβληθεί στον υποχρεωτικό περιοδικό έλεγχο. Την εποχή εκείνη, η υποχρέωση αυτή απέρρεε από το σλοβακικό δίκαιο σε συνδυασμό με το δίκαιο της Ένωσης 1.
Το περιφερειακό δικαστήριο Μπρατισλάβας, στο οποίο προσέφυγαν ο οδηγός και η εταιρία BAJI Trans στην οποία ανήκε το όχημα μεταφοράς σκυροδέματος, επικύρωσε το πρόστιμο το 2019. Εν συνεχεία, ο οδηγός και η BAJI Trans άσκησαν αναίρεση κατά της απόφασης του περιφερειακού δικαστηρίου Μπρατισλάβας.
Ακολούθως το δίκαιο της Ένωσης τροποποιήθηκε, με ισχύ από τις 20 Αυγούστου 2020, υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν πλέον να απαλλάξουν τα οχήματα μεταφοράς έτοιμου σκυροδέματος από την υποχρέωση να είναι εφοδιασμένα με ταχογράφο 2. Η Σλοβακία θέσπισε την απαλλαγή αυτή ενώ εκκρεμούσε ακόμη η αναιρετική διαδικασία. Κατόπιν τούτου, ο οδηγός και η BAJI Trans υποστήριξαν ότι οι πράξεις που τελέσθηκαν τον Νοέμβριο του 2015 είχαν παύσει να είναι παράνομες και ότι το πρόστιμο έπρεπε, ως εκ τούτου, να αρθεί.
Το σλοβακικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο οφείλει να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως, υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την εμβέλεια της προβλεπόμενης στον Χάρτη αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου. Υπογραμμίζει ότι, στο σλοβακικό δίκαιο, η επίμαχη παράβαση θεωρείται ως διοικητική παράβαση, η δε απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου Μπρατισλάβας θεωρείται ως έχουσα ισχύ δεδικασμένου, ανεξαρτήτως της δυνατότητας ασκήσεως αναιρέσεως κατ’ αυτής.
Πρώτον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο Σλοβάκος νομοθέτης, τόσο με την αρχική σλοβακική νομοθεσία όσο και με τη μεταγενέστερη τροποποίηση, εφάρμοσε το δίκαιο της Ένωσης, οπότε ο Χάρτης εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση.
Δεύτερον, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η προβλεπόμενη στον Χάρτη αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου εφαρμόζεται στον ποινικό τομέα και μόνον. Τούτου λεχθέντος, το γεγονός ότι κύρωση χαρακτηρίζεται στο εθνικό δίκαιο ως διοικητική δεν αποκλείει κατ’ ανάγκη την εφαρμογή της εν λόγω αρχής. Πράγματι, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της αρχής αυτής σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, δύο άλλα κριτήρια, ήτοι η ίδια η φύση της παράβασης και ο βαθμός αυστηρότητας της κύρωσης, μπορούν παρά ταύτα να οδηγήσουν στον χαρακτηρισμό μιας τέτοιας κύρωσης ως ποινικής κύρωσης.
Τρίτον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η εφαρμογή της προβλεπόμενης στον Χάρτη αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου προϋποθέτει ότι η τροποποίηση του νόμου αντιστοιχεί σε μεταβολή της στάσης του νομοθέτη ως προς τον ποινικό χαρακτηρισμό των πράξεων που τέλεσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή ως προς την επιβλητέα ποινή. Εν προκειμένω, ο Σλοβάκος νομοθέτης πράγματι μετέβαλε τη στάση του όσον αφορά τη βούληση καταστολής πράξεων όπως αυτές που προσάπτονται στον ενδιαφερόμενο οδηγό.
Τέταρτον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου, την οποία προβλέπει ο Χάρτης, έχει εφαρμογή εφόσον δεν έχει απαγγελθεί αμετάκλητη καταδίκη. Το δε γεγονός ότι μια καταδικαστική απόφαση θεωρείται, δυνάμει του εθνικού δικαίου, ως έχουσα ισχύ δεδικασμένου δεν αποκλείει την εφαρμογή της αρχής αυτής. Συγκεκριμένα, καταδίκη δεν μπορεί να θεωρηθεί αμετάκλητη, προς τον σκοπό αυτό, όταν μπορεί να προσβληθεί με τακτικό ένδικο μέσο, ήτοι κάθε ένδικο μέσο το οποίο αποτελεί τμήμα της κανονικής πορείας μιας ένδικης διαφοράς και το οποίο, αυτό καθαυτό, αποτελεί μια δικονομική εξέλιξη την οποία κάθε διάδικος πρέπει ευλόγως να αναμένει. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του σλοβακικού Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, το ακυρωτικό δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να εφαρμόσει υπέρ του δράστη αδικήματος το οποίο τιμωρείται με κύρωση που εμπίπτει στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ποινική ρύθμιση ευνοϊκή για τον δράστη, ακόμη και αν η ρύθμιση αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση αναιρέσεως.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Με την προδικαστική παραπομπή τα δικαστήρια των κρατών μελών μπορούν, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει κάθε άλλο εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης)
1 Αυγούστου 2025 ( * )
«Αίτηση έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως – Κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΕ) αριθ. 165/2014 – Υποχρέωση διενέργειας περιοδικών ελέγχων των ταχογράφων – Παρέκκλιση – Άρθρο 49(1), τελευταία φράση, και άρθρο 51(1) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχή της αναδρομικότητας ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου – Διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα – Ένδικο μέσο – Νέο δίκαιο που τέθηκε σε ισχύ μετά την εκδοθείσα απόφαση – Έννοια της «τελεσδιδόμενης καταδίκης»»
Στην υπόθεση C‑544/23,
ΑΙΤΗΣΗ για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που κατατέθηκε από το Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας), που εκδόθηκε με απόφαση της 16ης Αυγούστου 2023, που ελήφθη στο Δικαστήριο στις 28 Αυγούστου 2023, στη διαδικασία
ΤΤ,
BAJI Trans sro
κατά
Národný inšpektorát práce,
Η ΑΥΛΗ (μεγάλο δωμάτιο),
αποτελούμενη από τον κ. K. Lenaerts, Πρόεδρο, τον κ. T. von Danwitz, Αντιπρόεδρο, τον κ. F. Biltgen, την κα K. Jürimäe, MM. C. Lycourgos (εισηγητής), I. Jarukaitis, κα M. L. Arastey Sahún, MM. S. Rodin, N. Jääskinen, D. Gratsias και M. Gavalec, Πρόεδροι Επιμελητηρίων, Μ.Μ. E. Regan, J. Passer, Z. Csehi και κα O. Spineanu-Matei, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: Κος J. Richard de la Tour,
γραμματέας: κ. I. Illéssy, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και μετά την ακρόαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν:
– για TT και BAJI Trans sro, από τον M es Μ. Mandzák και Μ. Pohovej, advokáti, καθώς και M e P. Rumanová, advokátka,
– για το Národný inšpektorát práce, από τον κ. M. Mitterpák, generálny riaditel, και την κα L. Štofová, právnička,
– για τη Σλοβακική Κυβέρνηση, από τον κ. A. Lukáčik και την κα EV Larišová και την κα S. Ondrášiková, εκπροσωπούντες,
– για την Ιταλική Κυβέρνηση, από την κα G. Palmieri, επικουρούμενη από τον κ. M. Cherubini, avvocato dello Stato,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. J. O. Van Nuffel και A. Tokár,
αφού άκουσε τις παρατηρήσεις του Γενικού Εισαγγελέα κατά την ακροαματική διαδικασία της 4ης Φεβρουαρίου 2025,
κάνει το παρόν
Στάση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της τελευταίας πρότασης του άρθρου 49, παράγραφος 1, και του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ο «Χάρτης»).
2 Το αίτημα αυτό υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των εταιρειών T.T. και BAJI Trans sro και της Národný inšpektorát práce (Κρατικής Υπηρεσίας Επιθεώρησης Εργασίας, Σλοβακία) σχετικά με διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε από την τελευταία στην T.T.
Το νομικό πλαίσιο
δίκαιο της Ένωσης
Ο Χάρτης
3 Το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει:
«Κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί για πράξη ή παράλειψη η οποία, κατά τον χρόνο τέλεσής της, δεν αποτελούσε αδίκημα σύμφωνα με το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο. Ομοίως, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από αυτήν που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος. Εάν, μετά την τέλεση του αδικήματος, ο νόμος προβλέπει ελαφρύτερη ποινή, εφαρμόζεται η ποινή αυτή.»
4 Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει:
«Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα, τις υπηρεσίες και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, και στα κράτη μέλη μόνο όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προωθούν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες εξουσίες τους […]»
Κανονισμός αριθ. 3821/85
5 Όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία τέλεσης του επίμαχου στην κύρια δίκη αδικήματος, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3821/85 του Συμβουλίου , της 20ής Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στις οδικές μεταφορές (ΕΕ L 370, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006 (ΕΕ L 102, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 3821/85 ), όριζε τα εξής:
1. Η συσκευή ελέγχου εγκαθίσταται και χρησιμοποιείται σε οχήματα που χρησιμοποιούνται για την οδική μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων και είναι ταξινομημένα σε κράτος μέλος, με εξαίρεση τα οχήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 . […]
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τα οχήματα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 .
6 Όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία εκείνη, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού όριζε τα εξής:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν, εγκαίρως και μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.»
Οι διατάξεις αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων, την οργάνωση, τη διαδικασία και τα μέσα ελέγχου, καθώς και τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση παράβασης.
7 Με τίτλο «Περιοδικοί έλεγχοι», το σημείο 3(α) του τίτλου VI του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού όριζε, κατά την ημερομηνία της επίμαχης στην κύρια δίκη παράβασης:
«Οι περιοδικοί έλεγχοι των συσκευών που είναι εγκατεστημένες στα οχήματα πραγματοποιούνται τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια και μπορούν να διενεργούνται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο τεχνικών ελέγχων μηχανοκίνητων οχημάτων.»
[…] »
8 Ο κανονισμός 3821/85 καταργήθηκε, με ισχύ από τις 2 Μαρτίου 2016, με το άρθρο 47 του κανονισμού (ΕΕ) 165/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, για τους ταχογράφους στις οδικές μεταφορές, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3821/85 του Συμβουλίου σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στις οδικές μεταφορές και τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ 2014 L 60, σ. 1).
Κανονισμός αριθ. 165/2014
9 Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 165/2014 ορίζει τα εξής:
1. Οι ταχογράφοι εγκαθίστανται και χρησιμοποιούνται σε οχήματα που χρησιμοποιούνται για την οδική μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων και είναι ταξινομημένα σε κράτος μέλος στο οποίο εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 561/2006 .
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τα οχήματα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 .
10 Το άρθρο 23, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Οι ταχογράφοι υπόκεινται σε τακτικούς ελέγχους που διενεργούνται από εγκεκριμένα συνεργεία. Αυτοί οι τακτικοί έλεγχοι διενεργούνται τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια.»
11 Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις εθνικές συνταγματικές τους διατάξεις, θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές, αποτρεπτικές και αμερόληπτες, καθώς και να συνάδουν με τις κατηγορίες παραβάσεων που προβλέπονται στην οδηγία 2006/22/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση ελάχιστων όρων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου σχετικά με την κοινωνική νομοθεσία σχετικά με δραστηριότητες οδικών μεταφορών και την κατάργηση της οδηγίας 88/599/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2006 L 102, σ. 35)].
12 Σύμφωνα με το άρθρο 48, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού:
«[Ο παρών κανονισμός] τίθεται σε ισχύ, με την επιφύλαξη των μεταβατικών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 46, από τις 2 Μαρτίου 2016. […]»
Κανονισμός αριθ. 561/2006
13 Το άρθρο 1 του κανονισμού 561/2006 ορίζει τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες σχετικά με τους χρόνους οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης που πρέπει να τηρούν οι οδηγοί που εκτελούν οδικές μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών, με σκοπό την εναρμόνιση των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των τρόπων χερσαίων μεταφορών, ιδίως όσον αφορά τον οδικό τομέα, και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της οδικής ασφάλειας. Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί επίσης στην προώθηση καλύτερων πρακτικών ελέγχου και επιβολής από τα κράτη μέλη και καλύτερων μεθόδων εργασίας στον τομέα των οδικών μεταφορών.»
14 Το άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού απαριθμεί τις κατηγορίες οχημάτων που εκτελούν οδικές μεταφορές στις οποίες δεν εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός. Τα οχήματα που χρησιμοποιούνται για την παράδοση έτοιμου σκυροδέματος δεν περιλαμβάνονται στον εν λόγω κατάλογο.
15 Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού απαριθμεί τις κατηγορίες οχημάτων που εκτελούν μεταφορές για τις οποίες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θίγει τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 561/2006 , τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν παρεκκλίσεις από τα άρθρα 5 έως 9 του εν λόγω κανονισμού.
16 Δεδομένου ότι ίσχυε κατά την ημερομηνία της επίμαχης στην κύρια δίκη παράβασης, το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεν ανέφερε τα οχήματα που χρησιμοποιούνται για την παράδοση έτοιμου σκυροδέματος.
17 Ωστόσο, το άρθρο 13(1) τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2020/1054 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2020, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 όσον αφορά τις ελάχιστες απαιτήσεις για τον μέγιστο ημερήσιο και εβδομαδιαίο χρόνο οδήγησης και τα ελάχιστα διαλείμματα και τις περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 165/2014 όσον αφορά τον εντοπισμό μέσω ταχογράφων (ΕΕ 2020 L 249, σ. 1).
18 Μετά την τροποποίηση αυτή, η οποία ισχύει από τις 20 Αυγούστου 2020, το ίδιο άρθρο 13(1) αναφέρει πλέον, στο στοιχείο (ιη), τα «οχήματα που χρησιμοποιούνται για την παράδοση έτοιμου σκυροδέματος» μεταξύ των οχημάτων που είναι πιθανό να υπόκεινται σε παρεκκλίσεις από τα άρθρα 5 έως 9 του κανονισμού αριθ. 561/2006 .
Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95
19 Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου , της 18ης Δεκεμβρίου 1995, για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1) ορίζει τα εξής:
«1. Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με τους ενιαίους ελέγχους και τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις που αφορούν παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου.»
2. Κάθε παραβίαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη οικονομικού φορέα, η οποία έχει ή θα είχε ως αποτέλεσμα να βλάψει τον γενικό προϋπολογισμό των Κοινοτήτων ή τους προϋπολογισμούς που διαχειρίζονται αυτές, είτε με τη μείωση είτε με την εξάλειψη εσόδων από ιδίους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό των Κοινοτήτων, είτε με αδικαιολόγητες δαπάνες, συνιστά παρατυπία.
20 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Καμία διοικητική κύρωση δεν μπορεί να επιβληθεί μέχρις ότου θεσπιστεί από κοινοτική πράξη πριν από την παρατυπία. Σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων που αφορούν τις διοικητικές κυρώσεις και περιέχονται στους κοινοτικούς κανονισμούς, οι λιγότερο αυστηρές διατάξεις εφαρμόζονται αναδρομικά.»
Σλοβακικό δίκαιο
21 Το άρθρο 50, παράγραφος 6, του Ústava Slovenskej republiky (Σύνταγμα της Σλοβακικής Δημοκρατίας) ορίζει:
«Η ύπαρξη ποινικού αδικήματος αξιολογείται και η ποινή απαγγέλλεται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος. Εφαρμόζεται ο πιο πρόσφατος νόμος εάν είναι ευνοϊκότερος για τον δράστη του αδικήματος.»
22 Άρθρο 2 του zákon č. 461/2007 Ζ. ζ. o používaní záznamového zariadenia v cestnej doprave (νόμος αριθ. 461/2007 για τη χρήση συσκευών ελέγχου στις οδικές μεταφορές), της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, προβλέπει:
«1. Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, μια εταιρεία μεταφορών που παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία ή υπηρεσίες οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων διασφαλίζει ότι σε κάθε όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων είναι εγκατεστημένη μια συσκευή ελέγχου και ότι για τη λειτουργία της χρησιμοποιούνται φύλλα καταγραφής και κάρτες [οδηγού].»
2. Η υποχρέωση της επιχείρησης μεταφορών βάσει της παραγράφου 1 δεν ισχύει για οχήματα που χρησιμοποιούνται για μεταφορές που καλύπτονται από συγκεκριμένη διάταξη [αναφορά στο άρθρο 3 και στο άρθρο 13(1) του κανονισμού αριθ. 561/2006 ].
23 Άρθρο 38 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο 1 του Zákon č. 462/2007 Ζ. ζ. o organizácii pracovného času v doprave ao zmene a doplnení zákona č. 125/2006 Ζ. ζ. o inšpekcii práce ao zmene a doplnení zákona č. 82/2005 Ζ. ζ. o nelegálnej práci a nelegálnom zamestnávaní ao zmene a doplnení niektorých zákonov v znení zákona č. 309/2007 Ζ. ζ. Ο νόμος της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 (νόμος αριθ. 462/2007 για την οργάνωση του χρόνου εργασίας στις μεταφορές και την τροποποίηση του νόμου αριθ. 125/2006 για την επιθεώρηση εργασίας και την τροποποίηση του νόμου αριθ. 82/2005 για την παράνομη εργασία και την παράνομη απασχόληση και την τροποποίηση ορισμένων νόμων, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο αριθ. 309/2007 της 13ης Σεπτεμβρίου 2007) ορίζει:
«Οδηγός που οδηγεί όχημα χωρίς συσκευή ελέγχου ή με συσκευή ελέγχου που δεν έχει υποβληθεί σε έγκυρο περιοδικό έλεγχο ή που χρησιμοποιεί τη συσκευή ελέγχου εσφαλμένα διαπράττει παράβαση.»
24 Ο νόμος αριθ. 162/2015 για τη θέσπιση του Κώδικα Διοικητικής Δικαιοσύνης (Νόμος αριθ. 162/2015 για τη θέσπιση του Κώδικα Διοικητικής Δικαιοσύνης) της 21ης Μαΐου 2015 (εφεξής ο «CJA») τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2016.
25 Το άρθρο 145 του Κώδικα Δικαιοσύνης ορίζει τα εξής:
«1) Η κοινοποιηθείσα απόφαση είναι τελεσίδικη, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά κατωτέρω.»
2) Η απόφαση διοικητικού δικαστηρίου καθίσταται τελεσίδικη μετά την πάροδο ενός μηνός από την κοινοποίησή της ή όταν ασκηθεί εντός της ίδιας προθεσμίας έφεση κατά της απόφασης αυτής, όταν η απόφαση αφορά:
[…]
(γ) διοικητική δικαστική προσφυγή σε θέματα διοικητικών κυρώσεων,
[…] »
26 Το άρθρο 438, παράγραφος 1, του παρόντος κώδικα ορίζει:
«Μπορεί να ασκηθεί αναίρεση κατά των τελεσίδικων αποφάσεων διοικητικού δικαστηρίου […]»
27 Σύμφωνα με το άρθρο 440, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα:
«Μια έφεση στην αναίρεση μπορεί να βασιστεί μόνο στο γεγονός ότι το διοικητικό δικαστήριο, στη διαδικασία ή στην απόφασή του, έχει αγνοήσει τον νόμο καθόσον:
(α) δεν ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί της διαφοράς,
(β) ένα μέρος της διαφοράς δεν είχε έννομη νομιμοποίηση να ενεργήσει,
(γ) ένα μέρος της διαφοράς δεν είχε πλήρη ικανότητα να ενεργεί ανεξάρτητα ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου και δεν εκπροσωπούνταν από νόμιμο εκπρόσωπο ή κηδεμόνα που ενεργούσε για λογαριασμό του,
(δ) το ίδιο θέμα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο τελεσίδικης απόφασης ή έχει ήδη κινηθεί διαδικασία για την ίδια υπόθεση,
(ε) η υπόθεση εκδικάστηκε από δικαστή που είχε προσβληθεί ή από διοικητικό δικαστήριο που είχε συσταθεί παράτυπα,
(στ) με ακατάλληλη διαδικασία, το διοικητικό δικαστήριο εμπόδισε ένα μέρος να ασκήσει τα διαδικαστικά του δικαιώματα, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη,
(ζ) το διοικητικό δικαστήριο αποφάνθηκε βάσει νομικού σφάλματος,
(η) το διοικητικό δικαστήριο αποφάσισε να παρεκκλίνει από την πάγια νομολογία του [Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου],
(i) το διοικητικό δικαστήριο δεν έχει συμμορφωθεί με τη δεσμευτική νομική γνώμη που εκφράζεται στην ακυρωτική απόφαση που εκδόθηκε επί της αναίρεσης ή
(ι) η έφεση απορρίφθηκε παράνομα.
28 Το άρθρο 454 του ίδιου κώδικα ορίζει:
«Η κατάσταση που υφίστατο κατά τον χρόνο έκδοσης ή έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου είναι καθοριστική για τους σκοπούς της απόφασης του [ακυρωτικού δικαστηρίου].»
29 Το άρθρο 462 του Κώδικα Δικαιοσύνης ορίζει τα εξής:
«1) Εάν, μετά την εξέταση, το ακυρωτικό δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι βάσιμη, αποφασίζει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, ανάλογα με τη φύση της, παραπέμπει την υπόθεση στο διοικητικό δικαστήριο για περαιτέρω εκδίκαση ή περατώνει τη διαδικασία, όπου κρίνεται σκόπιμο, παραπέμποντας την υπόθεση στην αρμόδια αρχή για να την εκδικάσει.»
2) Εάν το ακυρωτικό δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της διοικητικής αρχής ή το προσβαλλόμενο μέτρο της διοικητικής αρχής δεν είναι σύμφωνο με τον νόμο και το διοικητικό δικαστήριο έχει απορρίψει την έφεση, μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση της διοικητικής αρχής ή το προσβαλλόμενο μέτρο της διοικητικής αρχής και αναπέμπτοντας την υπόθεση σε αυτό για περαιτέρω εκδίκαση.
[…] »
Η κύρια διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα
30 Με διοικητική απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, ο TT κρίθηκε ένοχος για παράβαση του άρθρου 38, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο 1, του νόμου 462/2007 , επειδή μετέφερε, στις 4 Νοεμβρίου 2015, σκυρόδεμα με όχημα ιδιοκτησίας της BAJI Trans, του οποίου ο ταχογράφος δεν είχε υποβληθεί σε έγκυρο περιοδικό έλεγχο. Ως εκ τούτου, στον TT επιβλήθηκε πρόστιμο 200 ευρώ.
31 Με απόφαση της 3ης Απριλίου 2017, η εθνική υπηρεσία επιθεώρησης εργασίας απέρριψε την ιεραρχική έφεση της TT κατά της απόφασης της 8ης Δεκεμβρίου 2016.
32 Η TT και η BAJI Trans άσκησαν έφεση κατά αυτών των διοικητικών αποφάσεων στο Krajský súd κατά Bratislave (περιφερειακό δικαστήριο στη Μπρατισλάβα, Σλοβακία).
33 Με απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, το Krajský súd v Bratislave (Περιφερειακό Δικαστήριο Μπρατισλάβα) απέρριψε την έφεση της BAJI Trans ως απαράδεκτη και την έφεση της TT ως αβάσιμη. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η υποχρέωση χρήσης ταχογράφου στα οχήματα οδικών μεταφορών προβλεπόταν στο άρθρο 3 του κανονισμού 3821/85 και στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου 461/2007 , με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 13 του κανονισμού 561/2006 . Ωστόσο, οι παρεκκλίσεις αυτές δεν περιλάμβαναν οχήματα που προορίζονται για τη μεταφορά σκυροδέματος.
34 Στις 15 Ιουλίου 2019, οι TT και BAJI Trans άσκησαν αναίρεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας).
35 Στις 24 Αυγούστου 2020, τα εν λόγω μέρη υπέβαλαν υπόμνημα στο οποίο υποστήριζαν ότι ο κανονισμός 561/2006 είχε τροποποιηθεί με τον κανονισμό 2020/1054. Η τροποποίηση αυτή, η οποία επήλθε μετά την άσκηση της έφεσής τους, θα είχε ως αποτέλεσμα οι πράξεις που διαπράχθηκαν στις 4 Νοεμβρίου 2015 να έχουν παύσει να είναι παράνομες. Συνεπώς, η εν λόγω τροποποίηση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 6, του Συντάγματος της Σλοβακικής Δημοκρατίας.
36 Την 1η Αυγούστου 2021, το Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, άρχισε να εξετάζει όλες τις υποθέσεις που είχαν προσαχθεί ενώπιον του διοικητικού τμήματος του Najvyší súd Slovenskej republiky της Δημοκρατίας της Σλοβακίας (Ιούλιος) 2021, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής της TT και της BAJI Trans.
37 Καταρχάς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η αρχή της lex mitior κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 του Χάρτη, τονίζοντας παράλληλα ότι το άρθρο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί μόνο εάν η διαφορά της κύριας δίκης αφορά κατάσταση στην οποία κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.
38 Δεδομένου ότι οι επίμαχοι στην κύρια δίκη εθνικοί νόμοι θεσπίστηκαν για την εφαρμογή των κανονισμών 3821/85 και 165/2014 , συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης που απορρέει από τους εν λόγω κανονισμούς για τη θέσπιση συστήματος κυρώσεων, το αιτούν δικαστήριο τείνει να θεωρήσει, πρώτον, ότι η εθνική υπηρεσία επιθεώρησης εργασίας εφάρμοσε το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, όταν αποφάνθηκε επί της ενοχής του TT και του επέβαλε κυρώσεις και, δεύτερον, ότι θα εφαρμόσει επίσης το δίκαιο αυτό όταν αποφανθεί επί της εκκρεμούς ενώπιόν του προσφυγής. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο επιθυμεί το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει την ερμηνεία αυτή.
39 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, για να πληρούνται οι απαιτήσεις που επιβάλλει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), τόσο οι διοικητικές αρχές που καλούνται να επιβάλουν ποινική κύρωση σε ένα άτομο όσο και τα δικαστήρια που εκδικάζουν με πλήρη δικαιοδοσία τις προσφυγές κατά των εν λόγω διοικητικών αποφάσεων πρέπει να υποχρεούνται να εφαρμόζουν την αρχή της αναδρομικότητας του ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου. Το εν λόγω δικαστήριο τείνει να πιστεύει ότι η ίδια συλλογιστική ισχύει και για το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ωστόσο, επιθυμεί να διασφαλίσει ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στη διαδικασία που οδηγεί στην επιβολή της διοικητικής κύρωσης όσο και στη δικαστική διαδικασία που αποσκοπεί στον έλεγχο της νομιμότητας της εν λόγω κύρωσης.
40 Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν εναπόκειται σε αυτό, ως ακυρωτικό δικαστήριο, να λάβει υπόψη ευνοϊκότερο ποινικό νόμο ο οποίος θεσπίστηκε μετά την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως που θεωρείται αμετάκλητη, κατά το εθνικό δίκαιο, και κατά της οποίας οι BAJI Trans και TT έχουν ασκήσει έφεση.
41 Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η αρχή της αναδρομικότητας του ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου εφαρμόζεται στις ποινικές διαδικασίες που αναμένουν την έκδοση οριστικής αποφάσεως, αλλά ότι ουδέποτε έχει αποφανθεί επί του τρόπου με τον οποίο πρέπει να αξιολογείται η οριστική ισχύς μιας τέτοιας αποφάσεως.
42 Το εν λόγω δικαστήριο θεωρεί ότι πρέπει να λάβει υπόψη, ακόμη και ελλείψει σχετικού αιτήματος, τις θεμελιώδεις αρχές της επιβολής ποινών, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της αναδρομικότητας ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου.
43 Ωστόσο, το ίδιο δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι, στο σλοβακικό δίκαιο, η έφεση στην υπόθεση αναίρεσης θεωρείται θεωρητικά έκτακτο ένδικο βοήθημα, ακριβώς επειδή στρέφεται κατά οριστικής δικαστικής απόφασης και, αφετέρου, ότι δεσμεύεται από την έννομη κατάσταση που ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασης.
44 Τούτου λεχθέντος, σημειώνει επίσης ότι οι λόγοι αναίρεσης που προβλέπονται από το σλοβακικό δίκαιο διατυπώνονται ευρέως και καλύπτουν, καταρχήν, όλα τα νομικά και διαδικαστικά ελαττώματα. Επιπλέον, ο αιτών την έφεση θα είχε, καταρχήν, το δικαίωμα να εκδικαστεί η έφεση και η διαδικασία που αφορά την έφεση να ακολουθήσει, ορθώς και άμεσα, τη διαδικασία ενώπιον του κατώτερου διοικητικού δικαστηρίου.
45 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Najvyšší správny súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Πρέπει το άρθρο 51, παράγραφος 1, του [Χάρτη] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος το οποίο, βάσει του εθνικού του δικαίου, επιβάλλει διοικητική κύρωση για παράβαση υποχρέωσης εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, όταν η υποχρέωση αυτή απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης και η υποχρέωση επιβολής κυρώσεων για την παράβασή της επιβάλλεται στο κράτος μέλος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 3821/85 και στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 165/2014 ;
2) [Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα], πρέπει το άρθρο 49, παράγραφος 1, του [Χάρτη] και η αρχή της αναδρομικότητας ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου που περιέχεται σε αυτό να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται και στην επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις διοικητικών παραβάσεων όπου η απόφαση περί ενοχής και η κύρωση λαμβάνονται πρώτα από διοικητική αρχή και όχι από δικαστήριο, και ότι η αρχή αυτή εφαρμόζεται στη συνέχεια και στην αναθεώρηση της απόφασης της εν λόγω διοικητικής αρχής από το διοικητικό δικαστήριο;
3) [Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο δεύτερο ερώτημα], πρέπει το άρθρο 49 του [Χάρτη] και η αρχή της αναδρομικότητας ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου που περιέχεται σε αυτό να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται σε εθνικές διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, ανεξάρτητα από το στάδιο στο οποίο βρίσκονται;
(4) [Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο τρίτο ερώτημα], βάσει ποιας κριτηρίου θα πρέπει να προσδιοριστεί αυτό το στάδιο; Ειδικότερα, πρέπει το άρθρο 49 του [Χάρτη] και η αρχή της αναδρομικότητας ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου που περιέχεται σε αυτό να ερμηνευθούν ως εφαρμοστέα σε διοικητικές διαφορές με αντικείμενο την άσκηση έφεσης, όπως η έφεση επί νομικών ζητημάτων, με αποτέλεσμα ένα δικαστήριο όπως το Najvyšší správny súd Slovenskej republiky [(Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας)], το οποίο αποφαίνεται σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό επί έφεσης επί νομικών ζητημάτων, να οφείλει να λάβει υπόψη νομοθετική τροποποίηση υπέρ του δράστη διοικητικού αδικήματος που εξετάζεται στην υποκείμενη διαδικασία από διοικητική αρχή και όχι από δικαστήριο, η οποία ελήφθη μόνο μετά την έκδοση και την τελεσίδικη απόφασης του κατώτερου διοικητικού δικαστηρίου, επί της οποίας αποφαίνεται το [δικαστήριο τελευταίου βαθμού];
Επί των προκαταρκτικών ερωτημάτων
Στο πρώτο ερώτημα
46 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, όταν, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 3821/85 και το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 165/2014 , επιβάλλει διοικητική κύρωση στον οδηγό οχήματος, λόγω της εκ μέρους του παραβίασης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τους εν λόγω κανονισμούς.
47 Προκαταρκτικά, η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι τόσο προφανής που δεν θα ήταν απαραίτητο να απαντηθεί. Στο μέτρο που η παρατήρηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως αμφισβήτηση του παραδεκτού του ερωτήματος αυτού, αρκεί να υπομνησθεί ότι, ακόμη και αν η απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα δεν αφήνει περιθώρια για εύλογη αμφιβολία, το ερώτημα αυτό δεν καθίσταται ως εκ τούτου απαράδεκτο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer , C‑145/10, EU:C:2011:798, σκέψη 65, και της 11ης Μαΐου 2023, MOMTRADE RUSE , C‑620/21, EU:C:2023:395, σκέψη 38).
48 Με βάση την εν λόγω διευκρίνιση, από το άρθρο 51 παράγραφος 1 του Χάρτη προκύπτει ότι οι διατάξεις του απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνο όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.
49 Επομένως, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης προορίζονται να εφαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά όχι εκτός αυτών (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson , C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 19).
50 Επιπλέον, από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, όταν εκπληρώνει την υποχρέωση, που προβλέπεται σε πράξη του δικαίου της Ένωσης, να προβλέπει κυρώσεις για τα αδικήματα που καλύπτονται από την εν λόγω πράξη (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson , C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 27, και της 19ης Οκτωβρίου 2023, G. ST. T. (Αναλογικότητα της κυρώσεως σε περίπτωση παραβάσεως) , C‑655/21, EU:C:2023:791, σκέψη 43).
51 Εν προκειμένω, πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2020/1054, τόσο ο κανονισμός 3821/85 , που ίσχυε κατά την ημερομηνία της παράβασης που διέπραξε η TT, όσο και ο κανονισμός 165/2014 απαιτούσαν, χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης, την παρουσία ταχογράφου σε οχήματα όπως αυτό που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, καθώς και τον περιοδικό έλεγχο του εν λόγω ταχογράφου. Επιπλέον, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 3821/85 και το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 165/2014 προκύπτει ότι υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να επιβάλλουν κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων των εν λόγω κανονισμών.
52 Συνεπώς, θεσπίζοντας το άρθρο 38, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο 1, του νόμου 462/2007 και επιβάλλοντας διοικητικό πρόστιμο στην TT επειδή, στις 4 Νοεμβρίου 2015, οδήγησε όχημα μεταφοράς έτοιμου σκυροδέματος χωρίς να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις περιοδικού ελέγχου του ταχογράφου με τον οποίο έπρεπε να είναι εξοπλισμένο το εν λόγω όχημα, οι σλοβακικές αρχές εφάρμοσαν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.
53 Ωστόσο, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά, ειδικότερα, τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων στην TT για την τέλεση τέτοιας παράβασης, πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2020/1054, έστω και αν, λόγω του συνδυασμένου αποτελέσματος του κανονισμού αυτού και του άρθρου 2, παράγραφος 2, του νόμου 461/2007 , τα οχήματα που μεταφέρουν έτοιμο σκυρόδεμα εξαιρούνται πλέον, βάσει του σλοβακικού δικαίου, από την υποχρέωση εξοπλισμού με ταχογράφο.
54 Συνεπώς, προκειμένου να δοθεί πλήρης απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, μέσω μιας τέτοιας τροποποίησης της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, ο Σλοβάκος νομοθέτης εφάρμοσε επίσης το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.
55 Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο εν λόγω νομοθέτης χρησιμοποίησε την ευχέρεια που του παρέχεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 165/2014 για να εξαιρέσει τις κατηγορίες οχημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 561/2006 , όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό 2020/1054, από την υποχρέωση εξοπλισμού με ταχογράφο.
56 Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν ένα κράτος μέλος λαμβάνει μέτρα κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας ή εξουσίας αξιολόγησης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του καθεστώτος που θεσπίζεται με πράξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζει το δίκαιο αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2017, Florescu κ.λπ. , C‑258/14, EU:C:2017:448, σκέψη 48, και της 29ης Ιουλίου 2024, protectus , C‑185/23, EU:C:2024:657, σκέψη 59).
57 Συνεπώς, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά εθνική νομοθεσία που εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, επομένως οι απαιτήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη πρέπει να τηρούνται στο πλαίσιο της εν λόγω διαφοράς (βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Real Madrid Club de Fútbol , C‑633/22, EU:C:2024:843, σκέψη 41 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
58 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, όταν, πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 3821/85 και το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 165/2014 , επιβάλλει διοικητική κύρωση στον οδηγό οχήματος για την παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τους εν λόγω κανονισμούς και, δεύτερον, χρησιμοποιεί στη συνέχεια την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του τελευταίου αυτού κανονισμού για να εξαιρέσει ορισμένα οχήματα οδικών μεταφορών από την τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεων.
Στο δεύτερο ερώτημα
59 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η τελευταία περίοδος του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μπορεί να εφαρμοστεί σε διοικητική κύρωση που έχει επιβληθεί βάσει κανόνα ο οποίος, μετά την θέσπιση της εν λόγω κύρωσης, έχει τροποποιηθεί κατά τρόπο ευνοϊκότερο για το πρόσωπο που τιμωρείται.
60 Προκαταρκτικά, πρέπει να σημειωθεί ότι η τελευταία πρόταση της παραγράφου 1 του άρθρου 49 του Χάρτη ορίζει ότι εάν, μετά την ημερομηνία τέλεσης του αδικήματος, ο νόμος προβλέπει ελαφρύτερη ποινή, η ποινή αυτή πρέπει να εφαρμοστεί.
61 Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει επομένως την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου, η οποία κατοχυρώνεται επίσης στο Άρθρο 7 της ΕΣΔΑ [βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, 17 Σεπτεμβρίου 2009, Scoppola κατά Ιταλίας (αριθ. 2 ), CE:ECHR:2009:0917JUD001024903, § 109].
Σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 παράγραφος 1 τελευταία πρόταση του Χάρτη
62 Από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17) σχετικά με το άρθρο 49 προκύπτει σαφώς ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στον ποινικό τομέα.
63 Ωστόσο, όπως επισήμανε ο Γενικός Εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι τρία κριτήρια είναι κρίσιμα για την αξιολόγηση του ποινικού χαρακτήρα μιας ποινής, ιδίως για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 49 του Χάρτη. Το πρώτο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός του αδικήματος στο εσωτερικό δίκαιο, το δεύτερο είναι η ίδια η φύση του αδικήματος και, το τρίτο, ο βαθμός αυστηρότητας της ποινής στην οποία κινδυνεύει να υποβληθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Bonda , C‑489/10, EU:C:2012:319, σκέψη 37, και της 4ης Μαΐου 2023, Agenția Națională de Integritate , C‑40/21, EU:C:2023:367, σκέψη 34).
64 Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των εν λόγω κριτηρίων, εάν το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην TT έχει ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, μπορεί παρά ταύτα να παράσχει διευκρινίσεις που αποσκοπούν στην καθοδήγηση του εν λόγω δικαστηρίου στην εκτίμησή του (βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, Agenția Națională de Integritate , C‑40/21, EU:C:2023:367, σκέψη 36).
65 Συναφώς, όσον αφορά, καταρχάς, το πρώτο κριτήριο που αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό του αδικήματος στο εσωτερικό δίκαιο, από τα στοιχεία που παρείχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι το αδίκημα που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης θεωρείται διοικητικό παράπτωμα κατά το σλοβακικό δίκαιο.
66 Ωστόσο, η εφαρμογή του άρθρου 49 του Χάρτη επεκτείνεται, ακόμη και για αδικήματα που δεν χαρακτηρίζονται ως «ποινικά» κατά το εσωτερικό δίκαιο, σε διώξεις και ποινές που πρέπει να θεωρούνται ποινικού χαρακτήρα βάσει των δύο άλλων κριτηρίων που αναφέρονται στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Ποινικοί βαθμοί) , C‑439/19, EU:C:2021:504 , σκέψη 88, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Vinal , C‑820/21, EU:C:2023:667, σκέψη 49).
67 Όσον αφορά, λοιπόν, το δεύτερο κριτήριο που βασίζεται στην ίδια τη φύση του αδικήματος, αυτό συνεπάγεται την επαλήθευση του κατά πόσον το εν λόγω μέτρο επιδιώκει, ειδικότερα, κατασταλτικό σκοπό, χαρακτηριστικό μιας κύρωσης ποινικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 49 του Χάρτη, χωρίς το γεγονός ότι επιδιώκει και προληπτικό σκοπό να είναι τέτοιο ώστε να αποκλείει τον χαρακτηρισμό του ως ποινικού κυρώματος. Πράγματι, στην ίδια τη φύση των ποινικών κυρώσεων αποσκοπούν τόσο στην καταστολή όσο και στην πρόληψη παράνομης συμπεριφοράς. Από την άλλη πλευρά, ένα μέτρο που περιορίζεται στην αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από το εν λόγω αδίκημα δεν έχει ποινικό χαρακτήρα (αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Ποινικές μονάδες) , C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 89, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Vinal , C‑820/21, EU:C:2023:667, σκέψη 50).
68 Στην προκειμένη περίπτωση, τα διοικητικά πρόστιμα που προκύπτουν από την παραβίαση των υποχρεώσεων σχετικά με την παρουσία και τον περιοδικό έλεγχο ταχογράφου σε ορισμένους τύπους οχημάτων φαίνεται να επιδιώκουν τους στόχους τόσο της αποτροπής όσο και της καταστολής αυτών των παραβάσεων, χωρίς να αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από αυτές.
69 Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό, αλλά σε μια συγκεκριμένη κατηγορία αποδεκτών οι οποίοι, επειδή ασκούν δραστηριότητα που ρυθμίζεται ειδικά από το δίκαιο της Ένωσης, υποχρεούνται να πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει το εν λόγω δίκαιο, μπορεί να υποδηλώνει ότι το εν λόγω μέτρο δεν έχει κατασταλτικό σκοπό και, ως εκ τούτου, να συμβάλλει στην απόδειξη ότι το εν λόγω μέτρο δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδιο μέτρο περιορίζεται στο να στερεί τον αποδέκτη του από ορισμένα συγκεκριμένα προνόμια που του παρέχονται από το εν λόγω δίκαιο, με το σκεπτικό ότι η αρμόδια διοικητική αρχή έκρινε ότι οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση των εν λόγω προνομίων δεν πληρούνταν πλέον (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Vinal , C‑820/21, EU:C:2023:667, σκέψη 53 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, το επίμαχο στην κύρια δίκη πρόστιμο σαφώς δεν έχει τέτοιο σκοπό.
70 Τέλος, όσον αφορά το τρίτο κριτήριο που αφορά τον βαθμό αυστηρότητας της επιβληθείσας ποινής, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το τελευταίο πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με τη μέγιστη ποινή που προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Vinal , C‑820/21, EU:C:2023:667, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
71 Εν προκειμένω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επισημάνθηκε ότι παράβαση όπως αυτή που διέπραξε ο TT τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο έως 1 699 ευρώ. Επιπλέον, όπως επισήμανε η Σλοβακική Κυβέρνηση κατά την εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το πρόστιμο αυτό φαίνεται να υπόκειται σε διετή απαγόρευση οδήγησης. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει εάν οι εν λόγω ποινές, στο σύνολό τους, θα μπορούσαν να είναι αρκούντως αυστηρές ώστε να μπορούν να χαρακτηριστούν ως τιμωρητικές και, ως εκ τούτου, ποινικές.
72 Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η χρήση ταχογράφου που δεν έχει ελεγχθεί από εγκεκριμένο συνεργείο συνιστά πολύ σοβαρή παράβαση, σύμφωνα με το σημείο H.1. του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/22, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2020/1057 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2020 (ΕΕ 2020 L 249, σ. 49). Πράγματι, το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 165/2014 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν κυρώσεις οι οποίες δεν είναι μόνο αποτελεσματικές, αναλογικές, αποτρεπτικές και δεν εισάγουν διακρίσεις, αλλά και σύμφωνες με τις κατηγορίες παραβάσεων που προβλέπονται στην οδηγία 2006/22.
73 Ωστόσο, εάν το δικαστήριο αυτό, αφού εξετάσει όλες τις σχετικές περιστάσεις, έκρινε ότι το εν λόγω πρόστιμο δεν έχει ποινικό χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, η τελευταία περίοδος του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη δεν εφαρμόζεται στη διαφορά της κύριας δίκης, κανένας κανόνας του δικαίου της Ένωσης δεν θα απαιτούσε, εν προκειμένω, την τήρηση της αρχής της lex mitior.
74 Πιο συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να επικαλεστεί τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που θεσπίζει την αναδρομική εφαρμογή της ελαφρύτερης ποινής.
75 Πράγματι, αφενός, το Δικαστήριο ομολογουμένως διαπίστωσε την ύπαρξη μιας τέτοιας αρχής, ακόμη και πριν από την έναρξη ισχύος του Χάρτη, βάσει των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών (απόφαση της 3ης Μαΐου 2005, Berlusconi κ.λπ. , C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψεις 68 και 69). Ωστόσο, όπως παρατήρησε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών του, δεν υπάρχει κοινή συνταγματική παράδοση που θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για την επέκταση της αρχής του lex mitior σε κυρώσεις που δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα.
76 Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την επιλογή των συντακτών του Χάρτη να περιορίσουν το πεδίο εφαρμογής της αρχής του ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου, όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 49, παράγραφος 1, τελευταία πρόταση, σε μέτρα που εμπίπτουν στον ποινικό τομέα, καθώς και από το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 7 της ΕΣΔΑ περιορίζεται επίσης μόνο σε αυτά τα μέτρα.
77 Επιπλέον, το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής της γενικής αρχής που θεσπίζει την αναδρομική εφαρμογή της ελαφρύτερης ποινής περιορίζεται στον ποινικό τομέα δεν αμφισβητείται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95 , κατά το οποίο εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν αναδρομικά, σε συμπεριφορά που συνιστά παρατυπία ικανή να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1 , του εν λόγω κανονισμού, τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις που επήλθαν με διατάξεις που περιέχονται στην τομεακή νομοθεσία της Ένωσης και θεσπίζουν λιγότερο αυστηρές διοικητικές κυρώσεις.
78 Ομολογουμένως, η διάταξη αυτή προβλέπει την αναδρομική εφαρμογή διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που μειώνουν την αυστηρότητα του συστήματος διοικητικών κυρώσεων, χωρίς το πεδίο εφαρμογής της να περιορίζεται αποκλειστικά σε κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα.
79 Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 70 των προτάσεών του, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε απαραίτητο, στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 , να επεκτείνει τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης ποινής σε όλες τις διοικητικές κυρώσεις που αφορούν παρατυπίες που ενδέχεται να βλάψουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 1 του εν λόγω κανονισμού, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι ποινικής φύσης ή όχι, καταδεικνύει ακριβώς ότι η εν λόγω αρχή δεν προορίζεται να εφαρμόζεται, αυτή καθαυτή, σε κυρώσεις που δεν είναι τέτοιας φύσης.
Σχετικά με τους όρους εφαρμογής του άρθρου 49, παράγραφος 1, τελευταία πρόταση, του Χάρτη
80 Η υποχρέωση εφαρμογής, βάσει της τελευταίας περιόδου του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, νόμου που θεσπίστηκε μετά την τέλεση του αδικήματος υπόκειται στην προϋπόθεση ότι ο νόμος αυτός «προβλέπει ελαφρύτερη ποινή».
81 Η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης προϋποθέτει, επομένως, διαδοχή νομικών καθεστώτων με την πάροδο του χρόνου και στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η διαδοχή αυτή αντικατοπτρίζει, εντός του οικείου νομικού συστήματος, μια μεταβολή θέσεως, ευνοϊκή για τον δράστη του αδικήματος, είτε όσον αφορά τον ποινικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να αποτελέσουν αδίκημα, είτε όσον αφορά την ποινή που πρέπει να επιβληθεί σε ένα τέτοιο αδίκημα (βλ., συναφώς, απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin , C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 107 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
82 Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει ήδη κρίνει ότι το Άρθρο 7 της ΕΣΔΑ δεν εγγυάται την αναδρομική εφαρμογή μιας αλλαγής στους κανονισμούς που είναι ευνοϊκή για τον δράστη του αδικήματος, όταν η τελευταία εξηγείται αποκλειστικά από αλλαγή των πραγματικών περιστάσεων από την τέλεση του αδικήματος και ότι, ως εκ τούτου, είναι άσχετη με την εξέταση του αδικήματος καθαυτού (ΕΔΔΑ, 18 Οκτωβρίου 2022, Morck Jensen κατά Δανίας, CE:ECHR:2022:1018JUD006078519, § 52).
83 Εν προκειμένω, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, ο TT τιμωρήθηκε επειδή οδήγησε, στις 4 Νοεμβρίου 2015, ένα όχημα μεταφοράς έτοιμου σκυροδέματος του οποίου ο ταχογράφος δεν είχε υποβληθεί σε έγκυρο περιοδικό έλεγχο.
84 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι, πριν από την κατάργησή του με τον κανονισμό 165/2014 , το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 3821/85 , που ίσχυε κατά τον χρόνο της επίμαχης στην κύρια δίκη παράβασης, επέτρεπε στα κράτη μέλη να εξαιρούν από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού τα οχήματα που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 561/2006 . Η ίδια δυνατότητα εξακολουθεί να παρέχεται στα κράτη μέλη από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 165/2014 , που τέθηκε σε ισχύ από τις 2 Μαρτίου 2016.
85 Από την άλλη πλευρά, ο κανονισμός 2020/1054 πρόσθεσε την κατηγορία οχημάτων που χρησιμοποιούνται για την παράδοση έτοιμου σκυροδέματος στις κατηγορίες οχημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 561/2006 , δηλαδή εκείνα για τα οποία τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν παρεκκλίσεις, η οποία τροποποίηση εφαρμόζεται από τις 20 Αυγούστου 2020.
86 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 78 των προτάσεών του, προσθέτοντας τα εν λόγω οχήματα σε εκείνα που ήδη αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 561/2006 , ο κανονισμός 2020/1054 αντικατοπτρίζει μια αλλαγή θέσης του νομοθέτη της Ένωσης όσον αφορά την ανάγκη να απαιτείται η παρουσία ταχογράφου στα εν λόγω οχήματα, τα ταξίδια των οποίων, κατ’ αρχήν, καλύπτουν αρκετά μικρές αποστάσεις.
87 Επομένως, μια τέτοια τροποποίηση διακρίνεται από τις περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει, κατ’ ουσίαν, ότι μια τροποποίηση των εφαρμοστέων κανονισμών, αν και ευνοϊκή για το άτομο που διώχθηκε ή καταδικάστηκε, δεν μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής του lex mitior, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια τροποποίηση δεν ήταν ικανή να μεταβάλει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, αλλά συνιστούσε, υπό το πρίσμα του εν λόγω αδικήματος, απλή μεταβολή της πραγματικής κατάστασης ή δικαιολογούνταν αποκλειστικά από νέα, καθαρά οικονομική και τεχνική εκτίμηση του νομοθέτη της Ένωσης, η οποία δεν έθετε υπό αμφισβήτηση την παρατυπία της προηγούμενης συμπεριφοράς του ατόμου που τιμωρήθηκε (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ. , C‑218/15, EU:C:2016:748, σκέψεις 32 έως 36, και της 7ης Αυγούστου 2018, Clergeau κ.λπ. , C‑115/17, EU:C:2018:651, σκέψεις 34 έως 40).
88 Συνεπώς, οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την υποχρέωση εξοπλισμού ορισμένων οχημάτων με ταχογράφο και τη διασφάλιση περιοδικών ελέγχων τροποποιήθηκαν, μετά την παράβαση που διέπραξε η TT, κατά τρόπο που θα μπορούσε να είναι ευνοϊκός για αυτήν εάν οι σλοβακικές αρχές αποφάσιζαν, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 165/2014 , να εξαιρέσουν αυτό το είδος οχήματος από την υποχρέωση εξοπλισμού με ταχογράφο.
89 Ωστόσο, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου 461/2007 ορίζει ότι τα οχήματα όλων των κατηγοριών που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 561/2006 εξαιρούνται από την υποχρέωση εξοπλισμού με ταχογράφο.
90 Συνεπώς, προκύπτει ότι, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, ο Σλοβάκος νομοθέτης αποφάσισε να εφαρμόσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 165/2014 δυνατότητα , εξαιρώντας αυτομάτως όλες τις κατηγορίες οχημάτων που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 561/2006 από την υποχρέωση εξοπλισμού με ταχογράφο για λόγους πανομοιότυπους με αυτούς που υιοθέτησε ο νομοθέτης της Ένωσης.
91 Όπως επισήμανε η Σλοβακική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από τη δικογραφία που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο προκύπτει επομένως ότι η κατάργηση, στο σλοβακικό δίκαιο, της υποχρέωσης ταχογράφου για τα οχήματα που προορίζονται για τη μεταφορά έτοιμου σκυροδέματος αντικατοπτρίζει μια αλλαγή στη θέση του σλοβακικού νομοθέτη όσον αφορά την επιθυμία να τιμωρούνται πράξεις όπως αυτές που προσάπτονται στην TT, κάτι που, ωστόσο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
92 Τέλος, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 49 του Χάρτη περιέχει, τουλάχιστον, τις ίδιες εγγυήσεις με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, ως ελάχιστο επίπεδο προστασίας (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2024, Alchaster , C‑202/24, EU:C:2024:649, σκέψη 92 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, το Δικαστήριο οφείλει να διασφαλίσει ότι η ερμηνεία που δίνει στην υπό κρίση υπόθεση διασφαλίζει επίπεδο προστασίας που δεν παραβλέπει αυτό που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7, όπως ερμηνεύτηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, DELTA STROY 2003 , C‑203/21, EU:C:2022:865, σκέψη 44 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
93 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι οι απαιτήσεις στις οποίες το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη επιβάλλει την πιθανή εφαρμογή της αρχής της αναδρομικότητας του ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου, όπως αυτές προκύπτουν από τη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως, διασφαλίζουν, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που αναφέρεται στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως, ένα επίπεδο προστασίας της εν λόγω αρχής που δεν παραβλέπει αυτό που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το εν λόγω Δικαστήριο.
94 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η τελευταία περίοδος του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μπορεί να εφαρμοστεί σε διοικητική κύρωση ποινικού χαρακτήρα που έχει επιβληθεί βάσει κανόνα ο οποίος, μετά την θέσπιση της εν λόγω κύρωσης, έχει τροποποιηθεί κατά τρόπο ευνοϊκότερο για το πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση, υπό την προϋπόθεση ότι η τροποποίηση αυτή αντικατοπτρίζει αλλαγή θέσης ως προς τον ποινικό χαρακτηρισμό των πράξεων που διέπραξε το εν λόγω πρόσωπο ή ως προς την επιβλητέα κύρωση.
Επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος
95 Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η τελευταία περίοδος του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει αναίρεση κατά δικαστικής αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή κατά διοικητικού προστίμου, ποινικού χαρακτήρα και εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, υποχρεούται να εφαρμόσει νομοθεσία ευνοϊκότερη για τον καταδικασθέντα, η οποία τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, ανεξάρτητα από το αν η εν λόγω απόφαση θεωρείται τελεσίδικη βάσει του εθνικού δικαίου.
96 Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ο κανόνας της αναδρομικότητας του ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου, που περιέχεται στην τελευταία περίοδο του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει σκοπό να εφαρμόζεται εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη καταδίκη (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Delvigne , C‑650/13, EU:C:2015:648, σκέψη 56).
97 Πράγματι, ο κανόνας αυτός συνεπάγεται ότι, από την ημερομηνία από την οποία θεωρήθηκε, στο οικείο νομικό σύστημα, ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητο να τιμωρείται ή να τιμωρείται τόσο αυστηρά μια δεδομένη συμπεριφορά, μια τέτοια αλλαγή αξιολόγησης πρέπει να εφαρμόζεται αμέσως σε όλες τις ποινικές διαδικασίες που δεν έχουν ακόμη περατωθεί με τελεσίδικη καταδίκη.
98 Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτή η ερμηνεία της τελευταίας πρότασης του άρθρου 49(1) του Χάρτη δεν αγνοεί το όριο προστασίας που προσφέρει το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η αρχή της αναδρομικότητας του ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 7(1) της ΕΣΔΑ, συνεπάγεται ότι, εάν το ποινικό δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος και οι μεταγενέστεροι ποινικοί νόμοι που θεσπίστηκαν πριν από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης διαφέρουν, το δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει εκείνον του οποίου οι διατάξεις είναι οι ευνοϊκότερες για τον κατηγορούμενο (βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, 17 Σεπτεμβρίου 2009, Scoppola κατά Ιταλίας (αριθ. 2 ), CE:ECHR:2009:0917JUD001024903, § 109).
99 Δεύτερον, μολονότι οι κανόνες της ποινικής δικονομίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, στο μέτρο που η Ένωση δεν έχει νομοθετήσει επί του θέματος, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους, να σέβονται τις υποχρεώσεις που απορρέουν γι’ αυτά από το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη (βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, Procura della Repubblica presso il Tribunale di Bolzano , C‑178/22, EU:C:2024:371, σκέψη 44).
100 Συνεπώς, μολονότι η αξιολόγηση της αμετάκλητης ισχύος της καταδίκης πρέπει να γίνεται βάσει του δικαίου του κράτους μέλους που την εξέδωσε (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, M , C‑398/12, EU:C:2014:1057, σκέψη 36), γεγονός παραμένει ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση, για τους σκοπούς της εφαρμογής της τελευταίας περιόδου του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, στο μέτρο που καθορίζει το εύρος του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από τη διάταξη αυτή και, κατά συνέπεια, το εύρος των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό για τα κράτη μέλη.
101 Συνεπώς, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 99 των προτάσεών του, το γεγονός ότι μια καταδίκη θεωρείται αμετάκλητη, κατά το εθνικό δίκαιο, δεν είναι καθοριστικό για την εφαρμογή της τελευταίας περιόδου του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη από το δικαστήριο που εκδικάζει έφεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε την εν λόγω καταδίκη.
102 Πράγματι, μια καταδίκη δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστική, κατά την έννοια της τελευταίας περιόδου του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, όταν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τακτικής έφεσης, δηλαδή οποιασδήποτε έφεσης που εντάσσεται στην κανονική ροή της διαδικασίας και η οποία, ως τέτοια, συνιστά διαδικαστική εξέλιξη την οποία κάθε διάδικος πρέπει εύλογα να λάβει υπόψη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 1977, Industrial Diamond Supplies , 43/77, EU:C:1977:188, σκέψη 37).
103 Αυτό συμβαίνει όταν ο καταδικασθείς ή η δημόσια αρχή που είναι υπεύθυνη για την ποινική δίωξη μπορεί, εντός προθεσμίας που ορίζει ο νόμος και χωρίς να υποχρεούται να δικαιολογήσει εξαιρετικές περιστάσεις, όπως η ανάγκη διασφάλισης, προς το συμφέρον του νόμου, της συνοχής της νομολογίας, να ασκήσει δικαστική έφεση με σκοπό την ακύρωση ή την ανατροπή της επιβληθείσας καταδίκης ή ποινής, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω έφεση θεωρείται, κατά το εθνικό δίκαιο, ως έκτακτο ένδικο βοήθημα, το οποίο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχε το αιτούν δικαστήριο που αναφέρονται στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, θα ίσχυε, εν προκειμένω, κατά το σλοβακικό δίκαιο. Εφόσον η προθεσμία για την άσκηση τέτοιας έφεσης δεν έχει λήξει ή δεν έχει εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής, η απόφαση που αφορά την εν λόγω καταδίκη και την ποινή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, για τους σκοπούς της εφαρμογής της τελευταίας περιόδου του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη.
104 Επιπλέον, χωρίς αυτό να είναι καθοριστικό, το ανασταλτικό αποτέλεσμα της άσκησης έφεσης κατά καταδίκης αποτελεί ένδειξη ότι η έφεση αυτή αφορά απόφαση η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τελεσίδικη, για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης.
105 Συνεπώς, όταν ασκείται αναίρεση, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στη σκέψη 103 της παρούσας αποφάσεως, κατά δικαστικής αποφάσεως, η απόφαση αυτή προορίζεται να καταστεί τελεσίδικη, για τους σκοπούς της εφαρμογής της τελευταίας περιόδου του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, μόνον εφόσον τα μέρη έχουν εξαντλήσει το εν λόγω ένδικο βοήθημα ή έχουν αφήσει να παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση τέτοιας αναίρεσης χωρίς να την έχουν ασκήσει.
106 Συνεπώς, η τελευταία περίοδος του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη υπονοεί ότι ένα ακυρωτικό δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να χορηγήσει στον δράστη αδικήματος του οποίου η κύρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης το ευεργέτημα ποινικής νομοθεσίας που είναι ευνοϊκή για τον εν λόγω δράστη, ακόμη και αν η νομοθεσία αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αναίρεσης.
107 Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η απόφαση που αποτελεί αντικείμενο της έφεσης μπορεί να ακυρωθεί μόνο εάν πάσχει από πλημμέλεια νομιμότητας ή εάν το ακυρωτικό δικαστήριο υποχρεούται να αποφανθεί λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που υφίσταται κατά την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασης. Πράγματι, όπως προκύπτει σαφώς από τη σκέψη 97 της παρούσας απόφασης, εναπόκειται σε κάθε δικαστήριο να χορηγήσει στον δράστη ενός αδικήματος το ευνοϊκότερο για αυτόν ποινικό δίκαιο, εφόσον η καταδίκη του δεν είναι τελεσίδικη.
108 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, πρώτον, ότι η TT άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, εντός της προθεσμίας που τάσσει η σχετική εθνική νομοθεσία, χωρίς να υποχρεούται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για εξαιρετικές περιστάσεις και, δεύτερον, ότι το εν λόγω δικαστήριο έχει, τουλάχιστον, την εξουσία να ακυρώσει την απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019 του Krajský súd v Bratislave (Περιφερειακού Δικαστηρίου Μπρατισλάβας).
109 Υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, η απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019 του Krajský súd v Bratislave (Περιφερειακού Δικαστηρίου της Μπρατισλάβα) δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως «τελεσίδικη καταδίκη» για τους σκοπούς της εφαρμογής της τελευταίας περιόδου του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη.
110 Συνεπώς, εάν το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι το διοικητικό πρόστιμο στο οποίο επιβλήθηκε στον TT είναι ποινικού χαρακτήρα, θα ήταν υποχρεωμένο να εφαρμόσει την ευνοϊκότερη γι’ αυτόν νομοθεσία, κατά την έννοια της τελευταίας περιόδου του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, που αποτελεί το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου 461/2007 , σε συνδυασμό με τον κανονισμό 2020/1054, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η νομοθεσία αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά την απόφαση, η οποία χαρακτηρίστηκε ως οριστική κατά το εθνικό δίκαιο, του Krajský súd v Bratislave (Περιφερειακού Δικαστηρίου Μπρατισλάβα). Η υποχρέωση αυτή δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο υποχρεούται, βάσει του εν λόγω δικαίου, να αποφανθεί λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που υφίσταται κατά την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασης.
111 Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι, όταν δεν είναι δυνατή η ερμηνεία μιας εθνικής διάταξης κατά τρόπο που να συνάδει με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εφαρμογή, εντός του πεδίου της δικαιοδοσίας του, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης να μην εφαρμόζει καμία διάταξη του εθνικού δικαίου που αντίκειται σε διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεσο αποτέλεσμα (αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski , C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 58 και 61, και της 20ής Φεβρουαρίου 2024, X (Έλλειψη λόγων καταγγελίας) , C‑715/20, EU:C:2024:139, σκέψη 72).
112 Ωστόσο, η τελευταία πρόταση του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη διατυπώνεται με σαφήνεια και ακρίβεια και δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση, επομένως έχει άμεσο αποτέλεσμα.
113 Συνεπώς, εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι το εσωτερικό του δίκαιο δεν του επιτρέπει να εφαρμόσει τις εγγυήσεις που απορρέουν από την τελευταία περίοδο του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη στην εκκρεμή ενώπιόν του διαφορά και ότι δεν είναι δυνατή η ερμηνεία του εν λόγω δικαίου κατά τρόπο συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης, θα υποχρεούται να διασφαλίσει, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, την προστασία που απορρέει για τους ιδιώτες από την τελευταία περίοδο του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη και να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητα της εν λόγω διάταξης, αφήνοντας, εν ανάγκη, εκτός εφαρμογής οποιαδήποτε αντίθετη εθνική διάταξη.
114 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η τελευταία περίοδος του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει αναίρεση κατά δικαστικής αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή που ασκήθηκε κατά διοικητικού προστίμου, ποινικού χαρακτήρα και εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να εφαρμόσει την εθνική νομοθεσία που είναι ευνοϊκότερη για τον καταδικασθέντα, η οποία τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, ανεξάρτητα από το αν η τελευταία θεωρείται τελεσίδικη βάσει του εθνικού δικαίου.
Σχετικά με το κόστος
115 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 51(1) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
Ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης όταν, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου , της 20ής Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στις οδικές μεταφορές, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, και το άρθρο 41 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 165/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, για τους ταχογράφους στις οδικές μεταφορές, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στις οδικές μεταφορές και τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων διατάξεων της κοινωνικής νομοθεσίας στον τομέα των οδικών μεταφορών, επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο στον οδηγό οχήματος, λόγω παραβίασης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τους εν λόγω κανονισμούς από τον τελευταίο και, αφετέρου, χρησιμοποιεί στη συνέχεια την εξουσία που του παρέχεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, του τελευταίου κανονισμού, να εξαιρεί ορισμένα οχήματα οδικών μεταφορών από την τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεων.
2) Το άρθρο 49, παράγραφος 1, τελευταία πρόταση, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
μπορεί να εφαρμοστεί σε διοικητική κύρωση, ποινικού χαρακτήρα, η οποία επιβλήθηκε βάσει κανόνα ο οποίος, μετά την έκδοση της εν λόγω κύρωσης, τροποποιήθηκε κατά τρόπο ευνοϊκότερο για το άτομο στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση, υπό την προϋπόθεση ότι η τροποποίηση αυτή αντικατοπτρίζει αλλαγή θέσης σχετικά με τον ποινικό χαρακτηρισμό των πράξεων που διέπραξε το εν λόγω άτομο ή σχετικά με την ποινή που θα επιβληθεί.
3) Το άρθρο 49, παράγραφος 1, τελευταία πρόταση, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
Ένα δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει έφεση κατ’ αναίρεσης κατά δικαστικής αποφάσεως που απέρριψε την έφεση που ασκήθηκε κατά διοικητικού προστίμου, ποινικού χαρακτήρα και εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να εφαρμόσει την εθνική νομοθεσία που είναι ευνοϊκότερη για τον καταδικασθέντα, η οποία τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, ανεξάρτητα από το αν η τελευταία θεωρείται τελεσίδικη βάσει του εθνικού δικαίου.